Εξακολουθεί να τρέχει ως τις 3/4 στην Πινακοθήκη του Δήμου των Αθηναίων, στο Κέντρο Τεχνών και στο Θέατρο Ολύμπια (με δωρεάν είσοδο), φιλοξενώντας 125 έργα από 50 εικαστικούς.
Ενενήντα χρόνια μετά την κλασική του εποχή, το ρεμπέτικο φαίνεται ότι εξακολουθεί να μας απασχολεί. Πλέον, βέβαια, ως ηχητικό σύνολο, στο οποίο εμπεριέχεται και η προγενέστερη σμυρνέικη παρακαταθήκη και τα πρώτα βήματα του τραγουδιού που ονομάσαμε λαϊκό.
Στο θέατρο Ιλίσια, ο Τάκης Τζαμαργιάς με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη αναβιώνουν το θρυλικό σίριαλ "Το Μινόρε της Αυγής" (1983-1984). Στο Θέατρο Τέχνης η Μαριάννα Κάλμπαρη αναζητά τη Μαρίκα Νίνου. Και ο Δήμος Αθηναίων στήνει μια Έκθεση για το ρεμπέτικο σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου, με την Πινακοθήκη του, το Κέντρο Τέχνης του και το Θέατρο Ολύμπια να φιλοξενούν 125 έργα από 50 εικαστικούς (ως τις 3/4, με δωρεάν είσοδο).
Φεύγεις με αρκετά ερωτήματα από την έκθεση για το "Ρεμπέτικο". Τόσο για την ίδια, όσο και για τον εαυτό σου, καθώς αναμοχλεύεις τη δική σου σχέση μαζί του, αλλά και τον γενικότερο αντίκτυπό του ως κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός της νεότερης Ελλάδας (όπως το έχει θέσει και ο Νίκος Μαμαγκάκης). Είναι λοιπόν μια πετυχημένη δράση, γιατί αυτό ακριβώς όφειλε να κάνει, ακόμα κι αν οι διερωτήσεις μας μείνουν δίχως σαφείς απαντήσεις. Από μια τέτοια άποψη, παρότι αποτελεί ένα πρωτίστως εικαστικό γεγονός, αφορά και τον μουσικόφιλο κόσμο που δεν συχνάζει εύκολα σε εκδηλώσεις τέχνης. Άλλωστε, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, υπάρχουν και κάποια εκθέματα που θα ιντριγκάρουν ιδιαίτερα όσους έρθουν από μια τέτοια αφετηρία.
Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ, πάντως, γιατί η Έκθεση κατακερματίστηκε σε τρεις διαφορετικούς χώρους. Δεν συνάδει με τον συμπιεσμένο ελεύθερο χρόνο του σύγχρονου κατοίκου μιας όχι ιδιαίτερα λειτουργικής ως προς τις μετακινήσεις πρωτεύουσας. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι η διάρκεια είναι αρκετή ώστε να επισκεφθεί κανείς και την Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων και το Κέντρο Τεχνών και το Ολύμπια, προκρίνεται μια αποσπασματική εμπειρία. Με δεδομένο επίσης ότι οι γνωστότερες δημιουργίες που σύνδεσαν το ρεμπέτικο με τα εικαστικά βρίσκονται όλες στην Πινακοθήκη –οι χορευτές του Γιάννη Τσαρούχη, τα σχέδια του Αλέκου Φασιανού για τα βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου και τα χαρακτικά του Τάσσου που έγιναν εξώφυλλα δίσκων της Σωτηρίας Μπέλλου– ενδέχεται η προσοχή να στραφεί εκεί. Κάτι που θα αδικήσει ορισμένα εξαιρετικά έργα στους άλλους δύο χώρους.
Έχουν γραφτεί πολλά επαινετικά για τις χαρακτηριστικές φιγούρες του Φασιανού, που άλλωστε ενημέρωσαν και κάμποσες δισκογραφικές εκδόσεις (Τα "Πικροσάββατα" του Μίκη Θεοδωράκη, λ.χ. ή την πρώτη έκδοση του "Σταυρού Του Νότου" από τον Θάνο Μικρούτσικο), για τον ρεαλισμό της λαϊκής λεβεντιάς των χορευτών του Τσαρούχη και για την εκπληκτική αισθητική που διέπει τις Αρχόντισσες του Τάσσου από την Κοκκινιά, τη Δραπετσώνα, την Καισαριανή και την Ανατολή. Δεν έχει νόημα να τα ανακυκλώσουμε ή να υπογραμμίσουμε πόσο σημαντικό είναι που περιλαμβάνονται στην έκθεση.
Αν αξίζει να τονίσουμε κάτι που εμπλουτίζει αυτήν την πιο προβεβλημένη διάσταση της Έκθεσης είναι η ανάδειξη των εκπληκτικών γελοιογραφιών του Κώστα Μπέζου, ο οποίος άφησε σημαντικό αποτύπωμα στο ρεμπέτικο της δεκαετίας του 1930 με το ψευδώνυμο Α. Κωστής (μεταξύ άλλων, χρεώνεται και το περίφημο άσμα "Ήσουνα Ξυπόλητη"). Μου άρεσε επίσης που συμπεριλήφθηκαν οι τέμπερες του Γιώργου Σικελιώτη με τις οποίες αναπαράστησε τις λαϊκές ορχήστρες, απηχώντας ντόπιες ζωγραφικές παραδόσεις με μακραίωνες ρίζες. Και θαύμασα τον τρόπο με τον οποίον ο Charles Howard πάντρεψε τις εντυπώσεις του από το ρεμπέτικο με την ψυχεδελική αισθητική και τις ενδυματολογικές επιλογές των ύστερων 1960s.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου