«Γεννήθηκα στην Τίρε (Θήρα), κοντά στη Σμύρνη. Οι κάτοικοι της πόλης, στα τουρκικά λέγονται Τιρελί. Και εγώ που ξέρω λίγα ελληνικά, κάνω πάντα ένα χιουμοριστικό λογοπαίγνιο και λέω ότι δεν είναι Τιρελί αλλά τρελοί. Θα είχα μάθει πολύ καλύτερα τη γλώσσα σας, αν υπήρχε μια μέθοδος διδασκαλίας σε σύστημα μπράιγ».
Ο Μουαμέρ Κετέντζογλου είναι ο γνωστότερος Τούρκος ερμηνευτής του ελληνικού ρεμπέτικου. Τυφλός εκ γενετής, είχε ταλέντο στη μουσική από παιδί και έγινε δεξιοτέχνης ακορντεονίστας. Αγαπάει την Ελλάδα, ιδιαίτερα την Κρήτη, έχει πολλούς φίλους στη χώρα μας και ένα ρεπερτόριο από εκατοντάδες ελληνικά τραγούδια. Μας επισκέπτεται συχνά, έχει εμφανιστεί στην ελληνική τηλεόραση, ενώ την περασμένη εβδομάδα, έδωσε μια συναυλία με το συγκρότημά του, τους «Ζεϊμπέκ», στο Παλαιό Φάληρο στο πλαίσιο της τουρκικής Εβδομάδας Πολιτισμού στην Αθήνα.
Τον συναντήσαμε στο ξενοδοχείο του, την περασμένη Παρασκευή, και κάναμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, υπό τους λαρυγγισμούς της Σελίν Ντιόν, της Γουίτνεϊ Χιούστον και της Μαράια Κάρεϊ, που έβγαιναν δυνατά από τα ηχεία στο λόμπι, την ώρα του πρωινού. Τα ενδιαφέροντα του Κετέντζογλου δεν περιορίζονται μόνο στη δική μας μουσική, την οποία γνωρίζει σε βάθος. Στην εκπομπή του σε ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό, παίζει από ελληνικούς κλέφτικους σκοπούς για τη σκλαβωμένη ρωμιοσύνη (κι όμως είναι αλήθεια!), μέχρι παραδοσιακές μελωδίες από όλα τα Βαλκάνια και την Αρμενία. «Οπως είναι φυσικό και εμείς οι Τούρκοι έχουμε τραγούδια με στίχους κατά των Ελλήνων. Είναι και αυτά μέρος της παράδοσης όπως και στην Ελλάδα» συνεχίζει, εξηγώντας ότι εστιάζει στη μουσική και όχι στην πολιτική.
Εχει αυθεντική αγάπη στο έθνικ, αλλά δεν είναι καθόλου εθνικιστής. Αντιθέτως, πιστεύει με θέρμη στην κοινή πολιτιστική κληρονομιά ανάμεσα στις δύο ακτές του Αιγαίου και στην αμφίπλευρη προσέγγιση που έχει γίνει από τους σεισμούς του 1999 και μετά: «Νομίζω ότι έχουμε φτάσει σε ένα πολύ καλό σημείο και τίποτε δεν μπορεί να μας γυρίσει πίσω. Αλλωστε, δεν έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε το παρελθόν. Μπορούμε όμως να επηρεάσουμε το παρόν και βέβαια το μέλλον», μας λέει.
Η ιστορία του
Μειλίχιος, πνευματώδης και διαρκώς χαμογελαστός, ο Κετέντζογλου μας διηγήθηκε τη δική του ιστορία. «Η οικογένειά μου κατάγεται από τη Γευγελή (σήμερα πόλη της ΠΓΔΜ) και έφυγε από εκεί μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Πολλά από τα μέλη της είχαν κλίση στο τραγούδι. Ενας θείος μου είχε μάλιστα και μια ορχήστρα με χάλκινα, σαν και αυτές που υπάρχουν στη Βόρειο Ελλάδα. Με ενθάρρυνε πολύ να μάθω μουσική και μου έκανε δώρο ένα τύμπανο. Αργότερα μου αγόρασε ένα παλιό ακορντεόν και άρχισα να ανακαλύπτω τις νότες και τις μελωδίες. Η αγάπη μου αυτή αναπτύχθηκε αργότερα στο ειδικό σχολείο τυφλών όπου φοίτησα στο Δημοτικό. Στο Γυμνάσιο είχα την τύχη να γνωρίσω έναν καταπληκτικό δάσκαλο με καταγωγή από την Ξάνθη. Ηξερε ελληνικά και μου μίλησε για τον Νταλάρα και τον Μίκη Θεοδωράκη. Ηταν και αυτός τυφλός και τραγουδούσε πολλά ελληνικά τραγούδια, βοηθώντας με να διαμορφώσω έναν νέο δρόμο. Σπούδασα ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου και εκεί βρήκα πρόσφορο έδαφος να μελετήσω την έθνικ παραδοσιακή μουσική από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Ασία. Εντόπισα και ορισμένες παλαιές ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών, από ποιοτικά ώς τουριστικά και σκυλάδικα. Η φωνή του Νταλάρα μου άρεσε πολύ τότε και μου έλεγαν ότι τραγουδάω με το δικό του ύφος. Εκτοτε εξελίχθηκα, αλλά εκείνος υπήρξε από τις αρχικές μου αναφορές».
Εχει αυθεντική αγάπη στο έθνικ, αλλά δεν είναι καθόλου εθνικιστής. Αντιθέτως, πιστεύει με θέρμη στην κοινή πολιτιστική κληρονομιά ανάμεσα στις δύο ακτές του Αιγαίου και στην αμφίπλευρη προσέγγιση που έχει γίνει από τους σεισμούς του 1999 και μετά: «Νομίζω ότι έχουμε φτάσει σε ένα πολύ καλό σημείο και τίποτε δεν μπορεί να μας γυρίσει πίσω. Αλλωστε, δεν έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε το παρελθόν. Μπορούμε όμως να επηρεάσουμε το παρόν και βέβαια το μέλλον», μας λέει.
Η ιστορία του
Μειλίχιος, πνευματώδης και διαρκώς χαμογελαστός, ο Κετέντζογλου μας διηγήθηκε τη δική του ιστορία. «Η οικογένειά μου κατάγεται από τη Γευγελή (σήμερα πόλη της ΠΓΔΜ) και έφυγε από εκεί μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Πολλά από τα μέλη της είχαν κλίση στο τραγούδι. Ενας θείος μου είχε μάλιστα και μια ορχήστρα με χάλκινα, σαν και αυτές που υπάρχουν στη Βόρειο Ελλάδα. Με ενθάρρυνε πολύ να μάθω μουσική και μου έκανε δώρο ένα τύμπανο. Αργότερα μου αγόρασε ένα παλιό ακορντεόν και άρχισα να ανακαλύπτω τις νότες και τις μελωδίες. Η αγάπη μου αυτή αναπτύχθηκε αργότερα στο ειδικό σχολείο τυφλών όπου φοίτησα στο Δημοτικό. Στο Γυμνάσιο είχα την τύχη να γνωρίσω έναν καταπληκτικό δάσκαλο με καταγωγή από την Ξάνθη. Ηξερε ελληνικά και μου μίλησε για τον Νταλάρα και τον Μίκη Θεοδωράκη. Ηταν και αυτός τυφλός και τραγουδούσε πολλά ελληνικά τραγούδια, βοηθώντας με να διαμορφώσω έναν νέο δρόμο. Σπούδασα ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου και εκεί βρήκα πρόσφορο έδαφος να μελετήσω την έθνικ παραδοσιακή μουσική από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Ασία. Εντόπισα και ορισμένες παλαιές ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών, από ποιοτικά ώς τουριστικά και σκυλάδικα. Η φωνή του Νταλάρα μου άρεσε πολύ τότε και μου έλεγαν ότι τραγουδάω με το δικό του ύφος. Εκτοτε εξελίχθηκα, αλλά εκείνος υπήρξε από τις αρχικές μου αναφορές».
Και το ρεμπέτικο; «Ακούγεται αστείο, αλλά το ανακάλυψα στη Βιέννη. Στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου υπήρχε μια μεγάλη ανθολογία ρεμπέτικων τραγουδιών. Κάπως έτσι μπήκα στον κόσμο της Ρόζας Εσκενάζυ, του Μάρκου Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη. Είχα φίλους Ρωμιούς και Θρακιώτες Τούρκους που μιλούσαν ελληνικά και μου εξηγούσαν τους στίχους αλλά και την προφορά. Κρατούσα σημειώσεις σε μπράιγ. Είχα ανακαλύψει το μεράκι μου. Ξέρετε, σε όλα τα Βαλκάνια υπάρχει η ίδια αραβική λέξη, το “μεράκ” για να περιγράψουμε το πάθος για κάτι. Στην Τουρκία επίσης, σημαίνει και θαύμα».
Με τον Θεοδωράκη
«Στη χώρα μου» συνεχίζει ο μουσικός «δεν είχαμε κάτι αντίστοιχο με το ρεμπέτικο. Τη δεκαετία του ’90 άρχισα να κάνω μουσικές εκδηλώσεις, ακόμα και συνέδρια για να διαδώσω αυτό το είδος τραγουδιού, αλλά και το ποιοτικό ελληνικό τραγούδι από συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις, ο Μαρκόπουλος, ο Λοΐζος. Οι προσπάθειές μου βρήκαν ανταπόκριση, όχι ίσως στην πλατιά μάζα, αλλά στους ευαισθητοποιημένους ακροατές. Τη δεκαετία του ’90 έπαιξα και σε μια συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη, που ήταν μεγάλη τιμή για μένα» λέει ο Κετέντζογλου, ο οποίος έβγαλε πολλές ανθολογίες παλαιών αλλά και νέων ελληνικών τραγουδιών. Αργότερα έφτιαξε και την κομπανία του, τους «Ζεϊμπέκ», που αρχικά έπαιζαν μόνο ρεμπέτικα, ενώ με τα χρόνια άλλαξαν ρεπερτόριο ενσωματώνοντας και τουρκικά τραγούδια. «Πιστεύω ότι ανάμεσα στους Ελληνες και τους Τούρκους υπάρχει στη μουσική κάτι που εγώ αποκαλώ “η αδελφότητα της κλίμακας”. Ο τρόπος που τραγουδάμε, οι μελωδίες μας μοιάζουν. Εκεί βρίσκεται η ουσία, όχι σε κάποια τραγούδια που υπάρχουν και στις δύο γλώσσες. Αυτό είναι πολύ ρηχό, πολύ τουριστικό».
Ανακαλύπτουμε ξανά οι μεν τους δε
«Ελληνες και Τούρκοι σήμερα, είμαστε σε μια διαδικασία που ανακαλύπτουμε ξανά οι μεν τους δε… Μοιραζόμαστε τη ζεστασιά του συναισθήματος, την απλότητα των τρόπων, αιώνες συμβίωσης. Θεωρώ ότι το ίδιο συμβαίνει και με τους Αρμένιους. Ας αφήσουμε παραπέρα την πολιτική και ας δούμε το συναίσθημά μας πού μας οδηγεί…» είναι οι τελευταίες του κουβέντες, πριν φύγει για να πάει να συναντήσει έναν Ρωμιό φίλο του που μένει στο Παλαιό Φάληρο.
«Στη χώρα μου» συνεχίζει ο μουσικός «δεν είχαμε κάτι αντίστοιχο με το ρεμπέτικο. Τη δεκαετία του ’90 άρχισα να κάνω μουσικές εκδηλώσεις, ακόμα και συνέδρια για να διαδώσω αυτό το είδος τραγουδιού, αλλά και το ποιοτικό ελληνικό τραγούδι από συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις, ο Μαρκόπουλος, ο Λοΐζος. Οι προσπάθειές μου βρήκαν ανταπόκριση, όχι ίσως στην πλατιά μάζα, αλλά στους ευαισθητοποιημένους ακροατές. Τη δεκαετία του ’90 έπαιξα και σε μια συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη, που ήταν μεγάλη τιμή για μένα» λέει ο Κετέντζογλου, ο οποίος έβγαλε πολλές ανθολογίες παλαιών αλλά και νέων ελληνικών τραγουδιών. Αργότερα έφτιαξε και την κομπανία του, τους «Ζεϊμπέκ», που αρχικά έπαιζαν μόνο ρεμπέτικα, ενώ με τα χρόνια άλλαξαν ρεπερτόριο ενσωματώνοντας και τουρκικά τραγούδια. «Πιστεύω ότι ανάμεσα στους Ελληνες και τους Τούρκους υπάρχει στη μουσική κάτι που εγώ αποκαλώ “η αδελφότητα της κλίμακας”. Ο τρόπος που τραγουδάμε, οι μελωδίες μας μοιάζουν. Εκεί βρίσκεται η ουσία, όχι σε κάποια τραγούδια που υπάρχουν και στις δύο γλώσσες. Αυτό είναι πολύ ρηχό, πολύ τουριστικό».
Ανακαλύπτουμε ξανά οι μεν τους δε
«Ελληνες και Τούρκοι σήμερα, είμαστε σε μια διαδικασία που ανακαλύπτουμε ξανά οι μεν τους δε… Μοιραζόμαστε τη ζεστασιά του συναισθήματος, την απλότητα των τρόπων, αιώνες συμβίωσης. Θεωρώ ότι το ίδιο συμβαίνει και με τους Αρμένιους. Ας αφήσουμε παραπέρα την πολιτική και ας δούμε το συναίσθημά μας πού μας οδηγεί…» είναι οι τελευταίες του κουβέντες, πριν φύγει για να πάει να συναντήσει έναν Ρωμιό φίλο του που μένει στο Παλαιό Φάληρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου