«Ο… ΓΚΟΥΡΟΥ ΤΟΥ ΤΡΙΧΟΡΔΟΥ...!». «ΑΠΟ
ΤΗΝ…ΤΡΑΓΩΔΙΑ, ΣΤΗΝ…ΚΑΤΑΞΙΩΣΗ…!».Γράφε
|
Είναι λοιπόν ευκαιρία , αλλά και υποχρέωση πολιτισμού
να καταγραφούν περιστατικά , θέσεις και απόψεις του γύρω από την πορεία του
λαϊκού τραγουδιού στη χώρα, όπως ο ίδιος την έχει ζήσει, εκφράσει και καταθέσει
κατά καιρούς στις ελάχιστες-είναι αλήθεια-συνεντεύξεις του .
Αυτός ο «Παγκανίνι
του μπουζουκιού», όπως τον αποκάλεσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, σεμνά, ευγενικά, με
περίσσια μετριοφροσύνη , με λόγια απλά εξιστορεί τη σχέση του με το τρίχορδο
, τους μεγάλους του τραγουδιού, συνθέτες , στιχουργούς, τον Μάρκο, τον Τσιτσάνη, τον
Παπαιωάννου , τον Χιώτη και ένα σωρό άλλους σπουδαίους κατοπινούς τραγουδοποιούς
η «παιχνιδατόρους», με σεβασμό, τρόπο και λόγο όχι αλαζονικό, ποτέ απαξιωτικό,
σε μια διήγηση αβίαστη και ειλικρινή.
Ο Κώστας δουλεύει πλέον στου «Τζίμη του
Χονδρού». Συνέχεια το 1957 στην Κοκκινιά στη «Φωλιά». Συνέχεια Θεσσαλονίκη στο
«Λουξεμβούργο» (Καζαντζίδης-Μαρινέλλα-Καίτη Γκρέυ και ένα κουαρτέτο «Το καρρέ
των άσσων» και ο Χάρης ο Λεμονόπουλος, κιθάρα, πριν να πιάσει μπουζούκι. Ακριβώς
τότε έρχεται ο Περιστέρης και λέει στον Κώστα και τον Καρνέζη να συναντήσουν
τον Χιώτη. (Η πρώτη γνωριμία). Ακολουθεί η «Συνεφιασμένη Κυριακή» που κάνει το
ταξίμι ο Τσιτσάνης και στη συνέχεια παίζουν οι Παπαδόπουλος-Καρνέζης και
Μακρυδάκης.
Γεννιέται στα 1937 στην Κοκκινιά
στη μέση δικτατορίας του Μεταξά. Ο πατέρας του Δημήτρης Παπαδόπουλος
Μικρασιάτης, μεγαλωμένος στη Φολέγανδρο, η μητέρα του Νίκη Γιάκαλου, Μικρασιάτισσα
κι’εκείνη. Ο πατέρας του λόγω του ότι ήταν αριστερός… παραθέριζε στα ξερονήσια.
Έρχεται
Κατοχή και συμβαίνει κάτι αναπάντεχο και τραγικό και μάλιστα μπροστά στα μάτια
του. Όταν ήταν 6 χρονών οι Χίτες-Ταγματασφαλίτες σκοτώνουν-εκτελούν τη μητέρα του μπροστά του, που πριν κάτι μέρες
είχε γλυτώσει από τον βομβαρδισμό του εργοστασίου Παπουτσάνη που δούλευε. Οπότε
με τον πατέρα του εξορία και χωρίς μάνα μένει με την γιαγιά του την Αγγέλα και τ’αδέρφια
της, τον Γιώργο , τον Γιάννη και τον Ανδρέα. Ο μεγαλύτερος θείος του ο Γιώργος
συλλαμβάνεται κι’αυτός και καταλήγει , πεθαίνοντας από τα βασανιστήρια στου
Ρέντη. Ο πατέρας του όταν μαθαίνει τι συνέβη , με άλλους αντάρτες πάνε
κι’ανατινάζουν τον Σταθμό Χωροφυλακής του Ρέντη.
Μεγαλώνει λοιπόν με τη γιαγιά και τους θείους του και φθάνει στα 12 .Ο ένας από τους θείους του ο Γιάννης
ο Γιάκαλος είναι και μπουζουκντζής. Κουβαλούσε όλη την ταλαιπωρία της Σμύρνης
κι’εκεί που ήταν άφθαστος ήταν τα ταξίμια.
Όπως ο ίδιος ο Κώστας λέει: «Μπόρούσε
να παίζει στο μπουζούκι μισή ώρα! ταξίμι και να σου…ξεκολλήσει την ψυχή!».
Ήταν
και ο πρώτος δάσκαλός του. Στο μεταξύ ο μικρός όλη νύχτα ακούει από μια ταβέρνα που ήταν κοντά στο σπίτι του, αλλά
και από φωνόγραφους τον Μάρκο, τον Στελλάκη, τον Τσαουσάκη και μονομιάς αυτά τα παιξίματα περνούν στο υποσυνείδητό του. Αυτός όμως όντας πιτσιρικάς θέλει να παίξει Χιώτη, Τσιτσάνη που τα θεωρεί πιο….μοντέρνα. Ο μπάρμπας του ο Γιάννης έπαιζε
τότε μαζί με τον Νούρο στου «Περιβόλα». Στο απέναντι μαγαζί έπαιζε ο Μπέμπης . Ο
Κώστας τον άκουγε και..δάκρυζε. Τόσο πολύ γουστάριζε την πεννιά –το παίξιμό
του, που το θεωρούσε ολοκληρωμένο και με άφατη μουσικότητα.
Κοντά 12 και κάτι , έχει αρχίσει και
σκαλίζει λίγο μπουζούκι, οπότε ο μπάρμπας του ο Γιάννης τον πιάνει και του λέει
πως λίγο παρακάτω στη γειτονιά υπάρχει ένας πιτσιρικάς που παίζει κι’αυτός λίγο
μπουζούκι και του γνωρίζει τον Λάκη Καρνέζη. Τακιμιάζουνε οι δυο πιτσιρικάδες
και για τρία χρόνια κλείνονται στο σπίτι και παίζουν 8 έως και 10 ώρες την
ημέρα. Ο ένας δεξιόχειρας , ο άλλος
αριστερόχειρας και από δώ και πέρα αρχίζει η ιστορία ένος μυθικού δίδυμου. Οι
μικροί στα 16 τους είναι έτοιμοι. Η πρώτη τους δουλειά είναι για μια μέρα σε μια ταβέρνα στη γειτονιά. Οι
θαμώνες χωρίς μουσική αίσθηση, όλοι άντρες κατάλοιπα της παλιάς μαγκιάς με
αγριάδες, σπασίματα κ.λ.π. Οι πιτσιρικάδες απογοητεύτηκαν, δεν ξαναπάτησαν και
στράφηκαν σε άλλες δουλειές , αλλά το μπουζούκι-μπουζούκι. Φίλοι κολλητοί και
μελέτη με τις ώρες .
Φθάνει στα 17 και κάτι και μπαίνει φούλ στη
δουλειά, παίζοντας με τον Στελλάκη
Περπινιάδη στα «Κουνέλια» για ένα καλοκαίρι.
Συνέχεια με Καίτη Γκρέυ –Καζαντζίδη
στου «Γάλλου» και στον «Αστέρα». Tον ακούει η Γκρέυ και του
λέει : «Εσύ είσαι έτοιμος για την “Columbia”.
Ο Καζαντζίδης είναι τότε 25
χρονών.Μεσουρανούν οι μεγάλοι μπουζουκντζήδες (Τσιτσάνης, Παπαιωάννου, Χιώτης, Μπέμπης, Καπλάνης, Γιάννης
Τατασόπουλος, Γιάννης Σταματίου (Σπόρος), Μακρυδάκης, Λαύκας, Μητσάκης ), αλλά οι Παπαδόπουλος , Καρνέζης σαν νεώτεροι ξεχωρίζουν. 19 χρονών πάει στην
στην “COLUMBIA” μαζί με τον Καρνέζη
και γράφουν από 4 ΄μέχρι 12 τραγούδια
την ημέρα . Εκεί , τότε είναι μαζεμένοιόλοι οι δημιουργοί τραγουδιών.. Ο Μπακάλης, ο Καραπατάκης, ο Κολοκοτρώνης, αργότερα
ο Ατταλίδης, ο Δαλέζιος, ο Βαρτάνης.
1961.-Η πρώτη
γνωριμία με τον Μίκη.
«Είμασταν σ’ένα μαγαζί στο «Ροσινιόλ», ένα
μαγαζί που ήταν ο Μητσάκης χρόνια, που είχε με τον μαγαζάτορα κουμπαριά.Είμαι
εγώ,ο Τσιμπίδης,ο Ρεπάνης,η Γιώτα Λύδια,ο Αγγελόπουλος.Τέλειωσε η σαιζόν και
πήγαμε στην παραλία.Είχαμε επιτυχία και σε μια βδομάδα έρχονται ένα βράδυ ο
Θεοδωράκης με τον Τάκη τον Λαμπρόπουλο.Κάθονται σε ένα τραπέζι.Τους βλέπουμε με
τον Λάκη ,αλληλοκοιταζόμαστε και απορούμε τι γύρευαν σε ένα λαϊκό μαγαζί αφού
αυτοί δεν ήταν της νύχτας και των λαϊκών μαγαζιών.Μας φωνάζουν αφού τελειώσαμε
και μας λέει ο Λαμπρόπουλος «παιδιά πρέπει να σταματήσετε από δώ γιατί στήνουμε
μια καινούργια δουλειά με τον Θεοδωράκη».Φύγαμε από το μαγαζί,αλλά για να μας
αφήσει ο μαγαζάτορας να φύγουμε,ο
παμπόνηρος Λαμπρόπουλος έταξε στον μαγαζάτορα που είχε ψώνιο με το τραγούδι ότι
θα του έβγαζε δίσκο. Και ξεκινήσαμε στην «Μυρτιά»,πρώην «Ηλιοβασιλέμματα».Μπλέξαμε. Μέχρι
το 1967 εκτός απ’τ’αλλα ,άμα σου πώ ότι έκανα γύρω στις 100 συναυλίες για τους
Λαμπράκηδες.Τα λεφτά από τις υπόλοιπες εμφανίσεις ήταν λίγα.Δεν είχα να βάλω
βενζίνη στο αυτοκίνητο.Το κέρδος όμως στη συνεργασία με τον Μίκη τεράστιο.Άμα
θες να είσαι τεχνίτης,δεν θά’σαι έμπορας».-
*Τα Ρεμπετάδικα.
«Τα ρεμπετάδικα
τώρα και οι ρεμπετοτραγουδιστές είναι της πλάκας.Δεν υπάρχει αμφιβολία ,δεν
παίζεται καλά το παιχνίδι.Είναι ψιλοκοροιδία.Άμα φθάνει σε σημείο ο
επιχειρηματίας να κάνει το πρόγραμμα και
όχι ο άνθρωπος που παίζοντας είναι μέσα στη δουλειά.Από εκεί καταλαβαίνεις ότι
υπάρχει μια τεράστια φθορά και αυτή η αίγλη του ρεμπεταδικου πάει
περίπατο.Ειναι ψεύτική ,ψεύτική ,γιατί εγώ τους είχα μεγάλη αγάπη,δεν ήθελα να
παίξω σε κανένα μεγάλο μαγαζί.Ελεγα θα βρίσκομαι σε μικρά μαγαζιά που είναι με
λίγα τραπέζια,πραγματικά ρεμπετάδικα και θα παίξουμε έντεχνα,λαϊκά,ρεμπέτικα σε
στυλ μουσικής σκηνής.Αυτό που γίνεται τώρα είναι σε στυλ μουσικού…μουσακά!.Δεν
είναι καλό».
*Μάρκος
Βαμβακάρης.
«Στα 1960 ο Λαμπρόπουλος είχε την ιδέα να ξαναβγάλει σε
εκτελέσεις τα τραγούδια του Μάρκου με τον Μπιθικώτση.Και θυμάμαι είχα πάει στην Κοκκινιά-Άσπρα χώματα σε ένα υπόγειο όπου
έμενε ο Μάρκος. Πάρα πολύ ταλαιπωρημένος αυτός ο άνθρωπος .Και κάναμε μια
ψιλοπρόβα εκεί πέρα.Ο Μάρκος αδιάφορος.Ο άνθρωπος αυτός,η λαχτάρα του,η δίψα του ήταν να ξαναμπούν τα τραγούδια του
με διάφορους επώνυμους για να πάρει κάποια χρήματα,γιατί ήτανε σε άθλια
οικονομική κατάσταση και ξεχασμένος.Να φανταστείς ,όταν πηγαίναμε στον
Λαμπρόπουλο που ήτανε Λυκούργου για ν’ανέβουμε στο λογιστήριο να
πληρωθούμε,συναντιόμασταν κάτω στο ισόγειο.Θυμάμαι ότι ερχότανε ο Μάρκος μήπως
πάρει κάποια προκαταβολή,σχεδόν από κάποια τραγούδια που δεν υπήρχανε πιά,γιατί
τα είχε βγάλει παλιά ,την κάναν την πορεία τους ,ήρθανε άλλα είδη μουσικής.
Αισθανόμουν
πολύ άσχημα γι’αυτόν τον άνθρωπο που ήτανε πρωτεργάτης.Και όταν λέω πρωτεργάτης,ήτανε
100% πρωτεργάτης γιατί δεν είχε προγενέστερους.Δεν είχε ακούσει τον…τάδε για να
παίξει αυτά τα ρεμπέτικα που έπαιξε.Τα …γέννησε μόνος του! Όταν κάναμε τις
ηχογραφήσεις ο Μάρκος ήτανε εκεί στο στούντιο και τις παρακολούθησε όλες.Καθόταν
πίσω από μένα και τον Καρνέζη σε ένα χαμηλό πάγκο και έπαιζε.Βέβαια δεν του
γινόταν εγγραφή.
Άλλωστε δεν χρειαζότανε να παίξει ο Μάρκος για ό,τι έπρεπε να
βγει που βγήκε με σεβασμό και αξιοπρέπεια.Σε μια στιγμή μόνο έπαιξε ένα ωραίο
ταξίμι που καταγράφηκε.Περισσότερο καθόταν εκεί για να μπορεί να πάρει το
μεροκάματο,γιατί όπως είπα ήταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση.Βέβαια,μόνο η
παρουσία του για μας που καταλαβαίναμε το έργο του ήτανε καταλυτική για να
μπορέσουμε να παίξουμε αυτό που ήθελε,ήταν σίγουρο.Ήταν μεγάλη ιστορία να
παρίσταται ο Μάρκος.Εμείς αισθανόμασταν
δέος.Γιατί το να ταλαιπωρηθεί ένας άνθρωπος,η αξία του δεν χάνεται.Μετά άνοιξε
ο δρόμος και το ίδιο πράγμα το κάναμε με τον Ξαρχάκο στον δίσκο «Μάρκος,ο δάσκαλός
μας».
*Γιαννης
Παπαιωάννου.
«Δουλεύαμε τότες στα «Δειλινά» με τον Μπιθικώτση.Είχαμε
φύγει από το μαγαζί και πήγαμε στο Σκοπευτήριο,στο «Χάραμα»..Δεν ήταν μόνο ο
Παπαιωάννου ,ήτανε και ο Τσιτσάνης.Δεν είχανε δουλειά ,ήτανε και αργά,ήτανε
κανα-δυό παρέες.Καθήσαμε εκεί και μια
στιγμή μου λέει ένας από την παρέα:-Γουστάρεις να πάς να παίξεις
κάτι;Εγώ αν το έχω κάνει μιά-δυό φορές στη ζωή μου νομίζω ότι είναι πολύ.Έτυχε
εκείνο το βράδυ να το κάνω.Και ανέβηκα.Τώρα τι να παίξω,αφου ήμουνα μόνος μου
με μια κιθάρα,ένα μπάσο.Και παίζω ένα ταξίμι απ’αυτά του μπαρμπα Γιάννη, τα
χουζάμ.Παίζω-παίζω-παίζω και σε μια στιγμή τονε βλέπω στο πάλκο δίπλα μου.Μου
λέει ,συνέχισε.Και σε μια στιγμή πιάνει έναν αμανέ.Είπε τον αμανέ ,γιατί αυτός
είχε δικό του τρόπο.Ήταν με καλή φωνή τραγουδιστής,αλλά περισσότερο ερμηνευτής.Και
μόλις κάνει τον αμανέ μου λέει:-Κώτσο,συνέχισε.Ξανακάνω ταξίμι,πιάνει πάλι
αμανέ και στο μαγαζί.λίγα τα άτομα και… χαμός!.Ο μπαρμπα Γιάννης ήτανε
άρχοντας,καταπληκτικός άνθρωπος,έπαιζε ταξίμια που δεν τά’κανε κανένας,με τα δυό
δάκτυλα,φαντάσου».
*Γιώργος Ζαμπέτας.
«ΟΖαμπέτας ήτανε και μεγάλος δεξιοτέχνης και μεγάλος
παίχτης.Την τελευταία φορά που δούλεψα με τον Ζαμπέτα πρέπει να ήτανε το καλοκαίρι
του 1971.Κάθε βράδυ τού’κανα την εισαγωγή για να βγεί γιατί είχε άλλο μπουζούκι
που τον εσυνόδευε.Δεν πέρασε μιά βραδιά που μου έλεγε-Σ’ευχαριστώ Κώτσο.Κάθε
βράδυ.Έπαιρνε το μπουζούκι πρίν βάλει το βύσμα
και έπαιζε ελεύθερα.Γύριζε την πίστα,γιατί ο Γιώργος είχε μεγάλο
θάρρος.Εγώ άμα γύριζα την πίστα μπορεί νά’πεφτα και κάτω από την αγωνία μου και
που δεν τό’χα.Αυτός ήτανε –να πούμε-πληροφορημένος παίχτης.Είχε την έμπνευση
του συνθέτη και έπαιζε πράγματα φαντασία χωρίς να είναι τραγούδι,χωρίς να είναι
εισαγωγή.Τονε γουστάριζα γι’αυτό που έκανε,γιατί μετα όταν γύριζε στο πάλκο δεν
είχε καλή σχέση με τον ενισχυτή.Είχε βάλλει πολλά πρίμα κι’αυτά τον έκαναν και
ήταν οξύς και ενοχλητικός.Δεν τό’ξερε αυτό.Τού’πα Γιώργο βάλε λίγα μπάσα και
μου έλεγε,άστο,έτσι κυλάει καλλίτερα.Στον «Αράπη» έπαιζα εγώ ,ο Χιώτης,ο Καραμπεσίνης,ο
Τσιμπίδης ,ο Μακρυδάκης.Το ίδιο και στο «Ραδίκι».Τα τραγούδια του Γιώργου ήτανε πολύ καλά,ευρηματικά
,ξεχωριστά,οπως και το παίξιμό του.Όποιος τα λέει διαφορετικά,είναι
απληροφόρητος».
*Ακης Πάνου.
«Στη Νέα Σμύρνη γύρω στο 1960 ,κοντά στα 200 μέτρα από το
σπίτι του,έμενα κοντά στον Άκη Πάνου.Ο
Άκης τότε δεν έγραφε τραγούδια.Έκανε φιγούρες για τα μπουζούκια που
κατασκεύαζε.Κι’αυτή ήτανε η δουλειά του,το μεροκάματό του.Κάποια στιγμή
αποφάσισε να μας κάνει μπουζούκι.Κι’επειδή ήμασταν κολλητοί και εγώ και ο
Λάκης,μας έκανε δυό μπουζούκια τα οποία ήτανε ανεπανάληπτα.Στην πορεία λοιπόν
έβγαλε κάποιους στίχους και μας διάβασε που ήτανε καταπληκτικοί.Για μια στιγμή
παίζει και κάποια τραγούδια και ακούμε αυτούς τους στίχους μελοποιημένους και
βλέπουμε κάτι άλλο γίνεται.Δεν είναι αυτό που ξέραμε.Χάραζε δρόμο.Αυτός ήτανε
και πολύ τεχνίτης.Δηλαδή ήτανε και ζωγράφος,ήτανε και ποιητής,ήτανε και πολύ
δυνατός στην τέχνη στα χέρια-να πούμε-τεχνίτης μεγάλος και τελικά είχε κάποια
τραγούδια για να κάνει ξεκίνημα.Εντέλει έκανε κάποια τραγούδια και εγώ με τον
Λάκη τον πήγαμε στην Columbia.Τα
αξιολόγησαν και είδανε ότι τους αρέσουν ,ευτυχώς. Έτσι μπήκε στην Columbia ο
Ακης και τα πρώτα τραγούδια που έβγαλε κάνανε μπάμ αμέσως.Τι να πώ ; Μου είχε
πολλή αγάπη ο Άκης.Όταν εγώ πήγαινα Γερμανία με τον Θεοδωράκη,περίμενε να
γυρίσω να του παίξω τα τραγούδια του.Δηλαδή υπήρχε μεγάλη αγάπη και μεγάλο
δέσιμο.Εγώ κατάλαβα το έργο του κι’αυτός ήθελε να παίζω αυτά που έγραφε.
*Τρίχορδο.Το
πραγματικό μπουζούκι.
Φταίνε οι καινούργιοι με πρωταγωνιστή τον Χιώτη που έκανε
το τετράχορδο και τό’κανε να παίζει συνέχεια τα κομμάτια τα δικά του που είχανε
μέσα μάμπο και τσα-τσά.Τα παιδιά τα καινούργια κόλλησαν σ’αυτό το είδος της
μουσικής λόγω τετράχορδου ,που πρέπει νά’χεις να κάνεις πολλές κατέντζες ,να
παίξεις γρήγορα και βγήκανε πάρα πολλοί μπουζουκντζήδες σ’αυτό το είδος ,πολύ
λίγοι μιμήθηκαν και τον Ζαμπέτα.Δεν μιμήθηκαν όμως το πραγματικό μπουζούκι που
ήτανε του Μάρκου,του Τσιτσάνη,του Μπέμπη,του Καπλάνη.Αυτά ήταν τα μπουζούκια,τα
τρίχορδα,που γέννησαν το λαϊκό τραγούδι.Αυτοί λοιπόν οι καινούργιοι,νομίζω πως
όσο γρήγορα και να παίζουνε,πολύ γρήγορα θα βγάλουνε από τη μέση το λαϊκό
τραγούδι.Δεν ερμηνεύουνε.ΛείπεΙ ο χαρακτήρας τελείως,μα τελείως.Και ευτυχώς υπάρχουνε
σήμερα τα ρεμπετάδικα που φιλοξενούνε κάποια παιδιά με τρίχορδα,έστω κι’αν
παίζουνε-να πούμε- αφαιρετικά .Δεν είναι-να πούμε-βιρτουόζοι αλλά παίζουν με
ένα χρώμα.Κρατάει την παράδοση.Το τετράχορδο έτσι όπως εξελίχθηκε και γίνονται
κα τρίο και τέσσερο και πέντε,αυτοί τό’χουνε τελειώσει,τό’χουνε πεθάνει το
λαϊκό τραγούδι.Αυτό το λέω με πίκρα γιατί νομίζουν πως με τόσο βιρτουοζολίκι
που έχουν στο παίξιμο θα βγάζανε
κάτι.Αυτοί το έχουνε μόνο για να κάνουνε φιγούρα!».-
*Η Ξενερωσιά!.
«Σήμερα είναι μια εποχή που έχει την αίσθηση της…ξενερωσιάς.Τραγούδια
με μουσικές και πόνο δεν υπάρχουν, γιατί η τηλεόραση και όλο αυτό το
σκουπιδαριό που μας κάνει να βλέπουμε άθελα αυτές τις χλαπάτσες,δεν σου
επιτρέπει να έχεις την ευαισθησία που είχες τότε,το πόνο που είχες τότε και τα
προβλήματα που είχες τότε παλιότερα.Τώρα είμαστε όλοι ευτυχισμένοι γιατί
χρωστάμε στην τράπεζα.Λοιπόν είναι πολύ χάλια η εποχή.Δεν είναι εποχή να πείς
θα κάνω ένα τραγούδι σαν «Το βουνό»,ας πούμε, και θα συγκινήσω κάποιον.Φταίνε
πολλά πράγματα τώρα.Τώρα πως υπάρχουμε και παίζουμε και…γλεντάει ο κόσμος είναι
ρεκόρ».
Το σημερινό
σημείωμα-κείμενο απευθύνεται όχι σε γνώστες και γνωστικούς,αλλά κυρίως σε νέους
επίδοξους μπουζουκίστες –μουσικοπαίχτες εγχόρδων και σε κάθε περίπτωση όσους
δεν είχαν την τύχη,την ευκαιρία να τον
ακούσουν να να τα λέει,όπως τα λέει, ολοστρόγγυλα και καθαρά.Εν τέλει πρόκειται
για πολιτιστική μουσική υποθήκη ενός ακόμα μεγάλου «παιχνιδατόρου». Σήμερα ο
Κώστας Παπαδόπουλος έχει την εκτίμηση και τον σεβασμό
(μουσικοπαιχτών,ερευνητών, μουσικολόγων,όλων των συναδέλφων του). Των πάντων
ανεξαιρέτως.
του Μπάμπη Κ. Μώκου.. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου