γράφει η * Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου |
Το πρόσφατο βιβλίο του Γιάννη Τσιαντή, Το κορίτσι του τεκέ – Οδοιπορικό Δραπετσώνα (Εκδόσεις Μετρονόμος), αποτελεί ένα μοναδικό ηχητικό και ιστορικό ντοκουμέντο στις γειτονιές του Πειραιά και της Δραπετσώνας αναφορικά με το προπολεμικό ρεμπέτικο. Ένα συγκινητικό μυθιστόρημα, ένα σπάνιο στασίδι στον υψηλό ναό της Μουσικής και των Συναισθημάτων, ένας ύμνος στην ανθρώπινη ύπαρξη και τους στεναγμούς της καρδιάς.
Επτά τα μέρη και δέκα τα κεφάλαια του βιβλίου. Και στο τέλος, οι σημειώσεις-φάροι των τραγουδιών, μεταξύ άλλων, του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Περιστέρη, και το εκπληκτικό «Μανταλιώ και Δραπετσώνα» του ίδιου του συγγραφέα. Σ’ ένα οδοιπορικό βαρύ μα και ανάερο, χειμαρρώδες και ασάλευτο μπροστά στη μορφή του κάθε ήρωα, η οποία μοιάζει να ηχεί ως ένας ασυγκράτητος λυγμός σε ολόκληρο το βιβλίο.
Η φοβερή ετούτη προοικονομία, ο ερχομός στον κόσμο μιας τραγουδίστριας του ρεμπέτικου, αλλά και οι διαυγείς παραπόταμοι της αφήγησης που θα ακολουθήσει, χαράσσονται βαθιά στο στέρνο του παραλήπτη-ακροατή χάρη στη δυνατή πένα του πολυτάλαντου δημιουργού. Η πένα του Γιάννη Τσιαντή, που παίζει επί του κειμένου και των χορδών του τρίχορδου μπουζουκιού, υπό τη σκέπη της Ιατρικής, της Μουσικής και της Γραφής, μας παρουσιάζει ένα πρωτοφανές σκηνικό στα παραπήγματα της προσφυγιάς, των τεκέδων, των πορνείων, της φτώχειας, της ελπίδας. Ανυψώνει τις λέξεις σε μια απόκοσμη συνοικία, κάπου μεταξύ της Ομορφιάς και της Φιλότητας. Διότι ο ίδιος, χάρη στις αρετές των ιδιοτήτων του, έχει μελετήσει σε βάθος την ιστορία, μεταβιβάζοντας τα γεγονότα με τόση γλαφυρότητα και ισορροπία στην ελληνική πεζογραφική παράδοση.
Το μωσαϊκό των ηρώων του –ανθρώπων με σωθικά που φλέγονται από νότες και λέξεις, μεθυστικές μα θανατερές ουσίες, οργή και πάθος για εκδίκηση, έρωτα και θάνατο συλημένο απ’ όλα και όλους–, Μανταλιώ και Ακριβούλα, Μίχαλος και Λενιώ, Αντώνης και κυρα-Καλλιόπη, και τόσες άλλες γερμένες, προς την Άτροπο, ψυχές που συνοδοιπορούν μαζί τους· δεξιοτέχνες της δικής τους μοίρας-μουσικής, λαμβάνουν τον δικό τους προσωπικό χώρο στην πλοκή του βιβλίου. Ζώντες και νεκροί. Ματωμένοι και υπέρλαμπροι. Και ο Γιάννης Τσιαντής δίνει σημαντικότατα στοιχεία για την περίοδο του προπολεμικού ρεμπέτικου και την πορεία του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τη σχεδόν άγνωστη, ακόμη και στις μέρες μας, περίπτωση του Γιαπωνέζου καπετάνιου του εμπορικού πλοίου Τόκει Μαρού, ο οποίος διέταξε από την πρώτη στιγμή να πετάξουν στη θάλασσα όλο το πανάκριβο εμπόρευμα μεταξιού και δαντέλας, για να γλιτώσει όσα γυναικόπαιδα χωρούσε το καράβι του. Την είσοδο των προσφύγων και τις προσμείξεις με τους αμανέδες της άλλης μεριάς:στη Δραπετσώνα δημιουργήθηκαν εφτά προσφυγικές συνοικίες, ανάμεσα στις βαριές βιομηχανίες, τα μπουρδέλα και τους τεκέδες, ανάμεσα στους παλιούς πρόσφυγες και στους εργάτες. Ένα χαρμάνι πειραιώτικου νταλκά αναμεμιγμένο με το σπαραχτικό αμάν του ξεριζωμού έμελλε να ζυμωθεί σε εκείνον τον τόπο. Και αφού η απανθρωπιά και η μισαλλοδοξία χώριζε τους ανθρώπους του Πειραιά σε ελλαδίτες και τουρκόσπορους, ανέλαβε πλέον η μουσική να ενώσει δύο κόσμους σε έναν.
Με όχημα την κινηματογραφική πλοκή του μυθιστορήματος Το κορίτσι του τεκέ, ο αναγνώστης βυθίζεται σε μια ατέρμονη πανδαισία αισθήσεων, τις ημέρες της παράδοξης και άγιας δημιουργίας του ρεμπέτικου. Αφουγκράζεται το τραγούδι της Μανταλιώς από τα έγκατα της γης, τα δάκρυα της συμπονετικής Λενιώς και την αβρότητα της φωνής της Ακριβούλας, τα βήματα του δωρικού Μίχαλου καθώς μπαίνει στη φυλακή, την τελευταία πνοή του Ανέστου, νεκρό, δίπλα στο μπουζούκι του. Όλα ήχος και λέξεις. Εισπνοές και εκπνοές της Τύχης. Ρίγος και μελωδίες του Καημού. Ματζόρε και μινόρε του Νόστου.
Ο συγγραφέας, με την άλλη του ιδιότητα, του καρδιολόγου, περιδιαβαίνει τις αρτηρίες και τον παλμό της καρδιάς, ως ένας χρονοταξιδιώτης που διαθέτει την αλάνθαστη διαίσθηση του θαυμάσιου αυτού οργάνου του ανθρώπινου σώματος. Μας αποκαλύπτει τον μυστικό ρυθμό του σε στιγμές ηρεμίας αλλά και τις αρρυθμίες που του προκαλεί ο χωρισμός, τις μαρμαρυγές με τις οποίες το παρενοχλούν απειλητικά η μοναξιά, η καταδίκη, ο διωγμός. Όπως στην καταληκτική σκηνή του μυθιστορήματος, με τα δακρυσμένα μάτια της Ακριβούλας:
η Ακριβούλα σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε από το παράθυρο το μπλε του ουρανού. Έπιασε για τελευταία φορά τον σκοπό της, όχι σφυρίζοντας αλλά με ένα μελωδικό «οοο», ενοχλητικό για άλλους μα κατανυκτικό για κείνη. Τα μάτια της φεγγάρωσαν, τα χείλη της χαμογέλασαν και εμείς σωπάσαμε και ακούγαμε ευλαβικά. Έμοιαζε με προσευχή. Σαν μια άφθογγη ευχαριστία προς τον Θεό της, που τόσα χρόνια ικέτευε να της εμφανίσει τον Αντώνη και τη Μανταλιώ. Δεν ήταν εκκλησιαστικός ψαλμός, είχε όμως μελωδική γραμμή σε δρόμο νιαβέντ μινόρε που μύριζε Βυζάντιο, αλήτεμα και πεζοδρόμιο.
Με ρίζες μικρασιατικές, πέρασα τις παιδικές μου Κυριακές στη Δραπετσώνα, στο σπίτι των παππούδων μου, τραγουδώντας επί ώρες ρεμπέτικα τραγούδια και εισπνέοντας την τοξική μυρωδιά από τα Λιπάσματα. Στην αγκαλιά του παππού μου, ο οποίος έφυγε από καρκίνο των πνευμόνων, ήσυχα, νοσταλγώντας όπως πάντα τον μπαξέ του και τους αμανέδες των φίλων. Ναι, θα τη νιώσουν οι αναγνώστες αυτή την αλησμόνητη εμπειρία της μύησης σε μία τόσο ταραχώδη εποχή, από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα ακουμπήσουν τα δάχτυλα και την ψυχή τους στις κλίμακες της Ζωής και του Θανάτου, της Απώλειας και της Έλξης, του Ξεριζωμού και της Επανένωσης, με τον βαθιά ανθρώπινο –και εμποτισμένο με θεία στοιχεία– τρόπο που μας τα παραδίδει ο Γιάννης Τσιαντής.
Η *Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου είναι μουσικός, ποιήτρια και δρ Μετάφρασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου