Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

“Φόνος στου Μάνθου τον τεκέ” – Τα χασίσια, τα τραγούδια και τα “πονηρά”

Ο Μάνθος Γραβαράς, ο φημισμένος τεκετζής, ξεκίνησε την καριέρα του κάπου στα 1925 με τεκέ στην πλατεία Βάθη. 

Μετακόμισε στη συνέχεια στην οδό Ηπείρου με Λιοσίων και κάποτε η “χάρη” του έφτασε ως τη χωματερή του Νίκου Σουρλαντζή στις Κουκουβάουνες (κοντά στου Βλάχου) από όπου έπαιρναν κοκκινόχωμα και έφτιαχναν τα κεραμίδια Δηλλαβέρη στον Πειραιά.

Στα 1930 αγόρασε ένα εξοχικό οικόπεδο στους Αγίους Αναργύρους, στην οδό Μενιδίου (νυν Δημοκρατίας) δίπλα στο γεφυράκι που περνούσε παλιά το τρένο Λαύριο-Πειραιάς, όπου και έστησε τον τεκέ του. Στην πίσω πλευρά της αυλής, είχε κάτι δωματιάκια για να καπνίζουνε αλλά και για… άλλες δουλειές, “πονηρές”!

Λένε, μάλιστα, πως είχε σκάψει ένα τετράγωνο λάκκο στον κήπο και έκρυβε μέσα τα χασίσια, ενώ από πάνω είχε φυτέψει μια τριανταφυλλιά! Ο Γιώργος Μητσάκης έλεγε ότι ο Μάνθος Γραβαράς είχε και άλλον τεκέ, που βρισκόταν Ζήνωνος και Μενάνδρου, κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο. Ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του, γράφει αναλυτικά γι’ αυτόν.

Ο Βαμβακάρης για τον Γραβαρά

«Tεκές πραγματικός και κανονικός ήταν του Γραβαρά στο Μενίδι, ο οποίος ήταν άμεμπτος τεκές, ωραία σάλα, ωραίο μαγαζί. Μέσα είχε το παν. Ό,τι θα ζητούσες θα το ‘βρισκες. Μέσα είχε μια κάμαρα και φουμέρναμε και μετά βγαίναμε και καθόμαστε στη σάλα. Κατόπι απ’ το μαστούρωμα, το γλυκό ήταν ότι πρέπει. Κανένα μπακλαβά, κανένα κανταΐφι, γλύκαινε ο στόμας σου. Όλοι οι τεκετζήδες φουμέρνανε. Εκαθόντανε και έκανε δύο, τρεις, πέντε ναργιλέδες, μαστούρωνε κι αυτός… Ο Γραβαράς…

Ήτανε παλικάρι όμως, παλικάρι που δεν λεγότανε. Ήτανε από ένα νησί των Κυκλάδων, από τη Μύκονο. Ο οποίος ήτανε διαρρήκτης που δεν λεγότανε. Από τους πρώτους. Μεγάλος. Είχαμε κάνει και μαζί φυλακή με τον Γραβαρά, στην Παλιά Στρατώνα. Τον γνώρισα τον άνθρωπο. Ησυχότατος άνθρωπος, κύριος, με όλα αυτά που συζητάμε… Είπαμε υπήρχανε πολλοί τεκέδες, αλλά εκείνος που ήτανε η κορωνίδα των τεκέδων ήτανε του Γραβαρά απάνω στην Αθήνα, εκεί στην οδό Αναργύρων, εκεί που πάμε προς το Μενίδι.

Σ’ αυτό το κτίριο στεγαζόταν στο Μενίδι ο τεκές του Μάνθου. Πολύ αργότερα λειτούργησε και ως… Παιδικός Σταθμός!

Είχε χτίσει ένα χτήμα εκεί, το ’χε πάρει ο ίδιος καί το ‘κανε ευπρεπισμένο. Εκεί επέρασε όλη η Αθήνα, όλοι οι μεγάλοι της Αθήνας. Είχε ορχήστρα μέσα, έπινες ό,τι ήθελες, αλλά στην αρχή είχε μονάχα ένα πιάνο, ένας Μανόλης Τούρκος ο οποίος ήτανε το είδωλο της μαγκιάς. Τον αγαπούσανε αυτόνε, γιατί αυτός έπαιζε όλο σεβνταλίδικα κομμάτια τούρκικα. Τον αγαπούσανε όλη η μαγκιά. Πάμε στον Τούρκο ρε να ακούσουμε να χορτάσουμε.

Κάτι ζεμπέκικα βαριά τούρκικα, κάτι χασάπικα. Μόνο με το πιάνο. Δεν τραγουδούσε, αλλά έπαιζε καλά. Ο Μανόλης ο Τούρκος με τ’ όνομα… Μεγάλος χασικλής κι αυτός… Με δέσανε και πήγα φυλακή μια δόση –για άλλου φταίξιμο– οχτώ μήνες υπόδικος εκεί μέσα. Εγώ είχα πάει κι άλλες φορές φυλακή, όμως ποτέ για τόσον καιρό. Δυο, τρεις μέρες, λίγα πράματα. Και ήταν οι αρχές που έβγαζα δίσκους… Εκεί γνώρισα διάφορους, πολλούς. Εκεί γνώρισα τον Γραβαρά. Ο μεγαλύτερος τεκετζής και κλέφτης και παλικάρι. Σκοτώστρα.

 

Όσοι του πέφτανε τους ξέκανε. Τότες το σκότωμα το ‘χανε για γούστο. Θα σκοτώσω, θα κάτσω δέκα χρόνια και θα βγω. Τι κεφάλια είχανε! Είχε τεκέ, είπαμε ο Γραβαράς στους Αγίους Αναργύρους, που πηγαίναμε για το Μενίδι. Και πήγαν να του κάνουν τον ζόρικο ένα βράδυ που κατέβαιναν, αυτοί οι Κακλανοί, τρία-τέσσερα αδέρφια. Πλακώνει με το κουμπούρι και ξαπλώνει ένανε. Αυτούς τους πρόλαβα στα σφαγεία των Αθηνών. Ήτανε χασάπηδες». Κρατάω μια σοβαρή ένσταση, όσον αφορά το φονικό που αναφέρει ο Μάρκος. Το όνομα που κατέγραψε η Αγγελική Βέλλου, Κάιλ-ως Κακλανοί, πρέπει να είναι λάθος. Το ορθόν είναι το Κατελάνοι (βλέπε στη συνέχεια του άρθρου).

«Μαστουρώνει και ο Μεγαλειότατος»!

Με τον τεκέ του Γραβαρά συνδέονταν άνθρωποι των γραμμάτων και λογοτέχνες. Μιλάμε για την παρέα του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του διευθυντή και αρχισυντάκτη του λογοτεχνικού περιοδικού “Το Μπουκέτο” Μήτσου Παπανικολάου και του εκδότη Χάρη Σταματίου. Του συγγραφέα-δημοσιογράφου Γιώργου Τσουκαλά, του φίλου του Παπανικολάου, ποιητή Γιώργου Μυλωνογιάννη, του Ντόλη Νίκβα λογοτέχνη και εκδότη περιοδικών, μέλους της παρέας του “Μπαγκείου” (που σπαταλιόταν κι αυτός στα ξενύχτια, τη μποέμικη ζωή και στα ναρκωτικά).

Από τον τεκέ είχαν περάσει, επίσης, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Σπύρος Μελάς κ.α. Την εμπειρία του στους τεκέδες περιγράφει γλαφυρά το 1932 ο Ναπολέων Λαπαθιώτης: «Οσάκις οι “ντερβίσηδες”, καλά μαστουρωμένοι, την “τσίκα” τους φουμέρνοντας, στο “μάπαν” έχουνε κάτσει, συνήθως ένας απ΄αυτούς, “χαρμάνι” πάντα, μένει, απ’ όξω, και παραφυλά μην τους “μπλοκάρουν” μπάτσοι και βολτετζάρει, σα σκοπός εκεί, σιμά στις “γρίλλιες” (αυτό, στη γλώσσαν την argot, καλείται κοινώς “τσίλλιες”). Άπαξ, αυτήν, δια παντός την ερμηνείαν δίδων, κλείω και την παρένθεσιν περί των χασικλήδων»!


Ο Γραβαράς είχε εξαιρετική κουζίνα. Οι ποικιλίες του ήσαν πάντοτε διαφορετικές. Με έμπειρους σερβιτόρους και πολύ καλό σέρβις, κρατούσε πάντα ένα πολύ καλό πελατολόγιο από λαχαναγορίτες, μέχρι υψηλή αριστοκρατία. Στο μαγαζί τον βοηθούσε η γυναίκα του, η Μαριώ, που έφτιαχνε και τους ναργιλέδες.

Ο αείμνηστος Ναυπλιώτης φίλος μου Νικόλας Χ., μου διηγείτο κάποτε, που εξοδούχος φαντάρος το 1946, θέλησε να μπει στο μαγαζί και τον σταμάτησε κάποιος στην είσοδο δηλώνοντάς του: «Ασφάλεια Ανακτόρων»! Και ο φίλος μου αναρωτήθηκε: «Τι στα κομμάτια, μαστουρώνει ο Μεγαλειότατος;».

Το 1947 έγινε το κακό. Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Νίκος Κατελάνος μπήκε στο κέντρο και προκάλεσε το Μάνθο, που τράβηξε πιστόλι και τον σκότωσε. Καταδικάστηκε 11 χρόνια φυλακή. Η Μαριώ η γυναίκα του κατέληξε στο τρελοκομείο και πέθανε αργότερα. Ο Γραβαράς μετά την αποφυλάκισή του, άνοιξε το 1961 νέο μαγαζί στο Μενίδι, στους πρόποδες της Πάρνηθας, χωρίς όμως όργανα. Πρόσφερε φαγητό της ώρας και φυσικά χασίσι. Δούλευε πολύ καλά. Αλλά προσβλήθηκε από καλπάζοντα καρκίνο στον πνεύμονα και πέθανε στα μέσα του 1963. Τον κατευόδωσαν οι μάγκες στο νεκροταφείο του Μενιδίου.

Η πορτούλα της αυλής του τεκέ, όπως σώζεται μέχρι και σήμερα.

Τραγούδια για τον τεκέ του Γραβαρά

Με θέμα το μαγαζί του Μάνθου Γραβαρά έχουν γραφτεί διάφορα λαϊκά τραγούδια, όπως: “Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ” (σύνθεση: Κώστας Τζόβενος, εκτέλεση: Αντώνης Διαμαντίδης – Νταλγκάς) (1933): «Μέσα του Μάνθου τον τεκέ φουμάρουν μάγκες αργιλέ, αργιλέδες και τσιγάρο και χασίσι Προύσας μαύρο. Χαρμάνης είμαι από το πρωί, και πάω να φουμάρω, μέσα στου Μάνθου τον τεκέ, θα πίνω φίνο μαύρο. Οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο μας τη σκάσανε, κάντε μάγκες τη δουλειά σας, μη χαλάτε την καρδιά σας. Ας τους μπάτσους Μάνθο πια, μας εκόλησαν σεβντά, παίξε τη διπλοπενιά σου, να φχαριστηθεί η καρδιά σου. Γεια σου Μάνθο μου ντερβίση, ο τεκές σου δε θα σβήσει, άφησε το μπαγλαμά σου, γέμισε μας το λουλά σου (Κιθάρα παίζει ο Κώστας Καρίπης και λαούτο ο Σιδέρης Αδριανός).

Source: slpress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Next page