«Τα ρεμπέτικα μού προκαλούν μια ψυχική κατάσταση τόσο μελαγχολική και
βαθιά ευχάριστη, που λέω πια να το αφήσω εντολή: Έτσι και πεθαίνω, δύο,
τρία, πέντε ρεμπέτικα για να υποφέρω αυτές τις δύσκολες στιγμές πιο
ελαφρά…» [Γ. Ιωάννου (περ. ΓΙΑΤΙ, Οκτώβριος 1983)]
Η ιδιαίτερη αγάπη, το μεράκι και η γνώση - εν πολλοίς βιωματική - του
Γιώργου Ιωάννου για τα καλά, τα απολυτρωτικά ρεμπέτικα τραγούδια
αναδύονται μέσα από τις απόψεις που διατυπώνει για το ρεμπέτικο και τις
χαρακτηριστικές αναφορές στα πεζογραφήματα του. Την εκπομπή «Αμαρτωλών
Παρηγορία», που μεταδόθηκε σε τρεις συνέχειες από το Δεύτερο Πρόγραμμα
του Ραδιοφώνου σημειώνει ο Γιώργος Ιωάννου (ΦΥΛΛΑΔΙΟ, 5-6, 1982), την
έφτιαξα με πολύ μεράκι και έκανε, θαρρώ, αίσθηση.
Μίλησα για το ρεμπέτικο τραγούδι και για τις εποχές μέσα στις οποίες το
έζησα. Ήδη σε άρθρο του στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (31.5.1980, βλ.
«Εύφλεκτη χώρα», 1983) είχε καταθέσει χρήσιμες επισημάνσεις για την
ιδιότυπη κοινωνική λειτουργία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Χαρακτηριστικό
είναι το παρακάτω απόσπασμα: «Το ρεμπέτικο στο μικροαστικό σπίτι μπήκε
μόνο με το ραδιόφωνο. Τα ρεμπέτικα όλη η οικογένεια μπορεί να τ' άκουγε
μ' ευχαρίστηση, αλλά την ευχαρίστηση αυτή κανένας ή σχεδόν κανένας δεν
την ομολογούσε.
Πολύ περισσότερο δεν τα τραγουδούσε μπροστά στα άλλα μέλη της οικογένειας ή δεν αγόραζε τους δίσκους τους, όταν σπάνια υπήρχε γραμμόφωνο. (…) Για τον λαό τα λόγια των δυνατών τραγουδιών ισοδυναμούν με πράξεις, και τις πράξεις των ρεμπέτικων τις φοβάται και τις ντρέπεται γιατί μόνον αυτός μπορεί να τις κάνει ή και τις κάνει. Οι άλλοι, οι χαρτογιακάδες, τα λένε πιο εύκολα, δεν τα αισθάνονται. (…) Για πολλούς ανθρώπους, μορφωμένους κυρίως, το ρεμπέτικο αποτελεί σήμερα αυτό που ήταν παλιά το δημοτικό για τις αγροτικές μάζες: Τους εκφράζει, τους ελαφρώνει πραγματικά το άκουσμα και το τραγούδισμά του και επιδρά απάνω τους ενθουσιαστικά μόλις ακουστούν έστω και οι πρώτες του νότες (…)
Το ρεμπέτικο έχει άφθονους θιασώτες κυρίως για τη μουσική, καθώς και τα λόγια του, και πολύ λιγότερους για τον χορό του. (…) Οι χορευτικές κινήσεις του ρεμπέτικου εξακολουθούν πολύ περισσότερο από τις νότες και τα λόγια του να μαρτυρούν την υποκοσμική καταγωγή του (…) Χρειάζεται πολύ κέφι για να φτάσει μια εορτάζουσα οικία και ομάδα στα ρεμπέτικα, ενώ στα ταγκό και στα βαλς και στ' άλλα φτάνει αμέσως (…) Τα ρεμπέτικα ταιριάζουν πιο πολύ στη νύχτα, και όσο πιο νύχτα, τόσο κατανυχτικότερα… «Πολλά τραγούδια» (του Β. Τσιτσάνη) - γράφει στο τελευταίο ΦΥΛΛΑΔΙΟ (7-8, 1985) ο Γιώργος Ιωάννου, «με παραλύουν, μου κόβουν τα γόνατα όταν τα ακούω. Θα ήθελα, έστω και από μακριά, τα κείμενα που γράφω να δίνουν σε κάποιους αυτή την αίσθηση…». Στα πεζογραφήματά του ο Γ. Ι. χρησιμοποιεί γνωστά ρεμπέτικα τραγούδια ως σημάνσεις λαϊκών τόπων, τρόπων και - κυρίως - χορών:
Πολύ περισσότερο δεν τα τραγουδούσε μπροστά στα άλλα μέλη της οικογένειας ή δεν αγόραζε τους δίσκους τους, όταν σπάνια υπήρχε γραμμόφωνο. (…) Για τον λαό τα λόγια των δυνατών τραγουδιών ισοδυναμούν με πράξεις, και τις πράξεις των ρεμπέτικων τις φοβάται και τις ντρέπεται γιατί μόνον αυτός μπορεί να τις κάνει ή και τις κάνει. Οι άλλοι, οι χαρτογιακάδες, τα λένε πιο εύκολα, δεν τα αισθάνονται. (…) Για πολλούς ανθρώπους, μορφωμένους κυρίως, το ρεμπέτικο αποτελεί σήμερα αυτό που ήταν παλιά το δημοτικό για τις αγροτικές μάζες: Τους εκφράζει, τους ελαφρώνει πραγματικά το άκουσμα και το τραγούδισμά του και επιδρά απάνω τους ενθουσιαστικά μόλις ακουστούν έστω και οι πρώτες του νότες (…)
Το ρεμπέτικο έχει άφθονους θιασώτες κυρίως για τη μουσική, καθώς και τα λόγια του, και πολύ λιγότερους για τον χορό του. (…) Οι χορευτικές κινήσεις του ρεμπέτικου εξακολουθούν πολύ περισσότερο από τις νότες και τα λόγια του να μαρτυρούν την υποκοσμική καταγωγή του (…) Χρειάζεται πολύ κέφι για να φτάσει μια εορτάζουσα οικία και ομάδα στα ρεμπέτικα, ενώ στα ταγκό και στα βαλς και στ' άλλα φτάνει αμέσως (…) Τα ρεμπέτικα ταιριάζουν πιο πολύ στη νύχτα, και όσο πιο νύχτα, τόσο κατανυχτικότερα… «Πολλά τραγούδια» (του Β. Τσιτσάνη) - γράφει στο τελευταίο ΦΥΛΛΑΔΙΟ (7-8, 1985) ο Γιώργος Ιωάννου, «με παραλύουν, μου κόβουν τα γόνατα όταν τα ακούω. Θα ήθελα, έστω και από μακριά, τα κείμενα που γράφω να δίνουν σε κάποιους αυτή την αίσθηση…». Στα πεζογραφήματά του ο Γ. Ι. χρησιμοποιεί γνωστά ρεμπέτικα τραγούδια ως σημάνσεις λαϊκών τόπων, τρόπων και - κυρίως - χορών:
«Ο παλιός σταθμός απέναντι ρημαγμένος (…) τις νύχτες χορεύουν εδώ καλά ρεμπέτικα και κυρίως τσιφτετέλι».
«Μ' ένα γρόσι στα τζου-μποξ άρχισαν τα ζεϊμπέκικα του Μητσάκη»
«Κάποιος χορεύει και μάλιστα καλά (…) Άναψαν κι όλας οι ιστορίες για το
πώς ξεγλίστρησε ο καθένας μας απ' την όλο στοργή πατρίδα…» [(«Για ένα
φιλότιμο»)]
«Πιο δυνατά το μαγνητόφωνο πρόσταξε. Βάλε ρεμπέτικα (…) Ο νεαρός
σηκώθηκε απότομα και πήγε στο μαγνητόφωνο. Το βούτηξε στα δύο του χέρια,
ενώ εκείνο τραγουδούσε την ΟΜΟΡΦΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και το σαβούρντισε πάνω
στο πάγκο με τα γυαλικά». [(«Η μόνη κληρονομιά»)].
«Στα δημοτικά λουτρά δίπλα στο λιμάνι (...) το πιο συνηθισμένο ήταν
ρεμπέτικα τραγούδια και χοροί μετά το λούσιμο. Ήταν κι ένας γλυκόφωνος
ανάμεσά τους, παιδί από τη Βάρνα, που είχε μεράκι με τα καλά ρεμπέτικα:
Βράδιασε και στο Γεντί Κουλέ...
Το ζεϊμπέκικο και το χασάπικο παίρνουν και δίνουν. Ποτέ ίσως δεν
χορεύτηκαν σωστότερα. Δεν έπνιγαν τις συσπάσεις του κορμιού τα ρούχα κι
έβλεπες την έκφραση του σκοπού πάνω σ' όλα τα μέλη…».
«Oλη η ανηφόρα των Σαράντα Εκκλησιών είχε κατά διαστήματα φανάρια με
γκαζόλαμπες. Είναι τα μόνα φανάρια που πρόφτασα και σ' αυτά τρέχει ο
νους μου όταν ακούω το καταλυτικό ρεμπέτικο του Μητσάκη: «Κάτω απ' το
σβηστό φανάρι / κοιμάται κάποιο παληκάρι …» [(«Το δικό μας αίμα»)]
«Σ' όλες τις ταβέρνες και τα κέντρα τα λαϊκά μπορούσες ν' απολαύσεις τα
Σαββατοκύριακα αυθόρμητους χορούς, ρεμπέτικους, απεγνωσμένους (…), καθώς
και τραγούδια ρεμπέτικα ή μάγκικα όπως τα λέγαν…». [(«Η θαμπή εποχή του
'50»: ΦΥΛΛΑΔΙΟ, 3-4, 1978-79)].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου