Ο Τόλης Χάρμας ήταν ένας από τους τελευταίους ρεμπέτες, αν και λίγο πιο μπριλάντε και φαντεζί από το σύνηθες. Θύμιζε λίγο Χιώτη στην κοκεταρία και αληθώρησε προς την επιθεώρηση και το ελαφρό. Ήταν όμως λαϊκός ως το κόκαλο.
Ο Τόλης Χάρμας έχει τη δική του ιστορία στο τραγούδι (το πραγματικό του όνομα είναι Απόστολος Χαρμαντάς).
Λίγοι θα γνωρίζουν και θα θυμούνται ότι έχει ερμηνεύσει σε πρώτη εκτέλεση κομμάτια, όπως τα:
«Κάποια μάνα αναστενάζει» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Ενα τραγούδι απ' το
Αλγέρι» του Απόστολου Καλδάρα, «Πάλι εχτές στις τρεις ήρθες να
κοιμηθείς» του Μανώλη Χιώτη, «Ένα καράβι απ' τον Περαία» του Γιώργου
Μητσάκη.
Ο ίδιος έχει γράψει κι ερμηνεύσει σε δικούς του στίχους πάνω από 150
λαϊκά τραγούδια (αρκετά με τη γυναίκα του, Λίτσα, τη δεκαετία τού '50,
τότε που αποτελούσαν το ντούο Χάρμα).
Τραγούδια επιτυχίες, όπως τα: «Η καρδιά του μάγκα», «Γκιουλτζαμάλ», «Το
σφάλμα», αλλά και το πρόσφατο ωραίο ζεϊμπέκικο «Αλήτικα μικρόβια».
Δικό του είναι και το «Εδώ παπάς, εκεί παπάς» που έχει τραγουδήσει παλαιότερα ο Τάκης Μπίνης.
«Κατάγομαι από το Λεωνίδιο Κυνουρίας. Τα
πρώτα μου ακούσματα είναι από παραδοσιακή μουσική. Ο πατέρας μου έπαιζε
λαούτο. Από εκεί επηρεάστηκα.
Στην Αθήνα, στην Ακαδημία Πλάτωνος,
θυμάμαι που ήμασταν μαθητές 15χρονοι με τον Γιώργο τον Μουζάκη, τον
γνωστό συνθέτη. Καθόμασταν με μια κιθαρούλα, λέγαμε τραγουδάκια και
κάναμε καντάδες για να ρίξουμε τα κορίτσια. Είχα μάθει το λα μινόρε, το
λα ματζόρε, τρία ακόρντα.
Ο Γιώργος από τότε το έλεγε ότι θα γίνει
συνθέτης. Τον είχα συναντήσει τελευταία φορά στην κηδεία της Αλέκας
Στρατηγού. Δεν τον έχω ξαναδεί. Κορακοζώητος, γερό παιδί, σαν κι εμένα».
Το '48 ξεκίνησε σαν επαγγελματίας τραγουδιστής σ' ένα αναψυκτήριο της πλατείας Κουμουνδούρου.
«
Ελεγα Χαιρόπουλο, Αττίκ, ελαφρά τραγούδια. Ήταν κομφερασιέ τότε ο
Λάμπρος Ζούνης μαζί με τον Αρία. Από εκεί άρχισα, με 8 δραχμές
μεροκάματο. Ύστερα από δύο χρόνια πέρασα στο λαικό τραγούδι. Είχα
αρχίσει ήδη να γράφω και να παίζω μπουζούκι.
Ήταν της μόδας το λαϊκό τραγούδι. Προσαρμόστηκα γρήγορα. Άμα δεν ελίσσεσαι, πώς θα γίνει; Θα μείνεις εκεί, κούτσουρο;
Έκανα ντουέτο με τη συγχωρεμένη τη γυναίκα μου, τη Λίτσα.
Αρχίσαμε από το βαριετέ "Αλκαζάρ" στον
σταθμό Λαρίσης και μετά πήγαμε στο θέατρο "Σαμαρτζή" σ' επιθεωρήσεις με
Βασιλειάδου, Φωτόπουλο, Ρένα Ντορ κ.ά. Ήμασταν το πρώτο λαϊκό ντουέτο
στο θέατρο.
Εκεί πρωτοτραγούδησα την "Καρδιά τού μάγκα".
Μετά πήγαμε τουρνέ σε Κωνσταντινούπολη, Κύπρο, Ισραήλ.
Ήμασταν δέκα χρόνια μαζί. Κάναμε δύο
παιδιά, την έχασα, συνέχισα μόνος μου. Πήγα Αμερική , για οκτώ χρόνια.
Τορόντο, Βανκούβερ, Καλιφόρνια, Νέα Υόρκη, Σακραμέντο, Ινδιανάπολη.
Παίζαμε μόνο ελληνική μουσική έχοντας
κοινό αμερικάνικο, σχεδόν το 90%».«Περισσότερες είναι οι δύσκολες
στιγμές που είχα παρά οι εύκολες.
Αυτό το επάγγελμα έχει στιγμές γλυκές κι έχει κάτι πικρές, ολόπικρες.
Από μικρόψυχες συμπεριφορές συναδέλφων, από άγνοια.
Αυτά συμβαίνουν.
Δεν έχω κανένα παράπονο, ούτε κατηγορώ κανέναν, τους αγαπώ όλους. Δεν ξέρω αν μ' αγαπάνε αυτοί.
Καλή παρέα έκανα με τον συγχωρεμένο τον
Γεράσιμο Κλουβάτο, αυτόν που έχει γράψει το "Άναψε το τσιγάρο, δωσ' μου
φωτιά». Ακέραιος χαρακτήρας, ταιριάζαμε.
Επίσης με τον Σπιτάμπελο τον Στέφανο.
Εξαιρετικός καλλιτέχνης, ολίγον τρελός. Είχε εφεύρει το μπουζουκοκίθαρο
με έξι χορδές. Έκανε αυτή την πατέντα γιατί έπαιζε περισσότερο κιθάρα.
Την επανάσταση βέβαια την έφερε ο Χιώτης με το τετράχορδο μπουζούκι.
Σπουδαία εφεύρεση.
Μπουζούκι και κιθάρα έμαθα μόνος μου.
Σε όποια ωδεία και να πας, ότι και να κάνεις, εάν δεν έχεις τσαγανό, δεν φτουράς.
Το αίσθημα που θα δώσεις στο όργανο είναι άλλο πράγμα.
Γνώρισα μουσικούς σημαντικούς, που δεν μ' άγγιζαν όμως στην καρδιά.
Κι έβλεπες τον συγχωρεμένο τον
μπάρμπα-Γιάννη τον Παπαϊωάννου που έπαιζε μπουζούκι με δύο δάχτυλα κι
όταν έπαιζε ταξίμι, σου σηκωνόταν η τρίχα.
Το αίσθημα μετράει.
Έγραψα τραγούδια που το ένα με το άλλο να μη μοιάζουν, δεν ήθελα να κάνω κατεστημένο.
Έγραψα λαϊκά κανταδορίστικα. Όπως ο Ζαμπέτας!
Με τον Ζαμπέτα είχαμε πάει στις Κάνες με την ταινία του Ντασσέν "Ποτέ την Κυριακή".
Ήμασταν στην ορχήστρα του Λαβράνου κι έπαιζα κιθάρα. Μαζί μας κι η Χρυσάφη, ο Καλφόπουλος.
Ο Ζαμπέτας από εκεί στην ουσία άρχισε την καριέρα του, παίζοντας μπουζούκι για "Τα παιδιά του Πειραιά". Αξιόλογος δημιουργός.
Μου άρεσε πάντα το μπελκάντο.
Κι η βυζαντινή μουσική είναι τρομερή.
Για να τη σπουδάσεις, πρέπει να φας τουλάχιστον 50 χρόνια.
Την Μαρινέλλα εγώ την έβγαλα στο τραγούδι.
Ήμουν στη Θεσσαλονίκη γύρω στο '56 και τραγουδούσα στο "Πανόραμα".
Ερχόταν κόσμος με πούλμαν από Νάουσα, Βέροια, Βόρεια Ελλάδα.
Την ανακάλυψα στο καλοκαιρινό θέατρο
"Χατζώκου" με μια ποδίτσα να έχει έναν μικρό ρόλο και να τραγουδάει.
Λεγόταν Κίτσα Παπαδοπούλου και ήταν φιλενάδα του Κώστα Βουτσά.
Πήγα στο καμαρίνι τους και τους είπα να έρθει μαζί μου στο κέντρο.
Έπαιρνε τότε 40 δρχ. μεροκάματο και θα της
έδινα 250 δρχ. Το δέχτηκαν. Είχα γράψει τότε κι ένα τραγούδι, το
"Μαρινέλλα". Και της έδωσα να 'χει αυτό σαν καλλιτεχνικό όνομα.
Κρίμα όμως που δεν τα λέει αυτά.
Είναι κακό να ξεχνάς.
Εκεί στο "Πανόραμα" την βρήκε ο Καζαντζίδης και την πήρε μαζί του.
Εγώ της είπα "άμα θες, πήγαινε μαζί του, αλλά θα είσαι στη σκιά του".
Κι έτσι έγινε.
Την είχε μόνο για σεκόντα.
Μέχρι που χωρίσανε κι άνοιξε τα φτερά της».
Η νυχτερινή διασκέδαση πριν από 50 χρόνια ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή.
Σήμερα η διασκέδαση που γίνεται είναι πιο ευπρεπής, πιο μαλακιά.
Τότε γίνονταν αγριότητες με τα σπασίματα.
Αυτό το σημάδι που έχω στο φρύδι είναι από ποτήρι.
Από το '45 κι έπειτα αυτά ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Αγρία διασκέδαση.
Ουίσκι δεν υπήρχε τότε, μόνο κρασί.
Αδειάζανε την μποτίλια και μπαμ στο πάλκο.
Άλλο πράγμα.
Σήμερα είναι πολύ πιο ήπια. Σήμερα
υπάρχουν αξιόλογα τραγούδια, υπάρχουν και πιλάφια. Υπάρχει πρόοδος από
τότε με το έντεχνο τραγούδι.
Βέβαια, κάποιοι έγραψαν ωραία πράγματα, αλλά όχι διασκεδαστικά.
Ο ελληνικός λαός θέλει απλότητα, θέλει να
του πεις δύο λέξεις να τις βάλει στο μυαλό του και να τραγουδάει.
Σπανίζουν τέτοια τραγούδια σήμερα. Η δυσκολία έγκειται στην απλότητα.
Πρέπει σε τέσσερις αράδες να εντοπίσεις όλο το θέμα. Και βλέπεις κάτι
λόγια χωρίς ρίμα, λες και είναι εφημερίδα ή διήγημα. Δεν τη δέχομαι αυτή
την ποίηση.
Ο έρωτας έπαιξε Πρωταρχικό ρόλο στη ζωή μου .
Όποιος δεν ερωτεύεται, δεν έχει ψυχή, δεν έχει καρδιά. Ο έρωτας είναι το ελιξίριο της νεότητας.
Αν και έχω γράψει ένα τραγούδι, "Το χρήμα είναι έγκλημα κι ο έρωτας σκοτούρα"! »
Θυμήθηκα απόψε αυτό το τραγούδι που είχα ακούσει τυχαία στο Youtube (μεγάλος πια, με τσακισμένη φωνή, στίχους αδρούς και μπουζούκι μετρημένο).
Στίχοι: Τόλης Χάρμας Μουσική: Τόλης Χάρμας
Έχω μέσα στο αίμα μου αλήτικα μικρόβια.
Αλήτης για να ζήσω, δικάστηκα ισόβια.
Μια ζωή τα παίζω, μια ζωή τα χάνω.
Αλήτης εγεννήθηκα κι αλήτης θα πεθάνω.
Τρέχει μέσα στις φλέβες μου αλήτικο προνόμιο.
Μια νύχτα θα με βρούνε τέζα στο πεζοδρόμιο.
Ό,τι και να γίνει, ό,τι και να κάνω,
αλήτης εγεννήθηκα κι αλήτης θα πεθάνω.
Kαι βρήκα αυτήν την αφήγησή του σε πρώτο πρόσωπο, που έκανε στον Πάνο Γεραμάνη.
« Μόλις τελείωσα το γυμνάσιο, με προτροπή των δικών μου έφυγα για τον Πειραιά όπου έμεινα στο σπίτι ενός εύπορου θείου μου.
Στην αρχή περνούσα καλά, αλλά μετά από
λίγους μήνες άρχισα να νοιώθω ανασφάλεια. Ήθελα να αποκτήσω την
ανεξαρτησία μου και άρχισα να ψάχνω για δουλειά.
Έκανα πολλές δουλειές του ποδαριού τότε.
Σερβιτόρος, λούστρος, μέχρι και επισκευαστής καζανιών στα βαπόρια έκανα
για να ζήσω. Δύσκολες συνθήκες αλλά δεν το έβαζα κάτω.
Η αλλαγή στην ζωή μου έγινε γύρω στα 1938
όταν γνώρισα τον Γιώργο Μουζάκη. Γίναμε φίλοι και αυτός ήταν που με
βοήθησε να στραφώ στην μουσική.
Μετακόμισα στο Μεταξουργείο και με κάτι
οικονομίες που είχα αγόρασα μια κιθάρα. Άρχισα σιγά-σιγά να μαθαίνω τα
τραγούδια της εποχής και παρέα με τον Μουζάκη (σ.σ. έπαιζε κορνέτα) και
κάτι φίλους, άρχισα τις πρώτες μου δημόσιες εμφανίσεις.
...Το 1939 πήγα στρατιώτης. Με την κήρυξη
του πολέμου βρέθηκα να πολεμώ στην Αλβανία, από όπου επέστρεψα το 1941
και εγκαταστάθηκα στην Αθήνα. Στην γειτονιά μου έμενε ο στιχουργός
Κώστας Μάνεσης και έτυχε να γνωριστούμε. Μέσω αυτού συνάντησα και
γνώρισα πολλούς δημιουργούς του ρεμπέτικου, τον Γεράσιμο Κλουβάτο,
Απόστολο Χατζηχρήστο, Γιώργο Μητσάκη, Μάρκο Βαμβακάρη, Στέφανο
Σπιτάμπελο, Φώτη Μιχαλόπουλο και άλλους. Από αυτούς άρχισα σιγά-σιγά να
ακούω τα ρεμπέτικα.
Μετά τα Δεκεμβριανά του 1944 υπηρέτησα
στην εθνοφρουρά στην Θήβα. Λίγο πριν απολυθώ γνώρισα την Γαρυφαλιά Ζέρβα
και λίγο αργότερα παντρευτήκαμε. Μας πάντρεψε η σπουδαία τραγουδίστρια
της εποχής Κούλα Νικολαΐδου. Με την Γαρυφαλιά (Λίτσα) αποτελέσαμε
αργότερα το πρώτο λαϊκό ντουέτο της εποχής, το «Ντούο Χάρμα. Δεν υπήρχαν
ακόμη λαϊκά ντουέτα. Το «Τρίο Κιτάρα» βγήκε μετά από μας. Τότε ήμουν
ακόμη του ελαφρού ρεπερτορίου. Άλλωστε, τα πρώτα μου ακούσματα ήταν
οπερέτες. Τραγουδούσα τότε πολύ τα τραγούδια του Χρήστου Χαιρόπουλου
καθώς και άλλων πολλών συνθετών του ελαφρού. Στο λαϊκό τραγούδι μπήκαμε
με μεγάλο ενθουσιασμό γιατί θεώρησα ότι είχε περιεχόμενο και μέλλον.
Είχε ποιότητα το λαϊκό τότε, δεν ήταν όπως τα σημερινά ».