Οι ταβέρνες και τα καπηλειά, στην Ελλάδα, υπήρξαν (από τα αρχαία χρόνια!) οι κύριοι χώροι συνάντησης και διασκέδασης των λαϊκών ανθρώπων της καθημερινότητας.
Γι’ αυτό και θεωρούνται μεγάλης κοινωνιολογικής σημασίας και ιδιαίτερου λαογραφικού ενδιαφέροντος. Οι δημιουργοί των ρεμπέτικων τραγουδιών, ζώντας κι οι ίδιοι σ’ αυτούς τους ιδιαίτερα ελκυστικούς χώρους, έγραψαν αποκαλυπτικά τραγούδια στα οποία και τους περιγράφουν.
Στα ρεμπέτικα συναντάμε τουλάχιστον 40 τραγούδια με κύριο θέμα την ταβέρνα (ως επί το πλείστον), αλλά και τα καπηλειά, κουτουκάκια και ταβερνάκια. Σε άλλα τόσα (40), γίνεται απλή αναφορά ταβέρνας ή καπηλειού. Πάντως αν και τα ρεμπέτικα για τα καπηλειά είναι, σε αριθμό, πολύ λιγότερα σχετικά μ’ αυτά για την ταβέρνα (το 1/10), πρόκειται για μοναδικά διαμάντια, τέτοια, που τα της ταβέρνας δεν τα φτάνουν!
Η ταβέρνα (λατινικά taberna) δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά στα ρεμπέτικα, αλλά τη συναντάμε και σε παλιά δημοτικά τραγούδια. Έτσι σε δημοτικό του 1800; από τη Δυτική Πελοπόννησο (Ολυμπία) ακούμε «Να ‘βλεπα την αγάπη μου, πώς στρώνει πώς κοιμάται, σε τι τραπέζια τρώει ψωμί, σε τι ταβέρνες πίνει, τίνος χεράκια την κερνούν…»
Οι πρώτες-πρώτες ταβέρνες, με το κρασί τους και μόνο, ήταν χώροι παρηγοριάς, αλλά και κάποιας διασκέδασης. Βασικά ήταν χώροι ανδρών, αλλά καμιά φορά έρχονταν και γυναίκες. Στις περιπτώσεις που αυτές δεν ήταν αλανιάρες, τότε σημαίνει ότι έρχονταν στην ταβέρνα για κάποιο πολύ σοβαρό λόγο! Χαρακτηριστικό είναι το ζεϊμπέκικο του Τσιτσάνη “Κλαμένη ήρθες μια βραδιά, μες στης ταβέρνας τη γωνιά” (1949). Το ερμήνευσε τελετουργικά η Σωτηρία Μπέλλου.
Οι πρώτες ταβέρνες
Πάντως, σε ταβέρνες που σύχναζαν σκληροί και λιγομίλητοι μάγκες (μουρμούρηδες) δεν πατούσε γυναίκα, παρά καμιά ξερακιανή γεροντοκόρη, δίχως ίχνος καμπύλης μπρος και πίσω και που γι’ αυτές λέγανε «Μια σανίδα και μια τρύπα, έμπα διάολε και χτύπα!» (Άντε, τώρα, να το ακούσεις αυτό από σημερινό αυτοπροσδιοριζόμενο, φιλόσοφο! Θου…)
Οι πρώτες ταβέρνες ήταν λιτές και δεν ήταν σπάνιο να δει κανείς ένα μακρόστενο τραπέζι, γύρω-γύρω από το οποίο δεν υπήρχαν καρέκλες, αλλά πάγκοι χωρίς πλάτη. Πιο τυχεροί ήταν αυτοί που είχαν τον τοίχο στην πλάτη τους. Μάλιστα για να μην ασπρίζουν τα ρούχα των πελατών από τον ασβέστη (αφού ήταν ασβεστωμένη η ταβέρνα), ο μπογιατζής έριχνε μέσα στον τενεκέ, στο ασβέστωμα, μία χούφτα αλάτι (μαγκιά, έ;).
Τα τραπέζια ήταν ξύλινα και στην αρχή χωρίς τραπεζομάντηλα. Χωρούσαν όμως τα κρασοπότηρα, τα κατοσταράκια και τα πιατικά, συνήθως με ελιές, φέτα, αγγουράκι, σαρδέλες παστές, στραγάλια αλμυρά, αλλά και “πρασινάδες” δηλαδή μαρουλόφυλλα, βρούβες, αντράκλες (γλιστρίδες-portulaca oleracea, φοβερό φυτό και αρχαίο …ελληνικό -για τους αρχαιόπληκτους) και άγριες αγγιναρίτσες.
Οι γεροί πότες, και κυρίως αυτοί του ούζου, καταβρόχθιζαν πολλές “πρασινάδες”, γιατί γνώριζαν ότι παίζουν ανασχετικό ρόλο στο μεθύσι! (Κι άλλη μαγκιά, ε;). Κάποιοι στις ταβέρνες κάθονταν και πίνανε σιωπηλοί, παρακολουθώντας συλλογισμένοι αυτούς που τραγουδούσαν, που χόρευαν, που μιλούσαν, που αστειεύονταν, δηλαδή αυτούς που διασκέδαζαν. Ο Τσιτσάνης έχει περιγράψει αυτή τη σκηνή, στο αριστούργημά του “Όταν πίνεις στην ταβέρνα”, που είπε η Μπέλλου το 1947. Λέει «Όταν πίνεις στην ταβέρνα κάθεσαι και δε μιλάς, κάπου-κάπου αναστενάζεις απ’ τα φύλλα της καρδιάς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου