Το πιο γνωστό αντικείμενο χειρός στη μαγκιά, αλλά και μέγα σύμβολό της, ήταν σίγουρα το κομπολόι. Πράγματι το κομπολόι ήταν κάποτε το φετίχ του μάγκα. Στα τέλη του 1800 και αρχές του 1900 όλα τα κουτσαβάκια κρατούσαν κι από ‘να κομπολόι το οποίο μαζί με το ζουνάρι, το μαχαίρι, το καπέλο, αλλά και το μουστάκι ήταν τα «σήματα κατατεθέντα» της υπόστασής τους.
Λογικό είναι λοιπόν το κομπολόι να έχει περάσει στα τραγούδια της μαγκιάς, δηλαδή στα ρεμπέτικα. Το διασημότερο απ’ όλα είναι βέβαια ΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΓΑΚΙ του Γιώργου Μητσάκη από το 1946, εμπνευσμένο από ένα πραγματικό περιστατικό που έτυχε στον ίδιον τον Μητσάκη, όταν δηλαδή έχασε το αγαπημένο του κομπολόι. Λόγω της μεγάλης επιτυχίας του τραγουδιού, και την ίδια χρονιά, ο Μητσάκης έγραψε σε δίσκο ΤΟ ΒΡΗΚΑ ΝΑ ΤΟ, χωρίς όμως την επιτυχία του πρώτου. Το 1940 ηχογραφήθηκε το ΚΟΜΠΟΛΟΓΑΚΙ ΑΓΟΡΑΣΑ των Σ. Περιστέρη – Χ. Βασιλειάδη.
Η λέξη κομπολόι προέρχεται από τη λέξη «κόμπος», η οποία σημαίνει δέσιμο σκοινιού ή νήματος ή λωρίδας, αλλά σημαίνει επίσης και το εξόγκωμα που δημιουργείται στο σημείο του δεσίματος. Αξιοπρόσεκτο πάντως είναι ότι «κόμπος», σύμφωνα με μια αρχαία ερμηνεία, σημαίνει «κρότος» ή «χτύπος» από δύο αντικείμενα σκληρά τα οποία συγκρούονται μεταξύ τους, αφήνω πιά που από το «κόμβος» βγαίνει το μεσαιωνικό «κομπώνω» που σημαίνει…πλανεύω. Ως γνωστόν η κατάληξη «όι» σημαίνει μια σειρά ομοίων πραγμάτων, π.χ. συγγενολόι, κουβεντολόι, μοιρολόι, σκυλολόι…, αλλά και κομπολόι.
Η ιστορία του κομπολογιού πάει πολύ πίσω στο χρόνο, αλλά το ελληνικό κομπολόι έχει τη δική του ιστορία και διαφέρει από όλα τα υπόλοιπα, γιατί το ελληνικό κομπολόι δε φτιάχτηκε για προσευχή, αλλά για…ηδονή. Δηλαδή ηδονή της αφής, της όρασης και της ακοής.
Η αφή ικανοποιείται αφού το κομπολόι παίζεται με τα δάχτυλα.
Η όραση ικανοποιείται από το χρώμα του κομπολογιού (κυρίως αν είναι σωστό το κομπολόι), το οποίο χρώμα γίνεται φανταστικό όταν οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν πάνω στις χάντρες του και έτσι αλλάζουν χρώμα και αποχρώσεις.
Η ακοή πάλι ικανοποιείται από το μοναδικό ήχο που κάνουν οι χάντρες του όταν πέφτει πάνω στην άλλη, υπό την καθοδήγηση πάντα του μάστορα ιδιοκτήτη του. Για πολλά άτομα υπήρξε το κομπολόι ο πιο πιστός και αχώριστος σύντροφος της ζωής τους σε χαρές και σε λύπες. Για το λόγο αυτό μερικοί «ταξίδεψαν» στον άλλο κόσμο παρέα με το κομπολόι τους. Εν τάξει, «τα σάβανα δεν έχουν τσέπες», όπως λέει μια παμπάλαια τούρκικη σοφή παροιμία. Φαίνεται όμως να έχουν χώρο για ένα κομπολόι, γιατί έχει τύχει σε εκταφές μαζί με τον σκελετό να βρίσκει κανείς και τις χάντρες του αγαπημένου του κομπολογιού.
Κάποτε το κομπολόι ήταν στοιχείο ενός μερακλή ανθρώπου. Δυστυχώς η εποχή μας σήμερα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μερακλίδικη, αφού σπανίζουν τα μερακλίδικα πράγματα και οι μερακλήδες τύποι. Τα ρούχα στα ετοιματζίδικα, τα φαγητά στα φαστφουντάδικα που οι Ελληνάρες τα λένε ταχυφαγεία, τα σπίτια όλα της σειράς σαν κλουβιά χωρίς το μεράκι του διαφορετικού και του προσωπικού, τα αυτοκίνητα φωτοτυπία, ή και…φαξ το ένα του άλλου, και πάει λέγοντας. Έτσι λοιπόν το κομπολόι ακολουθώντας τον ίδιο συρμό, έγινε πλαστικό, ξύλινο, με ημιπολύτιμους λίθους, με όστρακα κ.λ.π. και για κάποιους νεόπλουτους νεοβάρβαρους, έγινε και ασημένιο.
Το αυθεντικό κομπολόι υποτίθεται ότι είναι από κεχριμπάρι, το απολιθωμένο δηλαδή ρετσίνι κωνοφόρων δέντρων εκατομμυρίων ετών παλιό. Τέτοια κομπολόγια όμως δε γίνονται, αφού το κεχριμπάρι είναι εύθραυστο και ελαφρύ, άρα ακατάλληλο για κομπολόι χρηστικό. Γι αυτό ένας αιγύπτιος τεχνίτης κομπολογιών ονόματι Φατουράν, επινόησε ένα μείγμα διαφόρων υλικών βασισμένο όμως σε σκόνη αυθεντικού κεχριμπαριού, το οποίο ήταν ανθεκτικό και εμφανίσιμο και που πήρε τελικά το όνομά του. Θα πρέπει να σας πω ότι ένας ειδικός, ακολουθώντας κάποιους κανόνες ελέγχου, μπορεί να ξεχωρίσει εύκολα αν ένα κομπολόι είναι αυθεντικό «φατουράν» ή όχι.
Για τον περισσότερο κόσμο σήμερα το κομπολόι θεωρείται εξάρτημα των ηλικιωμένων, μια και αυτοί έχουν χρόνο να το παίξουν ή αυτών που θέλουν να κόψουν το τσιγάρο, ή και αυτών που θέλουν να καταπολεμήσουν τη νευρικότητα τους. Το κομπολόι όμως έτσι και αλλιώς είναι πολύ περισσότερο και πολύ πιο σύνθετο από όλα αυτά, αλλά και με μακρά και περιπεπλεγμένη ιστορία. Και αυτό το τελευταίο δεν μπορεί κανείς να το παραλείψει. Η ιστορία λοιπόν έχει το λόγο, έστω και συνοπτικά.
Το κομπολόι ξεκίνησε σαν ένα βοήθημα για τις προσευχές και φαίνεται ότι το επινόησαν πρώτοι οι Ινδουιστές, από τους οποίους το πήραν οι Βουδιστές και στη συνέχεια οι Μωαμεθανοί γύρω στα 600 μ.Χ., όταν δηλαδή γεννήθηκε ο προφήτης Μωάμεθ (ακριβώς γεννήθηκε το 570). Για να τονώσει λοιπόν την πίστη των πιστών του, ο Μωάμεθ, τούς προέτρεπε να προσεύχονται με 99 προσευχές, όσες είναι οι ιδιότητες του Αλλάχ και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν ένα κομπολόι με 99 χάντρες. Στην Ινδία, το κομπολόι, έχει 108 χάντρες επειδή το 108 είναι το γινόμενο του 12 επί το 9. Κι αν απορείτε γιατί, σας λέω ότι αφ’ ενός μεν 108 είναι τα ονόματα του θεού, αφ’ ετέρου δε 12 είναι τα φωτεινά ουράνια σώματα και 9 ο απόλυτος αριθμός.
Στην Ευρώπη των Καθολικών το κομπολόι πρέπει να ήρθε γύρω στα 1200 μ.Χ. Έχει 59 χάντρες, απ’ τις οποίες οι 54 είναι στην αρμαθιά και οι 5 στη φούντα, χρησιμοποιείται δε για το «Άβε Μαρία» και το «Πάτερ ημών». Μάλιστα ο πάπας ο Γρηγόριος ο γιώτα-έψιλον είχε καθιερώσει ημέρα γιορτής του κομπολογιού κι αυτή ήταν η πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου.
Αφήνω πια τα υπερμεγέθη κομπολόγια του 1500 μ.Χ., από τα οποία κάποιοι μοναχοί δημιούργησαν το «Κονφερί ντου ροζάρ» (Τάγμα του κομπολογιού). Οι ορθόδοξοι απ’ την άλλη, έχουν το κομποσκοίνι που αποτελείται από 33 κόμπους φτιαγμένους συνήθως από μαλλί (33 είναι τα χρόνια του Χριστού).
Πάντως έχω δει και μεγαλύτερα κομποσκοίνια. Ίσως ήταν…τουριστικά. Το ελληνικό κομπολόι πάντως, που χρησιμοποιούσε και η μαγκιά, δεν έχει συγκεκριμένο αριθμό χαντρών. Υπακούει όμως στον κανόνα που λέει ότι οι χάντρες της αρμαθιάς πρέπει να είναι πολλαπλάσιο του 4 συν 1. Π.χ. 17=4Χ4+1 ή 21=4Χ5+1 κ.λ.π. Λένε ότι το 4 είναι ο αριθμός της συμμετρίας, ενώ οι μονοί αριθμοί (εδώ 17, 24) είναι γουρλίδικοι και οι ζυγοί γρουσούζικοι. Σ’ ότι αφορά τώρα το μέγεθος ενός κομπολογιού, αυτό πρέπει να εξαρτάται κυρίως από το μέγεθος του χεριού του χρήστη για τον οποίον προορίζεται, αφού το κομπολόι είναι αντικείμενο άκρως προσωπικό. Πάντως το ελεύθερο μήκος του σπάγκου που συγκρατεί τις χάντρες πρέπει να ‘ναι τόσο, όσο και το πλάτος της παλάμης του χρήστη. Αν όμως ο μερακλής χρήστης επιθυμεί ο κρότος που κάνουν οι χάντρες, όταν χτυπάνε η μια στην άλλη, να είναι πιο δυνατός και να…συμβολίζει τα μεράκια του, η απόσταση αυτή πρέπει προφανώς να μεγαλώσει.
Πιστοί και καλόγεροι λοιπόν πρωτοχρησιμοποίησαν το κομπολόι κι έτσι έχουμε ρεμπέτικα που μιλάνε για κομπολόγια και καλογεράκια. Π.χ. στο παραδοσιακό, και κρητικής μουσικής «αύρας», ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΙ (Χ. Κρητικός, 1926) ακούμε: «Καλογεράκι θα γινώ και ράσο θα φορέσω και κομπολόι θα κρατώ, ίσως και να σ’ αρέσω». Τα ίδια λέει και το, διαφορετικής μουσικής, ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΙ (Κ. Δούσας, 1930): «Καλογεράκι θα γινώ και ράσο θα φορέσω και κομπολόι θα κρατώ, φως μου, για να σ’ αρέσω». Στο τραγούδι ΤΟ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΙ (Γ. Μητσάκη, 1951), ακούμε: «…με κομπολογάκι και με ράσο όλη τη ζωή μου θα περάσω…». Στο δε ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΙ (Γ. Παπαϊωάννου, 1957), ακούμε: «Με το κομπολογάκι μου τις ώρες θα περνάω…». Το κομπολόι βέβαια ξέφυγε σιγά-σιγά από το αρχικό του ρόλο σαν εργαλείο προσευχής και έτσι έγινε αντικείμενο και για άλλες δραστηριότητες όπως για φυλαχτό, για γούρι, για παιχνίδι, για κόσμημα, για διακόσμηση, αλλά και για επίδειξη πλούτου και κύρους.
Λέγεται ότι στην Ελλάδα, το κομπολόι, το διέδωσαν οι τούρκοι και στην αρχή πέρασε στα χέρια των (κακώς) ονομαζόμενων περιθωριακών και της μαγκιάς. Έτσι έγινε το σύμβολο του ανδρισμού, και αν θέλετε, της ντομπροσύνης και της ανεξαρτησίας. Γι’ αυτό και οι βασικές φιγούρες του μάγκα στο θέατρο σκιών, δηλαδή ο Σταυράκος και ο Νώντας, εμφανίζονται πάντα με ευμέγεθες κομπολόι, δείγμα μαγκιάς…ευμεγέθους. Μάγκας χωρίς ζουνάρι και καπέλο, ακόμα και χωρίς μουστάκι, μπορούσε να νοηθεί, αλλά μάγκας χωρίς κομπολόι και μαχαίρι ποτέ. Στον κόσμο της μαγκιάς πάντως δεν πολυκυκλοφορούσε η λέξη «κομπολόι», αλλά η λέξη «μπεγλέρι», η οποία σημαίνει ένα είδος σταφυλιού με μακρουλές λευκές ρόγες. Σαν «μπεγλέρι» λοιπόν, έχει περάσει σε μερικά ρεμπέτικα. Για παράδειγμα στον ΜΑΝΩΛΗ ΧΑΣΙΚΛΗ του Ογδοντάκη με πέντε (!) παράλληλες ηχογραφήσεις μεταξύ 1930-32, ακούμε: «Αν είσαι φίνος μάγκας που ‘ν τα μπεγλέρια σου κι αν είσαι και σερέτης που ‘ν τα μαχαίρια σου». Στη ΛΙΛΗ ΤΗ ΣΚΑΝΔΑΛΙΑΡΑ (Π. Τούντα, 1931), ακούμε: «…και δε φοβούμαι τα μαχαίρια, τα νταήδικά σου τα μπεγλέρια…». Στο ΣΑΚΑΚΙ (Α. Δελιά, 1935), ακούμε τη φράση «Γεια σου Παναγή μου με τα μπεγλέρια σου».
Το ελληνικό κομπολόι είναι ένας πιστός σύντροφος σε χαρές και λύπες, αλλά και στα…παράγωγα της λύπης και εδώ υπαινίσσομαι τους αναστεναγμούς. Στο ζεϊμπέκικο του Τσιτσάνη ΑΝΤΙΛΑΛΟΥΝΕ ΤΑ ΒΟΥΝΑ (1950), ακούμε: «Περνούν οι ώρες θλιβερές σ’ ένα παλιό ρολόι κι εγώ τους αναστεναγμούς του παίζω κομπολόι…». Κι επειδή φαίνεται ότι ο ένας αναστεναγμός διαδέχονταν τον άλλον χωρίς σταμαρτημό, έγινε παρομοίωση με τις χάντρες του κομπολογιού που ταχύτατα πέφτουν η μία πάνω στην άλλη. Οπότε αν δεν υπήρχε το κομπολόι, με τι θα παρομοίαζε τους συνεχείς αναστεναγμούς του ο δυστυχής ερωτόπληκτος του τραγουδιού; Σχετική παρομοίωση με το κομπολόι κάνει και ο Τόλης Χάρμας στο τραγούδι του ΤΟ ΞΥΡΑΦΙ ΚΑΙ Τ’ ΑΚΟΝΙ (1951). Λέει: « Χάντρα-χάντρα κομπολόι να περνάει η βραδιά, στάλα-στάλα το φαρμάκι στάζει στην καρδιά». Κι επειδή δεν νοείται κομπολόι δίχως χάντρες, σκέφτηκε μ’ αυτόν τον τρόπο να παρομοιάσει ο Μητσάκης το «σύμπλεγμα» μιας γυναίκας με δύο άντρες, στο τραγούδι του ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΔΥΟ ΑΝΤΡΕΣ (1952): «Μια γυναίκα δύο άντρες, κομπολόι δίχως χάντρες». Στο ΑΣ ΤΑ ΚΟΛΠΑ, πάλι του Τούντα (1934), ακούμε: «Δε με τρως με τα τερτίπια, με τα λόγια σου και με τα κεχλιμπαρένια κομπολόγια σου…». Οπότε δεν θα ξεχάσουμε και τον μάγκα γυναικοκατακτητή, τον Παναή απ’ τα Μέγαρα τον οποίο, σύμφωνα με το τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου ΠΑΝΑΓΗΣ (1947), «…σ’ ένα χωριό τον πιάσανε πούλαγε κομπολόγια και γέλαγε τις κοπελιές με τα γλυκά του λόγια».
Ίσως τώρα εκπλαγείτε αν σας πω ότι το κομπολόι, για τους μάγκες, αποτελούσε κι ένα μουσικό όργανο. Κι όμως αυτό είναι αληθινό κι άσχετα αν γινόταν εξ…ανάγκης. Λοιπόν! Η αυθεντική πειραιώτικη ρεμπέτικη ορχήστρα των αρχών του ’30 αποτελούνταν από μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα. Ελλείψει όμως μπαγλαμά, και για να συμπληρωθεί το κενό, κάποιος της παρέας που κάτεχε από ρυθμό στερέωνε ένα κομπολόι (από το μέσον της αρμαθιάς) σ’ ένα κουμπί από το κουμπωμένο γιλέκο του, πίεζε τις χάντρες σφιχτά μεταξύ τους και πάνω σ’ αυτές τις χάντρες έτριβε ένα άδειο ποτηράκι. Ο ήχος γκρίκγκι-γκρίκγκι που παράγονταν ήταν λαμπερότατος και έμοιαζε πολύ με αυτόν του μπαγλαμά. Το κόλπο αυτό χρησιμοποιήθηκε σε αρκετές ηχογραφήσεις γιατί έξω απ’ την ευκολία, απάλλασσε την εταιρεία από το να πληρώνει έναν μουσικό παραπάνω. Σου λέει έλα μωρέ, χασικλίδικα γράφουν, τους φτάνουν (τα δύο απολύτως απαραίτητα όργανα) το μπουζούκι κι η κιθάρα.
Τα κιτάπια μου λένε ότι η πρώτη φορά που μπήκε το «ποτηροκομπολόι» σε…στούντιο ήταν τον Νοέμβριο του 1933 με τρία τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη. Ήταν: ΩΡΕΣ ΜΕ ΘΡΕΦΕΙ Ο ΛΟΥΛΑΣ, ΜΑΡΚΟΣ Ο ΣΥΡΙΑΝΟΣ και ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ Τ’ ΑΡΑΠΙΚΑ. Ο Μάρκος κατέχει τη μερίδα του λέοντος σε ηχογραφήσεις τραγουδιών με «ποτηροκομπολόι», αφού από τα τριάντα ένα συνολικά που εντόπισα, τα 15 είναι δικά του. Από τα υπόλοιπα 17, τα 4 είναι του Παπάζογλου, από 2 έχουν ο Σ. Γαβαλάς, ο Γ. Τσαούς και ο Α. Δελιάς, ενώ από 1 έχουν ο Γ. Μπάτης, ο Φ. Ζουριδάκης, ο Κ. Σκαρβέλης, ο Σ. Χρυσίνης, ο Π. Τούντας και ο Γ. Καμβύσης. Κι αν απορείτε γιατί έβαζε τόσο πολύ «ποτηροκομπολόι» στις ηχογραφήσεις του ο Μάρκος και δεν έβαζε ας πούμε τον κολλητό του φίλο τον Μπάτη να παίξει μπαγλαμά εξαίρετο, η πιθανή εξήγηση είναι ότι η εταιρεία δίσκων είχε αποφασίσει να πληρώσει μόνο τα δύο απαραίτητα όργανα για ορχήστρα. Δηλαδή μπουζούκι και κιθάρα.
Θεωρώ αυτονόητο ότι για να για να ξεκινήσουν οι ηχογραφήσεις με «ποτηροκομπολόι» το 1933, θα πρέπει να ήταν συνήθεια αυτό το υποκατάστατο του μπαγλαμά αρκετά χρόνια πριν και η αρχή πρέπει να ‘γινε σε τεκέδες. Οι συνήθεις τεκέδες της μαγκιάς ήταν τίποτα χαμοκέλες ή παράγκες ή κάνα πρόχειρα χτισμένο δωμάτιο, πάντα με χωμάτινο δάπεδο και με έπιπλα, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο καμιά καρέκλα κι έναν τενεκέ με νερό στο μέσον για να φτύνουν οι μάγκες τα «ζαφείρια». Πού να πληρώσει ο τεκετζής ορχήστρα, όπως για παράδειγμα στον πλούσιο τεκέ του Μάνθου Γραβαρά στο Μενίδι, για τον οποίον ο Μάρκος λέει στην Αυτοβιογραφία του (Αθήνα, 1973 σελ. 112): «…ήτανε άμεμπτος τεκές, ωραία σάλα, ωραίο μαγαζί. Μέσα είχε το παν.
Ότι ζητούσες θα το εύρισκες…». Περιορισμένα λοιπόν τα όργανα στους «κοινούς» τεκέδες, το πολύ κάνα μπουζουκάκι, άρα το «ποτηροκομπολόι» ήτο…αναγκαιότης. Εξ’ άλλου το φουμάρισμα ήτο συντροφική δραστηριότης και τα μέλη της «κοινότητας» αυτής είχανε κι άλλα κοινά χαρακτηριστικά όπως για παράδειγμα ότι χόρευαν και κάτεχαν από ρυθμό. Επομένως αυτοί που έπαιζαν το «ποτηροκομπολόι» προφανώς ένοιωθαν απ’ τα πιο σταθερά και απαραίτητα μέλη της «κοινότητας». Μάλιστα εκτός απ’ το «ποτηροκομπολόι» κρατούσαν συχνά το ρυθμό με το παπούτσι, με ρακοπότηρα, με χτυπήματα του χεριού στο τραπέζι ή στον μηρό, ακόμα και με μικρές ρυθμικές φράσεις όπως «ώ ώ ώ-πα», «ά ά ά ά» «τα τάκου τάκου τάκου τα» κ.ά.
Πολύ ωραίο άρθρο, ευχαριστούμε πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο το άρθρο σας σχετικά με το κομπολόι
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν μπορεις να ανεβασεις τη λιστα με τα 35 τραγουδια που εντοπισες..!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην λίστα δεν την εντόπισα εγώ , αλλά το rebetikolaiko.blog.com όπου και το βρήκα και το αναδημοσίευσα.
ΔιαγραφήΝα είσαι καλά.