Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

Charles Howard: Ο Άγγλος που έσωσε το ρεμπέτικο.

Η ιστορία ενός Άγγλου ζωγράφου που επέλεξε να ζήσει στην Ελλάδα και έγινε ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του ρεμπέτικου, αφήνοντας πίσω του μεγάλο έργο.

Ο Charles Howard γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1936 και ήταν το μοναχοπαίδι μιας οικογένειας με παράδοση στο θέατρο. Και οι δυο γονείς του ήταν πετυχημένοι ηθοποιοί, όπως και ο παππούς του, που έπαιζε σε μιούζικ-χολ και χόρευε κλακέτες. Επειδή οι γονείς του έλειπαν συχνά, ο Τσάρλι μεγάλωσε με τη γιαγιά του, που ήταν μοδίστρα και έφτιαχνε και κοστούμια για το θέατρο. Η παιδική του ηλικία ήταν αρκετά περιπετειώδης.

Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, μετακόμισαν οικογενειακώς στο Κεντ, αλλά δεν έμειναν για πολύ. Όταν ήταν πέντε ετών, η μητέρα του τον πήρε και πήγαν στην Αμερική, στο Hudson Valley, έξω από τη Νέα Υόρκη, σε μια φίλη της, την Helen Hayes, η οποία ήταν τότε διάσημη Αμερικάνα ηθοποιός. Φεύγοντας, η μητέρα του τον άφησε στο σπίτι της Heyes στην εξοχή, να τον φροντίσει μαζί με τον συνομήλικο γιο της.

Πέρασαν χρόνια για να μάθει ο Τσάρλι ότι στη διάρκεια του πολέμου η μητέρα του ήταν κατάσκοπος, γι’ αυτό τον πήγε στην φίλη της πριν φύγει για Σιγκαπούρη ‒ για να τον προστατέψει. Ο πατέρας του αιχμαλωτίστηκε από τους Ιάπωνες και έμεινε για χρόνια φυλακισμένος σε στρατόπεδο.

Ο Τσάρλι έμεινε στην Αμερική μέχρι τη λήξη του πολέμου και όταν επέστρεψε στο Λονδίνο βρήκε μια πόλη βομβαρδισμένη. Ο πατέρας του, από τον οποίο δεν είχε καμία ανάμνηση, ήταν ακόμα αιχμάλωτος στην Ιαπωνία και ουσιαστικά τον είδε για πρώτη φορά όταν απελευθερώθηκε. «Έπαιζε στον δρόμο και ξαφνικά σταματάει ένα ταξί και κατεβαίνει ένας ξένος άνθρωπος, ταλαιπωρημένος απ’ τον πόλεμο, που ήταν ο μπαμπάς του» λέει η κόρη του, Rachel Howard.

Όταν ήρθε στην Ελλάδα, γνώρισε την ελληνική μουσική και από την πρώτη στιγμή είχε επαφή με τα ρεμπέτικα. Τη δεκαετία του ’70 και του ’80 πηγαίναμε κάθε Κυριακή στο Μοναστηράκι με το τρένο, οικογενειακώς, κι εκείνος, με ένα συριανό ταγάρι για τσάντα, πήγαινε να ψάξει για δίσκους. Τους ήξερε όλους τους παλαιοπώλες.

«Ο πατέρας μου ήταν πανέξυπνος, αλλά παράτησε το σχολείο πολύ μικρός. Επειδή οι γονείς του έλειπαν λόγω δουλειάς, τον έβαλαν σε ένα οικοτροφείο, ένα πολύ προχωρημένο σχολείο για την εποχή, το οποίο άφησε στα δεκαπέντε του. Ήταν ένα από τα πρώτα μεικτά οικοτροφεία, αρκετά μποέμ. Στην ίδια τάξη με τον πατέρα μου ήταν η θεία μου, η αδελφή της μητέρας μου, έτσι γνώρισε τη μαμά μου και ερωτεύτηκαν, από πιτσιρίκια.

Μετά ο πατέρας μου έφυγε, πήγε στο Warwickshire, στο Royal Shakespeare’ Company, και έγινε ηθοποιός. Και επειδή ήταν μικρός, κουβαλούσε σπαθιά και έπαιζε ρόλους παιδιών. Βρέθηκε όμως στη σκηνή με τον Λόρενς Ολίβιε, με τεράστια ονόματα που σήμερα είναι θρύλοι. Συχνά έπαιρνε το τρένο για να πάει να δει τη μαμά μου στο Dartington, στο Devon, και κοιμόταν στους κήπους του σχολείου για να μην τον πάρουν είδηση οι καθηγητές. Την έβλεπε για λίγο και μετά επέστρεφε. Ήταν ένας μεγάλος έρωτας, που διήρκεσε όλη τους τη ζωή.

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Next page