Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΣΤΑΚΙΔΗΣ ΜΙΛΑ ΣΤΗΝ «Ε» ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ…* «…Θέλω να βγει από τα στενά όρια των “μυημένων” και να ακουστεί από πάρα πολύ κόσμο» |
Ανάμεσα σε
φίλους που αντάμωσαν από τα παλιά, σε παρέες του καλοκαιριού που
βρέθηκαν στα μέσα του χειμώνα για να πιουν ένα ποτήρι κρασί και να
σιγοτραγουδήσουν για την «Τζεμιλέ», για το «Κοριτσάκι μου» και να
φωνάξουν «Σάμπα μου ξηγιέσαι» συναντά κανείς τον Δημήτρη Μυστακίδη.
Τον λαϊκό, τον
ρεμπέτη, τον αυθεντικό, τον κιθαρίστα, τον μουσικό, τον δάσκαλο, τον
φίλο, τον άνθρωπο που γεμάτο πάθος και έρωτα «φυσά» τη σκόνη από τα
τραγούδια και τα φέρνει πάλι στο φως.
Πρόθυμα εξηγεί
στην «Ε» πώς ένα συνοικέσιο μπορεί να οδηγήσει σε έρωτα και ο έρωτας σε
αγάπη, όχι για μια γυναίκα αλλά για μια κιθάρα, για τη λαϊκή κιθάρα.
«Αυτό που μου άρεσε πάντα να κάνω ήταν το να παίζω μουσική με άλλους.
Δεν με ενδιέφερε το τι όργανο θα έπαιζα. Έτσι πάντα στις παρέες που
έμπλεκα έπαιζα το όργανο που δεν έπαιζε κανείς.
Όπως καταλαβαίνετε τις
περισσότερες φορές αυτό το όργανο ήταν η κιθάρα γιατί δεν έχει πάνω της
τα φώτα του σολίστα. Αυτό το “συνοικέσιο” ας πούμε, εξελίχθηκε σε έρωτα.
Ειδικά όταν ασχολήθηκα με τη διδασκαλία της και αναγκάστηκα να αναλύσω
όλη την τεχνική της, κατάλαβα πόσο σπουδαίο είναι όλο αυτό που κάνει και
από εκεί και μετά ο έρωτας έγινε αγάπη».Μιλά με το κοινό πάνω από τη σκηνή. Του αρέσει να εξηγεί τους λόγους που ανασύρει από το χρονοντούλαπο κομμάτια της λαϊκής παράδοσης. «Διαλέγω λαϊκά τραγούδια γιατί πιστεύω στη μεγάλη τους αξία σαν πρώτη ύλη αλλά και επειδή είναι τα τραγούδια που μεγάλωσα μαζί τους και τα αγαπώ.
Μιλάμε
για ένα ρεπερτόριο όμως που ήδη μετρά πάνω από εκατό χρόνια ζωής.
Πιστεύω ότι στη ζωή τίποτα δεν πρέπει να μένει χωρίς εξέλιξη και εξέλιξη
δεν σημαίνει πάντα καινοτομία. Ειδικά το ρεμπέτικο που από πολλούς
θαυμαστές του έχει αγιοποιηθεί και προσπαθούν απλώς να το αναπαράξουν
ακόμη και με τα ίδια λάθη, που ενδεχομένως έγιναν λόγω των τότε
συνθηκών, κινδυνεύει να γίνει μουσειακό είδος που απευθύνεται σε
κάποιους λίγους μυημένους.
Εγώ, επειδή ακριβώς πιστεύω ότι το ρεμπέτικο
είναι ένα σπουδαίο είδος λαϊκής τέχνης, θέλω να βγει από τα στενά όρια
των “μυημένων” και να ακουστεί από πάρα πολύ κόσμο. Να έρθει στο σήμερα
όχι σαν ένας “γλυκούλης παππούς” αλλά σαν ένας σύγχρονος νέος.
Με ορμή, δύναμη
και στιβαρό λόγο. Αυτό ακριβώς που είναι δηλαδή, απλώς θεώρησα ότι θα
μπορούσα να αφαιρέσω από πάνω του λίγη από τη σκόνη που έχει μαζευτεί
όλα αυτά τα χρόνια και να το κάνω πιο εύκολα προσβάσιμο σε ανθρώπους που
δεν έχουν την τύχη να έρθουν σε επαφή μαζί του. Μην φαντάζεσαι ότι
θέλει και ιδιαίτερο κόπο.
Είναι τόσο ζωντανή και δυνατή αυτή η μουσική
που το μόνο που χρειάζεται είναι να μην την εμποδίζεις. Τα άλλα τα κάνει
μόνη της. Εγώ απλώς λειτουργώ σαν μια γέφυρα ανάμεσα στους μυημένους
και τους μη και το ευχάριστο είναι ότι αυτό λειτουργεί και άρχισε να
διαμορφώνεται ένα νέο είδος ακροατηρίου χωρίς αγκυλώσεις και στεγανά».
Πώς ξεχωρίζει
το ρεμπέτικο από το λαϊκό τραγούδι; «Οι γραμμές είναι δυσθεώρητες. Θα
μπορούσα να πω ότι η αλλαγή άρχισε να γίνεται ακριβώς μετά τον πόλεμο με
τον μεγάλο Τσιτσάνη και ακολούθησε ο Χιώτης. Αυτοί οι δύο πήραν το
ρεμπέτικο και το μετέφεραν με τον καλύτερο τρόπο σε όλες τις τάξεις.
Άλλαξαν τις ορχήστρες, το μπόλιασαν με άλλες μουσικές επιρροές και το
έκαναν στην ουσία διαταξικό. Προσέξτε λέω διαταξικό και όχι αταξικό
γιατί πάντα το λαϊκό τραγούδι θα είναι στην ουσία του ταξικό. Μέχρι ίσως
να σταματήσουν να υπάρχουν οι τάξεις, πράγμα που δεν βλέπω να συμβαίνει
σύντομα. Μουσικολογικά πάντως η χρονική στιγμή της μετάβασης από το
ρεμπέτικο στο λαϊκό έχει ορισθεί στο 1955».
«ΕΣΠΕΡΑΝΤΟ»
Ο Δημήτρης
Μυστακίδης κυκλοφόρησε τη νέα δισκογραφική του δουλειά, με τίτλο
«Εσπεράντο» και με κοινή γλώσσα καταφέρνει να συναντηθούν σπουδαίοι
ερμηνευτές. «Η εσπεράντο είναι μια τεχνητή γλώσσα που κατασκευάστηκε για
να διευκολύνει ανθρώπους με διαφορετική κουλτούρα να επικοινωνήσουν
μεταξύ τους. Να λειτουργήσει δηλαδή σαν κοινή γλώσσα. Αυτό ακριβώς θεωρώ
ότι είναι η λαϊκή μουσική για όλους εμάς.
Η κοινή μας γλώσσα. Για αυτό
ακριβώς ζήτησα από όλους αυτούς τους σπουδαίους ερμηνευτές που ο καθένας
έχει τη δική του πορεία στο ελληνικό τραγούδι να συναντηθούν σε αυτόν
τον δίσκο και να τραγουδήσουν λαϊκά τραγούδια. Με αυτόν τον τρόπο
προσπάθησα να κάνω και ένα άνοιγμα σε νέο ευρύτερο κοινό γι’ αυτή τη
μουσική».
Στις εμφανίσεις
του έχει μαζί του στη σκηνή τους εξαιρετικούς κιθαρίστες Γιώργο
Τσαλαμπούνη, Δημήτρη Παππά, και την τραγουδίστρια Ιφιγένεια Ιωάννου οι
οποίοι ήταν μαθητές του στο ΤΕΙ Άρτας, «είναι και οι τρεις εξαιρετικοί
και χαίρομαι που παίζω μαζί τους. Ό,τι έχουν καταφέρει αυτά τα παιδιά το
έχουν καταφέρει με δική τους δουλειά και προσπάθεια.
Ο δάσκαλος δείχνει
τον δρόμο. Έναν δρόμο που συνήθως είναι και ο μόνος που ξέρει. Στην
κρίση των μαθητών είναι να δουν αν θα τον ακολουθήσουν ή όχι. Οπότε όλα
τα εύσημα είναι δικά τους και μόνο. Φυσικά εάν έχω συμβάλει έστω και
λίγο σε αυτό που έχουν γίνει, χαίρομαι πάρα πολύ. Η συμβουλή μου είναι
να απολαμβάνουν αυτό που κάνουν και να μην το βλέπουν σαν μάθημα. Το να
παίζεις μουσική είναι απόλαυση. Εάν δεν είναι ας το παρατήσουν. Δεν
υπάρχει πιο φρικτό πράγμα από το να προσπαθείς να μάθεις ένα όργανο που
δεν σου αρέσει».
Συγχρόνως ο
ίδιος έχει αγάπες, ανθρώπους που δεν τους αποχωρίζεται στις δουλειές
του, ζητώντας του να ξεχωρίσει δύο «θα έλεγα τον Κώστα Σκαρβέλη ως
κιθαρίστα και τον Βαγγέλη Παπάζογλου για όλα. Κυρίως όμως για την
αξιοπρέπειάτου».
Η ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑ
Από τα παιδικά
του χρόνια μέχρι και σήμερα λίγο μεγαλύτερος πια δεν ξεχνά το πέρασμά
του από την Κουτσουπιά, του Δήμου Αγιάς. Εκεί είναι οι φίλοι του, που
όποτε βρεθεί στη Λάρισα ανταμώνει μαζί τους και τραγουδούν δυνατά
«Σάμπα»!
«Η Κουτσουπιά είναι το μέρος που πέρασα όλα μου τα καλοκαίρια
σαν παιδί και εκεί γνώρισα πολλούς καλούς φίλους που έχουμε επαφή ακόμη
και σήμερα», κατεβαίνει από τη σκηνή και σηκώνει το ποτήρι για να
χαιρετήσει τους φίλους του που πρόθυμα είχαν αναλάβει τον ρόλο της
χορωδίας στο τραγούδι «Σάμπα μου ξηγιέσαι».
Για 17 χρόνια
ήταν κιθαρίστας του Ν. Παπάζογλου, συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους
εν ζωή συνθέτες και τραγουδιστές, είναι 13 χρόνια στη σκηνή με τον Θ.
Παπακωνσταντίνου, είναι καθηγητής στο ΤΕΙ Άρτας, έχει παίξει σε
αμέτρητους δίσκους διάφορων καλλιτεχνών, έχει εκδώσει τέσσερα CD και
έχει γράψει δύο μουσικά βιβλία.
Ασταμάτητος, χωρίς αυτή η συνεχής
ενασχόληση να φθείρει το πάθος και την όρεξη για μουσική «όχι, μόνο δεν
το φθείρει το πάθος αλλά το αντίθετο. Όσο πιο πολλά πράγματα κάνεις τόσο
πιο πολύ φουντώνει. Είναι μαγικό πράγμα η μουσική και αισθάνομαι πολύ
τυχερός που με επέλεξε».
Όσο για τις
στιγμές που τον χαλαρώνουν δεν είναι άλλες από αυτές που περνά με τα
παιδιά του, τα ούζα με τους φίλους και τα ταξίδια με τη μηχανή.
Ζωή Παρμάκη
Από: www.eleftheria.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου