Η πρώτη επαφή των περισσότερων με το ρεμπέτικο γίνεται με τραγούδια όπως η «Φραγκοσυριανή» και το «Πριν το χάραμα», κλασικά δηλαδή λαϊκά τραγούδια αισθηματικής θεματολογίας που τραγουδιούνται εδώ και εβδομήντα χρόνια.
Η έκπληξη όμως έρχεται όταν για πρώτη φορά ακούς κάποια από τα τραγούδια που το περιεχόμενό τους περιγράφει φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας της εποχής, χωρίς περιστροφές και αποσιωπήσεις. Τα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια αναφέρονται στη χρήση ινδικής κάνναβης και λιγότερα στην ηρωίνη και την κοκαΐνη.Λέει ο Βαγγέλης Παπάζογλου στο «Λαθρέμπορα», ένα ζεϊμπέκικο του 1935, με τη φωνή Στελλάκη Περπινιάδη:
Τα κονομούσα έξυπνα και πάντοτε στη ζούλα.
γιατ' ήμουνα λαθρέμπορος και τα πουλούσα ούλα.
Τι όμορφα που πέρναγα, με εκείνο το μαυράκι,
μα η πρέζα μου τα πότισε, τα σωθικά φαρμάκι
Για είκοσι γραμμάρια που μ’ έκαναν πιαστό
μ’ ένα χρονάκι μ’ έστειλαν στην Αίγινα σκαστό.
Και σαν να μην καλάρεσε στον Πρόεδρο το φίλο
Μου ’χει και παραθέρισμα εξάμηνο στην Πύλο.
γιατ' ήμουνα λαθρέμπορος και τα πουλούσα ούλα.
Τι όμορφα που πέρναγα, με εκείνο το μαυράκι,
μα η πρέζα μου τα πότισε, τα σωθικά φαρμάκι
Για είκοσι γραμμάρια που μ’ έκαναν πιαστό
μ’ ένα χρονάκι μ’ έστειλαν στην Αίγινα σκαστό.
Και σαν να μην καλάρεσε στον Πρόεδρο το φίλο
Μου ’χει και παραθέρισμα εξάμηνο στην Πύλο.
Αυτή η ωμή περιγραφή της πραγματικότητας είναι πραγματικά συγκλονιστική. Ό,τι εμείς ψιθυρίζουμε αυτοί το τραγουδούσαν. Οι περιθωριακές φιγούρες των χασικλήδων του σήμερα δε δείχνουν να έχουν καμιά σχέση με τους μάγκες χασικλήδες του ρεμπέτικου. Ο Μάρκος είναι από τους πρώτους που «βάζουν μουσικές στα γραμμόφωνα» και μεταφέρουν αυτούσιο τον ήχο του λιμανιού στους δίσκους 78 στροφών. Μαζί του ο Ανέστης Δελιάς, ο Γιώργος Μπάτης και όλη η «Πειραιώτικη σχολή». Με αυτόν τον τρόπο δίνεται η ευκαιρία για πρώτη φορά στο λαό να έρθει σε επαφή με αυτό το καινούργιο μουσικό ρεύμα που σαρώνει στην αυγή του εικοστού αιώνα την Ελληνική μουσική παραγωγή.
Η θεματολογία του ρεμπέτικου μεταφέρει με ειλικρίνεια την αυθεντική εικόνα της πραγματικότητας, τη φτώχεια, τη θλίψη, τον έρωτα, το θάνατο και τη λήθη. Η τελευταία χρησιμεύει σ’ έναν κόσμο που δείχνει ανέλπιδος ως τρόπος επιβίωσης μέσω της φυγής. Το όχημα αυτής της φυγής είναι οι ουσίες: το αλκοόλ, το χασίς και μερικές φορές η ηρωίνη και η κόκα. Η πραγματικότητα της πείνας και τη προσφυγιάς ξεπερνιέται ψεύτικα στους τεκέδες και στις «καβάτζες» με βαρύ τίμημα που αρχίζει από την εξαθλίωση και φτάνει στο θάνατο, όπως στην περίπτωση του Ανέστη Δελιά που με το παρακάτω τραγούδι μάς προετοιμάζει για το πρόωρο τέλος του.
Απ’ τον καιρό που άρχισα την πρέζα να φουμάρω
ο κόσμος μ’ απαρνήθηκε, δεν ξέρω τι να κάνω.
Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ ο κόσμος με πειράζει
και η ψυχή μου δεν κρατά πρέζα να με φωνάζει
[Γεια σου μαγκίτη μου Ανέστο!]
Απ’ τη μυτιά που τράβαγα άρχισα και βελόνι
και το κορμί μου άρχισε σιγά-σιγά να λιώνει.
[Αχ! Μ’ έφαγες πρέζα!]
Τίποτε δε μ’ απόμεινε στον κόσμο για να κάνω
αφού η πρέζα μ’ έκανε στους δρόμους να πεθάνω.
ο κόσμος μ’ απαρνήθηκε, δεν ξέρω τι να κάνω.
Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ ο κόσμος με πειράζει
και η ψυχή μου δεν κρατά πρέζα να με φωνάζει
[Γεια σου μαγκίτη μου Ανέστο!]
Απ’ τη μυτιά που τράβαγα άρχισα και βελόνι
και το κορμί μου άρχισε σιγά-σιγά να λιώνει.
[Αχ! Μ’ έφαγες πρέζα!]
Τίποτε δε μ’ απόμεινε στον κόσμο για να κάνω
αφού η πρέζα μ’ έκανε στους δρόμους να πεθάνω.
Η πρώτη περίοδος του αστικού λαϊκού τραγουδιού είναι γεμάτη από τα βιώματα των δημιουργών της που μέσα από την απόλυτη ελευθερία έκφρασης περνούν στη δισκογραφία αυτούσια. Το μεγαλύτερο κομμάτι της μουσικής παραγωγής εκείνης της περιόδου αναφέρεται στις ουσίες άμεσα ή εμπεριέχει έμμεσες αναφορές σ’ αυτές. Το αστικό λαϊκό τραγούδι, αυτό που χαρακτηρίστηκε από τους μελετητές του «ρεμπέτικο», φτάνει να ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μυαλά των περισσότερων με το χασικλίδικο που έχει ξεκινήσει με τα δημώδη δίστιχα που ακούγονταν στους τεκέδες και τις φυλακές αλλά και στα καπηλειά και τους καφενέδες της αγοράς του Πειραιά. Τα παραπάνω αφορούν την περίοδο μέχρι το 1936 που η δικτατορία του Μεταξά, μεταφέροντας την Αμερικάνικη οπτική της αντικατάστασης του αφορολόγητου ευφορικού χασίς με το πιο αποδεκτό και φορολογημένο αλκοόλ, διώκει την ουσία τους χρήστες και τα τραγούδια τοποθετώντας έτσι και το ρεμπέτικο στην παρανομία. Η μεγάλη περιπέτεια της λαϊκής μας μουσικής έχει μόλις ξεκινήσει. Με πρόσχημα την αναφορά στα ναρκωτικά η λογοκρισία εδραιώνεται και ελέγχει τη μουσική παραγωγή.
Το ρεμπέτικο φτάνει ως τις μέρες μας μέσα από πολλαπλές αναβιώσεις αλλά και τα ναρκωτικά φτάνουν με τη σειρά τους χωρίς τελικά να εξαφανιστούν από τη λογοκρισία. Το μόνο που επιτυγχάνεται μέσω της λογοκρισίας είναι η βίαιη μετάλλαξη ενός εκρηκτικά εξελισσόμενου μουσικού ρεύματος στη φολκλόρ εκδοχή του, καθώς η ελεγχόμενη πια μουσική παραγωγή φιλτράρει την έκφραση και τη θεματολογία, απαγορεύοντας κάθε τι «αιρετικό». Η λογοκριμένη αυτή μουσική παραγωγή συνεχίζεται για άλλα τέσσερα χρόνια μέχρι που ο πόλεμος διακόπτει βίαια τα πάντα.
Ελάχιστα τέτοια τραγούδια βγαίνουν τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, χωρίς αυτή τη φορά να αποτελούν «έκφραση» -έστω και μιας μικρής μερίδας- του λαού, αλλά μόνο θέμα προς κατανάλωση. Παραδείγματα τέτοιων τραγουδιών είναι το «Όταν καπνίζει ο λουλάς» του Γιώργου Μητσάκη και τα «Πέριξ» του Βασίλη Τσιτσάνη. Κατόπιν η θεματολογία αυτή εγκαταλείπεται από την πρωτογενή μουσική παραγωγή για να εμφανιστεί ξανά στην δεκαετία του ’70 με κάποιες ελάχιστες αναφορές σε τραγούδια του Παύλου Σιδηρόπουλου στη σύγχρονη ελληνική ροκ σκηνή και από μερικές «ηλεκτρικές» επανεκτελέσεις ρεμπέτικων τύπου Απόστολου Νικολαΐδη που ήθελαν να δώσουν μια γεύση παρανομίας στους «πιατοθραύστες» διασκεδαζόμενους των ξενυχτάδικων της μεταπολίτευσης
http://www.klika.gr/