Από τον Πάνο Σαββόπουλο.
Ο Αντώνης Καλυβόπουλος μπήκε ξαφνικά, και από το ...πουθενά στη δισκογραφία το 1936 και πολύ σύντομα, πάλι ξαφνικά, βγήκε.
Κι όμως, αυτό το λίγο έφτασε για ν' αφήσει το σημάδι του!
Και το σημάδι αυτό το αναγνωρίζουν ακόμα και σήμερα όσοι ακούνε τα 6, και μοναδικά, τραγούδια που δισκογράφησε, όλα συνθέσεις του Ιωάννη Εϊτζιρίδη, γνωστότερου ως Γιουβάν Τσαούς. Σημειωτέον ότι δεν ήταν τραγουδιστής στο επάγγελμα, αλλά μηχανολόγος, και γι' αυτό είπα ότι μπήκε στη δισκογραφία από το ...πουθενά. Τον αποκάλεσα δε, στον τίτλο, «ιδανικό ερμηνευτή» των τραγουδιών τού Γιουβάν Τσαούς για διάφορους λόγους: Ο Γιουβάν Τσαούς ήταν ένας εντελώς ξεχωριστός δημιουργός, με δισκογραφημένα μόνο 12 ασύγκριτα τραγούδια του, τα οποία δεν έμοιαζαν με τίποτε γνωστό ώς τότε, σαν να λέμε ότι ήρθαν κι αυτά από το ...πουθενά. (Ο Γιουβάν Τσαούς ήταν δηλαδή κάτι σαν τον ...Χιερόνιμους Μπος -της ζωγραφικής- στο ρεμπέτικο). Επιπρόσθετα, ο Γιουβάν Τσαούς, όπως και ο Καλυβόπουλος, δεν είχε ως επάγγελμα τη μουσική. Τα υπόλοιπα 6, από τα 12, τραγούδια του τα δισκογράφησε με τη φωνή του υπερεπαγγελματία Στελλάκη Περπινιάδη.
Ο Στελλάκης, ως γνωστόν, τραγουδούσε τον ...άμμο της θάλασσας, όπως ρεμπέτικα, μικρασιάτικα, αστικά λαϊκά, μανέδες, δημοτικά... Η ερμηνεία του, λοιπόν, στα 6 τραγούδια του Γιουβάν Τσαούς ήταν ακόμα μία απόδειξη των τεράστιων φωνητικών και εκφραστικών του δυνατοτήτων, αλλά και του προσωπικού του ύφους. Ηταν, κοντολογίς, κάτι ...εντελώς αναμενόμενο.
Ο Αντώνης Καλυβόπουλος όμως ήταν το κάτι ...άλλο. Ηταν το άγνωστο και το καινούριο, δηλαδή το μαγικό. Κι αυτό, σε συνδυασμό πάντα με τα «άγνωστα και καινούρια» τραγούδια του μεγαλοφυούς εκ Κατάμονης Πόντιου Γιουβάν Τσαούς, έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις. Γιατί ένας «ερασιτέχνης» είπε τα τραγούδια ενός «ερασιτέχνη» και αμφότεροι ήταν εκτός ...πιάτσας. Επιπρόσθετα, η φωνή του Καλυβόπουλου δεν «έφερνε», ούτε στο ελάχιστο, σε καμία από τις τότε γνωστές φωνές τραγουδιστών, όπως των Κάβουρα, Ρούκουνα, Στελλάκη, Στράτου κ.ά.
Η φωνή του Αντώνη Καλυβόπουλου ήταν σταθερή και με βάρος, αλλά ταυτόχρονα εύκαμπτη, και μπορούσε έτσι να περάσει με επιτυχία και άνεση από όλες τις μελωδικές «πτυχώσεις» που δημιουργούσαν τα δύσκολα μακάμια που είχε για καμβά στα τραγούδια του ο μεγάλος Γιουβάνης. Θα προτιμούσα, και όχι μόνο εγώ..., να είχε αυτός δισκογραφήσει και τα υπόλοιπα τραγούδια του Γιουβάν Τσαούς, αφού τον αγαπημένο μας Στελλάκη έχουμε τη δυνατότητα να τον απολαύσουμε από τις περίπου 400 ηχογραφήσεις του, ενώ για τον Αντωνάκη έχουμε μόνον 6!
Ακούγαμε και ξανακούγαμε, από παλιά, τη φωνή του Αντώνη Καλυβόπουλου, μάς γοήτευε, αλλά δεν ξέραμε σχεδόν τίποτα γι' αυτόν. Είμαι, όπως καταλαβαίνετε, πολύ ικανοποιημένος που κατάφερα, μέσω της οικογένειάς του, να μάθω για τη ζωή του και έτσι έγραψα ετούτο 'δώ το κειμενάκι.
Ο Αντώνης Καλυβόπουλος γεννήθηκε στο Μπαριακλί της Μ. Ασίας το 1905, από εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν έμπορος εκεί. Η μητέρα του ήταν εξαδέλφη του Παναγιώτη Τούντα. Είχε τρεις αδελφούς και μία αδελφή. Εγκατέλειψαν την Ιωνία το 1925, σαν ανταλλάξιμοι. Εγκαταστάθηκαν στον Υμηττό, ενώ η οικογένεια τής (μετέπειτα) γυναίκας του, Ευαγγελίας, είχε ήδη εγκατασταθεί στην Καισαριανή. Παντρεύτηκαν το 1927.
Από μικρός είχε μάθει, από τον αδελφό του Ευάγγελο, την τέχνη του μηχανικού κινητήριων μηχανών. Ετσι, μόλις ήρθαν στην Ελλάδα, εργάστηκε ως δεύτερος μηχανικός στον κυλινδρόμυλο του Καλαμάκη στον Πειραιά, συνολικά πάνω από 20 χρόνια. Μάλιστα το 1940 πήρε και πτυχίο μηχανικού μηχανών, έπειτα από εξετάσεις στο υπουργείο Μεταφορών. Ο αδελφός του Ευάγγελος ήταν διευθυντής στο εργοστάσιο, στο Βόλο, «Λεβιάθαν - Μουρτζούκος», το οποίο έβγαζε κασμίρια. Οταν, μετά τον πόλεμο, η επιχείρηση αυτή έκανε επέκταση στην Αθήνα, ως εριουργία, τον προσέλαβαν για τεχνικό διευθυντή πετρελαιομηχανών.
Ο Αντώνης Καλυβόπουλος ήταν 1.84 ψηλός, συμπαθητικός, σοβαρός, έμπιστος, χαρούμενος, γεμάτος ζωή και με το τραγούδι στο στόμα. Τραγουδούσε σε κάθε ευκαιρία. Εψελνε μάλιστα κιόλας. Στη δισκογραφία μπήκε τυχαία, όταν (μάλλον) το 1933 στο γλέντι ενός γάμου είπε ένα τραγούδι και εντυπωσίασε τους εκεί παρόντες Π. Τούντα και Γιουβάν Τσαούς. Αποτέλεσμα ήταν, το 1936, να δισκογραφήσει 6 από τα 12 τραγούδια του Γιουβάν Τσαούς. Την ίδια χρονιά είχε κάνει πρόβα για να δισκογραφήσει τη «Βαρβάρα» (τραγούδι επισήμως του Τούντα), καθώς και το «Θα στο λύσω», του Β. Παπάζογλου. Τελικά τα τραγούδια αυτά τα είπε ο Στελλάκης, γιατί ο Αντώνης είχε τότε ένα ατύχημα σε μια εκδρομή, κάτι που τον έστειλε στο νοσοκομείο για 6 μήνες.
Οι δισκογραφήσεις πάντως σταμάτησαν οριστικά, γιατί αυτή ήταν η επιθυμία της γυναίκας του, αυτός δε την υπεραγαπούσε και δεν της χάλασε το χατίρι. Ετσι χάθηκε οριστικά μια φωνή που σίγουρα θ' άφηνε την ιστορία της στους δίσκους και στα πάλκα. Βέβαια στο σπίτι και στις συντροφιές ο Καλυβόπουλος δεν έπαψε ποτέ να τραγουδάει. Σημειωτέον ότι για τις δισκογραφήσεις και τον κόσμο της μαγκιάς δεν μιλούσε ποτέ στα παιδιά του. Μάλιστα αυτά δεν ήξεραν καν ότι είχε τραγουδήσει σε δίσκους. Η αποκάλυψη έγινε αργότερα όταν σ' ένα γλέντι αρραβώνα κάποιου ανιψιού του, στον Βόλο, έβαλαν στο γραμμόφωνο ένα τραγούδι και ακούστηκε η φράση «Γεια σου, Καλυβόπουλε». Η κόρη του Μαρία έχει πει σχετικά: «Ο μπαμπάς χαμογέλασε κι εμείς τότε καταλάβαμε ότι αυτός ήταν ο τραγουδιστής στον δίσκο. Μάλιστα, όταν φύγαμε μάς τον έκαναν δώρο τον δίσκο αυτόν».
Σημείωση:
Η φράση «Γεια σου, Καλυβόπουλε» ακούγεται στα τραγούδια «Γιοβάν Τσαούς» και «Παραπονούνται οι μάγκες μας». Κι επειδή το «Παραπονούνται...» είναι άσμα ...χασικλιδικόν, το πιο πιθανό είναι στο γλέντι του αρραβώνα να ακούστηκε το «Γιοβάν Τσαούς», άσχετα αν στην τούμπα του δίσκου έχει τον «Πρεζάκια»... Και με την ευκαιρία..., 5-6 χρόνια μετά τον θάνατο του Καλυβόπουλου κάποια ρεμπέτικα «μπουμπούκια» πήγαν στην οικογένεια και ζήτησαν τον συγκεκριμένο δίσκο και μία φωτογραφία του με σκοπό να δημοσιεύσουν κάτι γι' αυτόν και φυσικά να τα επιστρέψουν. Τίποτα από τα δύο δεν έγινε κι εγώ θα μιλήσω άλλη μια φορά για τη γνωστή «συλλεκτική αλητεία» κάποιων... Φυσικά λέω κάποιων, γιατί οι περισσότεροι συλλέκτες είναι ευαίσθητοι και μερακλήδες και δεν κάνουν τέτοιες ατιμίες, και μάλιστα λέγοντας και από πάνω ...δικαιολογίες.
Το 1945 ο Καλυβόπουλος υποβλήθηκε σε εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, μετά την οποία έκανε αιμόπτυση, πιθανότατα λόγω φυματίωσης που είχε και δεν το γνώριζε. Στη συνέχεια νοσηλεύτηκε για έναν χρόνο στο σανατόριο στο Διόνυσο και ύστερα επανήλθε κανονικά στη δουλειά του. Πέθανε το 1960 από καρδιακή ανεπάρκεια.
"Ελευθεροτυπία", Βιβλιοθήκη, Σάββατο 5 Μαρτίου 2011.
_________________
Πηγη rebetiko.sealabs.net