Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Το πρώτο ραντεβού ιστορίας Νικολόπουλου - Καζαντζίδη

Το πρώτο ραντεβού ιστορίας Νικολόπουλου - Καζαντζίδη
Τις άγνωστες στιγμές της πρώτης συνάντησης του Χρήστου Νικολόπουλου με τον Στέλιο Καζαντζίδη, που έμελλε να είναι ιστορική για την πορεία του λαϊκού τραγουδιού, προδημοσιεύει το ΑΠΕ-ΜΠΕ από τη βιογραφία του μεγάλου συνθέτη που κυκλοφορούν οι εκδόσεις Αλκυών και παρουσιάζεται την Τέταρτη 17 Φεβρουαρίου στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής, στην οδό Σταδίου13, ώρα 7 μ.μ.
Ομιλητές: Ο δημοσιογράφος- στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο τραγουδιστής Γιώργος Νταλάρας, ο δημοσιογράφος και πρώην βουλευτής Γιώργος Λιάνης, ο γενικός διευθυντής του ραδιοφώνου Βήμα FM Βασίλης Χιώτης, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Βήμα FM Νίκος Θρασυβούλου και ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Ανδρέας Ανδρεόπουλος.
Ο δημιουργός εκατοντάδων επιτυχιών αφηγείται στον ερευνητή- συγγραφέα Κώστα Μπαλαχούτη πώς στα 16 του, παιδί φτωχής οικογένειας αγροτών, έφυγε από το χωριό του, το Καψοχώρι Ημαθείας, έχοντας μαζί του το μπουζούκι του, για να βρει την τύχη του στην πρωτεύουσα, συνοδεύοντας στην αρχή τον Μακεδονίτη τραγουδιστή Χαραλαμπίδη που του νοίκιαζε ένα μικρό δωμάτιο σε πλίθινο σπίτι στον Κολωνό.

Βιοπαλαιστής του μπουζουκιού σε «δύσκολα μαγαζιά», δουλεύοντας νυχθημερόν, κινδύνεψε από πνευμονία, ξεχώρισε για τη φοβερή του δεξιοτεχνία σε τέτοιο βαθμό που ο κορυφαίος Γιάννης Παπαϊωάννου πριν ακόμη τελειώσει η πρώτη ακρόαση τον σύστησε στον μέγιστο το 1963 στο κέντρο Τριάνα του Χειλά.
«Από μικρό παιδί ήμουν Καζαντζιδικός, γιατί κι εγώ ήμουν πονεμένος από τη φτώχεια», λέει και θυμάται εκείνη την τυχερή του ημέρα. Ήταν Τρίτη βράδυ χειμώνα, όταν με τρακ αλλά και ενδόμυχη αυτοπεποίθηση άνοιγε τη δίφυλλη πόρτα του φημισμένου λαϊκού κέντρου, ενώ από βάθους του πάλκου ακουγόταν η φωνή χαρμολύπης του Στέλιου Καζαντζίδη… «αναστενάζω βγαίνει φωτιά». Και ουδείς μπορούσε να υποψιαστεί ότι για το ελληνικό τραγούδι άνοιγε ένας νέος δρόμος από έναν πιτσιρικά…
Ακολουθεί η προδημοσίευση του κεφαλαίου για τη μεγάλη συνάντηση από το βιβλίο που έχει τίτλο «Η ζωή μου τα τραγούδια μου».
Με τους καλλιτέχνες που συνεργαζόμαστε, κρατούσαμε επαφές. Ο Χαραλαμπίδης πολλές φορές μού έλεγε να κατέβω στην Αθήνα και πως θα με βοηθούσε να βρω τον δρόμο μου. Τα είχε πει και στον πατέρα μου, όταν τον υποδεχτήκαμε στο σπίτι μας. Είχα επηρεαστεί και από τους υπόλοιπους, τη Μελάγια, τον Μικρό Τσιγγάνο και άλλους που μου έλεγαν ότι ήμουν καλός και έπρεπε να πάω στην πρωτεύουσα, όπου ήταν η καρδιά της διασκέδασης και της δισκογραφίας. Μια λογική κίνηση θα ήταν να μεταβώ στη Θεσσαλονίκη, όπου κι εκεί εμφανίζονταν κατά καιρούς όλοι σχεδόν οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Αθήνας, ενώ υπήρχαν και πολλοί ντόπιοι που είχαν κάνει γερό όνομα και μετρούσαν πολύ στη διασκέδαση και όχι μόνο. Θα αποκτούσα εμπειρίες και γνωριμίες και μετά θα κατέβαινα κατασταλαγμένος στην πρωτεύουσα. Τελικά όλα είναι γραμμένα...
Ήμουν πολύ ψύχραιμος, αλλά είχα τη φιλοδοξία να ανέβω καλλιτεχνικά. Πίστευα στον εαυτό μου, έβλεπα την αναγνώριση του κόσμου, αλλά και των ανθρώπων της δουλειάς, να κρατάω ολόκληρο
πρόγραμμα μόνος μου, ένα μικρό παιδάκι στην ουσία, και χωρίς να ξέρω κι εγώ πώς, μια μέρα, πήρα την απόφαση και είπα στον πατέρα μου: «Μπαμπά, θα πάω στην Αθήνα».
Δεν μπορούσε να μου φέρει αντίρρηση, είχε καταλάβει ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Μου αποκρίθηκε λέγοντάς μου: «Παιδί μου, δεν έχω να σε βοηθήσω. Πάρε αυτές τις 500 δραχμές και μακάρι να έχεις καλή τύχη». Ήταν καλά λεφτά τότε. Είχε ήδη γίνει αγροφύλακας και είχαμε αλλάξει και σπίτι. Πήρε δάνειο και χτίζαμε ένα κανονικό με τούβλα. Δεν μέναμε πια στο πλίθινο. Μικρό ήταν και το καινούριο, αλλά καλοβαλμένο. Μια κουζίνα, ένα σαλόνι, ένα ακόμη δωμάτιο και μια βεράντα.
Όταν με ρωτούσαν οι φίλοι γιατί πάω στην Αθήνα, τους απαντούσα: «Πάω να βρω την τύχη μου». Στην ουσία αυτή ήταν η αλήθεια, άλλες σκέψεις δεν υπήρχαν. Ο μόνος στόχος ήταν να μην γυρίσω ξανά στο χωριό από αξιοπρέπεια, γιατί μια τέτοια επιστροφή θα σήμαινε ότι απέτυχα.
Τον Σεπτέμβρη του '63 πήρα τον δρόμο για την Αθήνα. Είναι η περίοδος που ο Γεώργιος Παπανδρέου έχει κερδίσει ως ηγέτης της Ένωσης Κέντρου τις εκλογές με μεγάλη πλειοψηφία. Τότε δεν ασχολιόμουν ακόμη με την πολιτική. Τα γεγονότα με προσπερνούσαν δίχως να μπαίνουν στο πετσί μου. Δεν υπήρχαν και έντονα πάθη στο χωριό. Αργότερα φανατίστηκε ο κόσμος με τα κόμματα. Ήμουν μικρός, αγωνιζόμουν για την επιβίωση κι είχα ένα όνειρο να «παλέψω». Στην περιοχή μου και γενικότερα στη Μακεδονία υπήρχε μεγάλη εκτίμηση προς το πρόσωπο του Καραμανλή. Μεγάλο ρόλο έπαιζαν τα έργα ύδρευσης που είχαν γίνει με πρωτοβουλία του. Κατασκεύασαν το φράγμα του Αλιάκμονα και δημιούργησαν κεντρικά και παράπλευρα κανάλια σε όλο τον κάμπο της Ημαθίας. Τεράστιο έργο που έδωσε μεγάλη ανακούφιση στον αγροτικό πληθυσμό. Ακόμα και σήμερα, με αυτά ποτίζουν.
Πήγα στην Αλεξάνδρεια και πήρα το λεωφορείο για την Αθήνα. Το μπουζούκι το είχα απάνω μου μαζί με μια μικρή βαλίτσα. Είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο με τον Χαραλαμπίδη και με περίμενε. Μακρύ το ταξίδι και κουραστικό. Κάναμε στάση στη Λάρισα. Ο δρόμος ζόρικος, όχι όπως η σημερινή Εθνική Οδός. Το πρώτο πράγμα που μου προξένησε εντύπωση πλησιάζοντας στην Αθήνα ήταν όταν αντίκρισα, μετά τα τελευταία διόδια, μια τεράστια κεραία της ραδιοφωνίας, που είχε κόκκινα φώτα. Όσο πλησιάζαμε στον σταθμό, νόμιζα πως βρισκόμουν στην πόλη των θαυμάτων.
Η μοναδική εμπειρία που είχα από μεγαλουπόλεις ήταν όταν το καλοκαίρι του '61 είχαμε πάει με τον μεγάλο αδελφό μου στη Θεσσαλονίκη για να ακούσουμε τον Μανώλη Αγγελόπουλο στις μεγάλες του δόξες. Τραγουδούσε στο κέντρο «Φαρίντα». Το είχαν βγάλει έτσι απ' τη μεγάλη επιτυχία που είχαν κάνει με τον Τσιτσάνη. Ο Αγγελόπουλος τότε ήταν μια τεράστια φίρμα. Δεν μπήκα μέσα στο κέντρο, απέξω έκατσα και τον άκουσα, μαζί με πολλούς άλλους ακόμη «φίλους», που προφανώς δεν είχαν κι εκείνοι τη δυνατότητα να πληρώσουν.
Καθόμασταν πάνω στην καρότσα ενός φορτηγού. Μάλιστα είχα πάει από πολύ νωρίς κι έτσι άκουσα και τις πρόβες που κάνανε. Το μαγαζί όμως ήταν καλοκαιρινό κι έτσι μπόρεσα να απολαύσω όλο το πρόγραμμα ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του, γιατί κάποια στιγμή που ξύπνησα, βρισκόμουν στα Γιαννιτσά. Τι είχε συμβεί; Μικρό παιδί όπως ήμουν, κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Ο οδηγός, όταν σχόλασε το μαγαζί, ξεκίνησε να κάνει το δρομολόγιό του. Μόλις συνήλθα από τη σαστιμάρα μου, του έβαλα τις φωνές για να με καταλάβει... Όμως πλέον είχαμε βρεθεί πολύ μακριά. Το πρωί επικοινώνησε με τον αδελφό μου και συναντηθήκαμε κάπου στη μέση της απόστασης Γιαννιτσά- Θεσσαλονίκη. Ήταν αλλιώς οι άνθρωποι τότε. Υπήρχε αλληλεγγύη ανάμεσα στους πονεμένους της ζωής. Όχι βέβαια σε όλους, αλλά υπήρχε, το έβλεπες, το ένιωθες.
Φτάνοντας στην Αθήνα, στο πρακτορείο με περίμενε ο Χαραλαμπίδης. Με πήρε και πήγαμε στο σπίτι του στον Κολωνό, που δυστυχώς έμοιαζε με το πλίθινο που είχαμε στο χωριό. Μπορεί να ήταν και χειρότερο. Ένα σαλονάκι με κουζίνα κι ένα δωμάτιο μικρό, νοτισμένο από την υγρασία. Έμεναν εκείνος, η γυναίκα του, οι δύο κόρες του κι εγώ πλέον. Οδός Βασιλικών, θυμάμαι...
Μετά από κάνα δυο μέρες ήπιαμε καφέ στο καφενείο των λαϊκών μουσικών στη Βεραντζέρου. Λίγο πιο πέρα, προς το Εθνικό Θέατρο και την Αγίου Κωνσταντίνου, ήταν το καφενείο των δημοτικών. Απέναντι ακριβώς από αυτό των λαϊκών βρισκόταν το μαγαζί του Μάριου, το κλασικό αυτό στέκι που ήταν όμως κλειστό. Τότε στα καφενεία αυτά έκαναν όλοι την περατζάδα τους. Και ο Χιώτης πέρναγε και ο Μητσάκης και ο Μενιδιάτης, που είχε τα πρώτα του σουξέ, και άλλοι. Είτε από συνήθεια, είτε για να συναντήσουν φίλους και να μάθουν τα νέα του χώρου. Οι νεότεροι και οι λιγότερο γνωστοί πήγαιναν γιατί εκεί κλείνονταν διάφορες δουλειές για σχήματα στην Αθήνα, αλλά και την επαρχία. Εκεί στο καφενείο, γνώρισα τον Μάκη τον Χρηστίδη, τον μπουζουξή. Έπαιξα κάποια πράγματα στο μπουζούκι, έναν δρόμο, ένα χασαποσέρβικο, και «εγκρίθηκα» αφού έδωσα τις εξετάσεις μου.
Ο Χαραλαμπίδης στην επαρχία και ειδικά στα μέρη μας, απ' όπου και κατάγονταν, είχε μια αναγνωρισιμότητα. Στην Αθήνα όμως ήταν μικρής κατηγορίας καλλιτέχνης. Είχε και μια κάποια ηλικία και δεν περνούσε η μπογιά του. Με πήγαινε σε διάφορους ατζέντηδες. Ήταν ένας Χαριτόπουλος, που είχε το γραφείο του σχεδόν πίσω από το μπαράκι των μουσικών, ένας άλλος τσιγγάνος παραδίπλα και άλλοι διάφοροι. Αναζητούσαμε δουλειά.
Στον Κολωνό, στην οδό Βασιλικών, όπου έμενα στου Χαραλαμπίδη, ο δρόμος κατέληγε στην πλατεία Μαυρομμάτη. Στη στάση ακριβώς, στη γωνία, ήταν η ταβέρνα του Μανωλιά. Κάθε μέρα, πηγαίνοντας στο μπαράκι για να βρούμε δουλειά, περνούσα από εκεί και έβλεπα μουσικούς που έκαναν πρόβα. Ήταν ο Μανώλης που έπαιζε ακορντεόν, ένας Μανίκας που έπαιζε μπουζούκι μαζί με τον Λεονάρδο Μπουρνέλη, μια Σοφία που τραγουδούσε, και βέβαια ο Γιάννης Κυριαζής στην κιθάρα και το τραγούδι. Πού και πού με έβαζαν και έπαιζα μαζί τους.
Κάπως έτσι έκλεισε το 1963, το κακό ήταν ότι και το 1964 κυλούσε στους ίδιους ρυθμούς. Είχα αρχίσει να κλονίζομαι. Ήμουν απογοητευμένος. Μίλαγα με τον πατέρα μου στο τηλέφωνο, ο οποίος με προέτρεπε να γυρίσω στο χωριό. Για εμένα όμως ο γυρισμός αυτός ισοδυναμούσε με «ήττα». Ένιωθα εγκλωβισμένος.
Κάποια στιγμή μαθαίνω από τους ατζέντηδες ότι για τον μπουζουξή υπάρχουν δουλειές, αλλά όχι και για τον τραγουδιστή. ∆ηλαδή ο Χαραλαμπίδης, για να μπορέσει να βρει δουλειά, προσπαθούσε να μας πλασάρει ως δίδυμο. Ή και οι δυο μαζί ή κανένας. Στο τέλος βρέθηκε μια δουλειά. Ο Χαριτόπουλος μας έστειλε με τον Χαραλαμπίδη σ' ένα μαγαζί στο Ηράκλειο της Κρήτης, που λεγόταν «Ο Μαύρος Γάτος». Ήταν η πρώτη μας κοινή δουλειά μετά από μήνες αναζήτησης. Ταλαιπωρία μεγάλη στο ταξίδι, κοντέψαμε να θαλασσοπνιγούμε. Ο «Μαύρος Γάτος» ήταν κάπου παραλιακά του Ηρακλείου, σ' ένα μέρος όπου τριγύρω υπήρχαν οίκοι ανοχής. Μοιραία το πελατολόγιο ήταν πουτάνες και άνθρωποι που συχνάζουν σε αυτούς τους χώρους. Πιτσιρίκος ήμουν, 16 χρονών, μπάνικος, καλός στο πατάρι επάνω, με τις πενιές και τα ντουζένια μου, μια από αυτές, πολύ όμορφη, με λιμπίστηκε και ήθελε σώνει και καλά να με βάλει κάτω... Εγώ μέχρι τότε δεν είχα ολοκληρωμένες ερωτικές εμπειρίες, αλλά δεν μου πήγαινε και να υποκύψω.
Μέναμε σ' ένα μικρό ξενοδοχείο σε μια μικρή πλατεία του Ηρακλείου, εκεί κοντά στα «λιοντάρια» που λένε. Στη γωνία ήταν ένα χρυσοχοείο όπου δούλευε μια ωραία κοπέλα που, όταν περνούσα από εκεί, με κοιτούσε επίμονα. Μου άρεσε. Κάτι σαν κεραυνοβόλος έρωτας. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που κοιμόμουν με μια γυναίκα.
Τα συμβόλαια συνήθως ήταν για έναν μήνα. Μόλις πέρασε αυτό το διάστημα, μοιραία τέλειωσε και η δουλειά, αφού ο Χαραλαμπίδης δεν είχε δυναμική ώστε το μαγαζί να θέλει να συνεχίσουμε τις εμφανίσεις μας. Καταλάβαινα πως αυτός ο άνθρωπος αποτελούσε εμπόδιο στη διαδρομή μου αφού, αντί να με βοηθήσει όπως μου υπόσχονταν, κοίταγε να επωφεληθεί από τις δικές μου δυνατότητες.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ξαναπιάσαμε τους γνώριμους ρυθμούς. Γυρνώντας απ' το μπαράκι των μουσικών, τα μεσημέρια σταματούσα στου Μανωλιά για φαγητό, που το πρωί λειτουργούσε σαν ταβέρνα. Είχε φύγει ο Μπουρνέλης απ' το σχήμα και μου πρότειναν να παίξω στη θέση του. Θεώρησα σωστό να ρωτήσω τον Χαραλαμπίδη, ο οποίος μου είπε: «Πήγαινε, μέχρι να βρούμε κάποια άλλη δουλειά. Στου Μανωλιά, δουλεύαμε με ποσοστά. Αν είχαμε δουλειά, πληρωνόμασταν, διαφορετικά δεν... Παρ' όλα αυτά ήμουν ευχαριστημένος γιατί ο κυρ Γιάννης ο Μανωλιάς ήταν εξαιρετικός κύριος, ενώ ο Κυριαζής ήταν μεγάλος «δάσκαλος». Κοντά του έμαθα καλά και το «αθηναϊκό» ρεπερτόριο, που έχει διαφορές από αυτό που παίζαμε στην επαρχία. Παλιά λαϊκά, σμυρνέικα, ρεμπέτικα, αρχοντορεμπέτικα και άλλα ωραία τραγούδια. Πιάναμε και Χατζηχρήστο και Τούντα και βέβαια και Μάρκο και Τσιτσάνη.
Μια μέρα μού λέει ο Χαραλαμπίδης: «Φεύγουμε! Έκλεισα μια δουλειά στη Σαλονίκη». Και βρέθηκα με «μαύρη καρδιά» στο μαγαζί του Κοκκώνη στη Σταυρούπολη. Κι αυτό γιατί έπρεπε να αφήσω τον Μανωλιά, που ήταν μοναδικός άνθρωπος και ωραίο αφεντικό. Βρήκαμε έναν άλλον μπουζουξή και κάπως μπαλώσαμε το κενό. Το μαγαζί στη Θεσσαλονίκη ήταν από αυτά που είχαν κονσομασιόν. Όταν πέρασε ο μήνας, ο Κοκκώνης με πλησίασε και μου είπε πως αν ήθελα, μπορούσα να μείνω, αλλά χωρίς τον Χαραλαμπίδη. Αρνήθηκα. Πρόλαβα εντωμεταξύ να δω τους δικούς μου στο χωριό.
Ξαναγύρισα στον Μανωλιά, του είπα τα καθέκαστα... και με συμβούλευσε κι εκείνος να αφήσω τον Χαραλαμπίδη. Με ξαναπήρε στη δουλειά... αλλά τα λεφτά δεν έφταναν, γιατί ο Χαραλαμπίδης και η γυναίκα του ήταν άνεργοι και τα παιδιά τους μικρά. Είχαν δύο μικρές, υπέροχες κορούλες που πήγαιναν δημοτικό, και αναγκαζόμουν να συνεισφέρω αρκετά...
Πέρασε λίγος καιρός και να σου ο Χαραλαμπίδης που μου λέει να πάμε στη Νάξο. ∆εν γινόταν να ξαναφήσω τον Μανωλιά για κάτι αβέβαιο και πρόσκαιρο. Του το είπα και εκείνος αντέδρασε με άσχημο τρόπο. Κοντέψαμε να έρθουμε στα χέρια. Ο Μανωλιάς, όταν έμαθε τι συμβαίνει, με πήρε στο σπίτι του. Έβαλε ένα ράντζο στο σαλόνι του και με φιλοξενούσε εκεί. Η μάνα του και η γυναίκα του, η κυρα-Λούλα, με φρόντιζαν σαν τα μάτια τους. Πολύ καλή οικογένεια, είχαν δυο γιους, καλά παιδιά κι αυτοί.
Εκεί μου συνέβη ένα σημαδιακό γεγονός. Κρύωσα πολύ άσχημα. Έπαθα πνευμονία, μάλλον από την υγρασία. Τότε στα φαρμακεία έδιναν κινίνα, που ήταν βαριά φάρμακα και έφερναν παραισθήσεις. Καιγόμουν απ' τον πυρετό. Η μητέρα του Μανωλιά, η γιαγιά όπως την έλεγα, μου άλλαζε φανέλες, με περιποιούνταν, έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι της. Μια εβδομάδα παιδευόταν και παιδευόμουν. Στους εφιάλτες και τις παραισθήσεις μου έβλεπα τον πατέρα μου. Ειδικά ένα βράδυ η παρουσία του ήταν πολύ έντονη. Και ξαφνικά, το επόμενο πρωί, ξυπνώντας τον είδα μπροστά στα μάτια μου. Έμεινα έκπληκτος να τον κοιτάζω. Το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν: «Μπαμπά!». Είχαμε μέρες να μιλήσουμε στο τηλέφωνο κι εκείνος, σαν να διαισθάνθηκε όσα περνούσα, ήρθε να δει τι συμβαίνει και να μου συμπαρασταθεί. Ο πατέρας μου ήταν άγιος άνθρωπος. Θα μπορούσε να είναι παπάς... απ' τους καλούς ιερείς. Έκατσε για μιαδυο μέρες κοντά μου και, αφού είδε ότι καλυτέρευα, έφυγε. Τον φιλοξένησε ο Μανωλιάς. Τι να πει κανείς... ∆εν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι σαν αυτή την οικογένεια. Αφού ακόμα και σήμερα πάω και τους βλέπω... και αισθάνομαι την ανάγκη να τους μνημονεύσω.
Εδώ θέλω να προσθέσω μια ακόμη οικογένεια που μου στάθηκε στα δύσκολα αυτά χρόνια. Υπήρχε συμπόνια στην Ελλάδα του '50 και του '60. Μια γιαγιά, η κυρία Θεοδώρα Σκηνιώτη, με βοηθούσε πλένοντας και σιδερώνοντας αρκετές φορές τα ρούχα μου. Μου τα έστελνε με τον γιο της, τον Μάνθο, και με τα εγγόνια της, τον Γιώργο και τον Κώστα. Πότε πότε μου έφερναν και φαγητό. Έχουμε φιλικές σχέσεις ακόμη και σήμερα. Πώς να ξεχάσεις αυτές τις στιγμές...
Στου Μανωλιά ερχόταν και έτρωγε ένα παλικάρι που έμενε λίγο πιο πάνω, ο Γιάννης Γρηγοριάδης. Ήταν πατριώτης από τη Σκύδρα και είχε έρθει στην Αθήνα να βρει την τύχη του σαν τραγουδιστής. Ήταν κάνα δυο χρόνια μεγαλύτερός μου. Γίναμε φίλοι. Μου λέει: «Εγώ μένω μόνος σ' ένα δωμάτιο. Αν θέλεις, έλα να μείνουμε μαζί». ∆έχθηκα γιατί δεν ήθελα να δίνω βάρος στον Μανωλιά, παρόλο που οι άνθρωποι με είχαν σαν μέλος της οικογένειάς τους. Τον ήξεραν άλλωστε τον Γιάννη και απ' την άλλη μου ταίριαζε περισσότερο να μένω μ' έναν συνομήλικό μου. Όμως το δωμάτιό του, στο μήκος, χωρούσε ίσα ίσα ένα ράντζο. ∆ίπλα βάλαμε ένα ακόμη, όπου κοιμόμουν εγώ. Για να ανοίξει δηλαδή η πόρτα, έπρεπε να μαζέψουμε το ένα ράντσο γιατί... δεν γινόταν αλλιώς. Για τέτοια μεγαλεία μιλάμε. Αυτό ήταν όλο κι όλο το σπίτι μας. Κουζίνα είχαμε στον απάνω όροφο, όπου έμενε η κυρία που μας νοίκιαζε το δωμάτιο με τις κόρες της. Κοινή ήταν και η τουαλέτα, ενώ υπήρχε και μια βρύση εξωτερική... με νεροχύτη. Φτώχεια, αλλά καλά ήμασταν... ∆ουλειά είχα στον Μανωλιά. Ο Γρηγοριάδης όμως ήταν άνεργος, οπότε είχε ανάγκη από προστασία.
Μετά γνωρίσαμε έναν άλλον φίλο, τον Χρήστο τον Κεσίδη, που ήταν από τα μέρη μας και έπαιζε μπουζούκι. Επειδή τα πράγματα ήταν δύσκολα και ο Μανωλιάς χρειαζόταν έναν σερβιτόρο, ο Χρήστος έπιασε δουλειά εκεί σαν γκαρσόνι. Με τον Γιάννη και τον Χρήστο είμαστε ακόμα φίλοι, κάνουμε παρέα, τα λέμε. Στην πορεία γνώρισα και τον αδελφό τού Χρήστου, τον Αχιλλέα, που είναι ακορντεονίστας και με τον οποίο γίναμε και κουμπάροι, έχω βαφτίσει τον γιο του. Καλά παιδιά, καλοί φίλοι. Στην παρέα προστέθηκε ο Βασίλης Τασσόπουλος από την Καρδίτσα, που ήταν μικροπωλητής, αλλά είχε μεράκι να γίνει τραγουδιστής. Αργότερα ηχογράφησε και κάνα δυο δισκάκια στη Sonata, την εταιρεία του Γαβαλά. Μια συντροφιά δηλαδή από φτωχά παιδιά που αναζητούσαν την τύχη τους. Περνούσαμε φτωχικά, αλλά ήμασταν ευτυχισμένοι. Στου Μανωλιά η δουλειά ήταν Σάββατο και Κυριακή, συνολικά 40 δραχμές την εβδομάδα. Γι' αυτό πηγαίναμε στο μπαράκι των μουσικών, μήπως βρουν κι αυτοί καμιά δουλειά και τρώγαμε μακαρόνια στο εστιατόριο που ήταν απέναντι. Κάθε φορά μακαρόνια...
Την άνοιξη, όταν τελείωσε η σεζόν στου Μανωλιά, ο ακορντεονίστας του μαγαζιού μού είπε για ένα κέντρο στην Κόρινθο, του Λεωνίδα, στην Ποσειδωνία. Πήγαμε και εκεί πρωτογνώρισα τη γυναίκα της ζωής μου και σύντροφό μου, την Τασούλα. Έμενε στην περιοχή, ανταλλάξαμε σημειώματα, ραβασάκια όπως τα λένε, μιλήσαμε και της έδωσα τη διεύθυνσή μου στον Κολωνό. Όταν έφυγα από εκεί, κρατήσαμε αλληλογραφία. Μετά χαθήκαμε για ένα διάστημα, αλλά λίγο αργότερα ξαναβρεθήκαμε και δεν χωρίσαμε ποτέ.
Στο μπαράκι γνώρισα διάφορους ανθρώπους του επαγγέλματός μας. Άρχιζα να παίζω στις ηχογραφήσεις μιας εταιρείας που είχε κάποιος Ηλίας Μεγαλούδης, τη Ρυθμοφών. Τραγουδούσαν ο Βασίλης Θεσσαλός, ο Τάκης Μπουγάς και άλλοι. Στα μικρά στούντιο που γράφαμε, εγκλιματίστηκα αμέσως. ∆εν είχα κανένα πρόβλημα. Πρόβες κάναμε στο γραφείο του Μεγαλούδη στην οδό Αθηνάς. Χαρτζιλίκι έπαιρνα, αλλά ήταν σημαντικό για εμένα να γνωρίζω όλες τις παραμέτρους της δουλειάς μας και να αποκτώ εμπειρίες. Λίγο αργότερα, γνώρισα τον Στέλιο Χρυσίνη και έπαιξα σε τραγούδια του. Ανέβηκα κάπως κατηγορία. Βέβαια δεν γνώριζα σε βάθος τις λαμπρές σελίδες δόξης και τα σπουδαία τραγούδια που είχε υπογράψει στο παρελθόν, ούτε και τον καίριο ρόλο που έπαιξε στην Columbia. Το όνομά του όμως είχε μια αίγλη, παρόλο που ήταν μεγάλος τότε σε ηλικία. Επειδή ήταν τυφλός, τον συντρόφευα για κάνα μήνα στο σπίτι του, από το μπαράκι της Βεραντζέρου στη Μιχαήλ Βόδα όπου έμενε. Ο Χρυσίνης στο μπασοκίθαρο ήταν σπουδαίος. Στη δε εκμάθηση των νέων τραγουδιών μοναδικός. Προσοχή μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια στις εισαγωγές, στις απαντήσεις... Για εμένα όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα.
Πολύ σύντομα διάβηκα και το κατώφλι της Κολούμπια στον Περισσό, ηχογραφώντας στο Studio 3. Εδώ οι συνθήκες ήταν υποδειγματικές. Μεγάλοι χώροι, ο καθένας μας και το δικό του μικρόφωνο, καλό control και στερεοφωνική εγγραφή.
Αλλά και στις μικρές εταιρείες, όταν τραγουδούσε κάνας καλός ερμηνευτής, έφερναν και πάλι ονομαστούς μπουζουξήδες. Έπαιξα δεύτερο μπουζούκι με τον Σπύρο Καλφόπουλο, αλλά και τον Στέλιο Ζαφειρίου. Στον Ζαφειρίου χρωστάω πολλά. Όλη την εξέλιξή μου αυτός την ξεκίνησε. Ο Χρυσίνης φώναζε συχνά τον Στέλιο. Γνωριστήκαμε κι άρχιζε πια να με καλεί ο Ζαφειρίου για να του κάνω τις δεύτερες στις ηχογραφήσεις με τον Ταλιούρη, τη Σοφία Σιδέρη, τον Κρίτσαλο και άλλους τραγουδιστές της εποχής εκείνης, που γίνονταν για λογαριασμό της RCA Victor του Ορφανίδη. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και εντάξει στις πληρωμές του. Τα γραφεία της εταιρείας ήταν στην Πλατεία Κολοκοτρώνη, στη στοά. Απέναντι ήταν το studio EΡΑ, στο υπόγειος μιας πολυκατοικίας, όπου έκαναν και τις περισσότερες φωνοληψίες.
Με τον Ζαφειρίου παίξαμε και σε κινηματογραφικές ταινίες. Ο Στέλιος, πέρα από εξαίρετος χαρακτήρας, σαν παίκτης είναι «επιστήμονας». Καθαρός μπουζουξής, ωραία ζαμπετίστικη πενιά, και «αρχηγός» στις ηχογραφήσεις. Έβαζε σε τάξη όλη τη διαδικασία. Ήξερε τι πρέπει να μπει και τι όχι και πώς θα γίνει η όλη δουλειά. Για εμένα ήταν οι πρώτες σημαντικές εμπειρίες όσον αφορά την ενορχήστρωση των κομματιών.
Σε μια ηχογράφηση τραγουδιών που είχαν γράψει ο Κώστας Καρουσάκης -συνθέτης τότε, δεν είχε ακόμη γίνει τραγουδιστής με τον Μιχάλη Αλεξάκη, που είχε την εταιρεία Astron, γνώρισα και τον Αγγελόπουλο. Έγραφαν τραγούδια για εκείνον και για άλλους τραγουδιστές και κάνοντας πρόβα στο σπίτι του Αλεξάκη ήρθε ο Μανώλης... Του άρεσε το παίξιμό μου κι επειδή ο Παλαιολόγου, που ήταν το μπουζούκι του, θα πήγαινε φαντάρος εκείνο το καλοκαίρι του '64, μου είπε να πάω στη Θεσσαλονίκη για έναν μήνα μαζί του. ∆εν γινόταν να αρνηθώ. Έτσι βρεθήκαμε στην «Καλαμίτσα». Είναι η πρώτη φορά που συνοδεύω έναν τόσο σπουδαίο τραγουδιστή. Μοναδικές αναμνήσεις. Ο Αγγελόπουλος χάλαγε κόσμο, αλλά και σαν συνεργάτης ήταν άψογος. Με τις πλάκες του, τα πειράγματά του... Νέος ήταν, ωραίος, κοκέτης, με τα ριγέ κουστούμια του, τα δαχτυλίδια του, το φροντισμένο μαλλί, το μουστακάκι του και βέβαια τις ιδιαιτερότητές του. Μέναμε σ' ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ο Αγγελόπουλος είχε ένα ωραίο μαχαίρι κρητικό με λαβή κοκάλινη μέσα σε θήκη, και μου το έδειχνε πού και πού, λέγοντάς μου με τη βραχνή ιδιότυπη φωνή του: «Το βλέπεις αυτό, πιτσιρίκο; Άμα με πειράξει κανείς, θα τον καρφώσω... Να έτσι...» και μου αναπαραστούσε με κινήσεις το πώς. Κάποια βραδιά στην «Καλαμίτσα», την ώρα που τραγουδάει, περνάει από μπροστά του ένας καλοντυμένος νεαρός με δυο τρεις κοπέλες μαζί του, και φεύγει απ' το μαγαζί. Παρεμπιπτόντως, στο κέντρο γινόταν λαοθάλασσα. Πολύ κόσμος και αρκετοί τσιγγάνοι, που στήριξαν τον Αγγελόπουλο στην καριέρα του, αφού για εκείνους ήταν ο ήρωάς τους. Ήταν ένα πρότυπο τότε ο Αγγελόπουλος για τη φυλή του, κατάφερε να ξεχωρίσει και να γίνει διάσημος, αντιπροσώπευε την εξαίρεση στον κανόνα και τον λάτρευαν. Ο Μανώλης μανούριασε που η παρέα έφευγε ενώ τραγουδούσε, το θεώρησε αγένεια, και κάτι μουρμούρισε στο μικρόφωνο. Ο άλλος το άκουσε και αντέδρασε έντονα, αλλά ο Αγγελόπουλος μαλάκωσε και τα μπάλωσε. Όταν τελειώσαμε, του έκανα την πλακίτσα μου: «Ρε Μανώλη, τι έγινε αυτό το μαχαίρι;».
«Τι να κάνω, αδελφέ, ο πελάτης είναι πελάτης» μου απάντησε με τα απαράμιλλα φερσίματά του και γελάγαμε...
Μια άλλη φορά, πάω στο καμαρίνι, πριν βγούμε στο πάλκο, και βλέπω να λείπει το μπουζούκι μου. Πάγωσα. Πήγα και βρήκα τον ιδιοκτήτη της «Καλαμίτσας», τον Ναζιρίδη, και του εξήγησα τα καθέκαστα. «Αμάν, εκείνος ο κερατάς ο Γιώτης θα το πήρε» μου είπε. Τότε στα κέντρα συχνάζανε αρκετοί μπράβοι, που μπορεί να μην είχαν απαραίτητα σχέση με τα μαγαζιά, αλλά ζητούσαν από τους τραγουδιστές λεφτά για να μην κάνουν φασαρίες. Ο Γιώτης λοιπόν, που προφανώς θα ήθελε κάποια χρήματα από τον Αγγελόπουλο, για να τον βλάψει, βούτηξε το μπουζούκι του μπουζουξή του. Καθάρισε ο Ναζιρίδης και με τα πολλά πήρα το μπουζούκι μου πίσω... Αυτά με τον Μανώλη!
Όταν τελειώσαμε, γύρισα στην Αθήνα αναβαθμισμένος και ακολούθησα τους γνώριμους ρυθμούς μου στα μαγαζιά και στα στούντιο. Σε μια φωνοληψία γνώρισα και τον μουσικό Πάνο Ιατρού.
Γύρω μας συνέβαιναν μεγάλες αναταραχές και αλλαγές, αλλά τόσο εγώ όσο και οι φίλοι μου δεν είμαστε πολιτικοποιημένοι. Ο Κυριαζής καμιά φορά «στόλιζε» μερικούς πολιτικούς με τον δικό του τρόπο και λίγο προβληματιζόμουν. Αργότερα άρχισα να συνειδητοποιώ τις καταστάσεις και τα γεγονότα. Με τον Κυριαζή γνώρισα τους ρεμπέτες και το ρεμπέτικο ρεπερτόριο. Ήταν τσιτσανικός. Είχε δουλέψει και πολύ με τον Τσιτσάνη. Λεβέντης, αξιοπρεπής και περήφανος ο Γιάννης. Πρόσεχε πολύ την εμφάνισή του. Πάντα καλοντυμένος, με καλά κουστούμια, ενώ έκανε παραγγελία τα παπούτσια του. Φοράγαμε το ίδιο νούμερο και μου είχε δωρίσει κάνα δυο ζευγάρια. Σχεδόν αφόρετα, απάτητα...
Κοντά στο δωμάτιο που έμενα, στην πλατεία του Κολωνού, ήταν μια ταβέρνα, η «Χαβάη». Κάποια στιγμή έβαλαν μπουζούκια και τραγουδούσε εκεί ο Στράτος ο Παγιουμτζής. Περνούσα σχεδόν καθημερινά μπροστά απ' το μαγαζί, όταν έβγαινα από το σπίτι για να κάνω τις δουλειές μου, και είχα γνωριστεί με τον μαγαζάτορα και τους μουσικούς. Έτσι, όταν έμειναν για μια εβδομάδα χωρίς μπουζούκι, είχα την τιμή να συνοδεύσω τον ξακουστό Στράτο. Αργότερα έπαιξα και σε κάνα δυο ηχογραφήσεις του. Τότε όμως δεν καταλάβαινα το μέγεθος αυτού του σπουδαίου καλλιτέχνη, ίσως γιατί βρισκόταν στη δύση της καριέρας του.
Στο μπαράκι των μουσικών μού πρότειναν να παίξω σε μια κινηματογραφική ταινία. Το γύρισμα γινόταν σε μια ταβέρνα, πάλι στη γειτονιά μου στον Κολωνό. Κουμανταδόρος στα κινηματογραφικά σχήματα ήταν ο κιθαρίστας Γιάννης Παπαδόπουλος, ο οποίος, αν προσέξετε, συμμετέχει σε μπόλικα έργα. Με λιγοστά μαλλιά, αλλά πάντα με ένα πλατύ χαμόγελο. ∆εν ξέρω για ποιον λόγο, αλλά ο Παπαδόπουλος δεν με πολυήθελε... Τελικά, χάρις την επιμονή του ηθοποιού Ανέστη Βλάχου, με τον οποίο δεν γνωριζόμασταν αλλά είχε ακούσει το όλο περιστατικό, έπαιξα στην ταινία. Έπαιξα... τρόπος του λέγειν, έκανα πως παίζω, αφού το γύρισμα ήταν playback. Ούτε που θυμάμαι τον τίτλο...
Την ίδια ώρα, πήγαινα λίγο στα μαγαζιά για να δω τα προγράμματα, αφού θεωρούσα πως πρέπει να ενημερώνομαι για όσα συμβαίνουν στη δουλειά μας. Ήθελα να ξέρω τι γίνεται και μ' άρεσε να παρατηρώ το ρεπερτόριο, τις εναλλαγές των τραγουδιών. Όχι τακτικά, αλλά όσο μπορούσα και μου επέτρεπαν τα οικονομικά μου... έβγαινα. Είχα πάει στη Μαντουμπάλα του Γιγουρτάκη στη Θηβών, ένα ωραίο μαγαζί που τραγουδούσαν ο Αγγελόπουλος, ο Αναγνωστάκης, η Λύδια... Έμοιαζε σαν όνειρο για εμένα το να παρακολουθώ αυτό το πρόγραμμα. Ήθελαν έναν μπουζουξή στη θέση του Γιάννη του Παλαιολόγου που είχε πάει φαντάρος. Ήταν κι άλλοι παίκτες, συζήτησα με κάποιον στο μαγαζί, δεν θυμάμαι ποιον, αλλά τελικά δεν με φώναξαν ξανά. Μπουζούκι έπαιζε ο Αργύρης ο Βαμβακάρης και ο Σήφης ο Κέρπελης. Τον Αργύρη τον συνάντησα και στο στούντιο εκείνη την περίοδο. Είχε μεγάλη σιγουριά και ευχέρεια στο παίξιμό του. Ήταν ο μόνος που έπαιζε πεντάχορδο μπουζούκι. Έχει γράψει κι ένα περίτεχνο σόλο δικό του. Πάρα πολύ καλός παίκτης... αλλά δεν την κυνήγαγε τη δουλειά.
Οι μπουζουξήδες τότε ήταν οι βασιλιάδες της ορχήστρας. Υπήρχε μεγάλος σεβασμός στο πρόσωπό τους. Έκαναν το σόλο τους στην έναρξη του προγράμματος και στη συνέχεια είχαν πολλά ταξίμια στα τραγούδια. Αυτοί κανόνιζαν το πρόγραμμα, τις παραγγελίες και την όλη ροή.
Μια φορά πήγα στον Παράδεισο του Ζήρου στο Αιγάλεω. Ήταν καλοκαιρινό μαγαζί. Έπαιζαν ο Κλουβάτος με τον Μενιδιάτη. Όμορφο κέντρο με πλήρη ορχήστρα. ∆εν υπήρχε σύγκριση με του Μανωλιά, που ήταν ένα μικρό μαγαζί και χώραγε δεν χώραγε πενήντα άτομα. Υπήρχε λατρεία για τους λαϊκούς ερμηνευτές, αλλά στα κέντρα αυτά ακόμη δεν πηγαίνει πολύ νεολαία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος είναι ανδροπαρέες. Ενώ στου Χιώτη, ας πούμε, την ίδια στιγμή συχνάζει όλη η αφρόκρεμα, πηγαίνει και νεολαία και γυναικόκοσμος.
Ο Μανώλης κυριολεκτικά έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια. Αυτός είναι για εμένα το πρότυπο εκείνη την περίοδο, αλλά και γενικότερα για όλους τους μπουζουξήδες. Στα δικά του πατήματα μελετάω. Είχα πάρει ένα μαγνητόφωνο με μπομπινίτσες από τον Ζαφειρίου, που ήθελε να αγοράσει ένα καλύτερο, και μελετούσα χωρίς σταματημό. Νωρίτερα, ό,τι έπαιρνα, γινόταν από το ραδιόφωνο και από τους δίσκους, αλλά και τα τζουκμπόξ. Ό,τι μου έμενε από εκεί, ό,τι ήξεραν οι άλλοι μουσικοί που σμίγαμε και ανταλλάζαμε ακούσματα. Ήμουν μαγνητόφωνο κανονικό. Ό,τι άκουγα μια φορά, το αποστήθιζα και μπορούσα αμέσως να το παίξω στο μπουζούκι. Στο στούντιο με το που μου παρουσίαζε ο συνθέτης το τραγούδι το «άρπαζα» με την πρώτη. Και όχι μόνο, αλλά μάντευα πάνω κάτω και τις επόμενες μουσικές φράσεις. Θυμάμαι πόσο εντυπωσιάστηκε ο Αγγελόπουλος, όταν κάναμε πρόβες για να πάμε στη Θεσσαλονίκη, από αυτή μου την ικανότητα. Γιατί ο Μανώλης έπαιζε μπουζουκάκι, είχε μαγνητόφωνο και μου πέρναγε ο ίδιος τα κομμάτια του. Θυμάμαι πήγαινα σπίτι του σε μια πλατεία στη Νέα Σμύρνη, όπου είχε το διαμέρισμά του. Έμενε μαζί με την Αννούλα, που ήταν μια πραγματική κούκλα. Είχε προκαλέσει πάταγο ο δεσμός τους. Οι τσιγγάνοι δεν ήθελαν το είδωλό τους να πάρει για γυναίκα του μια που δεν ανήκε στη φυλή τους. Εκείνοι όμως ήταν τρελά ερωτευμένοι. Είχε γράψει και ο ∆ερβενιώτης με τον Βίρβο το: Μάνα μου, γλυκιά μανούλα/αγαπάω την Αννούλα/Μη στεναχωριέσαι, μάνα/ δεν θα παντρευτώ τσιγγάνα/Την Άννα αγαπώ... Το τραγούδι αυτό έγινε μεγάλο σουξέ, ενδεικτικό της μεγάλης φήμης του Αγγελόπουλου, αλλά και του πόσο συζητήθηκε η σχέση του με τη Αννούλα Βασιλείου. Βέβαια, μπορεί ο Αγγελόπουλος τότε να δεσπόζει και να τον θαυμάζω, αλλά εγώ είμαι κολλημένος με τον Καζαντζίδη. Ο Στέλιος είναι ένας αληθινός θρύλος εκείνη την εποχή. Τα τραγούδια του με αφορούν βαθιά, γιατί κι εγώ είμαι ένας πονεμένος άνθρωπος, που έχω βιώσει τη φτώχεια και τα βάσανα, τις δυσκολίες να χαράξω καινούρια ζωή και μοιραία με αγγίζουν στην ψυχή, όπως και όλους όσοι είχαν ζήσει αυτές τις καταστάσεις. Και μιλάμε τότε για το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού. Ήμουν λοιπόν Καζαντζιδικός, δεν το κρύβω. Ο Μπιθικώτσης, σαφώς και υπάρχει, αλλά τη δεδομένη στιγμή δεν έχω αντιληφθεί το μέγεθός του.
Βρίσκομαι σε μια περίοδο όπου αρχίζω να πατάω κάπως στα πόδια μου και να αισθάνομαι πως το όνειρο μπορεί να πάρει σάρκα και οστά. Σε ένα στούντιο γνώρισα τον μπασίστα, Παναγιώτη Ιατρού. Ποιοτικός μουσικός ο Πάνος, έπαιζε κοντραμπάσο, κιθάρα και μπαγλαμά και τραγούδαγε συμπαθητικά. Μέτραγε πολύ, γιατί ήταν στην ορχήστρα του Καζαντζίδη με τον οποίο ήταν και κουμπάροι. Τον είχε παντρέψει ο Στέλιος, στον γάμο του με τη γυναίκα του την Ελένη. Του άρεσε ο τρόπος παιξίματός μου, αλλά και το ότι μάθαινα γρήγορα τα τραγούδια. Στην κουβέντα βγήκαμε και πατριώτες, αφού, παρόλο που γεννήθηκε στη Θάσο, είχε μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη και γνώριζε την ευρύτερη περιοχή. H κοινή καταγωγή αποτελούσε συνδετικό κρίκο μεταξύ των ανθρώπων που βρίσκονταν σε μια ξένη πόλη. Υπήρχε αλληλεγγύη, γιατί όλοι είχαμε γίνει εσωτερικοί μετανάστες. Μακεδόνες ήμασταν, συνάδελφοι, και κουβέντα στην κουβέντα μου λέει: «Θέλεις να σε συστήσω στον Καζαντζίδη, που ψάχνει για μπουζούκια;»
«Το ρωτάς;» του απαντώ. Εγώ τότε ακόμη παίζω πάλι στου Μανωλιά. Το πρώτο ραντεβού γίνεται με τον Σπύρο Ευσταθίου, που είναι ο μπουζουξής που έχει κλείσει με τον Καζαντζίδη για να τον συνοδεύσει στην Τριάνα Του Χειλά. Χειμώνας ήταν, προς τα τέλη του '64, μια παγωμένη ∆ευτέρα που τα μπουζουξίδικα είχαν ρεπό αφού δουλεύανε έξι ημέρες την εβδομάδα. Συναντηθήκαμε στο κέντρο της Αθήνας, ήπιαμε καφέ και τα είπαμε. Ο Ευσταθίου μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική. Έμπειρος μουσικός και πολύ εντάξει άνθρωπος, κύριος σωστός. Την επομένη, ημέρα Τρίτη, πήρα το λεωφορείο για να πάω στην Τριάνα του Χειλά, όπου θα συναντούσα τον Καζαντζίδη. Το θυμάμαι πολύ καλά, γιατί η Τρίτη είναι η γουρλίδική μου μέρα. Τρίτη ήρθα στην Αθήνα, Τρίτη πέρασα από ακρόαση από τον Καζαντζίδη, ενώ και άλλα σημαντικά γεγονότα της ζωής μου έχουν συμβεί αυτήν τη μέρα. Άλλοι μπορεί να την έχουν για κακορίζικη, αλλά εμένα η Τρίτη, και 13 ακόμη, είναι η καλύτερή μου.
∆εν είχα μαζί μου μπουζούκι, αφού με είχε ενημερώσει ο Σπύρος πως θα είχαν εκεί το μπουζούκι του Γιάννη Παπαϊωάννου, που εμφανιζόταν στο σχήμα της Τριάνας ως γκεστ σταρ, να το πούμε έτσι.
Ένιωθα ένα τρακ, αλλά είχα θάρρος και ψυχραιμία. Ήμουν ντροπαλός, αλλά γνώριζα τις δυνατότητές μου. Πρώτα πέρασα από τον πορτιέρη που ήταν στην είσοδο και φορούσε ένα χαρακτηριστικό καπέλο. Ήταν ο πατέρας του Χρήστου Ψαρρού, του μπουζουξή, που κι εκείνος τότε ήταν στο ξεκίνημά του. Του είπα ποιος είμαι, τον είχαν ειδοποιήσει σχετικά και, πιάνοντας λίγο την κουβέντα, μου είπε για τον γιο του.
Ανοίγοντας τη δίφυλλη εξωτερική πόρτα της «Τριάνας», σαν κι αυτές που έχουν τα σαλούν στις καουμπόικες ταινίες, υπήρχε ένας προθάλαμος και μετά μια δεύτερη πόρτα. Ακούω έναν περίεργο και ιδιαίτερο ήχο. Ο ακορντεονίστας Γιώργος Καραθανάσης είχε φέρει από την Αμερική ένα chord vox, που το στήριζε σε μόνιμη βάση. Ένα ηλεκτρικό δηλαδή ακορντεόν, που είχε μπάσα, αλλά δεν χρειαζόταν να ανοίγεις και να κλείνεις τη φισούνα του, μόνο έπαιζες τα πλήκτρα. Είναι η περίοδος που η λαϊκή ορχήστρα μπολιάζεται με ηλεκτρικούς ήχους. Όταν ανοίγω την κανονική πόρτα, ο Καραθανάσης ολοκληρώνει τη φαντασία που έπαιζε και μπαίνει ο Καζαντζίδης στην εισαγωγή τού «Αναστενάζω βγαίνει φωτιά» του Στέφανου Βαρτάνη, που τότε είχε κυκλοφορήσει και είχε γίνει επιτυχία. Μαγική στιγμή για εμένα. Πέρασα τον διάδρομο και ο πορτιέρης μού έδειξε πού ήταν το καμαρίνι του Καζαντζίδη. Η Τριάνα ήταν το πιο ωραίο ίσως κέντρο της εποχής. Σίγουρα το πιο σπουδαίο που είχαν αντικρίσει μέχρι τότε τα μάτια μου. Με σηκωμένα επίπεδα στο πλάι, άνετη σκηνή, όσο πρέπει για να μπορούν να αισθάνονται όμορφα οι μουσικοί και η εκλεκτή πελατεία. Στα καμαρίνια γνώρισα τον Γιάννη Παπαϊωάννου και μετά από λίγο ο Καζαντζίδης ολοκλήρωσε το μέρος προγράμματός του και ήρθε κι εκείνος. Στο πάλκο συνέχισε ο Ρεπάνης. Προφανώς μου είχαν δώσει ραντεβού τη συγκεκριμένη ώρα για να μπορέσουμε να τα πούμε στο διάλειμμα.
Έφτασε ο Στέλιος με τη Μαρινέλλα, σκουπίστηκε λίγο και είπε στον Παπαϊωάννου: «Μπαρμπα-Γιάννη, φέρε το μπουζούκι να παίξει ο μικρός». Εκτός από τη Μαρινέλλα και τον Παπαϊωάννου, παρών ήταν και ένας Παναγιωτούνης με τη σύζυγό του, ο οποίος είχε την πρώτη εταιρεία ασανσέρ που υπήρχε στην Ελλάδα. ∆ιέθετε μεγάλη επιφάνεια και ήταν ο καλύτερος πελάτης στην Τριάνα. Κάθε βράδυ ερχόταν για να ακούσει τον Καζαντζίδη. ∆υστυχώς όμως αργότερα είχε άσχημη τύχη οικονομικά και προσπαθούσε να επιβιώσει γράφοντας στίχους, βιβλία. Μου λέει ο Στέλιος: «Παίξε ένα ουσάκ, ένα χιτζάζ» και έπαιζα δρόμους. Μετά πάλι: «Παίξε ένα τραγούδι από ουσάκ». Έπιασα το «Άδειο προσκεφάλι»... μετά κάτι άλλο... Κατάλαβε ο Καζαντζίδης τι γινόταν, αφού ήταν ψημένος στη δουλειά από παιδάκι κι εκείνος. Μάλιστα παρενέβη και ο Παπαϊωάννου, που του είπε: «Πάρ' τον, ρε Στελάρα, και θα με θυμηθείς». Και ο Παναγιωτούνης είπε καλές κουβέντες: «Πολύ καλός, Στέλιο, πολύ καλός».
Ο Καζαντζίδης τότε ήταν εξαιρετικά απλός και ευγενικός. Μιλούσε σε όλο τον κόσμο. Ούτε ίχνος από σταριλίκι ή βεντετισμό. Ειδικά στις παρέες, όπου ένιωθε άνετα, ήταν φοβερός. Μετά από την ακρόαση, έπρεπε να ανέβει και πάλι στο πάλκο και με ρώτησε: «Πού μένεις;». «Στον Κολωνό» απάντησα. «Ποιο μέρος ξέρεις στην Αθήνα για να συναντηθούμε;» μου πρότεινε. Λέω: «Στο Θέατρο Περοκέ» γιατί περνούσε το λεωφορείο από εκεί και το έβλεπα. «Αύριο εκεί στις έξι» ήταν η τελευταία κουβέντα του. Χαιρετηθήκαμε και έφυγα χαρούμενος απ' το μαγαζί.
Την άλλη μέρα, περιμένω έξω απ' το θέατρο, κρατώντας το μπουζούκι στο χέρι. Περνάει ο Καζαντζίδης με μια μπλε Μερσεντές, σταματάει και μπαίνω μπροστά... Κάθομαι δίπλα του, συγκρατημένος αλλά χαρούμενος, και ξεκινάμε για το σπίτι του στους Αμπελόκηπους. Στον δρόμο κάποιοι ταξιτζήδες και άλλοι που τον αναγνώριζαν του φωνάζαν με ευχαρίστηση και θαυμασμό: «Γεια σου, Στελάρα». Εκείνος όμως περισσότερο δυσανασχετούσε, παρά απολάμβανε τέτοιες εκδηλώσεις. Ανεβήκαμε στην Ομόνοια, πιάσαμε Αλεξάνδρας και φτάσαμε στο σπίτι του, όπου έμεναν μαζί με τη Μαρινέλλα, νιόπαντροι τότε. Ένα ωραίο ρετιρέ σε μια καινούρια πολυκατοικία επί της Βασιλίσσης Σοφίας. Εκεί ήρθε και ο Ευσταθίου και μαζί ξεκινήσαμε να βάλουμε μια αρχή στο πρόγραμμα. Ο Ευσταθίου έπαιζε πρώτο μπουζούκι και εγώ δεύτερο. Ένιωθα μεγάλη ευχέρεια, δεν συνάντησα δυσκολίες. ∆εν ήμουν εγωιστής σαν παίκτης, ενώ αντιλαμβανόμουν πολύ γρήγορα τα θέματα. Όταν λέω πως ήμουν μαγνητόφωνο, κυριολεκτικά το εννοώ. Τις μέρες που ακολούθησαν, συναντιόμασταν με τον Ευσταθίου σε μια καφετέρια απέναντι απ' την Τριάνα. Πίναμε πρώτα το καφεδάκι μας, νες καφέ, χτυπημένος με το κουτάλι απ' τον πελάτη, για να κάνει ωραία κρέμα, και συζητούσαμε για τις λεπτομέρειες των τραγουδιών. Θυμάμαι που ο Ευσταθίου άφηνε φιλοδώρημα ένα ολόκληρο δίφραγκο. Άρχοντας σωστός. Μετά πηγαίναμε στο μαγαζί, όπου πλακωνόμασταν στις πρόβες. Το δικό μου μεροκάματο στην Τριάνα ήταν 72 δραχμές. Και οι δύο τότε είχαν την αξία τους. Καμία σχέση με το 20άρικο που έπαιρνα στου Μανωλιά. Κι απ' την άλλη, δουλειά έξι μέρες την εβδομάδα και όχι δύο. Αισθανόμουν βασιλιάς.
Μέσα σε πέντε μέρες είχαμε περάσει όλο το πρόγραμμα και την Τρίτη, μια εβδομάδα μετά, ανεβήκαμε επίσημα στο πάλκο της Τριάνας συνοδεύοντας τον Καζαντζίδη. Τότε έλεγε πολλά του Θεοδωράκη: «Καημός», «Βράχο βράχο», «Παράπονο», «Σαββατόβραδο», ενώ όταν η Μαρινέλλα τραγουδούσε την «Όμορφη πόλη», τη συνόδευε με την κιθάρα κάνοντας μια όμορφη φράση. Ο Καζαντζίδης δεν ήταν επαγγελματίας κιθαρίστας, ήξερε κάποια ακόρντα, αλλά είχε μια αισθητική στον τρόπο παιξίματός του. Η «Όμορφη πόλη» του άρεσε πάρα πολύ.
Επίσης, του άρεσε πολύ το «Θα πάω σ' άλλες πολιτείες» του Καλδάρα και της Ευτυχίας, που το τραγουδούσε ντουέτο απ' την αρχή μέχρι το τέλος με τη Μαρινέλλα. Το ερμήνευαν σε μια απρόσμενη στιγμή μετά τις ρούμπες και τα τσιφτετέλια, κάπως χαμηλά, και μαγνήτιζαν τα αυτιά και τα βλέμματα. Ο ταμίας που είχαμε στο μαγαζί, ο οποίος λεγόταν Ευσταθίου κι αυτός, όταν άκουγε το συγκεκριμένο τραγούδι, έκλεινε το ταμείο του και καθόταν δίπλα στη σκηνή για να τους απολαύσει. Όταν τελείωναν, επέστρεφε και πάλι κανονικά στο πόστο του. Θα σας πω με ειλικρίνεια πως ωραιότερο ντουέτο δεν έχω ξανακούσει ποτέ στη ζωή μου.
Ο Καζαντζίδης έλεγε και τα κλασικά τα δικά του: «Αυτή η νύχτα μένει», «Είσαι η ζωή μου», «Το τελευταίο βράδυ μου», «Στο άδειο προσκεφάλι», «Υπάρχουν και καλά παιδιά», «Τα μουντζουρωμένα χέρια» και άλλα καινούρια -τότετου Βαρτάνη, αλλά και δημοτικά και τούρκικα, ενώ και η Μαρινέλλα έλεγε δυο-τρία τραγούδια πάντα με τον Στέλιο στο πλευρό της. Ήμασταν όλοι καθιστοί στο πάλκο. Όταν ερμήνευαν δημιουργίες του Θεοδωράκη κυρίως, ο Στέλιος με τη Μαρινέλλα σηκώνονταν όρθιοι στην πίστα. Οι μουσικοί παραμέναμε στις θέσεις μας. ∆ηλαδή ο Ευσταθίου με τα ταξίμια του, ο Ιατρού στο όρθιο μπάσο, ο Αντώνης Ρεπάνης κιθάρα και τραγούδι, ο Καραθανάσης στο ακορντεόν, ο Στέφανος Βαρτάνης δεξιοτέχνης στο βιολί, ο εξαίρετος πιανίστας Μιχάλης..., ο ∆ημήτρης Τζάρας στον μπαγλαμά και το κλαρίνο, κι εγώ που βρισκόμουν επιτέλους στην ορχήστρα και στον χώρο που ονειρευόμουν ως μουσικός. Όλοι μας καλοντυμένοι και περιποιημένοι.
Ο Παπαϊωάννου έκανε το δικό του πρόγραμμα. Στήριζε το πόδι του σε ένα σκαμπό και έπαιζε το σόλο του και μετά καθόταν μαζί μας και έλεγε τις μεγάλες του επιτυχίες. Τραγουδούσαν ακόμη μαζί του ο Αντώνης Ρεπάνης που, όπως είπαμε, ήταν και καλός τεμπίστας-κιθαρίστας, ο Στράτος Κύπριος, ένας Γεράρδης που έλεγε έναδυο τραγούδια... Μαζί μας και η Τριάνα που χόρευε τον χορό της κοιλιάς και στο φινάλε της ανέβαινε πάνω στα τραπέζια.
Το ένθετο του μπαρμπα-Γιάννη κρατούσε γύρω στη μισή ώρα, ίσως και περισσότερο. Ο κόσμος χόρευε πολύ στα τραγούδια του, ξέδινε με την καρδιά του. Και στα υπόλοιπα μέρη χόρευαν. Παραγγελιές δεν είχαμε, μόνο επιθυμίες... ∆εν υπήρχε ούτε χαρτούρα, ούτε σπασίματα. Κουζίνα πλήρης με όλα τα καλά.
Εκεί είδα και κάτι που μου έκανε τρομερή εντύπωση και έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Ένας πελάτης με ένα πόδι χόρευε ζεϊμπέκικο με έναν εκπληκτικό τρόπο πάνω στον ρυθμό του τραγουδιού. Ξαφνικά σηκωνόταν στον αέρα και, κάνοντας μια περιστροφή, ξαναπατούσε στην πίστα και συνέχιζε να φέρνει τις στροφές του. Τόσα χρόνια στη νύχτα έχω δει αμέτρητους χορευτές, ελάχιστοι είχαν το δικό του τέμπο και τη δική του μαστοριά.
Όσον αφορά το πρόγραμμα, και ο Καζαντζίδης τραγούδαγε αρκετή ώρα. Μια ώρα στην αρχή και μια ώρα περίπου στο τέλος, μπορεί και λίγο παραπάνω. Ξεκινάγαμε κατά τις δέκα και μισή και το αργότερο στις 4 είχαμε τελειώσει. Ήταν αυστηρός ο Στέλιος σε αυτά τα ζητήματα. Επίσης επέβαλλε χαμηλές τιμές για να μπορεί να έρχεται ο λαϊκός κόσμος και να τον απολαμβάνει γεμίζοντας το κέντρο.
Η πίστα ήταν μεγάλη όσο πρέπει, όπως και όλα ήταν έτσι στην Τριάνα. Ο Καζαντζίδης μεσουρανούσε. Στο μαγαζί επικρατούσε το αδιαχώρητο. Παρατηρούσαμε εκδηλώσεις λατρείας. Όλοι ήθελαν να του σφίξουν το χέρι, να φωτογραφηθούν μαζί του. Ο Καζαντζίδης ανταποκρινόταν με θέρμη. Στην ουσία ήταν κοσμοπολίτης. Μετά άρχισε να απομακρύνεται απ' τον κόσμο, όταν εγκλωβισμένος στον μύθο του, αναγκαζόταν να δέχεται τις περίεργες συμπεριφορές του ενός και του άλλου που του γινόντουσαν τσιμπούρια. Ειδικά από τη στιγμή που σταμάτησε να τραγουδάει, η συμπεριφορά του άλλαξε... Θα τα πούμε και παρακάτω.
Ο Βασίλης Χειλάς, το αφεντικό, ήταν στοργικός άνθρωπος και παλικάρι... Είχα ακούσει διάφορα γι' αυτόν για τον καιρό που ήταν στην Αμερική, ενώ και οι εξηγήσεις του, ειδικά πριν πάω εγώ στην Τριάνα, απ' όσα μου έλεγαν οι μουσικοί του σχήματος, αποδείκνυαν περίτρανα του λόγου το αληθές.
Πήγαιναν ομάδες μπράβων για να εκβιάσουν τον Καζαντζίδη να τους δώσει λεφτά κι εκείνος μπήκε μπροστά και τους είπε: «Αν θέλετε να κάνετε ζημιά στον Στέλιο, σκοτώστε πρώτα εμένα». Κανείς δεν τόλμησε να κάνει την παραμικρή κίνηση. Γινόντουσαν τότε αυτά και μάλιστα σε άγρια μορφή. Είχε δίκιο ο Καζαντζίδης που παραπονιόταν για ανάλογα ζητήματα. Ο Χειλάς τον έφερνε στο μαγαζί και μετά το πρόγραμμα τον συνόδευε στο σπίτι. Το είδα με τα μάτια μου... Φαινόταν ο άνθρωπος ότι είχε ψυχή. ∆εν είναι τυχαίο ότι, όπως ακουγόταν, είχε διατελέσει πρωτοπαλίκαρο του Αλ Καπόνε.
Η δουλειά στην Τριάνα τράβηξε μέχρι και την Κυριακή των Βαΐων. Μεγαλειώδης σεζόν! Καινούριοι δρόμοι, λαμπεροί και πρωτόγνωροι ανοίγονταν μπροστά μου. ∆εν δίστασα να τους διαβώ!
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Αναδημοσίευση από  

Next page