Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

Παναγιώτης Τούντας (1886 - 23 Μαΐου 1942)

Panagiotis_Tountas.jpg
photo: www.sansimera.gr
Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σμυρναίικης σχολής στο νεοελληνικό τραγούδι, ο Παναγιώτης Τούντας γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1886 από πλούσιους γονείς που του έδωσαν τη δυνατότητα να ασχοληθεί από μικρός με τη μουσική.

Ξεκίνησε να μαθαίνει μαντολίνο. Αργότερα, συμμετείχε στη σμυρναίικη  Εστουδιαντίνα  του Σιδερή που έμεινε γνωστή με το όνομα «τα Πολιτάκια». Μαζί του ήταν και αρκετοί μουσικοί που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πορεία του λαϊκού μας τραγουδιού, όπως ο Βαγγέλης Παπάζογλου και o Σπύρος Περιστέρης.

Συμμετείχε επίσης σε διάφορα μουσικά σχήματα που έκαναν περιοδείες εκτός Σμύρνης – στην  Αίγυπτο, στην Αβησσυνία, γενικότερα όπου υπήρχε Ελληνισμός, με σκοπό να διασκεδάζουν τους  Έλληνες της διασποράς. Σε αυτά τα ταξίδια βρήκε ευκαιρία να έρθει σε επαφή με την ανατολίτικη αλλά και με τη δυτική κουλτούρα.
Αναδημοσίευση από: www.tar.gr
Με την Εστουδιαντίνα του Σιδερή εμφανίζεται στην δισκογραφία πριν τη μικρασιατική καταστροφή, σε ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Σμύρνη (στην Ελλάδα δεν είχαν ανοίξει ακόμα εργοστάσια δίσκων).


Μετά τη συμφορά, ήρθε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη. Δούλεψε για ένα χρόνο ως μουσικός σε μικρασιάτικες κομπανίες, μαζί με τους Ευάγγελο Σωφρονίου, Γιάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη) και άλλους πρόσφυγες μουσικούς και τραγουδιστές. Το 1924 ηχογραφεί στην Ελλάδα το πρώτο του τραγούδι «η Σμυρνιά» και γίνεται ο πρώτος λαϊκός συνθέτης της δισκογραφίας που το όνομά του αναφέρεται σε ετικέτα δίσκου.

Την ίδια χρονιά αναλαμβάνει τη διεύθυνση του ελληνικού παραρτήματος της δισκογραφικής εταιρίας Odeon. Από τότε εγκαταλείπει το πάλκο και η σχέση του με τις κομπανίες περιορίζεται στην οργάνωσή τους. Για έξι χρόνια είναι προϊστάμενος ηχογραφήσεων, ενώ από το 1931 αναλαμβάνει καλλιτεχνικός διευθυντής της Columbia και της  His Master’s Voice και παραμένει στη θέση αυτή μέχρι το 1941. Εκτός από ενορχηστρωτής, είναι υπεύθυνος ρεπερτορίου και ταυτόχρονα αυτός που αναζητά νέους δημιουργούς και ερμηνευτές.

Με υπόδειξη δική του θα περάσουν στη δισκογραφία αρκετοί σπουδαίοι ερμηνευτές, όπως ο Κώστας Ρούκουνας, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Βαγγέλης Σωφρονίου, η Ρίτα Αμπατζή, η Ρόζα Εσκενάζυ και πολλοί άλλοι, ενώ φτιάχνει πολύ συχνά τις παρτιτούρες για τραγούδια άλλων λαϊκών τραγουδοποιών που δεν γνώριζαν να γράφουν νότες.



Από το 1924 ως το 1941 θα ηχογραφήσει σχεδόν 400 τραγούδια. Μέσα σε αυτά έχουν μεταφερθεί πολλές παραδοσιακές μικρασιάτικες μελωδίες, ωστόσο έγραψε και πολλά πρωτότυπα κλασικά λαϊκά τραγούδια, αλλά και ελαφρά.
Κι ενώ στα παλαιότερα τραγούδια του εναλλάσσεται ο «ευρωπαϊκός» ήχος με τα «σαντουροβιόλια» από τραγούδι σε τραγούδι, αργότερα, όταν επικράτησε ο πειραιώτικος  ήχος (μπουζούκια και  μπαγλαμάδες) τον χρησιμοποίησε κι αυτόν.

Τα τραγούδια του καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της μουσικής της εποχής εκείνης: από επιθεωρησιακά μέχρι δημοτικοφανή, από «ελαφρά ευρωπαϊκά» μέχρι «βαριά» ρεμπέτικα.

Η θεματολογία των τραγουδιών αυτών είναι πολύ πλούσια. Μοιάζουν σαν μεγάλοι κατάλογοι που περιγράφουν τη ζωή διαφόρων ανθρώπων από κάθε κοινωνική τάξη, τις συνήθειές τους, τα πάθη τους, τα ελαττώματά τους ή διάφορα επαγγέλματα, με τρόπο ηθογραφικό και συχνά χιουμοριστικό. Κάθε  τραγούδι είναι σαν ένα μικρό θεατρικό έργο που παρουσιάζει τη ζωή, με τα συναισθήματα, τις διακυμάνσεις, την ατμόσφαιρά της, ακόμα και το σκηνικό όπου βιώνεται. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι πολλές φορές υποβόσκει και ένα καταγγελτικό ύφος, με σχεδόν πολιτική και ιστορική απόχρωση.    

Με προσωπική μου πρωτοβουλία παραθέτω μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του,  με τη συνοδεία ενός μικρού σχολίου. Αδικώ σίγουρα άλλα εξίσου σπουδαία, μα ήταν πολύ δύσκολη η επιλογή.

«Η Σμυρνιά» είναι ένα τραγούδι που εμφανώς βρίσκεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης αφού ο παραδοσιακός δρόμος (σαμπάχ) των στροφών εναρμονίζεται με δυτικό τρόπο στο ρεφρέν (διφωνίες με διαστήματα τρίτης), αποδίδεται από τον Κώστα Μισαϊλίδη και την αθηναϊκή Εστουδιαντίνα του Τάσου Μαρίνου.   
                                                                               
«Η προσφυγοπούλα» είναι ένα νοσταλγικό καθαρά ελαφρό τραγούδι, τραγουδισμένο από τον Γιώργο Βιτάλη που το όνομά του συναντάται εκείνο τον καιρό εκτός από ελαφρά και σε λαϊκά, μέχρι και σε άριες από όπερες. Εδώ ο πρόσφυγας συνθέτης αναπολεί τη χαμένη του πατρίδα.   

«Η Φαληριώτισσα» είναι ένα τραγούδι που κινείται στο χώρο του «ελαφρού», μια ερωτική καντάδα.

«Το κουκλί της Κοκκινιάς» λόγω της μεγάλης επιτυχίας του είχε πολλές επανεκδόσεις σε διαφορετικές εταιρείες. Εδώ παρουσιάζεται η πρώτη εκτέλεση με τον Κώστα Ρούκουνα. Ακολούθησαν οι εκτελέσεις του Στελλάκη  Περπινιάδη και της Ρόζας Εσκενάζυ, μια και τα τραγούδια που είχαν μεγάλη επιτυχία κυκλοφορούσαν από όλες τις τότε γνωστές εταιρείες.


Tο τραγούδι «Miss Odeon» αναφέρεται στην εποχή πριν το 1933, που άνοιξαν στην Ελλάδα εταιρείες δίσκων. Μέχρι τότε έρχονταν από το εξωτερικό και ηχογραφούσαν ελληνικά τραγούδια (είχαν ηχογραφηθεί ελληνικά τραγούδια στη Σμύρνη, στην Πόλη και στην Αμερική αλλά όχι ακόμα στην Ελλάδα). Έτσι λοιπόν, η Miss Odeon έρχεται από το Βερολίνο και αναζητεί τον κύριο Τούντα να ακούσει τι καινούργιο έχει γι’ αυτήν. Το τραγούδι αποτελείται από αποσπάσματα διάφορων άλλων τραγουδιών του συνθέτη.

«Του Λινάρδου η ταβέρνα» είναι σαν πίνακας λαϊκής ζωγραφικής που απεικονίζει το κέφι και το γλέντι σε ένα στέκι της εποχής εκείνης.

«Η γκαρσόνα» όπως και το «Μαριανθάκι» δείχνουν μια γυναίκα ανεξάρτητη, τολμηρή και χειραφετημένη, κάτι αρκετά πρωτοπόρο για εκείνη την εποχή. Το «Μαριανθάκι» το τραγουδά η Κάκια Μένδρη, σημαντική εκπρόσωπος του ελαφρού τραγουδιού.

«Το καλοκαίρι τώρα» περιγράφει τις εντυπώσεις και  τα σχόλια που προκαλεί μια νέα μόδα άγνωστη μέχρι τότε, ιδιαίτερα διαδεδομένη και αγαπημένη σήμερα: το μπάνιο στη πλαζ. 

Στο «Ερηνάκι», η απόγνωση που νιώθει ο ήρωας λόγω της απόρριψης από μια γυναίκα τον σπρώχνει  στα ναρκωτικά ως έσχατη λύση, και βέβαια γίνεται σαφές πως πρόκειται για πάθος που οδηγεί τον άνθρωπο στην καταστροφή. Το τραγούδι αυτό κυκλοφόρησε με τη Ρίτα Αμπατζή τον επόμενο χρόνο και στίχους που απευθύνονται σε «άκαρδο» άντρα.

«Αμάν Κατερίνα μου»: ερωτικό τραγούδι ή μήπως απλώς αυτός που απευθύνεται στην Κατερίνα λιγουρεύεται τα φαγητά της; Ο καλοφαγάς ερωτευμένος περιγράφεται με αρκετό χιούμορ από τον συνθέτη.

Η «Δημητρούλα», ένα πολύ διάσημο τραγούδι ακόμα και σήμερα, παρουσιάζει μια απελευθερωμένη γυναίκα, προκλητική και ιδιαίτερα επιθυμητή.   

«Εγώ θέλω πριγκιπέσσα», μας εξομολογείται ο συνθέτης σε μια ατμόσφαιρα παραμυθιού, εκφράζοντας τα όνειρα πολλών απλών ανθρώπων που περιμένουν να πλουτίσουν από μια καλή προίκα,, για να φτάσουμε στη «Βαρβάρα», τραγούδι που προκάλεσε σκάνδαλο (και κάτι παραπάνω) την εποχή που κυκλοφόρησε. Σατιρικό, με έξυπνα σεξουαλικά υπονοούμενα, θεωρήθηκε από το φασιστικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά άκρως προσβλητικό για τη δημόσια αιδώ – και επιπλέον, φήμες ανέφεραν πως το τραγούδι αναφερόταν στην κόρη του Μεταξά.

Γνώρισε τεράστια επιτυχία: λέγεται  πως σε μια Ελλάδα με 10.000 γραμμόφωνα, πούλησε γύρω στους 90.000 δίσκους. Το τραγούδι απαγορεύτηκε, ενώ ο Τούντας οδηγήθηκε στο δικαστήριο και καταδικάστηκε σε βαρύ χρηματικό πρόστιμο. Η αστυνομία έψαξε, μάζεψε και έσπασε όσα αντίτυπα της «Βαρβάρας» βρήκε.


Ο Τούντας απάντησε ξανακυκλοφορώντας το τραγούδι με άλλους στίχους και άλλους τίτλους και η επιτυχία συνεχίστηκε. Ωστίσο, αυτή η υπόθεση στάθηκε αφορμή να επιβληθεί η λογοκρισία (οι αιτίες ήταν παλιότερες και βαθύτερες) και να ξεκινήσει η προσπάθεια να αφανιστεί οτιδήποτε θύμιζε Ανατολή. Έτσι εξαφανίστηκαν αρκετοί Μικρασιάτες συνθέτες που αρνήθηκαν να προσαρμοστούν σε ένα πιο «δυτικό στυλ»  (ήχος, τρόπος), ή όσοι έγραφαν τολμηρούς στίχους (για ναρκωτικά, κανόνες «μαγκιάς», νόμους του υποκόσμου κτλ.). Η θέση του Τούντα στις δισκογραφικές εταιρείες αποδυναμώθηκε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος συνέχισε να γράφει μέχρι το 1941 που οι Γερμανοί έκλεισαν τα εργοστάσια δίσκων.

Στην «Τομπουρλίκα» ή «Ταμπουρλίκα» (δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό, ούτε τι σημαίνει), είναι εμφανές πλέον το πιο δυτικό «κανταδόρικο» ύφος.

«Τα τσόκαρα» τέλος είναι ένα ερωτικό τραγούδι, στο οποίο ξεχωρίζει η χιουμοριστική αναφορά του δημιουργού στη γιαγιά του στην τέταρτη στροφή («σαν τα δικά σου τσόκαρα φορούσε κι η γιαγιά μου…»).

 


Ο Παναγιώτης Τούντας έφυγε από τη ζωή στις 23 Μαΐου του 1942 από ρευματισμούς. Με το θάνατό του έκλεισε ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της λαϊκής ελληνικής μουσικής. Το έργο του πολύ συχνά έχει καταπατηθεί από νεότερους τραγουδοποιούς και πραγματικά  δεν έχει αξιολογηθεί όπως του αξίζει. Σε αντίθεση με τις μέρες μας, το τραγούδι τότε διένυε ιδιαίτερα γόνιμη εποχή.

Ο Τούντας στάθηκε  πραγματικά μια κορυφή για το ελληνικό τραγούδι του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, και το έργο του ύψιστη λαογραφική και πολιτιστική κληρονομιά μας. Ως συνθέτης, κατάφερε να κάνει κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή καταγραφή.

Εκφράζει όλες τις κοινωνικές τάξεις της εποχής του, περιγράφοντας όχι μόνο την καθημερινότητά τους αλλά και τον συναισθηματικό τους κόσμο. Ο τρόπος που ασχολείται  με τα προβλήματα του καιρού του αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για όλους τους νεότερους δημιουργούς στη δική μας άγονη από πολλές απόψεις εποχή, που το τραγούδι έχει περάσει σε καθαρά εμπορικά χέρια, αποσκοπώντας στο γρήγορο και εύκολο κέρδος εις βάρος οποιασδήποτε πνευματικής και καλλιτεχνικής αξίας.

Αναδημοσίευση από: www.tar.gr
Γεράσιμος Τριανταφύλλουgerasimost@tar.gr ( mailto:gerasimost@tar.gr ) 

www.myspace.com/gerasimostriantafyllou

Next page