Το φθινόπωρο του 1944 ο Μάρκος Βαμβακάρης παίζει και τραγουδά στην «Άμφισσα», ένα κέντρο στην κατοχική Αθήνα. Μια νύχτα μπουκάρουν Γερμανοί και ταγματασφαλίτες και του ζητούν να παρουσιαστεί την άλλη μέρα στην Κομαντατούρα…
« Έκλεισαν τις πόρτες του μαγαζιού και δεν ημπορούσαν να βγούνε ούτε να μπουν μέσα, ούτε όξω. Ένας σκοπός έκατσε εκεί και εφυλούσε και οι άλλοι έψαχναν μέσ’ στο μαγαζί και όποιον τον έβλεπαν ότι ήταν ύποπτος τον έπαιρναν και τον επήγαιναν στην οδό Μέρλιν, στο Κολωνάκι. Εκεί ήταν η Κομαντατούρα και εκεί τους εκαθάριζαν. Όταν ψάξανε, κάνανε τι κάνανε, βρήκανε ποιόν να πάρουνε, έρχεται ο αξιωματικός μαζί μ’ αυτόνε το Μάρκο (συνονόματός του ο συνεργάτης των Γερμανών), και μου λέει. Αύριο θα ’ρθεις κατά τις εννιά το πρωί στην οδό Μέρλιν. Εγώ του λέω. Τί να με κάνεις; Τί με θέλεις εμένα; Τί δουλειά έχω γω εκεί; ... Και μην τα ρωτάς τι στεναχώρια που είχα. Να με θέλουνε τώρα εμένα να πάω αύριο στην οδό Μέρλιν 6, που εκεί ήτανε σφαγείο... Όταν επήγαινες, δύσκολα έβγαινες από κει. Ήσουν δικασμένος να πεθάνεις».
Η ιστορία έχει και συνέχεια, καθώς ο Βαμβακάρης θέλοντας και μη
επισκέπτεται για πρώτη φορά το «σφαγείο» της οδού Μέρλιν. Εκεί συναντά
τον Μάρκο τον δωσίλογο παρουσία ενός Γερμανού αξιωματικού. Οι δύο άντρες
εξηγούν στον Βαμβακάρη τι έπρεπε να κάνει:
«Καφέ είχα να πιώ δυο τρία χρόνια. Που να πιείς. Δεν υπήρχε. Οι Γερμανοί είχαν καλό καφέ. Μου κάνει έναν καφέ. Ήπια τον καφέ. Λοιπόν, μου λέει ο διερμηνεύς, άκου να δεις Μάρκο γιατί σ’ έχουν φέρει. Εδώ που ήρθες, θα μας βοηθήσεις.
— Τι; Τι βοήθεια θα σας κάνω εγώ, ένας που παίζω μπουζούκι; Πάρα πάνω από να παίζω μπουζούκι, τι να κάνω; Θέλετε να ’ρθω να πάμε καμιά εορτή, να με πάρετε μαζί σας να διασκεδάσετε; Εντάξει. Μπορώ.
— Όχι αυτό, μού λέει.
—Ε, τι θέλετε;
—Εσύ, μου λέει, έρχεται πολύς κόσμος τα βράδια κει που παίζεις, και χορεύουνε και μεθάνε, και μπορείς να τούς γνωρίσεις.
—Ποιανούς;
—Αυτουνούς που κατεβαίνουν απ’ τα βουνά. Διάφοροι κομμουνιστές, ξέρω γω τι. Πρέπει να τούς ξέρεις.
Ακολούθησαν απειλές και υποσχέσεις. Ήταν φανερό πως με αντάλλαγμα τρόφιμα και λεφτά ήθελαν να εγγράψουν τον Βαμβακάρη στον κατάλογο των δωσίλογων.
«Τι να πω; Ό,τι μου λέγανε, ναι έλεγα με το κεφάλι, δεν μπόραγα να πω διαφορετικά. Ναι, ναι, ναι, ναι. Μέχρι να τελειώσω, να καθαρίσω, να φύγω.
Κατόπιν είχα μελετήσει να δώσω των εματιώ μου, διότι μπορούσα να κάνω εγώ αυτά τα πράματα;
Ο Βαμβακάρης φεύγοντας από την Κομαντατούρα εκείνο το πρωινό σχεδίαζε, όπως έλεγε, να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Ευτυχώς όμως τον πρόλαβαν οι εξελίξεις και τον έβγαλαν από τη δύσκολη θέση.
«Ευτυχώς που ’ταν οι μέρες της καταρρεύσεως των Γερμανών. Κι όταν έφυγα γω και κατέβηκα κάτω στο σπίτι της γυναίκας μου, εδώ πέρα στον Πειραιά, δεν επέρασαν και δύο μέρες τρεις, και παίρναν δρόμο και φεύγανε. Τρέχανε να φύγουνε, να σωθούνε. Κι έτσι εγλύτωσα απ’ αυτό το νταραβέρι που με τάξανε να με κάνουν οι Γερμανοί. Την ημέρα που έφυγαν έγραψα ένα τετράστιχο.
Ημέρα Πέμπτη ήτανε
δώδεκα Οκτωβρίου
που σπάσανε την κεφαλή
του άγριου θερίου».
Ο Βαμβακάρης χωρίς ποτέ να πάρει επίσημα θέση στον φαγωμάρα των Ελλήνων που οδήγησε στον εμφύλιο, κατάφερε ως αυθεντικός καλλιτέχνης να αφουγκραστεί και να περιγράψει τις αθέατες πτυχές μιας συμφοράς που έμελλε να ρίξει βαριά τη σκιά της στον τόπο. Φυσικά οι προτάσεις των Γερμανών και των συνεργατών τους να γίνει ο καταδότης τους έπεσαν στο κενό. Όπως άλλωστε και οι παραινέσεις των κομμουνιστών να μην παίζει «χασικλίδικα τραγούδια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου