Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

Γιώργος Ξηντάρης: Από την οικοδομή στο μπουζούκι και στην... Ανατολή.

Γιώργος Ξηντάρης

🖋 γράφει ο:


Ο Γιώργος Ξηντάρης υπηρετεί πιστά και διαδίδει το ρεμπέτικο τραγούδι, από την πρώτη στιγμή που έπιασε το μπουζούκι στα χέρια του ως σήμερα, που είναι 70 χρόνων. 

Συνέδεσε το όνομά του με τρία ιστορικά μαγαζιά, τη «Ρεμπέτικη Ιστορία», τη «Στοά των Αθανάτων» και την «Ανατολή» στη Σκόπελο. Γελαστός, με πηγαίο χιούμορ, δεν μασάει τα λόγια του, ευτυχής που συνεχίζει τη διάδοση του ρεμπέτικου με τα δυο παιδιά του, αλλά και μάγειρας. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και το πρώτο ρεμπετάδικο στα Εξάρχεια, στην Ιπποκράτους 181.

«Δουλεύαμε στην οικοδομή με τον Παύλο Βασιλείου, παίζαμε ταυτόχρονα μπουζούκι και αποφασίσαμε να ανοίξουμε ένα μαγαζί για να μας ακούει ο κόσμος…».

Με τι κεφάλαιο;

Μηδέν κεφάλαιο. Χτίστες ήμασταν, πήραμε ένα ισόγειο δωμάτιο στα Εξάρχεια και αρχίσαμε να το φτιάχνουμε. Βάλαμε μέσα ένα ψυγείο, αγοράσαμε βερεσέ τα ποτά από μια κάβα, το διαμορφώσαμε και πήγαμε με τα όργανά μας να παίξουμε. Βοήθησαν και οι φίλοι, άλλοι έφεραν κουρτίνες, άλλοι καρέκλες, άλλοι τραπέζια, άλλοι ζωγράφισαν στους τοίχους και ξεκινήσαμε. Ούτε εξαερισμό δεν είχε, από την κάπνα δεν έβλεπες και πολλά πράγματα. Πριν παίζαμε σε διάφορα ταβερνάκια στις γειτονιές για τα προς το ζην. Όχι σπουδαία πράγματα.

Και πώς το έμαθε ο κόσμος;

Η καλύτερη διαφήμιση είναι στόμα με στόμα. Δεν υπήρχαν κινητά, ίντερνετ, τίποτα. Άρχισαν να έρχονται φοιτητές και μετά όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος της Αθήνας. Φέραμε το ρεμπέτικο, το διασώσαμε στις πλατιές μάζες και μετά έγινε της μόδας. Εμείς το κάναμε της μόδας, αφού, μετά το 1981 που ξεκινήσαμε, σε δυο τρία χρόνια άρχισαν παντού να ξεφυτρώνουν ρεμπετάδικα, «Η Φραγκοσυριανή», «Το ταξίμι», και αναβιώσαμε το ρεμπέτικο. Εγώ έκατσα τρία χρόνια, μετά πήραμε κι άλλον κιθαρίστα και τον 93χρονο κυρ Νίκο Σαμιωτάκη με το σαντούρι. Το έμαθαν οι μουσικοί και οι ηθοποιοί, που έρχονταν μετά το θέατρο. Ήταν το πρώτο μπαρ με ρεμπέτικα. Περάσαμε καλά. Ήταν διαφορετικό και ο κόσμος είχε δίψα για το ρεμπέτικο τραγούδι. Λίγες μέρες μετά το άνοιγμα του μαγαζιού έγινε ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα τον Φλεβάρη του ‘81. Στην κατάμεστη «Ρεμπέτικη Ιστορία», αν και ημέρα Τρίτη λίγο πριν από τις 11, ο πανικός που επικράτησε στο μαγαζί ήταν μόνο αυτός από τα ρεμπέτικα τραγούδια. Κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ο Φώτης Μεσθεναίος, ο σκηνοθέτης της επιτυχημένης τηλεοπτικής σειρά το «Μινόρε της αυγής» μετά τα γυρίσματα της σειράς έκλεινε όλα τα τραπέζια στη «Ρεμπέτικη Ιστορία» με τους συνεργάτες του για να ακούσει τα αυθεντικά ρεμπέτικα…

Έτσι εξαπλώθηκε;

Ναι, μετά από λίγο καιρό και η κουτσή Μαρία έπαιζε ρεμπέτικα. Όλες οι ταβέρνες έβαζαν ταμπέλες «ρεμπέτικα» και όλοι νόμιζαν ότι έπαιζαν ρεμπέτικα. Τότε είπα ότι πρέπει να υπάρχει αστυνομία θεάματος να τους μαζεύει. Ακόμη και τώρα. Γιατί είναι άσχετοι, φάλτσοι, τι πάνε και ανακατεύονται με το τραγούδι και μάλιστα το ρεμπέτικο;

Έρχονταν όλες οι φίρμες της εποχής;

Βέβαια, ήρθε ο Ξαρχάκος, ο Μπάμπης Μπακάλης, ήταν μόνιμοι. Μόνο η Βουγιουκλάκη δεν ήρθε. Θα την έφερνε μετά το θέατρο ένα βράδυ ο Τίμος Περλέγκας, αλλά χιόνισε. Ερχόταν και ο Γκολές και έπαιζε μπαγλαμά. Ο καλύτερος φίλος μου, είχαμε κοινούς στόχους και κάναμε έναν ευγενή ανταγωνισμό. Και οι δυο από την επαρχία, εγώ από τη Σκόπελο, αυτός από την Πάτρα. Μετά παίζαμε και μαζί στον «Κουασιμόδο», στη «Ρεμπέτικη Κλίκα».

Πότε ακούσατε πρώτη φορά ρεμπέτικα;

Στη Σκόπελο από γραμμόφωνο σε διάφορες ταβέρνες του νησιού. Ο πατέρας μου ήταν ψαράς. Ο βιολογικός πατέρας μου πέθανε το 1972, είχε χωρίσει με τη μάνα μου.

Πότε φύγατε από τη Σκόπελο;

Σε ηλικία 14 χρόνων, είχα ανησυχίες, δεν με χωρούσε το νησί. Πήρα το ΚΤΕΛ από τον Βόλο, ήρθα στην Αθήνα και είχαμε ένα στέκι σκοπελίτικο, ταβέρνα στο Μοναστηράκι, τον «Σιγάλα», εκεί όπου είναι τώρα ο Μπαϊρακτάρης.

Στον Βόλο πηγαίνατε και στη «Σκάλα του Μιλάνου»;

Πολλές φορές. Ναι, πρώτη φορά όταν ήμουν λαδάς στο πλοίο «Κίχνος» για δυο χρόνια. Πήγαινα όταν διανυκτερεύαμε στον Βόλο. Γνωρίστηκα με τους Μιλάνους όταν είχαν το μαγαζί στην Αγίου Νικολάου. Το επόμενο μαγαζί που άνοιξαν δεν μου άρεσε. Μετά από χρόνια κάναμε και μια συναυλία για τους Μιλάνους στο Δημοτικό Θέατρο, με τον Πάνο Γεραμάνη και τον Νίκο Παπάζογλου. Συχωρεμένοι και οι δύο. Και εκπομπή με τον Λιάβα.

Καλά, πώς βρεθήκατε σε πλοίο, αφού ήσασταν οικοδόμος;

Όλα τα κάναμε για να ζήσουμε. Έγινα και ναυτικός. Μου έδειξε ο μηχανικός, με το λαδωτήρι, το λαδικό. Σε ηλικία 17 χρόνων μπάρκαρα από τον Πειραιά και μου έδειξαν πώς να λαδώνω τις μηχανές, τα έμβολα. Το μπουζούκι το πήρα 15 χρόνων από ένα μαγαζί, ένα υπόγειο στην Ομόνοια. Εξακόσιες δραχμές. Πεντακόσιες το όργανο και εκατό η θήκη. Έβαζα τάλιρο, δίφραγκο στο τζουκ μποξ και άκουγα. Και μετά έτρεχα γρήγορα στο σπίτι να μου μείνει η μελωδία και να την παίξω. Δεν είχαμε τότε τίποτα στο σπίτι για να ακούμε μουσική. Αυτοδίδακτος, ούτε νότες ούτε τίποτα. Είχα μουσικό αυτί και πήγαινα στον Τσιτσάνη στο «Χάραμα» και άκουγα. Μου έλεγε «άκου και κλέψε». Μια φορά μάλιστα με έβαλε να χορέψω για να τελειοποιήσει ένα καινούργιο τραγούδι.

Ποιο;

«Το βαπόρι από την Περσία». Με έβαλε να χορέψω για να πιάσει τον ρυθμό, πάνω στα πατήματα. Με κόσμο στο μαγαζί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Next page