Λ. Π.: Πώς μπήκες στο ρεμπέτικο τραγούδι
και πώς έμαθες το μπουζούκι;
Γ.Π. Άκουσα το «Μινόρε του τεκέ». Έτσι το λέγανε. Το ’χε γράψει ένας από την Αμερική, Ελληνοαμερικάνος, ο Χαλκιάς. Από κει και πέρα, γράψανε κι άλλα μινόρε, πολλά. Πάντως αυτό το πρώτο ήτανε που μ’ έκανε και έπιασα το μπουζούκι. Έπαιζα κιθάρα εγώ τότε… Το «Μινόρε» το άκουσα εδώ, σε μια ταβέρνα. Γύριζαν τότε με τα γραμμόφωνα οι γραμμοφωνατζήδες γύρω-γύρω στα μαγαζιά και βάζανε δίσκους. Κι ερχόντουσαν εκεί που τρώγαμε τα μεσημέρια, στην εργατιά, και βάζανε πλάκες.
Εργάτες ήμασταν όλοι… Τ’ άκουσα, λοιπόν, και είπα, αυτό το όργανο, το μπουζούκι,
είναι πιο γλυκό απ’ την κιθάρα… Παλληκαράκι ήμουνα τότε, 16-17 χρονώ, και
δούλευα σε οικοδομή, εργάτης. Κουβάλαγα λάσπη. Έτσι έγινε η αρχή. Μετά από πολύ
καιρό, άκουσα πάλι μπουζούκι από τον Μάρκο. Το τραγούδι «Ήθελα να ’ρχόσουνα, ρε
μάγκα, στον τεκέ μου». Στο μεταξύ, άκουγα πολλά τραγούδια με κιθάρες και τέτοια.
Κιθάρα έπαιζα κι εγώ. Σε ηλικία 14 χρόνων. Ύστερα την έκανα χαβάγια.
Μπουζουξήδες επαγγελματίες δεν υπήρχαν τότε, το ’27-’28. Υπήρχαν κάτι γυρολόγοι
μπουζουξήδες, γέροι. Ήταν ο Αποστόλης ο Ζυμαρίτης και ο Θανάσης ο Τρελός. Γέροι
αυτοί, σου λέω. Εβδομήντα χρονώ, όταν εγώ ήμουνα παλληκαράκι. Ο ένας έβαζε κάτι
πρίμα σεγόντα, κάτι πόλκες, κάτι πράγματα άλλα δηλαδή. Ο άλλος, ο Ζυμαρίτης,
έπαιζε βαριά, της φυλακής, γιατί όλο μέσα ήτανε.
Όχι. Στα κέντρα παίζανε σαντούρια και τέτοια. Ήταν η Ρόζα η Εσκενάζυ και χόρευε. Ήταν και κάτι άλλες, η Τακουνί, και άλλες γυναίκες, που χορεύανε. Τώρα, σε καμιά ταβέρνα άκουγες και μπουζουκάκι. Κάτι βαριά τραγούδια της φυλακής.
Ήταν ο Θρούμπας και ένας άλλος γέρος, ο Μανέτας. Και,
βέβαια, ο Ζυμαρίτης και ο Θανάσης ο Τρελός.
από το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου “μάγκες πιάστε τα γιοφύρια” σελ64-65, εκδ. Καστανιώτη.
από το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου “μάγκες πιάστε τα γιοφύρια” σελ64-65, εκδ. Καστανιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου