Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

Η ιστορία του Βρετανού Charles Howard που αγάπησε το ρεμπέτικο όσο κανείς.

Η ζωή και το έργο ενός Άγγλου ζωγράφου που έμελλε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του ρεμπέτικου, αφήνοντας πίσω του μεγάλο έργο.

O Charles Howard γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1936 και ήταν το μοναχοπαίδι μιας οικογένειας με παράδοση στο θέατρο. Και οι δυο γονείς του ήταν πετυχημένοι ηθοποιοί, όπως και ο παππούς του, που έπαιζε σε μιούζικ-χολ και χόρευε κλακέτες. Επειδή οι γονείς του έλειπαν συχνά, ο Τσάρλι μεγάλωσε με τη γιαγιά του, που ήταν μοδίστρα και έφτιαχνε και κοστούμια για το θέατρο. Η παιδική του ηλικία ήταν αρκετά περιπετειώδης.

Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, μετακόμισαν οικογενειακώς στο Κεντ, αλλά δεν έμειναν για πολύ. Όταν ήταν πέντε ετών, η μητέρα του τον πήρε και πήγαν στην Αμερική, στο Hudson Valley, έξω από τη Νέα Υόρκη, σε μια φίλη της, την Helen Hayes, η οποία ήταν τότε διάσημη Αμερικάνα ηθοποιός. Φεύγοντας, η μητέρα του τον άφησε στο σπίτι της Heyes στην εξοχή, να τον φροντίσει μαζί με τον συνομήλικο γιο της.

Πέρασαν χρόνια για να μάθει ο Τσάρλι ότι στη διάρκεια του πολέμου η μητέρα του ήταν κατάσκοπος, γι’ αυτό τον πήγε στην φίλη της πριν φύγει για Σιγκαπούρη ‒ για να τον προστατέψει. Ο πατέρας του αιχμαλωτίστηκε από τους Ιάπωνες και έμεινε για χρόνια φυλακισμένος σε στρατόπεδο.

Ο Τσάρλι έμεινε στην Αμερική μέχρι τη λήξη του πολέμου και όταν επέστρεψε στο Λονδίνο βρήκε μια πόλη βομβαρδισμένη. Ο πατέρας του, από τον οποίο δεν είχε καμία ανάμνηση, ήταν ακόμα αιχμάλωτος στην Ιαπωνία και ουσιαστικά τον είδε για πρώτη φορά όταν απελευθερώθηκε. «Έπαιζε στον δρόμο και ξαφνικά σταματάει ένα ταξί και κατεβαίνει ένας ξένος άνθρωπος, ταλαιπωρημένος απ’ τον πόλεμο, που ήταν ο μπαμπάς του» λέει η κόρη του, Rachel Howard.

Όταν ήρθε στην Ελλάδα, γνώρισε την ελληνική μουσική και από την πρώτη στιγμή είχε επαφή με τα ρεμπέτικα. Τη δεκαετία του ’70 και του ’80 πηγαίναμε κάθε Κυριακή στο Μοναστηράκι με το τρένο, οικογενειακώς, κι εκείνος, με ένα συριανό ταγάρι για τσάντα, πήγαινε να ψάξει για δίσκους. Τους ήξερε όλους τους παλαιοπώλες.

«Ο πατέρας μου ήταν πανέξυπνος, αλλά παράτησε το σχολείο πολύ μικρός. Επειδή οι γονείς του έλειπαν λόγω δουλειάς, τον έβαλαν σε ένα οικοτροφείο, ένα πολύ προχωρημένο σχολείο για την εποχή, το οποίο άφησε στα δεκαπέντε του. Ήταν ένα από τα πρώτα μεικτά οικοτροφεία, αρκετά μποέμ. Στην ίδια τάξη με τον πατέρα μου ήταν η θεία μου, η αδελφή της μητέρας μου, έτσι γνώρισε τη μαμά μου και ερωτεύτηκαν, από πιτσιρίκια.

Μετά ο πατέρας μου έφυγε, πήγε στο Warwickshire, στο Royal Shakespeare’ Company, και έγινε ηθοποιός. Και επειδή ήταν μικρός, κουβαλούσε σπαθιά και έπαιζε ρόλους παιδιών. Βρέθηκε όμως στη σκηνή με τον Λόρενς Ολίβιε, με τεράστια ονόματα που σήμερα είναι θρύλοι. Συχνά έπαιρνε το τρένο για να πάει να δει τη μαμά μου στο Dartington, στο Devon, και κοιμόταν στους κήπους του σχολείου για να μην τον πάρουν είδηση οι καθηγητές. Την έβλεπε για λίγο και μετά επέστρεφε. Ήταν ένας μεγάλος έρωτας, που διήρκεσε όλη τους τη ζωή.

Η γιαγιά μου, η Ρόζαλιν, ήταν και σεναριογράφος. Μετά τη λήξη του πολέμου έπαιξε σε μια ταινία του Κακογιάννη, ο οποίος ζούσε τότε στο Λονδίνο και έκαναν παρέα. Ήταν φίλοι με τον Κοσμά Πολίτη, που είχε γράψει το Ερόικα, και όταν ο Κακογιάννης ήθελε να κάνει τη διασκευή, η γιαγιά μου συνέγραψε το σενάριο.

Στο Ερόικα, επειδή οι πρωταγωνιστές ήταν παιδιά, ο μπαμπάς μου προοριζόταν να παίξει ένα από τους δύο πρωταγωνιστές, αλλά τα χρήματα για να ξεκινήσουν τα γυρίσματα άργησαν δύο χρόνια και στο μεταξύ μεγάλωσε, δεν ήταν πια έφηβος, έτσι δεν έκανε για το ρόλο. Τελικά, έγινε βοηθός του Κακογιάννη. Από την πρώτη στιγμή που ήρθε στην Αθήνα τού έκανε «κλικ». Έκαναν τα γυρίσματα στο Ναύπλιο και όσο έμεινε για την ταινία αγάπησε πολύ την Ελλάδα. Κόλλησε μαζί της.

Όλη τη δεκαετία του ’60 οι γονείς μου έρχονταν πολύ συχνά για διακοπές σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, έκαναν πολλούς φίλους και γνωριμίες, και έμεναν στο Κολωνάκι, όπου ήταν ο Βάρναλης και άλλοι ποιητές και ηθοποιοί. Το Κολωνάκι τότε έμοιαζε με το Τσέλσι του Λονδίνου, καλλιτεχνικές περιοχές και οι δύο.

Η αγάπη του για τη μουσική ξεκίνησε από πολύ νεαρή ηλικία, από τα έντεκα, και ήταν κυρίως για τα παλιά αμερικανικά μπλουζ. Από τότε ξεκίνησε τη συλλογή του με δίσκους 78 στροφών. Όταν ήρθε στην Ελλάδα, γνώρισε την ελληνική μουσική και από την πρώτη στιγμή είχε επαφή με τα ρεμπέτικα. Τη δεκαετία του ’70 και του ’80 πηγαίναμε κάθε Κυριακή στο Μοναστηράκι με το τρένο, οικογενειακώς, κι εκείνος, με ένα σκυριανό ταγάρι για τσάντα, πήγαινε να ψάξει για δίσκους. Τους ήξερε όλους τους παλαιοπώλες.

Το Μοναστηράκι τότε ήταν άλλος κόσμος, έβρισκες φοβερά πράγματα, στοίβες από δίσκους 78 στροφών χωρίς καν εξώφυλλα, σκονισμένους, που για τον πατέρα μου ήταν θησαυρός.

Αυτό που συνέδεσε τόσο πολύ τον μπαμπά μου με την Ελλάδα ήταν αρχικά η σχέση του με τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο και όλους αυτούς τους καλλιτέχνες που γνώρισε, οι οποίοι σίγουρα τον επηρέασαν ώστε να γίνει ζωγράφος. Και μετά ήταν η μουσική, οι φίλοι ‒ ειδικά στη διάρκεια της χούντας συνδέθηκε συναισθηματικά με τους Έλληνες φίλους του, έζησε όλη την επταετία από κοντά.

Όταν έγινε η χούντα, επειδή ο μπαμπάς μου ήξερε πολύ καλά τον Λάκη τον Καραλή, τον Νίκο τον Ναυπλιώτη και διάφορους από αυτή την παρέα που έφυγαν για το Λονδίνο, τους φιλοξένησε και τους βρήκε δουλειές. Κάποια στιγμή επιστρατεύτηκε και πήγε φαντάρος στη Γερμανία και όταν γύρισε δεν ήθελε να είναι πια ηθοποιός. Έπιασε τη ζωγραφική, αλλά, όταν δεν είχε δουλειά, έβαφε σπίτια. Έτσι βρήκε δουλειά και στους Έλληνες φίλους του, έβαφαν σπίτια και έπαιζαν μουσική.

Πριν μετακομίσουμε στην Ελλάδα, περνούσαμε έναν μήνα κάθε καλοκαίρι στη χώρα, όπου φτάναμε οδικώς, με ένα Renault Quatrell, που εμάς μας φαινόταν υπέροχο, αλλά ήταν σαν κονσερβοκούτι. Βάζαμε στο πίσω μέρος μπαούλα και βαλίτσες, από πάνω κιλίμια και σε αυτά ξαπλώναμε με την αδελφή μου, χωρίς ζώνες ασφαλείας ‒ έτσι ταξιδεύαμε στην εθνική. Κάναμε δέκα μέρες να φτάσουμε στην Ελλάδα, μέσω Γιουγκοσλαβίας, αλλά η Ελλάδα τότε ήταν ένας παράδεισος.

Είχαμε διάφορους φίλους και μέναμε από δω και από κει, ήταν σαν όνειρο. Μετά από πολλά χρόνια έμαθα ότι κατά τη διάρκεια της χούντας οι γονείς μου μέσα στα μπαούλα μετέφεραν υλικό για την αντίσταση, ακόμα και όπλα – αυτό έγινε σίγουρα μία φορά. Κι εμείς, τα παιδιά, κοιμόμασταν από πάνω τους!

Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, λίγο πριν από τη χούντα, οι γονείς μου πήγαν για πρώτη φορά στη Σκύρο. Τότε πήγαινες από την Κύμη με καΐκι και ήταν πολύ μεγάλο ταξίδι. Ενώ είχαν ταξιδέψει πολύ στην Ελλάδα, δεν ξέρω τι έγινε και κόλλησαν με το νησί. Η Σκύρος τότε είχε πολλούς Γάλλους, γιατί πήγαιναν ο Κουλεντιανός και ο Τσίρκας, μια παρέα που είχε σχέση με το Παρίσι, αλλά είχε και κάποιους Άγγλους, που έγιναν φίλοι των γονιών μου για μια ζωή.

Το 1975, μόλις έπεσε επιτέλους η χούντα, βρήκαν στη Σκύρο έναν στάβλο, τον οποίο τον αγόρασαν με 200 λίρες που δανείστηκαν από την αδελφή της μαμάς μου, που ζούσε στην Ιταλία. Ήταν πολύ δύσκολο να τον κάνουν σπίτι, γιατί έπρεπε να τον χτίσουν απ’ την αρχή. Ήταν και παραμεθόρια περιοχή και δεν μπορούσαν να τον αγοράσουν στο όνομά τους, οπότε ρίσκαραν και τον πήραν στο όνομα ενός φίλου του πατέρα μου που ήταν δικηγόρος, ο μόνος δικηγόρος στη Σκύρο.

Τότε συνέβαινε να έχεις αγοράσει σπίτι από μεσίτη, να πηγαίνεις σε αυτό και να μένει κόσμος μέσα. Ξέρω τρεις περιπτώσεις τέτοιες, που δεν μπήκαν ποτέ στο σπίτι που είχαν αγοράσει. Οι γονείς μου ήταν τυχεροί και κάποια στιγμή τη δεκαετία του ’90, όταν άλλαξε ο νόμος, κατάφεραν να γυρίσουν το σπιτάκι στο όνομά τους. Αυτό το σπιτάκι που αγόρασαν εντελώς αυθόρμητα ήταν όλο κι όλο ένα δωμάτιο μέσα στον οικισμό και ανέθεσαν την επισκευή του σε διάφορους μάστορες.

Το καλοκαίρι, ξανά με το αυτοκίνητο, κάναμε ολόκληρο ταξίδι περιμένοντας να δούμε το σπίτι έτοιμο και, φτάνοντας, βρήκαμε απλώς έναν σωρό από μπάζα. Δεν είχαν κάνει τίποτα. Έτσι οι γονείς μου αποφάσισαν να έρθουν για έναν χρόνο στην Ελλάδα και, επειδή ο μπαμπάς μου ήξερε από μαστορέματα, το έφτιαξε μόνος του.

Η μαμά μου είχε τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά είχε εκπαιδευτεί και ως δασκάλα και δίδασκε στο δημοτικό, οπότε βρήκε δουλειά στο αγγλικό σχολείο στην Αθήνα. Ο μπαμπάς μου πηγαινοερχόταν στη Σκύρο, έφερε και έναν φίλο του αρχιτέκτονα από την Αγγλία, που έκανε μια μελέτη, και με γαϊδούρια και μουλάρια έφτιαξε το σπίτι. Και αυτός ο ένας χρόνος που θα έμεναν κράτησε τελικά όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Γιατί δεν έφυγαν ποτέ και η Σκύρος παρέμεινε ένα πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής τους. Λόγω της δουλειάς της μαμάς μου, που είχε τρεις μήνες διακοπές, μπορούσαμε να περνάμε εκεί όλα τα καλοκαίρια.

Ο μπαμπάς μου ζωγράφιζε, αλλά έκανε και μαθήματα αγγλικών, έτσι είχε κι αυτός ελεύθερο το καλοκαίρι. Είχαν μια πολύ ωραία ζωή, γιατί τον χειμώνα τον περνούσαν στην Αθήνα, στην Κηφισιά, και το καλοκαίρι στο νησί. Η Κηφισιά ήταν τότε σαν χωριό, είχαμε γάιδαρο στον κήπο μας, κότες, πάπιες, ήταν μια κατάσταση που δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Next page