Έργα και ημέρες του Σταύρου Παντελίδη. Μια άγνωστη ιστορία άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού και την απαρχή της δισκογραφίας στην Ελλάδα
Ιωάννα Μπρατσιάκου
Γεννήθηκε το 1891 στην καρδιά της Σμύρνης.
Ο πατέρας του ήταν βιοτέχνης αλλά και πολύ καλός ψάλτης, ένας μερακλής τραγουδιστής που γνώριζε τα μικρασιατικά τραγούδια και γέμιζε με τη φωνή του τη βιοτεχνία παπλωμάτων που διατηρούσε. Αναθρεμένος σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Σταύρος Παντελίδης μυήθηκε αμέσως στη μουσική. Από νεαρός γράφτηκε στο μουσικό Σύλλογο Σμύρνης «Απόλλων», όπου έμαθε με δασκάλους ευρωπαϊκή μουσική γραφή αλλά και πολύ καλό μαντολίνο και κιθάρα, ενώ η μουσική του παιδεία εμπλουτίστηκε από την ψαλτική τέχνη του πατέρα του.
Σεπτέμβρης 1922. Κατά την πυρπόληση της Σμύρνης ο Παντελίδης χάνει με τραγικό τρόπο τη μεγάλη του αγάπη. Καταφεύγει με την οικογένειά του στην Ελλάδα και δεν παντρεύεται ποτέ. Ένα μόνιμο παράπονο είναι διακριτό στο βάθος των στίχων πολλών κομματιών του.
Τα πρώτα χρόνια της νέας του ζωής στην Ελλάδα όμως, ο συνθέτης δεν ασχολείται αποκλειστικά με τη μουσική, καθώς αναγκάζεται για βιοποριστικούς λόγους και για να στηρίξει την οικογένειά του να ανοίξει κουρείο στο Βόλο. Το πρωί δουλεύει στο κουρείο, το βράδυ σε κάποια μαγαζιά με μικρές κομπανίες.
Από φτωχός πρόσφυγας, σημαντικός εκπρόσωπος της «Σμυρναίικης Σχολής» στην Ελλάδα
Το 1927 επιστρέφει στην Αθήνα. Η οικογένειά του είναι πλέον σε καλύτερη οικονομική κατάσταση και ο Παντελίδης αφοσιώνεται στη μουσική. Σμίγει με παλιούς φίλους από τη Σμύρνη, γράφει ανελλιπώς και παίζει σχεδόν κάθε βράδυ σε κέντρα. Συχνά τα τραγούδια του έχουν απήχηση, οι γλυκές μικρασιάτικες μελωδίες, τα λεβέντικα ζεϊμπέκικα, οι καρσιλαμάδες, τα συρτά, τα καλαματιανά, αγγίζουν τις αισθήσεις του κόσμου...Έμπειρος σαραντάρης μουσικός πλέον, μπαίνει στην ελληνική φωνογραφική αγορά σχεδόν ταυτόχρονα με τα πρώτα βήματα των δισκογραφικών εταιριών στην Ελλάδα. Έντυπο διαφημιστικό του 1934 μαρτυρά ότι οι τότε 4 μεγάλες εταιρίες κυκλοφόρησαν 18 ρεμπέτικα τραγούδια σε μουσική και στίχους Σταύρου Παντελίδη σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η είσοδός του στη δισκογραφία, λοιπόν, είναι πολύ ικανοποιητική. Σταδιακά όμως, ο καθαρός του χαρακτήρας και το σύστημα των «ειδικών διευθυντών» στις δισκογραφικές θα τον ρίξουν στο περιθώριο.
Στο βιβλίο του «Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών», ο Π. Κουνάδης γράφει: «Ο Βαγγέλης Παπάζογλου μαζί με τον Παναγιώτη Τούντα, τον Σταύρο Παντελίδη και τον Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη αποτελούν την κυριότερη ομάδα εκπροσώπησης της “Σμυρναίικης Σχολής” στο ρεμπέτικο τραγούδι». Ο λιγότερο γνωστός ή ίσως ο περισσότερο αγνοημένος από τους τέσσερις είναι ο Παντελίδης.
Η ρήξη με την ΑΕΠΙ και τις δισκογραφικές
Ο συνθέτης εξομολογείται συχνά τα παράπονά του για τον σκοτεινό κύκλο των εταιριών και για την -από το 1930 ιδρυθείσα- ΑΕΠΙ στην μητέρα και την αδερφή του, όπως αναφέρει ο εγγονός του, γιος της αδελφής του, Βασίλης Πετρόχειλος, στο βιβλίο «Σταύρος Παντελίδης, Ένας Σμυρνιός συνθέτης του Ρεμπέτικου». Στο βιβλίο δημοσιεύεται μάλιστα μια επιστολή του Παντελίδη, με ημερομηνία 13 Ιουλίου 1934, προς τον τότε διευθυντή της ΑΕΠΙ Ζαχαρία Μακρή, όπου ο συνθέτης ζητά την ακύρωση της σύμβασής του με την εταιρία διότι αυτή έγινε με «μη νόμιμα μέσα».Στη συνέχεια, ξεκινά η κάθετη μείωση της φωνογραφικής του παρουσίας, στην οποία θα βάλει «ταφόπλακα» η δικτατορία Μεταξά.
Όπως αναφέρει ο Σχορέλης, είναι χαρακτηριστικό ότι ο συνθέτης έγραψε τα περισσότερα τραγούδια του πριν το 1936 και είναι αλήθεια ότι ο υπέστη ένα δεύτερο ξεριζωμό μετά από τη καταστροφή της πατρίδας του το 1922, καθώς δεν εντάχθηκε όπως ο φίλος του ο Παπάζογλου «στον μηχανισμό παραγωγής δίσκων του 1937» που δημιούργησε η λογοκρισία της μεταξικής δικτατορίας. Έτσι οδηγείται σε πολύ δύσκολες συνθήκες επιβίωσης και αναγκάζεται να ακούει δικά του τραγούδια μέσω δίσκων χρεωμένων σε άλλους, ξεπουλά με άλλα λόγια τις δημιουργίες του «για ένα κομμάτι ψωμί».
Η συνεργασία με τον Τσιτσάνη και τον Καζαντζίδη
Μετά τα σκληρά χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, ο Σταύρος Παντελίδης, πενηντάρης πλέον, παίζει το ρόλο του μουσικού β’ κατηγορίας, συνεργάζεται με πρωτοκλασάτα ονόματα της εποχής και καμιά φορά παίζει σε κανένα κουτούκι για την οικονομική του ενίσχυση. Ιδιαίτερα τυραννικά είναι σύμφωνα με το βιβλίο του Πετρόχειλου τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του. Ο πληγωμένος πρόσφυγας, εκλεκτός μουσικός του γνήσιου σμυρναίικου τραγουδιού, από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες στις αρχές της δισκογραφίας στην Ελλάδα, δέχεται όλο εκβιασμούς και συμβιβασμούς για να βγάζει τα προς το ζην. Πλέον έχουν αναδειχθεί οι νεότεροι και τα έργα τους γίνονται μεγάλες επιτυχίες: «Ο Β. Τσιτσάνης συχνά πήγαινε στο σπίτι του Παντελίδη για κάποιες συνεργασίες, η γιαγιά μου η Σάσα μάθαινε πολλά γι’ αυτές τις επισκέψεις (μεταξύ 1945-51), καθόντουσαν κι έγραφαν ή διόρθωναν μαζί τραγούδια».Αραιά και πού, ο Παντελίδης περνά και κανένα δικό του τραγούδι. Στην αρχή της δεκαετίας του ’50 κυκλοφορούν δύο τραγούδια του σε στίχους Χρ. Κολοκοτρώνη, το «Μια Κυριακή στη φυλακή» και η πολύ μεγάλη επιτυχία «Είδα κι έπαθα κυρά μου (πωπω κάτι μάτια)». Γράφει ο Πετρόχειλος: «Ένα απόγευμα έρχεται στο σπίτι και μας λέει να πάμε όλοι μαζί το βράδυ στο γειτονικό θερινό σινεμά, την “Αβάνα”, στον Υμηττό γιατί... στο διάλειμμα(!) θα παιχτεί ένα από τα καινούρια του τραγούδια, όταν πράγματι παίχτηκε αυτός ο δίσκος η χαρά του ήταν απερίγραπτη, ακούστηκε με τη φωνή του νέου τότε Καζαντζίδη».
Όλη η ζωή του Σταύρου Παντελίδη ήταν ένας αγώνας μέσα στους σκοτεινούς κύκλους των δισκογραφικών εταιριών. Ωστόσο, ο ίδιος δεν σταμάτησε να γράφει ποτέ. Μπορεί να κατάφερε να γραμμοφωνήσει 123 τραγούδια, ωστόσο το έργο του δεν περιορίζεται εκεί. Τον πλούτο της δημιουργίας του έφερε στο φως, μισό αιώνα μετά τον θάνατό του και μετά από πολυετή έρευνα, ο Βασίλης Πετρόχειλος.
Μαέστρος και καθηγητής μουσικής ο ίδιος, ο Πετροχειλος μελέτησε περί τα 1600 χειρόγραφα του συνθέτη, μεταξύ των οποίων εκατοντάδες ανέκδοτα τραγούδια που ποικίλλουν σε μελωδίες και στίχους, πολλά εκ των οποίων αναφέρονται στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Ένα πολύτιμο ντοκουμέντο της πολιτισμικής μας κληρονομιάς από έναν πολυγραφότατο αλλά αγνοημένο από το σύστημα καλλιτέχνη.
Μια έκθεση για τον Σταύρο Παντελίδη
Μια μοναδική περιήγηση στη ζωή και το έργο του Σταύρου Παντελίδη αποτελεί η έκθεση που φιλοξένησε το Ψηφιακό Μουσείο Σμύρνης - Νέας Σμύρνης, στο πλαίσιο ενός μεγάλου αφιερώματος για τα 95 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης. Το αφιέρωμα διοργανώνει ο Πολιτιστικός Οργανισμός του Δήμου Νέας Σμύρνης και περιλαμβάνει ένα πλούσιο πρόγραμμα εκθέσεων, θεατρικών παραστάσεων, κινηματογραφικών προβολών, συναυλιών κ.α. εκδηλώσεων που θα διαρκέσει έως τα τέλη Ιουνίου (δείτε το αναλυτικό πρόγραμμα των δωρεάν εκδηλώσεων εδώ).Μέσα από την έκθεση για τον Παντελίδη, η οποία πρόκειται να ταξιδέψει και σε άλλους πολιτιστικούς χώρους ανά την Ελλάδα, ο επισκέπτης μεταφέρεται από τα ένδοξα χρόνια που το όνομα του Παντελίδη φιγουράριζε σε δισκάκια της Columbia στις επιστολές απόγνωσης που έστελνε ο συνθέτης στις δισκογραφικές μετά τον αποκλεισμό του, με παρτιτούρες, έτοιμους στίχους και διπλές μελωδίες «για να βάλετε όποια μουσική είναι της αρεσκείας σας» όπως σημείωνε, παρακαλώντας τους διευθυντές να αγοράσουν κάποιο τραγούδι του «αν κρίνετε ότι είναι εμπορεύσιμο».
Όπως σημειώνει ο Πετρόχειλος, ουδείς μπορεί να γνωρίζει τις απέγιναν τα τραγούδια αυτά. Πιθανώς κάποια να κυκλοφόρησαν σε άλλο όνομα, μέσα από την κλίκα των μουσικών - διευθυντών στις δισκογραφικές αλλά και το ιεραρχικό σύστημα απόδοσης δικαιωμάτων που καθιέρωσε η ΑΕΠΙ, αποδίδοντας τα κομμάτια στους δ/ντες ορχήστρας και στους τραγουδιστές και αγνοώντας τους συνθέτες. Επικαλείται μάλιστα μαρτυρία του αείμνηστου στιχουργού Χρήστου Κολοκοτρώνη: «Στις εταιρίες και της ΑΕΠΙ γινόταν χαμός με τα πνευματικά δικαιώματα, συχνά δεν γράφανε ούτε συνθέτη ούτε στιχουργό, παρά μόνο τον τραγουδιστή ή τον διευθυντή ορχήστρας. Εγώ έπεσα θύμα αρκετές φορές, καταλαβαίνω και για το Σταύρο».
Παράλληλα, ενδεικτική για την εγκαθίδρυση του συστήματος πνευματικών δικαιωμάτων στη χώρα μας είναι η αμφισβήτηση της πατρότητας τραγουδιών που περιλαμβάνει στο βιβλίο του ο Πετρόχειλος με παράλληλες παραπομπές σε μαρτυρίες και ερευνητικό έργο άλλων συγγραφέων. Όπως σημειώνει ο ίδιος δεν έχει καμία διάθεση διεκδίκησης ή σύγκρουσης, αλλά διάθεση να συνεισφέρει με τεκμήρια στην καταγραφή της ιστορίας του ρεμπέτικου τραγουδιού και να αποκαταστήσει το έργο και τη μνήμη ενός σημαντικού εκπροσώπου του, ο οποίος:
«Κατάφερε γλιτώνοντας την αιχμαλωσία ή και τον θάνατο, φτωχός και ανύπαρκτος μέχρι το τέλος της ζωής του να φέρει και να διατηρήσει με το συνθετικό και μουσικό του γράψιμο, αναλλοίωτες πολλές και πλούσιες μελωδικές μνήμες της Μικρασίας και παράλληλα να μεταδώσει σημαντικές γνώσεις στους επόμενους δημιουργούς, γνώσεις φερμένες μεσ’ απ’ τα σοκάκια της Σμύρνης, μεσ’ απ’ τα σοκάκια που γεννήθηκε σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης».
Λίγο πριν πεθάνει ξεχασμένος από πολιτεία και φίλους, ο Σταύρος
Παντελίδης έπαιζε μουσική σε ένα κουτούκι στην αγορά του Βύρωνα για να
ξεγελάει τον καημό του. Ήταν 23 Ιανουαρίου 1956, όταν η οικογένειά του
έμαθε ότι λιποθύμησε με το μπουζούκι αγκαλιά. Έφυγε λίγες ώρες μετά από
καρδιακή ανεπάρκεια.
Πηγές:
Τέτοια πληγή που έχω γω
είναι μεγάλο ντέρτι
γιατρός είναι ο τάφος μου
τον καρτερώ να έρθει.
*χειρόγραφος αμανές του Παντελίδη
Πηγές:
- Βασιλης Ν. Πετρόχειλος: Σταύρος Παντελίδης, Ένας Σμυρνιός συνθέτης του Ρεμπέτικου / Εκδόσεις Τρόπος Ζωής
- Ψηφιακό Μουσείο Σμύρνης - Νέας Σμύρνης
Ελευθερίου Βενιζέλου 87
171 21, Νέα Σμύρνη
Τηλέφωνο: 2132025962, 2132025963
Διευθυντής: Βαγγέλης Χατζατουριάν, Πρόεδρος του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Νέας Σμύρνης
Επιμελητής: Μιχάλης Βαρλάς
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου