Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

«-Η…«ΦΑΡΑ». «Η…ΚΑΤΣΙΚΑ του ΔΙΠΛΑΝΟΥ»!!

 Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος

Πικρόχολα  είναι τα  σχόλια και οι  χαρακτηρισμοί  ανάμεσα στους «παιχνιδατόρους» ρεμπέτες  της εποχής, την «άσχημη φάρα»  όπως ο Ι. Δραγάτσης (Ογδοντάκης) τη  χαρακτηρίζει.

Το ψάξιμο για μεροκάματο σε συνθήκες ανέχειας της εποχής, αλλά και η προσπάθεια «προώθησης»  των τραγουδιών που εξελίσσεται σε παζάρι ανέντιμο και  διαρκή πόλεμο αντιζηλίας, μίσους και αντιπάθειας, ακόμα και ανάμεσα σε πρωτοκλασσάτους  δημιουργούς. Ο ένας κατηγορεί τον άλλο  για…ψύλλου πήδημα.

Τον απαξιώνει για να πάρει τη θέση του στη μουσική κοινότητα και μαζί να προωθήσει τα τραγούδια του με κάθε τρόπο. Οι «μπηχτές», οι  ίντριγκες, οι  ρουφιανιές, τα «υπονοούμενα», ο φθόνος στην…ημερησία.  
 
Συμπεριφορές  αλαζονείας και απαράδεκτης «οικογενειακής» στοχοποίησης. Σημ: Το σύμφυτο της φυλής: Δηλαδή, να ψοφήσει η…κατσίκα του διπλανού!!!

Ο Στελλάκης Περπινιάδης αφηγείται  στο Βιβλίο «Ρεμπέτικη Ιστορία» του Κώστα Χαντζηδουλή, Εκδ. Νεφέλη 1978:

«Ο Γιοβάν Τσαούς ήξερε όλους τους δρόμους. Τους δρόμους όλους τους ξέρουν  μόνο αυτοί που παίζουν κανονάκι. Γι’ αυτό ο Τσαούς είχε  στο μπουζούκι του ταστιέρα από κανονάκι. Όποιος έπιασε αυτό το μπουζούκι για να παίξει το παράτησε αμέσως. Κανείς δεν μπορούσε να παίξει. Μια φορά το έπιασε στα χέρια του ο Μάρκος Βαμβακάρης, αλλά γρήγορα το παράτησε. Αλλά τι να παίξει ο  Μάρκος (!) από το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς; Αυτός καλά – καλά δεν μπορούσε να παίξει το δικό του και θα έπαιζε εκείνο που ήταν αλλόκοτο…;»

Έτσι λέει ο «παμπόνηρος» και «ζηλιάρης» (κατά την Αγγέλα Παπάζογλου) Στελλάκης για τον Μάρκο (Βιβλίο: «Τα χαΐρια μας εδώ». Γ. Παπάζογλου. Εκδ. Επτάλοφος. 1984.

- Η  ίδια η κυρά  Αγγέλα, είχε για όλα αυτά τη γνώμη της:  «…Ο κάθε ρεμπεσκές στο…γιατάκι του, κι’ ο κάθε κατεργάρης στον..πάγκο του».

Σχεδόν όλοι οι τότε δημιουργοί του ρεμπέτικου διακρίνονται, άλλος λίγο, άλλος πολύ, από περηφάνεια και ιδιόμορφο εγωισμό αναφορικά με το έργο τους. Είναι το σύνδρομο του αφανούς που ξαφνικά  βρίσκεται να συζητείται απ’ όλους, στην «πιάτσα» και την  κοινωνία. Αφού ο ίδιος ο Μπαγιαντέρας (Δημ.Γκόγκος), συζητώντας με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, έφθασε να αμφισβητεί παιχτικά και  στιχουργικά, να απαξιώνει ακόμα και τον Μάρκο Βαμβακάρη:

«Επαίζαμε τότε στο Χαντζηκυριάκειο εγώ με τον Νιανούρη, αλλόκοτο μπαγλαμαδοπαίχτη, μα γνώστη  καλό των δρόμων. Έρχονταν δίπλα κι’ ο Μάρκος. Παίζαμε, έπαιζα εγώ, δεν με προλάβαινε.
-Έλα πάμε, μού’ λεγε. Τα μπέρδευε. Και τα τραγούδια, πολλά τραγούδια του δεν ήταν δικά του, διάφοροι απ’ την «πιάτσα», τη «μαγκιά» του τά ’διναν…».
 
Ο ίδιος αργότερα σε συνέντευξή του στη Σοφία Μιχαλίτση, όταν εκείνη τον ρωτά τι σημαίνει ρεμπέτης και ρεμπέτικο, αποφεύγει να τα προσδιορίσει λέγοντας: «Ρεμπέτικο, τι πάει να πει  ρεμπέτικο. Τραγουδάκια ήταν όπως όλα και οι όσοι ονομάστηκαν ρεμπέτες, γλεντοκόποι ήταν, τίποτε άλλο!!».
                                 
Δημ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)

« Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια
μπρός στα αρχοντικά σου σκαλοπάτια
τριγυρίζω σαν τη νυχτερίδα
λίγη για να βρώ χαρά κι’ ελπίδα.
                                                        
Μην μου κάνεις κόλπα που τα ξέρω,
ξέρεις πως για σένα υποφέρω,
στο κρασί ζητώ τη συντροφιά σου,
 αλληνε δεν βάζω εγώ μπροστά σου…».


Δημ.Γκόγκου (Μπαγιαντέρα): «Γυρνώ σαν νυχτερίδα».

Στο τραγούδι ο Στράτος Παγιουμντζής. Στα μπουζούκια ο συνθέτης και ο Μανώλης Χιώτης. Δίσκος  του 1939, με στοιχεία   HMV AO  2521).-
    
Παράλληλα, σε διχαστική –«μικροβιακή» - ψευδέστατη διασπορά, ενισχυτική του διαρκούς, ανέντιμου  και άδικου αυτού πολέμου προς τους δημιουργούς επιδίδονται, με την ευκαιρία, εκτός των άλλων, τα κάθε είδους «γραμμοφωνικά»-φωνογραφικά συμφέροντα. 

Σχεδόν με βεβαιότητα, ιστορικά καταγράφεται ότι οι ιθύνοντες «καλλιτεχνικοί διευθυντές» των διαφόρων εταιρειών (Τούντας, Σκαρβέλης, Περιστέρης κ.α.), που έχουν εισηγητικά τον πρώτο λόγο για την εκτίμηση, αποτύπωση και  γραμμοφώνηση των τραγουδιών, λειτουργούν με στοιχεία αισχρής-κυνικής οικειοποίησης στίχων και  μουσικής αριστουργημάτων – καλών τραγουδιών, εκβιάζοντας όσους δεν έχουν να ζήσουν, δεν ήσαν ονόματα και δεν είχαν «άκρες» να περάσουν τα κομμάτια τους: «Φέρε μου πέντε τραγούδια σου, να βάλω το όνομά σου στα δύο, στα άλλα τρία το…δικό μου. Αν δέχεσαι έχει καλώς. Αν όχι, αει στο καλό»…
 
Τακτική που παγιώθηκε και «αξιωματικά» ισχύει έκτοτε ως τα σήμερα. Αισχρό, απαράδεκτο, παγανιστικό αλισβερίσι.

Τρανό ενδεικτικά και πασίγνωστο αργότερα το παράδειγμα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου της περίφημης «γριάς», που τραγούδια της –διαμάντια «αγοράζονται» από επιτήδειους ακόμα και για 100 δραχμές.
 
«Μου πήραν τα τραγούδια μου, την ψυχή, το μυαλό μου για…ένα πιάτο φακή…τους σιχάθηκα», ομολογεί  η ίδια με παράπονο  λίγο πριν πεθάνει. Σημ:

 »…Έτσι αναπτύχθηκε η «μυθολογία» γύρω από τον περίγυρό της αλλά και από την ίδια, τότε που το στιχουργικό της «αστέρι» έλαμπε στις δεκαετίες του’50 και του ’60. Τότε που οικονομικά στριμωγμένη κι’ έχοντας υποστεί διάφορα στραπάτσα και απώλειες μοίραζε αφειδώς τους στίχους της για να ικανοποιεί το χαρτοπαιχτικό της πάθος.».

»Ένα ανήσυχο πνεύμα που επιβίωσε σε δύσκολες εποχές σ’ έναν ανδροκρατούμενο χώρο..».  Πηγή: Σπύρος Κουρκουνάκης. «Το Παραμύθι της Ευτυχίας». Εκδ. «Ιανός».

(Η «γιαγιά Ευτυχία» Άνθρωπος τρυφερός και «σπαθάτος». Θεωρεί το αρσενικό είδος σπουδαίο- ιδιαίτερο. Γράφει πάντα «αντρικά»).                                             

«Το τελευταίο βράδυ μου, απόψε το περνάω.
   Κι΄όσοι με πίκραναν πολύ, τώρα που φεύγω
   απ’ τη ζωή, όλους τους συγχρονάω.
                                #
   Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα μια ζωή,
   σαν λουλούδι κάποιο χέρι
   θα μας κόψει μιάν αυγή.
                                #
   Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα,
   σεργιάνισα ένα πρωινό κι΄ώσπου  να ‘ρθεί το
   δειλινό , από την  άλλη βγήκα.
                               #
   Εκεί που πάω δεν περνά , το δάκρυ και ο πόνος.
   Τα βάσανα και οι καημοί , εδώ θα μείνουν στη
   ζωή, κι’ εγώ θα φύγω… μόνος
                               #
   Όλα είναι ένα ψέμα , μια ανάσα , μια ζωή,
   σαν λουλούδι κάποιο χέρι
   θα μας κόψει  μιαν αυγή».

(Πασίγνωστο τραγούδι-ύμνος της Ευτυχίας.Παπαγιαννοπούλου-).
 
Αλλά τα συμφέροντα είναι συμφέροντα, ο χώρος…περίεργος και οι δημιουργοί αδύναμοι. Γι’ αυτό  πάμπολλοι γνωστότατοι δημιουργοί έχουν, δυστυχώς, τέλος ανάξιο της προσφοράς  τους. 

Χωρίς κανένα στήριγμα, οι περισσότεροι «φεύγουν» στην κατοχή υποσιτιζόμενοι, άρρωστοι κι’  ανέστιοι. Όσοι επέζησαν «έφυγαν» κι’ αυτοί αργότερα, μόνοι, ανήμποροι, αγνοημένοι, με το παράπονο στα χείλη.

Πάντως οι ρεμπέτες εν ζωή…τιμήθηκαν από την Πολιτεία με την απαξίωση, τη περιφρόνηση, την σκόπιμη σιωπή, τις διώξεις και κυρίως από την ανοχή της λεηλασίας του έργου τους από «ειδήμονες» και μη.

Κι’ αφού η αστική τάξη πάγια έχει τα «κόλπα» της, εφαρμόζει την γνωστή μέθοδο της «αφομοίωσης» με σκοπό το κέρδος, έχει δηλαδή αντιληφθεί  την απήχηση του ρεμπέτικου στον κόσμο, σου λέει «εδώ είναι το χρήμα». Γι’ αυτό και προχωρεί μετά κυρίως το 1975  σε εμπορευματική παραγωγή όσων συνειδητά, για χρόνια με πάθος απαξίωνε. Αρχίζει λοιπόν μαζικά την δισκογραφία. Δηλαδή  κατά  τα γνωστά: «Τώρα μόνο εσένα σ’εχω φίλο, κι’ ας σε λύσσαξα στο ξύλο…».

Ούτε καν  ίχνος τιμής, δίκαιης αναγνώρισης σ’αυτούς τους άξιους μουσικούς «διαπαιδαγωγούς» για  γενιές και γενιές Νεοελλήνων. Από την επίσημη πολιτεία, αναλγησία, καμιά φροντίδα, καμιά εν ζωή βοήθεια η πρόνοια. Μόνο, μετά θάνατον, κάποιες «βραδιές- αφιερώματα», «φιλολογικά μνημόσυνα», σκόπιμα – βαρετά δείγματα εκ των υστέρων ψευδεπίγραφης ευαισθησίας. 

Κρίμα…

Next page