Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

18 Ιανουαρίου, ημέρα που γεννήθηκε και έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Τσιτσάνης

tsitsanis.jpg
γράφει ο Στέλιος Καραγιώργος
18 Ιανουαρίου, ημέρα που γεννήθηκε και έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Τσιτσάνης και με αφορμή αυτό το γεγονός παραθέτουμε αποσπάσματα από κείμενα που γράφτηκαν για τον Τσιτσάνη και έχουν την υπογραφή σπουδαίων ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης:

Χάρη σε αυτόν το Ελληνικό τραγούδι έγινε πλουσιότερο, φωτεινότερο, αγκάλιασε όλη την Ελληνική κοινωνία και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους νεότερους δημιουργούς.

Χάρη σε αυτόν η πόλη των Τρικάλων έγινε γνωστή πέρα από τα όριά της και πέρα από τα όρια της Ελλάδος.
Εμείς οι νεότεροι τον ξέρουμε όπως και οι παλιοί το ίδιο καλά.
Δεν τον ζήσαμε όμως τον νιώθουμε μαζί μας σε κάθε μας βήμα.
Περπατάμε στα ίδια σοκάκια, ατενίζουμε τον ίδιο ορίζοντα, μιλάμε μαζί του όταν τραγουδάμε τα τραγούδια του και ας τα λέμε πολλές φορές με τον δικό μας τρόπο.

Είναι πάντα δίπλα μας και για όλα όσα μας άφησε παρακαταθήκη του λέμε ένα μεγάλο ευχαριστώ. 
 

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
 
Εις μνήμην

«Ο Βασίλης Τσιτσάνης αναπαύτηκε εν ειρήνη.Μ’όλο που έγινε γνωστό πως δεν επιθυμούσε επικήδειους λόγους, δεν τους απέφυγε. Ο άνθρωπος που δεν αρνήθηκε  ποτέ να εκτελέσει κάθε “παραγγελιά” του κοινού του κηδεύτηκε χωρίς να εισακούσει κανείς τη δική του παραγγελιά. πολλά γράφτηκαν τούτες τις μέρες, όμορφα και συγκινητικά, για τον άνθρωπο που έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από το περιθώριο και το νομιμοποίησε. Καλό είναι, πάντως, να μην ξεχνάμε πως η νομιμοποίηση του, σε δύσκολους καιρούς, έγινε από δύο ανθρώπους της “σοβαρής μουσικής”. Τη Σοφία Σπανούδη και τον Μάνο Χατζιδάκι που άκουσαν τότε τα εξ αμάξης από την κατεστημένη μουσική και κοσμική κοινωνία.
 
Ας είναι σεβόμενος την επιθυμία του, δεν θα αναπέμψω ύμνους. Μόνο για να τιμήσω τη μνήμη του θα αποπειραθώ να αποκαταστήσω και τον όρο “ρεμπέτης”, που παλιότερα αλλά και τώρα έχει συσχετιστεί με την τουρκική γλώσσα και τα ξένα ήθη. Πρόταση κάνω και παρακαλώ τους ειδικούς να τη συζητήσουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λέξη” ρεμπέτης” έρχεται από την Τουρκία. Το πρόβλημα είναι μήπως είναι δάνειο ή, καλύτερα, προέρχεται από ρίζα της κοινής μητέρας γλώσσας ώστε να ήρθε σε μας ως αντιδάνειο. Είναι περίεργο πως δεν πρόσεξαν οι ειδικοί ως τώρα πως η λέξη “ρεμπέτης” στα τουρκικά σημαίνει “άτακτος, αλάνης, αλήτης”, ό,τι δηλαδή και η αρχαία και μεσαιωνική λέξη “ρεμβός” (o εδώ κι εκεί περιφερόμενος, ο περιπλανώμενος).Και η λέξη” ρέμβος” (η περιπλάνηση) υπάρχουν τα ρήματα “ρέμβω”  και “ρέμβομαι” και “ρεμβέβω” που σημαίνουν “περιφέρομαι, πλανιέμαι, πηγαίνω στην τύχη, στα κουτουρού, είμαι άστατος, αλητεύω”. Η ετυμολογία της λέξης μας πάει στο ψαχνό. Έστω η τολμηρή αυτή πρόταση, μνημόσυνο στον ρεμβώδη Τσιτσάνη, στη ρέμβη της μουσικής του και στο ρεμβόμενο κόσμο των τραγουδιών του».

Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» στις 26 Γενάρη 1984

Η ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ

Μου ζητήθηκε να γράψω κάτι για τον Βασίλη Τσιτσάνη. Πριν ξεκινήσω, θέλω να πω ότι σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που τον γνώρισαν καλύτερα από εμένα. Άλλοι πάλι, πιο ειδικοί, που μπορούν να μιλήσουν καλύτερα για το έργο του. Και πάνω απ’όλα τον λόγω έχει ένας ολόκληρος λαός, που τον λάτρεψε τοποθετώντας τον στην κορυφή της πυραμίδας του ελληνικού τραγουδιού.
 
Θα σας καταθέσω λοιπόν την προσωπική μου εμπειρία από την επαφή – συνεργασία μαζί του, περιγράφοντας – όσο είναι δυνατόν να περιγράφει- αυτό που πήρα απ’αυτόν τον άνθρωπο. Πράγμα δύσκολο, γιατί πάνω απ’όλα, είναι συναίσθημα και περιουσία τέτοια, που τα λόγια μοιάζουν πολύ λίγα.
1974, λοιπόν, αν θυμάμαι καλά και η πορεία μου στο τραγούδι έχει ήδη αρχίσει δίπλα στους πιο καταξιωμένους δημιουργούς. Το τηλέφωνο χτυπάει και ακούω την φωνή του δασκάλου να μου λέει ότι ήθελε να πω σε έναν καινούργιο δίσκο το ένα τραγούδι που παλαιότερα είχε τραγουδήσει η Στέλλα Χασκίλ, το «Ακρογιαλιές δειλινά».
 
Το μόνο που καταλάβαινα εκείνη την στιγμή ήταν ότι μιλούσα με τον ζωντανό μύθο του τραγουδιού και ότι είχα φοβερή αγωνία για το κατά πόσον θα ήμουν αντάξια της επιλογής του. Δεν μπορούσα να υποψιαστώ βέβαια, ότι μ’αυτήν την εκτέλεση θα σημάδευα την καριέρα μου και θα περνούσα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού ως η μοναδική της γενιάς μου που αργότερα ο δημιουργός θα έγραφε τραγούδια ειδικά για την φωνή μου στον δίσκο με γενικό τίτλο το «ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ». Τον χώρο δηλαδή που σήμερα συναντώ τον κόσμο μου και θυμόμαστε γλεντώντας, μερικά από τα ωραιότερα λαϊκά μας τραγούδια: το ΧΑΡΑΜΑ. Πιστέψτε με ότι σ’αυτόν το χώρο η παρουσία αυτόν τον μεγάλων δημιουργών που πέρασαν από εκεί, είναι έντονη καθημερινά.
 
Αυτό που θυμάμαι πάντα από τον Τσιτσάνη και που έρχεται πάλι κάθε φορά που αγγίζω τα τραγούδια του και γενικότερα το λαϊκό τραγούδι, είναι μια φωνή μου, που μέχρι τη στιγμή της συνάντησης μαζί τους αγνοούσα – ενώ εκείνος την ήξερε από πριν – και μου την απέσπασε με τον τρόπο  που μόνον ένας μεγάλος δημιουργός ξέρει: Στην πρόβα στο σπίτι του, όταν πήγα, του ζήτησα να ακούσω το τραγούδι στην πρώτη του εκτέλεση με την Χασκίλ. Δεν μου το επέτρεψε και μου είπε να θεωρήσω ότι το τραγούδι έχει γραφτεί για μένα και παίρνοντας το μπουζούκι του άρχισε να μου το μαθαίνει σαν κάτι καινούργιο. Έτσι λοιπόν η «παρθενική» αυτήν επαφή μου με το «Ακρογιαλιές δειλινά…» γέννησε αυτή την φωνή που σας ανέφερα παραπάνω.
 
Αυτό και μόνο φτάνει για να καταλάβει κανείς πόσο μεγάλος δημιουργός ήταν, γιατί μόνον ένας τέτοιος ξέρει εκ τον προτέρων γιατί «επιλέγει τους συνεργάτες του (τραγουδιστές – μουσικούς) και τι θα πάρει από αυτούς έχοντας κατά νου ένα αποτέλεσμα που ταιριάζει απόλυτα σε αυτό που έχει σκεφτεί. Όσον αφορά εμένα τώρα, σαν μάθημα μου έμεινε ότι το λαϊκό τραγούδι ναι μεν θέλει φωνητικές δυνατότητες, πάνω απ’ όλα όμως θέλει αθωότητα και καθαρή ψυχή.
 
Πέρα απ’αυτά να πω πως ήταν ένας άνθρωπος ταγμένος στην κυριολεξία σ’αυτό που έκανε, έχοντας συνέχεια στο μυαλό του να φτιάχνει τραγούδια που θα αρέσουν πάνω απ’όλα στον ελληνικό λαό. Το έργο του – τεράστιο σε όγκο – πραγματικά είναι εθνικό κεφάλαιο. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που «έφυγε» και είχαμε πάει όλοι να τον ξεπροβοδίσουμε. Η αίσθηση που υπήρχε δεν ήταν ότι ο Τσιτσάνης ήταν απών. Τόσο ζωντανό είναι το έργο του. Και μετά από χρόνια έχω ακριβώς το ίδιο συναίσθημα.
Είναι εδώ λοιπόν μέσα από τα τραγούδια του, που σαν κάθε μεγάλο έργο τέχνης είναι όχι μόνον αναλλοίωτα στον χρόνο αλλά απόλυτα καινούργια. Κάθε ανάγνωση του έργου του Τσιτσάνη σε κάνει να ανακαλύπτεις καινούργια πράγματα. 
 
Η στιγμή του στην ιστορία του τραγουδιού φαίνεται αιώνια. Και είναι ο Τσιτσάνης το πέρασμα από την δημοτική μας παράδοση και το ρεμπέτικο στο λαϊκό και το λεγόμενο έντεχνο.
 
Πέρα από κάποια συναισθηματική φόρτιση που μπορεί να έχει αυτό που θα σας πω για μένα, σκοπός της ζωής μου είναι να μεταφέρω το έργο του και να το παραδώσω έτσι αιώνιο  που είναι στις επόμενες γενιές. Όπως και καθήκον όλων τον νέων δημιουργών είναι, να σκύψουν πάνω σ’αυτό και να αντλήσουν τις βάσεις για να εξελίξουν το ελληνικό τραγούδι.
 
Γενιές και γενιές λοιπόν και ο Τσιτσάνης πάντα νέος και ζωντανός. Όσο περνούν τα χρόνια ευχαριστώ τον θεό που μ’ έφερε σ’αυτή τη στιγμή και πρόλαβα να γνωρίσω προσωπικότητες του μεγέθους του.   


 
Άρθρο του ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ με αφορμή τα 20 χρόνια από το θάνατο του Τσιτσάνη

Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι η μόνη ελληνική επανάσταση που πέτυχε.

Μέσα στα μαύρα χρόνια του εμφύλιου και σε ότι ζοφερό επακολούθησε, αυτός ο θεϊκός μουσικός κατάφερνε να ενώσει πάνω στη πίστα του αριστερούς και δεξιούς εφοπλιστές και μανάβηδες μαυραγορίτες διανοουμένους προλετάριους και φαντάρους. Πάνω στη πίστα του οι αντίπαλοι ήρθαν και έγιναν ένα.

Μες τη μεγάλη διαχρονική γιορτή του Τσιτσάνη κανείς δεν έμεινε ίδιος.

Έξω καιρό πολύ το σκοτάδι μαίνονταν αλλά εκεί μέσα στου Τσιτσάνη άντρες και γυναίκες μεταμορφώνονταν και λάμπανε σαν ήρωες ενός καινούργιου έπους.

Εκείνος κάθονταν κάτω από τη γιρλάντα με τα λαμπιόνια και έπαιζε ντυμένος στα κάτασπρα.

Στο πρόσωπο του η Ελληνική παιδεία και τέχνη γίνονταν πάλι μια εκκλησία ανοιχτή και ο τόπος τολμούσε επί τέλους να διεκδικήσει το μέλλον του.

Μουσικολογικώς πέτυχε κράμα ανατολής και δύσης. Πέτυχε δηλαδή αυτό που δεν κατάφεραν ακόμα οι Έλληνες πολιτικοί.

Αν και για να λέμε του στραβού το δίκιο στην πολιτική είναι πολύ ποιο δύσκολο γιατί εκεί έχεις να κάνεις με ανθρώπους και όχι με νότες.

Κι όμως ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν πέτυχε τις νότες απλώς. Πέτυχε το κυριότερο.

Πέτυχε να ξεπεράσει τη διχοστασία της δικής του ψυχής η οποία σχίζονταν  ανάμεσα στα τροπάρια αφ' ενός και τις μαντολινάτες αφ' ετέρου και κυρίως ανάμεσα στο πατροπαράδοτο τρόπο και στο μοντέρνο βίο.

Έτσι έγινε συνθέτης. Όχι επειδή ταίριαξε τις νότες αλλά επειδή συμφιλίωσε αντικρουόμενα αιτήματα της ψυχής. Και αυτός είναι ο λόγος που οι νότες του θεραπεύουν έκτοτε κάθε ατομική ή συλλογική ψυχή που πάσχει από διχασμό.

Χρειαζόμαστε συνθέτες σε αυτούς τους καιρούς. Στην πολιτική, στις ανθρώπινες σχέσεις, στις επιχειρήσεις, παντού.

Τι να τους κάνουμε τους επαγγελματίες - παραδοσιακούς ή μοντέρνους - αν δεν νοιώθουν την ανάγκη της αληθινής σύνθεσης.

Μακάρι οι νέοι μας πολιτικοί που τόσο αγαπούν να χορεύουν τα ζεϊμπέκικα του να νοιώσουν τι κατόρθωμα εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης συνιστούν αυτά τα ζεϊμπέκικα.

Μακάρι να νοιώσουν το ψυχικό αίτημα αυτής της μουσικής που αν είχε μιλιά θα έλεγε "θέλουμε να γίνουμε μοντέρνοι χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας".

Αυτές τις μέρες 20 χρόνια από την κοίμηση του νοιώθω τυχερός που τον πρόλαβα ζωντανό να τραγουδάει τα αθάνατα τραγούδια του, αλλά και όταν βλέπω τους νεότερους συναδέλφους που τον πρόλαβαν να ανεβοκατεβαίνουν εκστατικοί τα κλιμακοστάσια των τραγουδιών του, νιώθω μια παράξενη χαρά σαν να μην υπάρχει θάνατος και μου ‘ρχεται να φωνάξω "ασήμι γέμισες σπαρταριστό και τη χαρά σε σένα τη χρωστώ".

Είμαι πάλι γεμάτος ελπίδα.

Απόσπασμα από την ομιλία του ΜΑΝΟΥ  ΧΑΤΖΗΔΑΚΙ στα Ανώγεια της Κρήτης τον Αύγουστο του 1981

… όσο για τον Τσιτσάνη με τα τραγούδια του οποίου θα τελειώσει η αποψινή συναυλία όλοι σας ξέρετε το όνομα του.
Μα είμαι βέβαιος πως πολλοί λίγοι από εσάς γνωρίζετε τη μυθολογία του και αληθινή σημασία των τραγουδιών του.
Γιατί ο Τσιτσάνης παιδί των υπόγειων ρευμάτων , της μαγκιάς και της ρεμπετοσύνης,  έχοντας μια βυζαντινή παιδεία από την ψαλτική που έκανε στο χωριό του ξάπλωσε απ΄ άκρου εις  άκρον σε όλη τη χώρα έναν ευαίσθητο ερωτισμό. Ερμήνευσε την τάση για φυγή που διαπερνούσε τον ελληνισμό «θα πάω εκεί στην αραπιά» όταν και το ταξίδι μες τη χώρα ήταν αδύνατο.
Κι όταν η χώρα μας ακριβώς επιχειρούσε την αυτογνωσία της, ο Τσιτσάνης πρωτοτραγούδησε το ανικανοποίητο των Ελλήνων εφήβων :
Κουράστηκα για να σε αποχτήσω
Αρχόντισσα μου μάγισσα τρελή
Και αυτά με τη θρησκευτικότητα ενός διασωσμένου βυζαντινού μέρους.

Ο Τσιτσάνης υπήρξε μεγάλος, τον καιρό που δεν υποπτευόταν πως ήταν μεγάλος.
 
Περισσότερα για τον Βασίλη Τσιτσάνη εδώ..www.mouseiotsitsani.gr

Source:  www.tsitsanis.gr

 

 

 

Next page