Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

"Αυτό το ...Αχ!.." Η ...ΚΡΕΜΜΥΔΑΡΟΥ (του Μπάμπη Μώκου)

 "Αυτό το ...αχ, δεν είν’ φωτιά
                                           να πιώ νερό να σβήσει.
                                           Μον’ είναι πόνος στην καρδιά
                                           και θα με...  τυραγνίσει!.."
                                                             (Σαμπάχικος Μανές)
του Μπάμπη Μώκου
Σωτήριον έτος 1926. Αν η Κοκκινιά της προσφυγιάς θεωρείται η ...βυζομάνα του Σμυρνέικου, μια άλλη πειραιώτικη περιοχή, η Δραπετσώνα (η Κρεμμυδαρού), αναδεικνύεται σε ...μήτρα του ...καθαρού, του "Πειραιώτικου Ρεμπέτικου" τραγουδιού. Εδώ, κάτω απ’ τη γέφυρα, τα κλαρίνα, τα ούτια και τα σαντουροβιόλια σιγά-σιγά παύουν, τελειώνουν.
   Βασιλιάς πλέον είναι εδώ το μπουζούκι και ...πρίγκηπας ο μπαγλαμάς. Η συνοικία οικιστικά ασυνάρτητη, σχεδιαστικά ανύπαρκτη, βρώμικη τρισάθλια, με αντιφάσεις, πληθυσμιακά προσφυγική και άλλη πολυπικοιλότητα, στεγασμένη άτσαλα, ακανόνιστα  σε πρόχειρα αυτοσχέδια παραπήγματα και παράγκες.


Λασποδρόμια, καλντερίμια, χαμόσπιτα, ρούχα απλωμένα στο σύρμα και, που και που, κανένα γεράνι, μπροστά σε καμιά υποτυπώδη μικρή αυλούλα, σε γκαζοντενεκέ, σε χρώμα, όπως το αίμα, λαμπερό και κατακόκκινο να θυμίζει τη  ζέση για ζωή και ...την ομορφιά.
   Η Δραπετσώνα της απόγνωσης, των απόκληρων, των κατατρεγμένων, μέσα στη σκόνη των στενοσόκακων, των ανύπαρκτων υποδομών υγιεινής, της λάμπας του φωτιστικού πετρέλαιου, στη δίνη της αυθαιρεσίας, του τσαμπουκά, του δίκιου του ισχυρότερου, του περιθώριου, της ανυποληψίας. Με τις μικρότητες και το μεγαλείο της, τις ζηλοτυπίες και τη μεγαλοφροσύνη, τις χαρές και τα βάσανά της. Ένας χώρος, άλλη νοοτροπία, άλλη κοινωνία , άλλη εθιμικότητα.
   Καμιά τρακοσαριά μέτρα απ' τα Βούρλα και το Καστράκι και δίπλα στον Αη-Διονύση, γεμάτη από πρόσφυγες, λασπουριά, τεκέδες, μουσικά καφενεία "ιδιότροπα", όπως του Μπάτη, με τον δικό της νόμο, δικά της μπερεκέτια.
    Γυρίζεις τη ματιά και 100 μέτρα στα αριστερά σου "Η ΚΟΡΙΤΣΙΕΡΑ ΤΩΝ ΒΟΥΡΛΩΝ", το μεγαλύτερο μπορντέλο των Βαλκανίων, με περισσότερες από 50 γυναίκες, κάθε καταγωγής και ηλικίας. Και γύρω-γύρω, οι αγαπητικοί, οι νταβαντζήδες, οι προαγωγοί, οι ...προστάτες, με βασικό στέκι το καφενείο της Μπουρδούσαινας, που είναι "μεγαλοτσατσά ", αλλά, άμα -λάχει, λέει και το φλιτζάνι.
   Από τη μια μεριά το προσφυγικό σινάφι που προσπαθεί να συμμαζέψει τα... ασυμμάζευτα, να βάλλει ένα κεραμίδι στο κεφάλι του, να επιζήσει έστω και υποτυπωδώς με τα βασικά, τα αναγκαία κι απ’ την άλλη ...άλλος κόσμος. Ο κόσμος των ντόπιων, επιφυλακτικών και  ...δύσπιστων.
   Η "πιάτσα" της άγριας, της ανυποχώρητης, της γνήσιας μαγκιάς, όπου οι αμανέδες και τα σμυρνοτράγουδα  ...δραπετεύουν τα βράδια από κάποιο ανοιχτό παραθυρόφυλλο και πασχίζουν να ...χαστουκίσουν  με μανία τη μιζέρια και την κακομοιριά. 
   Όπου όμως το σέβας στην οικογένεια και η σιωπή στους γεροντότερους αποτελούν στοιχεία μιας άλλης εμφανέστατης κοινωνιοεθιμικής διάστασης, με προέλευση-καταγωγή  κυρίως απ’ τη Σμύρνη, όπως εκεί την ήξεραν και την καταλάβαιναν. Όπου, οι περισσότεροι, πικραμένοι, ξεχασμένοι απ’ το Θεό, βασανισμένοι, απόκληροι , όντας αγράμματοι -κυρίως οι ντόπιοι- και μη μπορώντας να εξηγήσουν  το γιατί της προέλευσης, της υπόστασης, τη συγκυρία της φτωχοζωής τους, αρνούνται τα πάντα και από άγνοια διερμηνείας, θεοποιούν την τύχη, τη μοίρα, το πεπρωμένο τους, κάνοντας αντίσταση στον ...εαυτό τους. Και ξεσπούν μετατρέποντας αυτή την αντίσταση  σε οργή, σε πείσμα, σε μένος, σε απόλυτη εναντίωση απέναντι σε κάθε μορφής κυρίαρχη ιδέα, σε κάθε μορφής εξουσία. Ντόπιοι και πρόσφυγες είναι τώρα ...ένα. Η φτώχεια και η ανέχεια ενώνει. Μαζί μ’ αυτά  τους χαρακτηρίζει ένα αίσθημα βαθύτερης αλληλεγγύης και έχουν σαν όνειρο να μπορέσουν να ζήσουν, ξεπερνώντας τη δοκιμασία και τα πάθη που τους σπαράσσουν.
     Νυχτώνει. Μαζεύονται τα γυναικόπαιδα στα χαμόσπιτα, κουρνιάζουν. Παραέξω το αντρίκιο σεργιάνι και τα μπερεκέτια. Τα σαντουροβιόλια έχουν μπει τώρα στο πλάι. Ότι ακούγεται είναι ...πεννιά. Τζουράδες, μπουζούκια, μπαγλαμάδες βγαίνουν απ’ την ...κρυψώνα- τη γωνιά στα γλεντζέδικα ελάχιστα στέκια, τους τεκέδες και τα καταγώγια και οι πενιές αρχίζουν ...πόλεμο -μάχη με τη μοίρα, τα καθημερινά βάσανα.

 
     Στο καφενείο του Μπάτη, ανάμεσα σε καπνούς, πιοτά και ...λιβάνια, κάποιος ...ζυγιάζει βήματα και συναισθήματα, πασχίζοντας να συντρίψει τελειωτικά, ακόμα περισσότερο, την ήδη ...θρυμματισμένη μοίρα του, μέσα από ένα βαρύ σφοδρό ζειμπέκικο και πενιά γλυκιά, αλλιώτικη στακάτη και... ντουζενάτη. Που παλεύει μέσα του να κατανοήσει τον παραλογισμό του κόσμου, ενός άλλου κόσμου που τον περιτριγυρίζει. Να δώσει νόημα, να ξορκίσει τη μιζέρια του, να θυμηθεί κάποιον ανεκπλήρωτο  έρωτα που τον έχει τσακίσει, να δώσει κλότσο στην αδικιά του ...παλιοντουνιά, της ...παλιοκοινωνίας. Να εναντιωθεί με κάθε τρόπο απόλυτα σε ό,τι και σε όποιον τον φωνάζει ...λούμπεν, υποπρολετάριο, περιθωριακό, χαμίνι , κουτσαβάκι.
    Στη Δραπετσώνα δεν υπάρχουν κουτσαβάκια, μάγκες υπάρχουν, που σιχαίνονται τον παλιό κουτσαβάκικο ...νόμο και τον χτυπούν ανελέητα.
  Για να περπατήσεις στην Κρεμμυδαρού, πρέπει να σε... γνωρίζουν τα... χαλίκια, οι πέτρες, τα καλντερίμια της. Κι αν θες να κρυφτείς, πάλι εδώ περπάτα, αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν θα φαίνεσαι μέσα στη σκόνη, στη ...νεφοσκιά.
     Στην περιοχή για να σε σέβονται, πρέπει να σε ...φοβούνται. Η τοποθεσία  έχει δυο "βάλες". Βάλη, λένε τον ορμίσκο, τον μικρό φυσικό κολπίσκο -λιμανάκι, όπου οι γύρω δένουν τις μικρές βαρκούλες τους, ώστε χαράματα, πρωί-πρωί, να σαλπάρουν για καμιά σαρδέλα, σπάρο, γαύρο, καμιά ζαργάνα. Μέχρι την Κούλουρη, όχι παραπέρα.
    Αποβραδίς τ’ αλάνια ...ματιάζουν νοσταλγικά τη θάλασσα, τα πίνουν αβέρτα κι  όταν σιμώσει η ώρα κι αρπάξει φωτιά το ...μυαλό, αρχίζουν τα νιαβέτια, τα σαμπάχια, τα καραντουζένια και "άλλα", που συνοδεύουν τα γλέντια, τη χαρά, τη λύπη, τα  σεκλέτια, το μεράκι, τους νταλγκάδες, αλλά και τη ...μοναξιά τους.
   Πολλές από τις συνήθειες κυρίως των προσφύγων, είναι αστικού πληθυσμού, αφού οι πρόσφυγες που πρωτοεγκαθίστανται εδώ ήταν κυρίως μεσοαστοί. Άνθρωποι που με μοναδική περιουσία ένα "μπόγο" στον ώμο γεμάτο με λιγοστά απαραίτητα, τις φωτογραφίες γονιών και προγόνων, που κατάφεραν να  γλυτώσουν από την Τουρκιά και να φθάσουν να ...κατακάτσουν σε τούτη την ελλαδίτικη γωνιά, ασθμαίνοντας, μα, προς το παρόν, ευχαριστημένοι ικανοποιημένοι που ξέφυγαν από την τσέτικη κόψη του αλλόπιστου δρεπανομαχαιριού. Και που άφησαν πίσω μια άλλη ζωή, της εργατικότητας, της ανεμελιάς, της καλοπέρασης, του μεγαλείου της ανυπέρβλητης νοικοκυροσύνης. Που όμως δεν ξέχασαν  τους "ζαιρέδες", τα καπηλειά, τα γλέντια και τους περίφημους αμανέδες, το σεβνταλίδικο πονεσιάρικο τραγούδι τους. Αυτό ήξεραν, αυτό έμαθαν, αυτό έφεραν και αυτό τραγουδούν ακόμα.
    Τώρα η συνοικία, είναι ο τόπος, η περιοχή όπου τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του σμυρνέικου περνούν στο καθαρό ρεμπέτικο, που πασχίζει ν’ ακουστεί καθαρά, δωρικά, στακάτα και ντουζενάτα.
   Ο νόμος πλέον είναι άλλος, σεβαστός και την τήρησή του ...φροντίζουν, απαιτούν, οι "καλοί", ονομαστοί περιβόητοι μάγκες της περιοχής.
   Η τιμή της οικογένειας είναι το ύψιστο κι αλλοίμονο σ’ αυτόν που θα προσβάλλει  που θα πειράξει σωστές οικογένειες.  Έντιμες μικρομάνες και η πιτσιρικαρία προστατεύονται με κανόνες "εσωτερικούς", αξιοπρέπειας, που τους τηρούν όλοι απαρέγκλιτα. Ιδιαίτερα σε ό,τι έχει σχέση με το παιδομάνι. Αν εδώ πειράξεις παιδί, είσαι να φεύγεις, ν’ αλλάζεις γειτονιά.

 
   Το "τόξο", η διαδρομή της μαγκιάς είναι Πλατεία Καραϊσκάκη, Λεμονάδικα, μέχρις εδώ στη γέφυρα, στη Δραπετσώνα, όχι παραπέρα.
      Στα στέκια του γλεντιού γίνεται μύλος, χαμός. Κι όταν έρχεται η ώρα ο μάγκας να χορέψει, υπάρχει κώδικας: Με βάση το ποιος είναι, τι "όνομα" έχει στην πιάτσα, χαίρει και του ανάλογου σεβασμού. Στην πίστα είναι μόνος. Άλλος, δεύτερος απαγορεύεται να χορέψει μαζί. 
    Απ’ τους περιβόητους τεκέδες και τα γλεντζέδικα οπωσδήποτε θα περάσει καθημερινά η "παρέα". Και η παρέα είναι ο Βαγγέλης ο Βετούλας, ο Σωτηράκης ο Γαβαλάς ή Μεμέτης, που πανελλήνια δεν υπάρχει κάτεργο-φυλακή που να μην έχει δώσει τα ...διαπιστευτήρια του, ο χωραταντζής πολυτεχνίτης, αυτοσχέδιος οδοντογιατρός και "δάσκαλος" χορού Ζώρζ Μπατέ η κατά κόσμον Γιώργος Μπάτης, ο Μάρκος, ο Λευτέρης ο Τσαγγάρης, ο Στράτος, ο Ανέστος ο Δελιάς, ο
Κουλουριώτης "μέγας στιχουργός" Νίκος Μάθεσης που τον λένε και ..Τρελλάκια και βέβαια ο πρώτος των πρώτων, το φόβητρο, με δυο φόνους στην πλάτη, ο  ονομαστός Σκριβάνος, που όλοι τον σέβονται,  αφού για 10 χρόνια "επιθεώρησε" όλες τις φυλακές της επικράτειας και που όταν μπαίνει σε καφενείο διατάζει τον  μαγαζάτορα να το ...αδειάσει αμέσως, στα γρήγορα και χωρίς δεύτερη κουβέντα  γιατί "γουστάρει" να πιεί τον καφέ ...μονάχος του.
    Λίγο πιο εκεί, απαραίτητος κι ο Γιοβάν Τσαούσης που όταν ...σκαλώνει το μυαλό του απ’ τον αργιλέ, παίρνει στα χέρια του το όργανο -κάτι σαν ταμπουρά, σαν σάζι- και παίζει ...αγγέλους. Το...καταπίνει, όπως λένε οι παρατρεχάμενοι  μουσικομαστόροι.
   Δίπλα κι ένας άλλος "μάστορης", ο μπαρμπα Νίκος απ’ τ’ Αϊβαλί, που στα μουλωχτά παίρνει παράμερα το Μάρκο και τον δασκαλεύει στα πρώτα ...πατήματα του μπουζουκιού.(Δεν γίνεται αλλιώς, αφού το …παιδί τα ...παίρνει τα ...γράμματα!).
     Στη Δραπετσώνα η συμπεριφορά της ρεμπέτισσας προκύπτει παροιμιώδης. Εδώ και μέχρι το '29 πρωτοδιαμορφώνεται και ο βασικός χαρακτήρας της. Ένα πρότυπο ελεύθερης γυναίκας, γυναίκας με μαγκιά και σερετιλίκι, που έχει τόλμη κότσια, πηγαίνει ενάντια στη συμβατική ηθική, τη ...μιξοηθηκή των πολλών, που δεν χαλαλίζεται για χάρη κανενός, δεν χαρίζεται σε κανένα και που διεκδικεί θέση και δικαιώματα ίσια με αυτά του αρσενικού μάγκα. Μιας γυναίκας όχι ξιπασμένης, μα υπέρτατου θηλυκού που όμως αυτή και μόνον αυτή κάνει τις επιλογές της ακόμα και στα προσωπικά της. Έτσι στη ρεμπέτικη ζωή έχει θέση κυρίαρχη. Κι ας τη λένε οι πονηροί συντηρητικοί άνοες "παστρικιά", αλανιάρα. Τόσα ήξεραν, τόσα έλεγαν. Και ύστερα βγήκαν και κάτι όψιμοι "λεξικογράφοι"-ετυμολόγοι και (δυστυχώς) ως τα σήμερα ταυτίζουν τα αλάνια και τις αλανιάρες με την προστυχιά, την αλητεία.
   Αλάνι, η αλανιάρα (από το τούρκικο Αλάν), για τη ρεμπέτικη παρασημαντική νοοτροπία σημαίνει ζωή ασύμβατη, μποέμικη, γλεντοκοπιά. Και η αλανιάρα ήταν αυθεντική γυναίκα, απόλυτα αυτόνομη, δεν ήταν του σχοινιού και του...παλουκιού, όπως ήθελαν και μέχρι σήμερα ορισμένοι εννοιολογικά την παρουσιάζουν. Και οι αρσενικοί  την υπολόγιζαν, την εκτιμούσαν, τη σέβονταν.
   (Σημ: Από 1970 και δώθε, πάμπολλοι ρεμπετοενδιαφερόμενοι, κυρίως αστοί, καθηγητάδες  και άλλοι, ασχολούνται με την κοινωνιολογία του ρεμπέτικου. Πως όμως να καταλάβει το είδος ένας αστός, αφού τα βιώματα και οι προσλαμβάνουσες  που έχει είναι αλλιώτικες; Γι’ αυτούς υπάρχει ένα μήνυμα: Το ρεμπέτικο ήταν  και θα είναι απόλυτα ταξικό τραγούδι. Για να το ξέρεις, πρέπει να
το ζήσεις. Είναι νοοτροπία και πράξη. Τα υπόλοιπα είναι ...θεωρίες).
    Στα στέκια, τα μουσικά καφενεία και τους τεκέδες μπαίνουν μάγκες και δοκιμασμένες -τεσταρισμένες "εγκεκκριμένες " καθαυτό  ρεμπέτισσες "γιαμπουκλούδες". (Πόρνες και "γυναικωτοί" απαγορεύεται να πατήσουν. Είναι νόμος. Τώρα τί γίνεται αλλού, παραπέρα, είναι αλλού ...ιερέως ευαγγέλιο).
   Πολλά, πάρα πολλά μπορεί κανείς να γράψει και να πει για τη Δραπετσώνα. Τη συνοικία που αγκάλιασε καημούς πόνους, βάσανα,  αλλά  που επέδειξε υπέρτατη αλληλεγγύη και ανθρωπιά και που πάνω στη λασπουριά της αποτυπώθηκε  ανάγλυφα και ολοκάθαρα μια λέξη: Η Ελπίδα. Η ελπίδα της φτώχειας και της προσφυγιάς για μια καλύτερη ζωή. Μια ζωή από την αρχή.
   Κι αφού οι πρόσφυγες έφεραν τα "καλά"  από εκεί που ήρθαν, είπαν και οι αρχικά επιφυλακτικοί ντόπιοι πως "το αίμα, νερό δεν γίνεται" και έτσι μόνιασαν και έγινα όλοι ...ένα, παραμερίζοντας διαφορές και κοινωνικές αντιθέσεις. 
   Και έζησαν και ζουν μαζί κοντά 90  χρόνια τώρα. Και νοικοκυρεύτηκαν και δημιούργησαν κι όπως όλοι οι Πειραιώτες πρόκοψαν και, γιατί όχι, μέχρι σήμερα συνεχίζουν να ...αναπολούν, να τραγουδούν και να ...ονειρεύονται.
     Αυτή ήταν " Η ΚΡΕΜΜΥΔΑΡΟΥ" με τους νταήδες , τους γνήσιους μάγκες, τους τεκέδες, τα γλέντια, τα μπερεκέτια, τις μουσικές της, όπου σαν μεράκι πρωτομπήκε και κάθισε ο αυθορμητισμός  και ο ερασιτεχνισμός στο μπουζούκι κι απ’ τη άλλη πόρτα βγήκε ...επάγγελμα. Που από εκεί βγήκε "Αυτό το ...Αχ!".
   Όσο για τους ρεμπέτες, αυτοί φορτωμένοι τα πάθη, το ταλέντο, το μεράκι, τα όργανα (τα ζητιανόξυλα όπως τα έλεγαν), χωρίς να ...ρεζιλέψουν την τρέλα τους τράβηξαν για του Τζελέπη...

Του Μπάμπη Μώκου..

Next page