Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2022

Κώστας Ρούκουνας - Το ..."Σαμιωτάκι"...!" (Γράφει ο ο Μπάμπης Μώκος)

Κώστας Ρούκουνας

"Αυτό το αχ δεν είν'φωτιά να πιώ νερό να σβήσει,
μον'είναι πόνος στην καρδιά και θα με τυρανίσει...!".


Σε ηγεμονικό καθεστώς και στην παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορία,ς γεννιέται το 1904 στην Αγία Κατερίνα μέσα σε ένα ...λαχανόκηπο στο Νέο Καρλόβασι Σάμου, ο Κώστας Ρούκουνας. Είναι η εποχή που η Σάμος έχει τεράστια ανάπτυξη σε βιομηχανία και εμπόριο στο Βαθύ με τις καπνοβιομηχανίες και στο Καρλόβασι με τα βυρσοδεψεία.

Η γειτνίαση με την Σμύρνη και τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια εμπορική, αλλά και πολιτιστική (διασκέδαση, μουσικές, σχήματα, αυτοσχέδιοι μουσικοί κομπανίες κ.λ.π.).

Ο πατέρας του Απόστολος Ι.Ρούκουνας, αγρότης και ερασιτέχνης λυράρης απ' τα Κοντέϊκα φεύγει για Αμερική και ποτέ δεν ξαναγύρισε. Η μάνα του Ευτυχία Ντηνιακού από τον Άγιο Θεόδωρο αργότερα ξαναπαντρεύεται  με τον καρεκλοποιό Νίκο Δεμερτζή και ο μικρός Κώστας από ηλικίας 7-8 χρόνων, για να συνεισφέρει στην οικογένειά του, αρχίζει να δουλεύει σε καπνοβιομηχανία, αρχικά σαν "κοφτάς (δηλαδή αυτός που με ειδικό μαχαίρι κόβει τον καπνό) και πιο ύστερα με την υποχρέωση μέσα σε ένα 8άωρο να  φτιάχνει  3.000 τσιγάρα !.
 
Υπερβολικά τρομακτική δουλειά για ένα παιδί. Φεύγει από την καπνοβιομηχανία και αρχίζει να εργάζεται στο ξυλουργείο του πατριού του. Λόγω της δουλειάς του στο ξυλουργείο ο περίγυρος του κολλάει το παρατσούκλι "κ α ρ ε κ λά ς" και "Α ρ α μ π α ν τ ζ ή ς" μαζί γιατί εκτός από καρέκλες έφτιαχνε κουφώματα και κάρα.

Πολυτεχίτης, πολυάσχολος εδώ κι'εκεί, αρχίζει με πάθος να ασκεί, να γυμνάζει τη φωνή του, να τραγουδάει και να είναι περιζήτητος σε παρέες, οπότε τον ακούουν οι περίφημοι Βεργόνηδες. (Ο Κώστας Βεργόνης, ο γιος του Μήτσος η Αμπαντζής που έπαιζαν τσίμπαλο, ο Γίώργος βιολί, ο Γιώργος Πολίτης κιθάρα -τραγούδι, ο Μαρίνος Μαυρομάτης κλαρίνο και ο Μανόλης Παρασκευάς ή Μπακαλιάρος βιολί), η σημαντικότερη και ξακουστή εκείνη την εποχή μπάντα στο νησί.
 
Οι Βεργόνηδες του κάνουν πρόταση, μα ο Κώστας είναι στην αρχή διστακτικός, αργότερα ενδίδει. Οι θύμησες και τ΄αυτιά του γεμάτα από μικρασιάτικους σκοπούς και μελωδίες από τα απέναντι παράλια. Στον περίγυρό του η προσφυγική μουσική παράδοση που εντείνεται  με της έλευση προσφύγων από απέναντι. Αμανέδες σε ύφος a la franca αλλά και ταμπαχανιώτικοι πλημμυρίζουν τον Σαμιακό αέρα σε
μαζώξεις και γλέντια. 
 
http://users.sch.gr/gpantakis/wp-content/uploads/2012/12/rouk3.jpg
Στη Ξάνθη το 1925.
Δεξιά ο Κώστας Ρούκουνας.
(ΦΩΤΟ users.sch.gr/gpantakis)
Το 1924 πηγαίνει και υπηρετεί τη θητεία του στην Θράκη (Ξάνθη-Κομοτηνή). Επιστρέφει στο νησί σαν πολίτης το 1926 και παίρνει μαθήματα κιθάρας από τον Γιώργο Κατεβαίνη, μαέστρο της Φιλαρμονικής Καρλοβασίου και εξαίρετο μουσικό.
 
Μετά από εξάμηνη συνεργασία με την κομπανία των Βεργόνηδων, το 1927-28 είναι ήδη 20 χρονών, το αποφασίζει, αφήνει το νησί  και έρχεται στην Αθήνα. Περιδιαβαίνει την οδό Αθηνάς όπου σε κάποιο σημείο σε όροφο διαβάζει: Ξενοδοχείον "ΤΟ ΠΑΝΣΑΜΙΑΚΟΝ" και στο ισόγειο το καφενείο-στέκι "Η ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ" όπου συχνάζουν πρόσφυγες μουσικοί.
 
Μια μέρα συναντάται με δυο συμπατριώτες του επαγγελματίες σαντουριέρηδες, τον Θόδωρο Κουλαντριντζή και τον Χαντζηαντωνίου. Εκείνοι έχοντας ακούσει πολλά για την φωνή του, του ζητούν να τους τραγουδήσει.
 
"Αυτό γέννηκε σε ένα εστιατόριο παραδίπλα στα ουρητήρια του Καραμάνου στην Αθηνάς κάτω από το ξενοδοχείο "ΠΑΝΣΑΜΙΑΚΟΝ". Όντας και είδα το όνομα, είπα μέσα μου, καλό σημάδι.
Και θυμήθηκα, ήταν η ώρα τρεισήμισι το μεσημέρι. Μας βάλανε ένα μεζεδάκι και μια οκά κρασί.΄ Ηντουσαν και τα όργανα εκεί  του μαγαζιού. Αλλά εμείς πήγαμε να με δοκιμάσουν, να μ'ακούσουν.
 
Δεν πήγαμε για διασκέδαση. Μου λέν τότες αυτοί:
-Τι τραγουδάκια ξέρεις; Ξέρεις κα'να μινοράκι.
-Πώς δεν ξέρω, τους λέω.
-Πές μας ένα μινοράκι. Τότες ήμουνα ψιλός και το είπα από ρε μινόρε. Μόλις λοιπόν το τραγουδάω, βλέπω οι πελάτες ψου-ψου-ψου και μου-μου-μου.
-Είναι φοβερός, λέει. Μωρέ αυτός θα τους  φάει όλους.
Και αρωτούσαν τον σαντουριέρη από πού ήμουν. Αυτός τους λέει:
-Πατριωτάκι είναι, Σαμιωτάκι.
Επειδής με ρωτήσανε τι άλλο ήξερα, τους είπα και ένα σαμπάχ. Μόλις μ'ακούσανε  οι πελάτες τους άρεσα πολύ και άρχισαν να μου λένε:
-Μπράβο Σαμιωτάκι. Το ίδιο γινότανε κι' αργότερα, όλο Σαμιωτάκι με λέγανε. Έτσι μου βγήκε το όνομα και ο κόσμος σιγα-σιγά με έμαθε και μ' έλεγε "Το Σαμιωτάκι".
 
http://users.sch.gr/gpantakis/wp-content/uploads/2012/12/rouk2.jpg
(ΦΩΤΟ users.sch.gr/gpantakis)
Και σήμερα ακόμα υπάρχουν πολλοί που δεν ξέρουν που το όνομά μου είναι "Ρούκουνας", μονέ με λένε "Το Σαμιωτάκι", ακόμα και άνθρωποι που δουλέψαμε μαζί...!".-
     
Έτσι ο Κώστας Ρούκουνας μπαίνει στο χώρο της μουσικής στην πρωτεύουσα. Γίνεται μέλος της κομπανίας των συμπατριωτών του και το επόμενο Σαββατοκύριακο βγάζει τις πρώτες 600 δραχμές σαν τραγουδιστής στο μαγαζί του Χρήστου Γκίκα η Κιτσάρα στο Μενίδι.
Για κάποιο διάστημα δουλεύει σε ταβέρνες, γάμους, βαφτίσια, οπότε κάποια μέρα έρχονται δυο φημισμένοι μουσικοί, ο Κώστας Τζόβενος και ο Βαγγέλης ο Ναύτης, τον ακούνε και τον παίρνουν μαζί στου Πίκινου την Μπύρα.

Εκεί τραγουδώντας ρωτούν οι θαμώνες ποιός είναι και η απάντηση: Είναι από την Σάμο, δηλαδή "Σαμιωτάκι", προσωνύμιο που του έμεινε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
 
Στα τέλη της δεκαετίας 1920, αρχές του 1930 ο Τούντας που είναι και υπεύθυνος στην  δισκογραφική εταιρεία "ODEON" ανακαλύπτει τον Ρούκουνα που εκείνη την εποχή δουλεύει στην Μπύρα του Πίκινου στο Θησείο μαζί με τον συνθέτη και σαντουρντζή Κώστα Τσόβενο. Έχει ακουστά στην πιάτσα για μια φωνή ιδιαίτερη, εξαιρετική. Η μουσική πιάτσα βουίζει... 
Πηγαίνει στο μαγαζί, τον ακούει και του ζητά να κατέβει στην εταιρεία. Για την συνάντηση και την πρόταση ο Ρούκουνας λέει κατασυγκινημένος:
"Εγώ, μόλις μου τό'πε εσπαρτάρισε η καρδιά μου. Δεν είχα άλλο όνειρο στη ζωή μου απ'τον καιρό που έφυγα απ'τη Σάμο, μον' έλεγα να πάω μωρέ στην Αθήνα, να βάλω κι'εγώ κανένα τραγουδάκι στην πλάκα ν'ακούσω πως θα ακούγεται η φωνή μου. Και να την στείλω στην κακομοίρα τη μάνα
μου να δει πως πρόκοψε το παιδί της...".-

 
Αμέσως τον φέρνει και ηχογραφεί τους 4 πρώτους δίσκους του (τρία τραγούδια  και έναν αμανέ Σαμπάχ). Ανάμεσά τους πρώτο το περίφημο "Κουκλί της Κοκκινιάς¨. Τα υπόλοιπα: "Αλάνης μάνας γιος", "Η Χασικλού" και ένας αμανές "Αυτό το αχ δεν'ειν'φωτιά", σε δρόμο σαμπάχ."
"Αυτό το αχ δεν ειν'φωτιά να πιώ νερό να σβήσει,
 μον'είναι πόνος στην καρδιά που θα με βασανίσει..!".


Στις συνθέσεις του ο Τούντας δύσκολος στις επιλογές του. Απόλυτα θιασώτης-υπέρμαχος της Σμυρνέϊκης Σχολής είναι πολύ εξοργιστικά λεπτολόγος, εκνευριστικά απαιτητικός για την φωνή ενός τραγουδιστή με συγκρότηση και  γνώση  (μεγάλη έκταση, αλλαγές στους δρόμους, τροπικά μακάμ κ.α.), στοιχεία που που ο Ρούκουνας σαφώς και τα διαθέτει. Εκτός των άλλων και την ειδική  γνώση του Σμυρνέϊκου ρεπερτόριου. Η φωνή του Ρούκουνα είναι σε ιδιαιτερότητα πολυσχιδής, όπου συναντώνται η Σμύρνη, η Πόλη, τα νησιά, ο Πειραιάς με τους μάγκες, 
Με τους πρώτους δίσκους στα χέρια μόλις τους ακούει λέγεται οτι  βάζει τα κλάματα!. (Αφήγηση στον Τάσο Σχορέλη).
"... Και πάω λοιπόν και μόλις ακούω τα τραγούδια του Τούντα και το σαμπάχ μου με πιάνει ένα παράπονο, ένα κλάμα που άκουσα τη φωνή μου, που δεν είχα ακούσει τη φωνή μου ποτέ. Δεν μπορούσα να κρατηθώ από το κλάμα. Τόσο δηλαδή μ'έπιασε το παράπονο. Δεν ξέρω τι έπαθα, τι τράκ με έπιασε εκείνη τη στιγμή...!".
 
Πέρα απ'αυτό αμέσως παίρνει φρέσκους-ζεστούς τους πρώτους του δίσκους και τους στέλνει με ανείπωτη χαρά  στη μάνα του στο νησί, όπου εκεί, στο άκουσμά τους η συγκίνηση δεν λέγεται.
 
Αυτή την εποχή οι τρεις Σμυρνιοί διάσημοι γνωστοί τραγουδιστές είναι ο Γιώργος Βιδάλης, ο Κώστας Νούρος, ο Βαγγελάκης ο Σωφρονίου και φυσικά από την Πόλη ο κορυφαίος Αντώνης Νταλγκάς. Στη φωνή τους διακρίνεται η σμίξη του δυτικού ιδιότροπου ιδιώματος, το ανατολικό και πάμπολλα βυζαντινά στοιχεία. Νούρος και Σοφρωνίου ήσαν άλλωστε σπουδαίοι ψάλτες. (Ο Βαγγελάκης ο Σοφρωνίου έψελνε στην Αγία Φωτεινή στη Σμύρνη, όπου πήγαινε συχνά ο Νούρος να τον ακούει!).
 
Φθάνει το 1935 και ο Ρούκουνας παντρεύεται την τραγουδίστρια Άννα Παγανά, που δυστυχώς μέσα στην κατοχή πεθαίνει ξαφνικά από καρδιακή ανακοπή την ώρα που ο Ρούκουνας τραγουδά σε ένα πανηγύρι στην Χαλκίδα. Αργότερα ξαναπαντρεύεται την 19χρονη στιχουργό Αλεξάνδρα Κυριαζή με την οποία έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
 

Το 1936, λίγο πριν την λογοκρισία Μεταξά, ο Ρούκουνας ηχογραφεί το συγκλονιστικό χασικλίδικο ζειμπέκικο του Τούντα "Κουβέντα με τον χάρο"που είναι και η μοναδική εκτέλεση στις 78 στροφές του τραγουδιού αυτού που ξαναδισκογραφήθηκε πολλές φορές διασκευασμένο και λογοκριμένο στη δεκαετία του '60. ("Το χάρο τον αντάμωσαν πέντε-έξη χασικλήδες να τον ρωτήσουν πως περνούν στο Αδη οι μερακλήδες κ.λ.π".).
 
Κατά τη μόδα της εποχής δεν λείπουν και ορισμένα χασικλίδικα όπως "Ο μάγκας χασικλής", "Πολιτσμάνοι", "Τα ντερβίσια" καθώς και χιουμοριστικά όπως το "Πόπη μου το σκυλάκι σου"
 
Αρκετά από τα τραγούδια του θίγουν μεγάλα κοινωνικά προβλήματα η περιγράφουν συγκλονιστικά γεγονότα της εποχής του, όπως:
"Οι κοντραμπαντζήδες" για το λαθρεμπόριο. "Μιά μικρή στο Περιστέρι", για τις εργάτριες του  εργοστασίου Λαναρά. "Ο Φθισικός"(μανές) και "Μάνα μου το στήθος  μου πονεί" για το οξύτατο πρόβλημα της φυματίωσης. "Ο αιχμάλωτος" για την οδύσσεια των Ελλήνων αιχμαλώτων του Μικρασιατικού μετώπου. "Η μπόμπα", για τις βόμβες των Αμερικανών σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι. "Ο σεισμός" για τον καταστρεπτικό σεισμό σε Ζάκυνθο και Κεφαλλονιά το 1953. "Οι αδικοπνιγμένοι" για τα  θύματα μιας σύγκρουσης δύο πλοιαρίων ("Υδράκι" και "Ανάσταση") έξω από το λιμάνι του Πειραιά, αλλά η πλοιοκτήτρια εταιρεία με δικαστική απόφαση απαγόρευσε την κυκλοφορία του δίσκου. Σημαδιακό και το τραγούδι "Η Κρίσις" που αναφέρεται στην δεινή οικονομική κατάσταση που περιήλθε η Ελλάδα ύστερα από το κράχ του 1929 στην Αμερική:
"Οι φόροι και τα κόμματα φέραν αυτή την κρίση
και κάνανε τον άνθρωπο να μην μπορεί να ζήσει..!".

 
Ανάμεσα στις συνθέσεις του υπάρχουν πολλά ερωτικά τραγούδια: "Ελένη", "Μιά Σαμιώτισσα μ'έμπλεξε", ¨Καθρέφτης θέλω  να'μουνα", ¨Κατινάκι μη θυμώνεις", ¨Σκλάβος σου θα γίνω", "Με μιά τσαχπίνα μπλέχτηκα", "Ερηνάκι πες το ναι" κ.α.

 "ΣΤΟΥ ΠΙΚΙΝΟΥ ΤΗΝ ΜΠΥΡΑ...!"

K. Ρούκουνας - Ο Πίκινος (video: Afthentikos42)
Στην οδό Αθάμαντος στο Θησείο υπάρχει η περίφημη Μπύρα του Πίκινου, που έγινε τραγούδι εξ αιτίας ενός φονικού στο μαγαζί. Μετά από μια παραγγελιά, μια παρεξήγηση και μια συμπλοκή παρεμβαίνει  ο Πίκινος με αποτέλεσμα να τον μαχαιρώσουν. Ο Κώστας Ρούκουνας ταράχτηκε από το
γεγονός και έγραψε το ομώνυμο κομμάτι να τον μνημονεύει. Μόλις 37 χρονών ήταν τότε ο Πίκινος. Ο ίδιος ο Ρούκουνας αφηγείται στον Τάσο Σχορέλη:
 "Το 1931 δούλευα στου Πίκινου με τον Τζόβενο και τον Βαγγέλη τον Ναύτη. Τότε γίνηκε μια παρεξήγηση με μια παρέα με τον Τζόβενο. Μπήκε ο Πίκινος και ένας χαμένος ο Χαντζίνας από την παρέα τον μαχαίρωσε στα ύπουλα. Σε 12 ημέρες πέθανε το παλικάρι και ήταν μόνο 37 χρονών. Σαν τον Πίκινο δεν γεννιούνται συχνά τέτοιοι λεβέντες.΄Έτσι λοιπόν πήγε το λεβεντόπαιδο και τότε κάθησα και του έκανα τραγούδι."
 
Απόσπασμα απο μια συνέντευξη του Τάσου Σχορέλη με τον Κώστα Ρούκουνα στο οποίο τραγουδάει κιόλας. (video: Chris Anastasiou)
 
Το 1932 πεθαίνει στην Αμερική ο πατέρας του. Μένει ακόμα για λίγους μήνες στου Πίκινου. Το μαγαζί πήρε την κάτω βόλτα και ο Ρούκουνας πάει στο κέντρο Πουπέ στους Αμπελοκήπους και μετά στου Σερελέα  στην οδό Δώρου όπου συνεργάζεται με την Ρόζα Εσκενάζυ, τον Μανησαλή, τον Τομπούλη και άλλους. Το 1934 πάει στου Μουρούζη στην οδό Αθηνάς όπου παρέμεινε μέχρι το 1948.
 
http://users.sch.gr/gpantakis/wp-content/uploads/2012/12/gen12.jpg
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης με τον Σαμιωτάκη και τον Ροβερτάκη (όρθιος) στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές, 1951. (ΦΩΤΟ users.sch.gr/gpantakis)
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς '48,'49,'50 εμφανίζεται στο φημισμένο στέκι του ρεμπέτικου, στου Κ α λ α μ α τ ι α ν ο ύ  στις Τζιτσιφιές μαζί με την θρυλική δωδεκάδα, Μάρκο Βαμβακάρη Γιάννη Παπαϊωάννου, Γιώργο Μητσάκη, Μιχάλη Γενίτσαρη, Απόστολο Χαντζηχρήστο, Σπύρο Περιστέρη, Γιώργο Ροβερτάκη, Γιώργο Μανησαλή, Μανώλη Χιώτη, Ηλία Ποτοσίδη κ.α.
 
",,,Εκεί ο κόσμος έκανε ουρές για να μπει. Παίζαμε και τραγουδούσαμε όλοι στο πάλκο, ώρες ολόκληρες. Είναι από τις στιγμές που δεν τις ζείς εύκολα, ούτε τις ξεχνάς ποτέ..."
 
Μετά την δολοφονία του Καλαματιανού ο Ρούκουνας θα δουλέψει για τρία χρόνια στου Τζίμη του Χοντρού στην Αχαρνών με τους Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Μπέλλου, Χρυσάφη κ.α. Μετά σε διάφορα άλλα κέντρα, ανάμεσά τους στο Κύπρος του Μπερντζελέτου όπου πρωτοεμφανίστηκε ο Στέλιος Καζαντζίδης,
 
Το 1959 μετά από πρόσκληση των Σαμίων πηγαίνει στην Αμερική όπου μένει  και τραγουδά σε διάφορα κέντρα για 11 μήνες. Γυρίζει στην Ελλάδα, πάει τρεις φορές στην Σάμο και τραγουδά σε διάφορα κέντρα όπως το Ακροπόλ, στου Κώστα Χειμωνίτη (Μαντζουρανή) στο Καρλόβασι, μαζί με τον παλιό του συνεργάτη Κώστα Βεργώνη που έπαιζε τσίμπαλο, τον Δ,Λαβίδα βιολί κ.α. Στις δεκαετίες '60,'70 τραγουδά σποραδικά σε διάφορα κέντρα, εκδηλώσεις, αφιερώματα στο ρεμπέτικο
κ.λ.π. 
Την περίοδο αυτή ηχογράφησε παλιά και νέα  τραγούδια του σε δίσκους 33 στροφών.

"ΟΙ ΓΙΑΓΙΑΔΕΣ".

 

Σημαντική θεματικά ηχογραφημένη ιδιαιτερότητα δημιουργίας του Ρούκουνα αποτελεί η αναφορά του στους περίφημους "Γιαγιάδες".

Οι Γιαγιάδες ήταν 4 αδέλφια απ'το χωριό Μαραθόκαμπος. Συνεργάστηκαν πριν το 1912 με τον Θεμιστοκλή Σοφούλη για την ένωση της Σάμου με την λοιπή Ελλάδα, αλλά για λόγους συμφερόντων τους στράφηκαν εναντίον και του Σοφούλη αλλά και της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου. 
 
 
Προέκυψαν τα περίφημα Γιαγιάδικα ύστερα από μιά σειρά  εξεγέρσεις-επαναστάσεις που έφθασαν σε μεγάλης μορφής αντιπαραθέσεις με θύματα απ΄όλες τις πλευρές. Στην πορεία σκοτώθηκε ο ένας από τα 4 αδέλφια, ο Γιώργης ο Γιαγιάς που ο Ρούκουνας αναφέρει στο πρώτο απ'τα 4 τραγούδια που έγραψε για τους Γιαγιάδες:
"Στη Σάμο στα περίχωρα σ'ένα χωριό στο Κέρκι,
μιά νύχτα τα αποσπάσματα ανοίξανε ντουφέκι. 
Οι σφαίρες πέφτανε βροχή δεκάδες-δωδεκάδες 
να πιάσουνε τους ξακουστούς και τρομερούς Γιαγιάδες.
Κείνο το βράδυ σκότωσαν τον Γιώργο απ'τους Γιαγιάδες,
αλλά κι'απ'τα αποσπάσματα κλάψαν πολλές μανάδες...".

Τα αποσπάσματα ήταν από το κρητικό σώμα χωροφυλακής και είχαν σταλεί να καταστείλουν τις εξεγέρσεις των Γιαγιάδων. Εκτός από τον Γιώργο σκότωσαν επίσης και έναν άλλο από τα τέσσερα αδέλφια τον Κώστα, την 18χρονη αδελφή τους και έκαψαν ζωντανή τη μητέρα τους.
 
http://users.sch.gr/gpantakis/wp-content/uploads/2012/12/rouk53.jpg
Στην πορεία της μουσικής του διαδρομής συνεργάσθηκε με όλα τα μεγάλα ονόματα. Ιδιαίτερα με τους Γρηκόρη Ασίκη, Βαγγέλη Παπάζογλου, Ιιάκωβο Μοντανάρη, Κώστα Σκαρβέλη, Κώστα Καρίπη, Ρόζα Εσκενάζυ, Αγάπιο Τομπούλη, Γιώργο Μανισαλή, Λάμπρο Λεονταρίτη με την λύρα, Λάμπρο Λεονταρίτη με το κανονάκι του κ,α.
Όταν μάλιστα σκοτώθηκε ο Πίκινος, έφυγε και πήγε σε άλλο μαγαζί της εποχής, στου Μουρούζη  όπου έμεινε για 14 χρόνια από το 1934 έως το 1948.
Όντας πλέον δημοφιλής μετά την κατοχή "κτύπησε" 150 τραγούδια σε δίσκους. Από το 1930 έως το 1940 συνολικά 180 περίπου τραγούδια απ'τα οποία 33 αμανέδες, Ιδιαίτερα η ερμηνεία του  στους αμανέδες υπήρξε  περίοπτη, λόγω του ότι ο ίδιος είχε ιδιαίτερο τρομερό "φωνητικό έλεγχο" και μπορούσε να αποδώσει πολύ καλά τα "μαλακά διαστήματα" της ανατολικής μουσικής.
"Σαν το σβησμένο κάρβουνο
μαύρισε η καρδιά μου,
απ'τα πολλά τα βάσανα
κι'από τα δάκρυά μου...!"

 

Ταλαιπωρημένος από μικρό παιδί, είχε πιάσει στην πορεία της ζωής του και καστανοήσει τον κοινωνικό σφυγμό, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται στα τραγούδια του χρονογράφος, κριτής, κατακριτής η παινευτής σε δρώμενα και γεγονότα της εποχής του. (Βλ.Τραγούδια: "Οι αδικοπνιγμένοι", "Γιαγάδικα").
Υπάρχει ένα εκπληκτικό τραγούδι που ακόμα σήμερα οι ρεμπετοπαίχτες και ρεμπετοασχολούμενοι το θεωρούν από τα  κορυφαία. 
Μόνον ο Μάρκος με "Το Συμφέρον" και ο Ρούκουνας με το "Ψεύφτισε πλέον ο ντουνιάς" εχουν πει τόσο καθαρά αλήθειες χωρίς φιοριτούρες και...καρικατούρες.
 
Ο μπαρμπα-Κώστας πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα στις 11/3/84, ημέρα Κυριακή στο νοσοκομείο Σωτηρία μετα από νοσηλεία δύο εβδομάδων. Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί μαζί με την σύζυγό του στο μικρό του σπίτι στον Γέρακα Αττικής. Γλεντζές, κουβαρντάς και ψυχοπονιάρης δεν έκαμε περιουσία αν και πολλά λεφτά πέρασαν κατά καιρούς απ'τα χέρια του. Όπως λένε, παρά τα 80 του χρόνια, η φωνή του είχε χάσει ελάχιστα από την δύναμη και την ζωντάνια της νεότητάς του. 
 
Αυτή η φωνή δεν έσβησε. Παρέμεινε χαραγμένη στους δίσκους του, καταδικασμένη να τρέχει αδιάκοπα στ'αυλάκια τους και να μας τον θυμίζει ξανά και ξανά μέσα από παραπονιάρικους αμανέδες, απτάλικα ζεϊμπέκικα, γρήγορα συρτά και αθάνατα κλέφτικα.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Next page