Γράφει για ΤΑ ΝΕΑ ο Δημήτρης Ν. Μανιάτης |
Οι Σπύρος Ζήσης και Παναγιώτης Σικλαφίδης μιλούν για τη θητεία τους ως μουσικοί του δρόμου, την ανατρεπτική φύση του ρεμπέτικου και την επιτυχία του σχήματός τους που ήρθε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Να ακούει το δίπλα τραπέζι ονόματα προπολεμικών ρεμπετών και απόψεις για τα παιξίματα από τους πολύ νέους Σπύρο Ζήση και Παναγιώτη Σικλαφίδη είναι ομολογουμένως παράξενο. Για όσους όμως ξέρουν τον Σπύρο και τον Παναγιώτη που εδώ και μερικά χρόνια αποτελούν τους Γιαγκίνηδες η εικόνα είναι απολύτως κανονική.
Μόλις έχουν επιστρέψει από τα λάιβ τους στην Κύπρο και στις 19 Απριλίου έχουν ένα ακόμη στον Σταυρό του Νότου Plus. Είναι ξεχωριστοί στις εμφανίσεις τους, δυναμικοί μα και πιστοί στον τρόπο – για παράδειγμα δεν εγγράφονται σε εκείνους που κάνουν διασκευές και όπως μου λένε προτιμούν να βάζουν τον εαυτό τους στον ήχο και στα τραγούδια. Δεν παρασύρονται επίσης από ένα νεόκοπο ρεύμα που μπλέκει τα παραδοσιακά, τα νησιώτικα, τα τραγούδια της πόλης ή τα νεολαιικά απλώς για να κολακέψει ένα επίσης νέο και ετερόκλητο κοινό που διαμορφώνει μια νέα συναυλιακή τάση. Οι Γιαγκίνηδες έχουν φλόγα για τη δουλειά τους μα και σεβασμό και έναν κώδικα για όσα μας έχουν παραδοθεί αλλά και μια τόλμη για όσα καινούργια εκείνοι γράφουν.Έχει αξιοσημείωτο ενδιαφέρον πως οι Σπύρος και Παναγιώτης έχουν θητεύσει επί μακρόν ως μουσικοί του δρόμου – βασικά στη Θεσσαλονίκη όταν ήταν φοιτητές – και μάλιστα τον δίσκο τους τον έχουν ονομάσει «Ανθρωποι του δρόμου» ως μια υπόμνηση και ένα αφιέρωμα σε όσα για χρόνια παρατηρούσαν από την καθημερινότητα της πόλης και καθώς εκείνοι έπαιζαν. Οι Γιαγκίνηδες είναι νέοι της εποχής μας, των σόσιαλ μίντια ή της νέας γλώσσας και δεν πέφτουν στην παγίδα του μιμητισμού ή της απλής αναπαράστασης του λαϊκού μας πλούτου. Έχουν βαθιά συνείδηση και θέση για τη μουσική και είναι κατανοητό γιατί το κοινό τους συνεχώς μεγαλώνει και μάλιστα διαγενεακά.
Να ξεκινήσουμε από κάποια πράγματα αυτονόητα για εσάς αλλά που εμείς δεν τα ξέρουμε. Ποια είναι η ετυμολογία της λέξης «γιαγκίνι» που έχει δώσει και το όνομα του συγκροτήματός σας;
Σπύρος: Το «γιαγκίνι» βγαίνει από τη μικρασιατική λέξη που παλιά κυριολεκτικά σήμαινε φωτιά, πυρκαγιά. Μετά το συναντάμε στα ρεμπέτικα τραγούδια ως μεταφορά με την έννοια της κάψας, της φλόγας στην καρδιά. Το βρίσκουμε στην «Προύσα» (σ.σ.: «Ηρωίνη και μαυράκι») για παράδειγμα: «Θα γινότανε γιαγκίνι/με μαυράκι κι ηρωίνη». Αλλά και στη «Δραπετσώνα» (σ.σ.: με τη Ρόζα Εσκενάζυ): «Μες στην καρδιά μου γιαγκίνι έχει ανάψει/κι αφού το ξέρει μου κάνει τον βαρύ».
Άρα είναι μια λέξη που βρίσκουμε στα τραγούδια αλλά εσείς για ποιον λόγο το επιλέξατε;
Σπύρος: Ψάχναμε κάτι που να είναι παρεμφερές με το στυλ που παίζουμε και με το vibe μας. Και ίσως ο δυναμισμός που παίζουμε πάει με τη «φωτιά».
Παναγιώτης: Επίσης τα περισσότερα τραγούδια που επιλέγουμε είναι ερωτικά, της ματαίωσης, οπότε ταιριάζει όλο αυτό. Πάει βέβαια και με το γλέντι. Το φούντωμα. Πολλοί βέβαια μας λένε… «γιάνκηδες». Και μας ρωτάνε: «Έχετε σχέση με την Αμερική;».
Εσείς πού γνωρίζεστε;
Παν.: Στο Πανεπιστήμιο, στο ΠΑΜΑΚ ειδικά. Εγώ ήμουν στα Χρηματοοικονομικά και ο Σπύρος στο Μουσικών Σπουδών. Γνωριστήκαμε μέσα από μια κοινή φίλη.
Σπ.: Εγώ τότε έπαιζα κλασική κιθάρα. Και ο Παναγιώτης έψαχνε κάποιον να παίζει ρεμπέτικα και ήθελα να μπω κι εγώ στη φάση.
Άρα έτσι ξεκινάει.
Παν.: Εγώ έπαιζα από μικρός μπουζούκι. Χωρίς σπουδές, μα έπαιζα.
Σπ.: Τότε ήμασταν 18 ετών, στο 1ο έτος. Μέναμε στη Θεσσαλονίκη ως φοιτητές.
Είχε μουσικό κλίμα τότε η Θεσσαλονίκη;
Παν.: Υπήρχε. Τώρα όχι τόσο μεγάλη σκηνή. Υπάρχει πάντα βέβαια ένα κοινό, σε ταβερνάκια και αλλού αλλά όχι τόσο μεγάλη σκηνή όσο η Αθήνα. Περισσότερο στέκια.
Πότε ξεκινάτε ως σχήμα, ως Γιαγκίνηδες;
Παν.: Το όνομα το βγάλαμε το 2019. Αρχικά παίζαμε ως Παναγιώτης και Σπύρος. Μάλιστα στην αρχή παίζαμε και με άλλους. Ήμασταν χαλαρά τον πρώτο ενάμιση μήνα.
Και παίζετε στη Θεσσαλονίκη.
Παν.: Αρχικά σε μαγαζιά αλλά και στον δρόμο.
Το διάβασα πως παίζατε στον δρόμο. Σε σταθερό σημείο;
Παν.: Εκεί που συναντά η Τσιμισκή την Πλατεία Αγίας Σοφίας. Παίζουμε ρεμπέτικο βασικά. Δεκαετία 1930 και έως ’50 ρεπερτόριο. Τον τελευταίο χρόνο γινόμαστε επίσημο σχήμα με τη συναυλία που κάνουμε τον περασμένο Σεπτέμβριο (10 του μηνός) στο Θέατρο Ρεματιάς. Είχε προηγηθεί το μπαμ στα κοινωνικά δίκτυα. Είχαν γίνει γνωστά τα τραγούδια μας σε μια πρώιμη μορφή.
Τι ακριβώς παίζετε; Κάνετε διασκευές πάνω σε παλιά ρεμπέτικα ή λαϊκά;
Σπ.: Όχι, διασκευές δεν κάνουμε. Παίζουμε παλιά τραγούδια με τον δικό μας χαρακτήρα. Και κάποια λίγα δικά μας.
Ο τρόπος που παίζετε τα παλιά ποιος είναι; Εδώ σήμερα γίνεται μια συζήτηση στον χώρο σας. Τα παίζετε – για παράδειγμα – «σκέτα»; Πάνω στο ύφος του παλιού;
Παν.: Όχι, μουσικά δεν αλλάζουμε τίποτε. Ίσως στις ερμηνείες. Εκεί για παράδειγμα που μια ερμηνεία ήταν πιο ήπια, εμείς την έχουμε πιο δυναμική. Πιο up tempo. Ή και μερικές φορές πιο γρήγορα. Πιο γλεντζέδικα καμιά φορά.
Στην Αθήνα σήμερα υπάρχει σκηνή. Πιο ψαγμένο ρεμπέτικο ρεπερτόριο. Και μικροί χώροι. Για εσάς είναι ιδανικός χώρος ο μικρός για αυτό που κάνετε;
Σπ.: Όχι εμείς προτιμούμε μουσικές σκηνές. Εξού και ετοιμάζουμε στον Σταυρό του Νότου εμφανίσεις, μέρος όπου έχουμε παίξει ξανά και μας ταιριάζει σε όλα.
Παν.: Μας ταιριάζει πιο πολύ. Και φέτος έχουμε μαζί μας και μπάντα. Θα παίξουμε και κομμάτια από τον νέο μας δίσκο. Είναι η πρώτη μας δουλειά. Όλα μας τα τραγούδια από τον δίσκο σχετίζονται με την εποχή που παίζαμε στον δρόμο. Είναι ένα αφιέρωμα σε χαρακτήρες και πρόσωπα που γνωρίσαμε τότε. Παίζοντας στον δρόμο, γνωρίζεις ανθρώπους. Σου λένε τον καημό, τον πόνο, τη σκέψη τους. Θα παρατηρήσεις όσο παίζεις επίσης σκηνικά που δεν θα έβλεπες αν ήσουν περαστικός. Ως στάσιμος σε ένα σημείο – και εμείς παίζαμε σχεδόν κάθε μέρα – στέκεσαι σε λεπτομέρειες που αλλιώς δεν θα σου έκαναν εντύπωση.
Βλέπεις και τις αλλαγές της πόλης;
Παν.: Βέβαια, φουλ. Κατ’ αρχάς στην οικονομική κατάσταση. Μέσα στη θήκη του οργάνου σου βλέπεις όλη την οικονομία. Η ημέρα μας θα ήταν αντίστοιχα καλή με των μαγαζιών γύρω.
Σπ.: Αν είσαι σε ένα σταθερό σημείο δίνεις άλλη βάση στα πράγματα. Ακόμη και στα δευτερεύοντα.
Παν.: Και κακές συμπεριφορές. Αν και όχι πολλές. Δεν δίναμε χώρο. Πάντως είχαμε εικόνα της ανθρωπογεωγραφίας.
Ωδεία και λοιπά τώρα. Εχει κάνει κανείς από σας σπουδές μουσικές;
Παν.: Είχα δάσκαλο στην Αλεξανδρούπολη, όχι όμως θεωρητικά.
Σπ.: Εγώ έκανα κλασικό ωδείο.
Παν.: Αυτό που εμείς πιστεύουμε είναι πως το κλασικό ωδείο σε αποτρέπει από το να πετύχεις στη μουσική. Σε καλουπώνει. Σου περνάει τη μουσική ως μια άσκηση αριστείας. Δεν σου επιτρέπει να βάλεις τον εαυτό σου. Προτιμώ να έχει και λίγα φάλτσα, να μην είναι τεχνικά άρτιο αλλά να βγει αυτό που εγώ θέλω. Όποιος παίξει άρτια θα παίξει ακριβώς το ίδιο. Ενώ αν έχεις περιθώρια για σένα και τον αυθορμητισμό σου είναι αλλιώς.
Σπ.: Ο αυθορμητισμός σε ενώνει με τον κόσμο.
Ο αυτοσχεδιασμός είναι μέρος της δουλειάς σας;
Παν.: Φουλ. Γι’ αυτό βέβαια οι μουσικοί μας μάς μισούν.
Σπ.: Επειδή παίζουμε για καιρό μαζί ξέρουμε προς τα πού πάει το πράγμα, συνεννοούμαστε. Με τα μάτια.
Πάμε σε κάτι άλλο καθοριστικό για την εποχή μας. Τα κοινωνικά δίκτυα. Τα χρησιμοποιείτε;
Παν.: Σίγουρα είναι το όχημα που μας έφτασε εδώ όπου είμαστε. Μας έδωσαν την ευκαιρία. Βέβαια αν δεν είσαι καλός στο λάιβ σου και χιλιάδες φόλοουερς να έχεις δεν πας πουθενά. Για να φτάσουμε στις σκηνές όπου είμαστε και να μας μάθει ένα κοινό ήταν καθοριστικά τα σόσιαλ μίντια. Τα δουλεύουμε μόνοι μας και με μεθοδικότητα. Σήμερα πάντως εστιάζουμε σε άλλα πράγματα. Στις πρόβες μας, στα τραγούδια μας, στον ήχο. Στο TikTok γίνεσαι εύκολα viral. Το Instagram είναι πιο κρίσιμο για να δει κάποιος τη δουλειά μας ή να ενημερωθεί πού παίζουμε.
Άρα έχουν διαφορές μεταξύ τους τα Μέσα.
Παν.: Τεράστια. Και το πιο σημαντικό μέσο είναι για εμάς το YouTube.
Σπ.: Το YouTube έχει άλλη βαρύτητα. Αλλιώς στο TikTok μπορεί κάποιος να σε πετύχει τυχαία, να μην ασχοληθεί. Στο YouTube σε ψάχνει.
Παν.: Για εμάς είναι τέλειο. Δεν έχουμε ανάγκη τις δισκογραφικές εταιρείες.
Επειδή είπατε τη μαγική λέξη «δισκογραφία», εσείς όμως θέλετε να βγάζετε και δίσκους.
Παν.: Την αναφέραμε ως έννοια, με τον παλιό τρόπο που σε ήλεγχε σε ό,τι έκανες. Όχι της ίδιας της δουλειάς.
Η αποτύπωση της δουλειάς σας σάς ενδιαφέρει;
Παν.: Κυρίως με το Spotify και το YouTube. Εξάλλου στα νέα αυτοκίνητα δεν μπορείς να βάλεις CD. Είναι συνδεδεμένο με το Spotify. Από το να κόψουμε 200 CD, να ψαχνόμαστε με τη διανομή, καλύτερα αυτό το κόστος να το βάλουμε να κάνουμε καλύτερη τη δουλειά μας στο στούντιο.
Ρεμπέτικο. Τι είναι αυτό που σας μαγεύει;
Σπ.: Πάμε πίσω στην πρώτη φορά. Αυτή η αμεσότητα, ο στίχος, η ωμότητα. Και βέβαια οι σπουδαίες μελωδίες.
Παν.: Μου αρέσει η ανατρεπτική φύση του ρεμπέτικου. Γι’ αυτό ταιριάζει και στον νέο κόσμο. Επίσης, πράγματα που λέγονταν πριν από εκατό χρόνια, συναισθήματα, γεγονότα όπως η ξενιτιά, η φτώχεια, η ερωτική απογοήτευση πάλι, μια χαρά μας ταιριάζουν σήμερα. Και επίσης κρατάμε εκείνη τη μυσταγωγία όταν παίζαμε στα μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη. Που γινόμασταν ένα με τον κόσμο.
Σπ.: Μια μυσταγωγία που φτιάχνουν τα ίδια τα τραγούδια.
Και έχει σημασία πως είχε πάντα και κοινωνικό στίχο.
Παν.: Πολύ, το είπαμε πριν. Π.χ. τις κοινωνικές ανισότητες.
«Δεν είμαστε φασαίοι σε νησί, να παίξουμε τα πάντα…»
Το κοινό σας ψάχνει ένα παλιό ρεπερτόριο;
Παν.: Το ακροατήριό μας έχει αλλάξει πολύ τον τελευταίο καιρό. Ξεκινήσαμε να παίζουμε με την έννοια μιας εισαγωγής στο είδος. Φαντάσου παλιότερα ο Κουταλιανός ορισμένοι νόμιζαν πως ήταν… δικό μας τραγούδι. Τελευταία, χτυπάμε και πιο μεγάλες ηλικίες. Έρχονται άνθρωποι που μπορεί να έχουν προλάβει το παλιό ρεύμα με τα Παιδιά από την Πάτρα κ.ά., την αναβίωση του ’80, τις κομπανίες. Και μαζί και πιτσιρικάδες που το ψάχνουν ή τώρα μυούνται και έρχονται για τη φάση. Γι’ αυτό παίζουμε εισαγωγικά πράγματα.
Μελετάτε εις βάθος δημιουργούς;
Σπ.: Το ότι ξεψαχνίζουμε για παράδειγμα τον Τσιτσάνη, όχι. Επιλέγουμε βασικά τραγούδια που θα μας ταίριαζαν. Από όλους τους καλλιτέχνες.
Παν.: Και ακούμε όλη μέρα μουσική.
Γράφεται σήμερα λαϊκό;
Παν.: Εχει γίνει μια παρεξήγηση. Παλιά γράφονταν χιλιάδες τραγούδια. Και από αυτά δεν ήταν άξια να μείνουν όλα. Και σήμερα γράφονται πράγματα που θα αντέξουν στον χρόνο. Είναι εύκολο να πεις πως παλιά γράφονταν μόνο καλά. Τώρα παίζει μεγάλο ρόλο η διανομή του τραγουδιού και το μάρκετινγκ.
Είστε ανοιχτοί σε συμπράξεις;
Παν.: Οχι, δεν τρελαινόμαστε. Δεν είναι κάτι που μας χαρακτηρίζει.
Αρα τώρα έχετε τον δίσκο σας «Άνθρωποι του δρόμου» και εμφανίσεις στον Σταυρό του Νότου. Εξωτερικό έχετε πάει;
Παν.: Μόλις ήλθαμε από την Κύπρο. Έχουμε πάει Λονδίνο, Μάντσεστερ, Μπράιτον, Αμβέρσα, Ντίσελντορφ, Ρότερνταμ κ.α. Με κοινό κυρίως ελληνικό.
Πώς ήταν η εμπειρία έξω;
Παν. και Σπ.: Πολλή συγκίνηση και πολύ γλέντι. Τρελή δίψα το κοινό. Σηκώνονταν και χόρευαν αμέσως ακόμη και τα εισαγωγικά τραγούδια. Οι χώροι ήταν διαφορετικοί. Από λαϊβάδικα μέχρι ελληνικά ταβερνάκια, μέσα σε εκκλησία όπως στο Ντίσελντορφ, παντού. Είμαστε σε μόνιμη περιοδεία και κίνηση και εντός Ελλάδας.
Σας ζητούν στα λάιβ σας Θανάση Παπακωνσταντίνου ή Σωκράτη Μάλαμα; Εννοώ αυτούς τους δημιουργούς που έχουν σήμερα μεγάλο ρεύμα.
Παν.: Μας ζητούν τραγούδια που εμείς μπορεί να γουστάρουμε πολύ να ακούμε αλλά δεν είναι στον χαρακτήρα μας να τα παίζουμε. Πολλοί μας βλέπουν ως μια μπάντα που παίζει ό,τι πουλάει σήμερα. Λες και είμαστε φασαίοι σε νησί και θα παίξουμε τα πάντα. Δεν μου αρέσει μια μπάντα που παίζει λίγο από όλα. Μας τίμησε ο Χρήστος Νικολόπουλος που όταν μας άκουσε μας είπε πως εμείς δεν κάνουμε διασκευές αλλά επί της ουσίας φέρνουμε το κομμάτι στα μέτρα της εποχής μας και χωρίς να χάνει την ταυτότητά του.
Τι τάση βλέπετε σήμερα στον κόσμο;
Παν.: Στα λάιβ βλέπουμε – και φαίνεται μετά την πανδημία – τη διάθεση να ξεδώσει ο κόσμος. Έχει αναπτυχθεί και η συναυλιακή τάση πολύ. Παλιότερα μια μπάντα του μεγέθους μας δεν θα σήκωνε συναυλία. Ήταν μόνο για τα τοπ ονόματα. Το κοινό στρέφεται σε συναυλίες.
Source: www.tanea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου