Το 1972, η δισκογραφική εταιρεία ODEON της «Μίνως Μάτσας και υιός» αποφάσισε να τιμήσει τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον αποκαλούμενο πατριάρχη του ρεμπέτικου τραγουδιού, μ’ ένα δίσκο: «Μάρκος Βαμβακάρης Σαράντα χρόνια».
Και ζήτησε από τον ίδιο να επιλέξει τα 13 κομμάτια (επειδή δεν ήταν όλα τραγούδια) που θα περιείχε.
Ο Μάρκος λέει σ’ αυτό τον δίσκο μόνο ένα τραγούδι: «Μια γαλανομάτα».
Τα άλλα: Δ. Ευσταθίου, Μ. Παπαδάκης, Ευ. Περπινιάδης, Π. Τσαουσάκης, Πόπη Ρίνα.
Η ενορχήστρωση είναι του Θ. Δερβενιώτη και η διεύθυνση του Μάρκου, του οποίου η χαρακτηριστική φωνή ακούγεται σε μια «Εξομολόγηση», που περιλαμβάνεται και στον δίσκο:
«Σαράντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε που τραγούδησα για πρώτη φορά με το γλυκό μπουζούκι μου μπροστά στο χωνί του φωνογράφου. Κι ήρθαν όμορφες εποχές, κι ήρθαν άσχημες, που ο Μάρκος μπήκε παραπονούμενος στο περιθώριο. Εγώ όμως όλο κι’ έφτιαχνα στιχάκια και μουσικές. Ελεγα: Κάλλιο Μάρκο να σβήσεις όρθιος, ζωντανός μ’ ένα τραγούδι στο στόμα. Σήμερα μετά από σαράντα χρόνια με φώναξαν να τους δώσω τα τραγούδια μου, τα ωραιότερα. Κι εγώ άκουσα το κάλεσμά τους. Ήταν σαν βάλσαμο στην πικραμένη και πονεμένη ψυχή του γερο–Μάρκου»…
Πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1972 (πριν από 45 χρόνια, εξ ου και η παρούσα μνεία), σε ηλικία 67 ετών – όχι και τόσο γέρος, όπως αυτοαποκαλείται.
Μας άφησε όμως, πέρα από τα υπέροχα τραγούδια του, την «Αυτοβιογραφία» του, που κι αυτή κυκλοφόρησε το 1973, με εισαγωγή – παρουσίαση Αγγέλας Κάιλ.
Φαίνεται λοιπόν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά για τον Μάρκο –υπήρχε και η χούντα, που δεν ευνοούσε αυτά τα τραγούδια– εξ ου και η εκδηλωμένη πικρία του.
Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Βαμβακάρη τον Φεβρουάριο του 1967, σε μια εκδήλωση για τα τρία χρόνια της εφημερίδας «Δημοκρατική Αλλαγή», όπου εργαζόμουν τότε, όπου, μεταξύ των καλλιτεχνών που είχαν προσκληθεί –«ευγενώς προσφερθέντες»– ήταν και ο Μάρκος.
Καθόταν εκεί σ’ ένα τραπεζάκι, με το μπουζουκάκι του παραδίπλα, και περίμενε υπομονετικά τη σειρά του.
Φαινόταν κουρασμένος και μεγαλύτερος από τα χρόνια του.
Κάποια στιγμή ανέβηκε και ο Διονύσης Σαββόπουλος να πει τα δικά του.
● Πώς σας φαίνονται αυτά τα τραγούδια; τον ρωτάω.
«Πώς να μου φαίνονται; Δεν μ’ αρέσουν. Τραγούδια είναι αυτά;»
Τραγούδια για τον Βαμβακάρη ήταν προφανώς τα ρεμπέτικα.
Αυτά που είπε έπειτα ο ίδιος, με την αναγνωρίσιμη βραχνή φωνή του: «Φραγκοσυριανή», «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν»…
Το απόσπασμα εκείνο τελείωνε μ’ έναν καβγά σ’ ένα μαγαζί στον Πειραιά, μεταξύ του Βαμβακάρη, που πρωτοέβγαινε στη δουλειά, κι ενός μπουζουξή, που δεν τον άφηνε να παίξει: «Εγινε και μια παρεξήγηση και μας χωρίσανε κάτι άλλοι που ήταν εκεί. Για πρώτη φορά κατάλαβα ότι η δουλειά αυτή είναι πολύ ζηλιάρικη»…
Το ρεμπέτικο, που δοξαζόταν στις λαϊκές γειτονιές, αλλά το εδίωκε η εξουσία και το καταφρονούσε η διανόηση (ακόμα και η αριστερή), ξαναπήρε τ’ απάνω του μετά την πτώση της χούντας.
Κι ας θυμίσω ότι αυτός που είχε συνεισφέρει καταλυτικά ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις με την περίφημη διάλεξή του, στις 31 Ιανουαρίου 1949 (24 χρονώ τότε).
Μαζί του, σ’ εκείνη τη διάλεξη, ήταν και καλεσμένοι, που τελειώνοντας τους παρουσίασε ο ίδιος:
«Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω δυο από τους πιο γνήσιους και πιο δημιουργικούς εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής: Τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά τους. Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί του είδους προσφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω».
Ακολούθησε μικρό μουσικό πρόγραμμα, αφού πριν ο Μάρκος χαιρέτησε το κοινό με τον δικό του τρόπο: «Γεια σας παίδες!»
Ο Μάρκος λέει σ’ αυτό τον δίσκο μόνο ένα τραγούδι: «Μια γαλανομάτα».
Τα άλλα: Δ. Ευσταθίου, Μ. Παπαδάκης, Ευ. Περπινιάδης, Π. Τσαουσάκης, Πόπη Ρίνα.
Η ενορχήστρωση είναι του Θ. Δερβενιώτη και η διεύθυνση του Μάρκου, του οποίου η χαρακτηριστική φωνή ακούγεται σε μια «Εξομολόγηση», που περιλαμβάνεται και στον δίσκο:
«Σαράντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε που τραγούδησα για πρώτη φορά με το γλυκό μπουζούκι μου μπροστά στο χωνί του φωνογράφου. Κι ήρθαν όμορφες εποχές, κι ήρθαν άσχημες, που ο Μάρκος μπήκε παραπονούμενος στο περιθώριο. Εγώ όμως όλο κι’ έφτιαχνα στιχάκια και μουσικές. Ελεγα: Κάλλιο Μάρκο να σβήσεις όρθιος, ζωντανός μ’ ένα τραγούδι στο στόμα. Σήμερα μετά από σαράντα χρόνια με φώναξαν να τους δώσω τα τραγούδια μου, τα ωραιότερα. Κι εγώ άκουσα το κάλεσμά τους. Ήταν σαν βάλσαμο στην πικραμένη και πονεμένη ψυχή του γερο–Μάρκου»…
Η «Αυτοβιογραφία»
Ο δίσκος ωστόσο (όπως πληροφορούμαι από τη «Μίνως», επειδή στον ίδιο δεν αναγράφεται χρονολογία), κυκλοφόρησε λίγους μήνες αργότερα, το 1973, οπότε ο Μάρκος είχε φύγει από τη ζωή.Πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1972 (πριν από 45 χρόνια, εξ ου και η παρούσα μνεία), σε ηλικία 67 ετών – όχι και τόσο γέρος, όπως αυτοαποκαλείται.
Μας άφησε όμως, πέρα από τα υπέροχα τραγούδια του, την «Αυτοβιογραφία» του, που κι αυτή κυκλοφόρησε το 1973, με εισαγωγή – παρουσίαση Αγγέλας Κάιλ.
Φαίνεται λοιπόν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά για τον Μάρκο –υπήρχε και η χούντα, που δεν ευνοούσε αυτά τα τραγούδια– εξ ου και η εκδηλωμένη πικρία του.
Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Βαμβακάρη τον Φεβρουάριο του 1967, σε μια εκδήλωση για τα τρία χρόνια της εφημερίδας «Δημοκρατική Αλλαγή», όπου εργαζόμουν τότε, όπου, μεταξύ των καλλιτεχνών που είχαν προσκληθεί –«ευγενώς προσφερθέντες»– ήταν και ο Μάρκος.
Καθόταν εκεί σ’ ένα τραπεζάκι, με το μπουζουκάκι του παραδίπλα, και περίμενε υπομονετικά τη σειρά του.
Φαινόταν κουρασμένος και μεγαλύτερος από τα χρόνια του.
Κάποια στιγμή ανέβηκε και ο Διονύσης Σαββόπουλος να πει τα δικά του.
● Πώς σας φαίνονται αυτά τα τραγούδια; τον ρωτάω.
«Πώς να μου φαίνονται; Δεν μ’ αρέσουν. Τραγούδια είναι αυτά;»
Τραγούδια για τον Βαμβακάρη ήταν προφανώς τα ρεμπέτικα.
Αυτά που είπε έπειτα ο ίδιος, με την αναγνωρίσιμη βραχνή φωνή του: «Φραγκοσυριανή», «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν»…
Ο Χατζιδάκις
Δεν είχα την ευχέρεια να κάνω μια εκτενέστερη κουβέντα μαζί του – είχαμε όμως δημοσιεύσει στην εφημερίδα ένα απόσπασμα από την ανέκδοτη τότε «Αυτοβιογραφία» του, που είχαν αποσπάσει κάποιοι φοιτητές θαυμαστές του.Το απόσπασμα εκείνο τελείωνε μ’ έναν καβγά σ’ ένα μαγαζί στον Πειραιά, μεταξύ του Βαμβακάρη, που πρωτοέβγαινε στη δουλειά, κι ενός μπουζουξή, που δεν τον άφηνε να παίξει: «Εγινε και μια παρεξήγηση και μας χωρίσανε κάτι άλλοι που ήταν εκεί. Για πρώτη φορά κατάλαβα ότι η δουλειά αυτή είναι πολύ ζηλιάρικη»…
Το ρεμπέτικο, που δοξαζόταν στις λαϊκές γειτονιές, αλλά το εδίωκε η εξουσία και το καταφρονούσε η διανόηση (ακόμα και η αριστερή), ξαναπήρε τ’ απάνω του μετά την πτώση της χούντας.
Κι ας θυμίσω ότι αυτός που είχε συνεισφέρει καταλυτικά ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις με την περίφημη διάλεξή του, στις 31 Ιανουαρίου 1949 (24 χρονώ τότε).
Μαζί του, σ’ εκείνη τη διάλεξη, ήταν και καλεσμένοι, που τελειώνοντας τους παρουσίασε ο ίδιος:
«Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω δυο από τους πιο γνήσιους και πιο δημιουργικούς εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής: Τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά τους. Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί του είδους προσφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω».
Ακολούθησε μικρό μουσικό πρόγραμμα, αφού πριν ο Μάρκος χαιρέτησε το κοινό με τον δικό του τρόπο: «Γεια σας παίδες!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου