Ιδιαίτερα δεμένος με την περιοχή του σημερινού δήμου Θερμαϊκού, ήταν ένας από τους κορυφαίους της Ελληνικής λαϊκής μουσικής, ο αξέχαστος συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής Βασίλης Τσιτσάνης (18 Ιανουαρίου 1915 – 18 Ιανουαρίου 1984).
Το τραγούδι του «Μπαξέ Τσιφλίκι», το εμπνεύσθηκε τις πολλές φορές που επισκέπτονταν τους Νέους Επιβάτες, τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, ενώ αρκετό διάστημα διέμεινε και στην Επανομή, όπου σύμφωνα με τη μαρτυρία του αδελφού της γυναίκας του, έγραψε και δύο ύμνους για την Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ!
Τεράστιο το έργο του μεγάλου καλλιτέχνη: Σαράντα χρόνια πάνω στο πατάρι, 600 τραγούδια, 12.000 ξενύχτια. Αυτή ήταν η καλλιτεχνική εξίσωση της ζωής του. Σαράντα χρόνια αδιάφθορος και απαραχάρακτος από τους καιρούς. Και όπως έγραψαν πολλοί μελετητές του έργου του, ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε ένας εκσυγχρονιστής, που δεν πιάστηκε στις δαγκάνες «του δέοντος και του ωφελίμου», παρά εξέφρασε τις δίσεκτες εποχές του ελληνισμού: τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, μέχρι και τη Μεταπολίτευση. Ο δημιουργός που μιλούσε στα περισσότερα έργα του για τα βάσανα και τους καημούς του κόσμου. Για τις ανισότητες, τις αδικίες και τη φτώχεια του λαού μας.
Τακτικός επισκέπτης των Ν.Επιβατών
Ο Δημήτρης Γιοβανόπουλος, που ερεύνησε το έργο του μεγάλου τροβαδούρου της λαϊκής μας μουσικής, σημειώνει ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης, κατά τα χρόνια 1938-1945 που ζούσε στη Θεσσαλονίκη, ήταν τακτικός επισκέπτης των Ν. Επιβατών, όπου με το μπουζούκι του συνόδευε γιορτές (γάμους, βαπτίσεις και πανηγύρια). Ίσως κατόπιν παραγγελίας κάποιου Επιβατιανού, έγραψε το τραγούδι Μπαξέ Τσιφλίκι, σε ένδειξη αγάπης για την Θεσσαλονικιά γυναίκα του φίλου του, ονόματι Μαριγούλα.
Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια το ελληνικού ρεπερτορίου. Αναπόσπαστο κομμάτι των λαϊκών πάλκων και κέντρων διασκεδάσεως μέχρι και σήμερα. Ο λόγος για το «Μπαξέ Τσιφλίκι». Δύσκολα θα βρεθεί καλλιτέχνης, από τους πολύ γνωστούς έως τους απλούς τραγουδιστές σε ταβέρνες που δεν το έχει πει.
Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ-Τσιφλίκι,
κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη...
Είναι ένα γρήγορο χασαποσέρβικο με τον τόνο και τη στιχουργική μαγεία του Βασίλη Τσιτσάνη. Ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1946 με πρώτους ερμηνευτές, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Βασίλη Τσιτσάνη. 1
Ο Τσιτσάνης στη Θεσσαλονίκη
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, που από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Τρίκαλα, είχε εγκατασταθεί από τα τέλη του 1936 στην Αθήνα, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του πάνω από 40 λαϊκά τραγούδια που είχε συνθέσει, άρχισε να δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά της πρωτεύουσας, αλλά και να γραμμοφωνεί τους πρώτους δίσκους του στην «ΟΝΤΕΟΝ». Αυτό μέχρι το Μάρτιο του 1938, οπότε στρατεύθηκε και στάλθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Θεσσαλονίκη.
Στο Τάγμα Τηλεγραφητών, που ήταν στην περιοχή του Ντεπό, ο καλλιτέχνης συνέθεσε πολλά τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες, κάποια μάλιστα από αυτά, στο πειθαρχείο της μονάδας, δεδομένου ότι συχνά παραβίαζε τις άδειες που έπαιρνε για να κατέβει στην Αθήνα προκειμένου να δώσει κομμάτια του στις εταιρίες για ηχογράφηση. Στο πειθαρχείο, έμεινε κλεισμένος περισσότερες από 50 μέρες, στα δύο χρόνια της θητείας του στο Τάγμα Τηλεγραφητών. 2
Ένα από τα τραγούδια που έγραψε στο Πειθαρχείο, ήταν η «Αρχόντισσα» που έγινε μεγάλη επιτυχία.
Τον Απρίλιο του 1940 ο Τσιτσάνης απολύεται από το στρατό και πηγαίνει κατευθείαν στην Αθήνα, όμως λίγους μήνες αργότερα ξεσπάει ο πόλεμος, οπότε επιστρατεύεται και στέλνεται στο Αλβανικό μέτωπο με την ειδικότητα του τηλεγραφητή.
Με την κατάρρευση του μετώπου και την είσοδο των Γερμανών, πηγαίνει στα Τρίκαλα, όπου βλέπει το σπίτι του μισογκρεμισμένο από τα βλήματα όλμων, οπότε φεύγει αμέσως για τη Θεσσαλονίκη όπου και εγκαταστάθηκε. Εδώ γνώρισε και τη γυναίκα του, τη Ζωή, το γένος Σαμαρά, που την παντρεύτηκε το 1942. Αφηγήθηκε για εκείνη την περίοδο της Θεσσαλονίκης ο Τσιτσάνης:
«Πήγα αμέσως για δουλειά. Δούλεψα στο Καραμπουρνάκι, στους Μπαρμπαλιά, δούλεψα και αλλού και στα περίφημα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα, που βρισκόταν στην οδό Νικηφόρου Φωκά, κοντά στο Λευκό Πύργο.
Στα ξένα αυτά μαγαζιά δε δούλεψα και πολύ καιρό, γιατί μετά το 1941, άνοιξα δικό μου μαγαζί, στην οδό Παύλου Μελά 21, δίπλα στο Μέγαρο του Μοσκώφ, στη Διαγώνιο. Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι με λίγα τραπεζάκια, ένα φοβερό μαγαζάκι που έμεινε ιστορικό. Λεγόταν «Ουζερί Τσιτσάνη» και εκεί μέσα έγραψα τραγούδια τα οποία γραμμοφώνησα μετά τον πόλεμο και χάλασαν κόσμο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αγαπώ τη Θεσσαλονίκη.
Σ’ αυτή την πόλη ετοίμασα στην Κατοχή, ολόκληρο έργο. Ένα έργο που αργότερα θα μίλαγε όλος ο κόσμος, ένα έργο που βγήκε από τις δραματικές σελίδες της εποχής, ένα έργο που ξεπήδησε μέσα από την ψυχή μου, ένα έργο που είχε μέσα του τον καλύτερο μουσικό μου κόσμο, ένα έργο που αργότερα θα σάρωνε την Ελλάδα.
Η Κατοχή είναι η πιο συγκλονιστική περίοδος του λαϊκού τραγουδιού και αυτή όπως φαίνεται πια καθαρά κάθε μέρα, «σημάδεψε» και την καριέρα μου και την ιστορία της λαϊκής μουσικής. Διότι αν προπολεμικά έγινε το ξεκίνημά μου στα γραμμόφωνα σαν λαϊκού συνθέτη και έγινε πραγματική επανάσταση στο λαϊκό τραγούδι, η κατοχή υπήρξε η εποχή που έδωσα ότι καλύτερο είχα στην ψυχή μου, που έδωσα ότι πιο αληθινό βγήκε μέσα από τις τραγικές εκείνες συνθήκες. Η κατοχή, με δύο λόγια, είναι η καρδιά του λαϊκού τραγουδιού». 3
Σύμφωνα με τον Πάνο Σαββόπουλο, ο κατοχικός Τσιτσάνης είναι ανεπανάληπτος και ασύγκριτος. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής 1941-1944 στη Θεσσαλονίκη συνέθεσε περίπου τριάντα τραγούδια, τα οποία ηχογράφησε από το 1946 και μετά, όταν άνοιξε το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων που το είχαν κλείσει για τρία χρόνια οι Γερμανοί. Τα 30 «κατοχικά» τραγούδια του Τσιτσάνη θεωρούνται τα μεγάλα αριστουργήματά του και αποτελούν το απόγειο της δημιουργίας του, όπως για παράδειγμα το «Χατζή Μπαξέ», η «Αθηναίϊσα», οι «Αραπίνες», η «Αχάριστη», ο «Ζητιάνος», η «Συννεφιασμένη Κυριακή» κ.α. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι αυτά τα συνέθεσε όταν ήταν μόλις 26-29 ετών, ενώ γνωρίζουμε ότι το απόγειο της δημιουργίας των συνθετών είναι τα 40-45 χρόνια. 4
Πάντως, οι εποχές τότε ήταν πολύ δύσκολες. Στα μαγαζιά σύχναζαν ύποπτοι λεφτάδες και μαυραγορίτες, γίνονταν φασαρίες, μπλόκα, εκτελέσεις και γενικότερα η ανθρώπινη ζωή είχε χάσει την αξία της. Ο Τσιτσάνης όμως μετρημένος, όπως πάντα, είχε κι έναν φίλο που τον προστάτευε, κι αυτός ήταν ο κουμπάρος του Νίκος Μουσχουντής, διευθυντής στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, έκανε ταξίδια στην επαρχία. Η φήμη του είχε εξαπλωθεί και πληρωνόταν σε τρόφιμα ή λίρες. 5
Για το μαγαζί του Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη, αφηγήθηκε ο Ανδρέας Σαμαράς, ο αδελφός της γυναίκας του:
«Το φθινόπωρο του 1942 κάναμε το «Ουζερί» στην οδό Παύλου Μελά 22. Ένα ισόγειο στενόμακρο μαγαζί με καμιά δεκαριά τραπέζια. Στο βάθος ήταν ο νεροχύτης και ο πάγκος με τους μεζέδες και τα ποτά, αριστερά το ταμείο και ο καμπινές και όπως μπαίνουμε δεξιά, κοντά στο νεροχύτη, ήταν το πάλκο με την ορχήστρα. Εγώ ήμουν στο ταμείο και είχα τη διαχείριση του μαγαζιού, ο Βασίλης δεν είχε ιδέα από αυτά και ούτε που ανακατευόταν καθόλου. Ερχότανε τα βράδια και έπαιζε και για τίποτε άλλο δε νοιαζότανε…». 6
Την ώρα που χιλιάδες Θεσσαλονικείς πέθαιναν στο δρόμο από την πείνα και τις κακουχίες της Κατοχής, υπήρχαν άνθρωποι που γλεντούσαν και σκορπούσαν σαν μαρουλόφυλλα τα χρήματα που αποκτούσαν από άνομες δραστηριότητες, απομυζώντας στην κυριολεξία το αίμα του καταπιεζόμενου λαού.
Βρισκόμαστε στην καρδιά της Κατοχής, της πιο μεγάλης περιπέτειας του ελληνικού έθνους. Η ζωή είναι δύσκολη, κάθε μέρα θάνατοι στο δρόμο από την πείνα, άλλοι δολοφονούνται γερμανικά κρατητήρια ή ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Η συσκότιση της πόλης από το φόβο των βομβαρδισμών είναι καθημερινή. Τα τρένα γεμίζουν ομήρους που μεταφέρονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ένα κομμάτι του λαού της πόλης ριψοκινδυνεύει τη ζωή του κάνοντας αντίσταση κατά των κατακτητών. Και την ίδια στιγμή, υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται μόνο για αγνό καφέ που σερβίρει το καφενείο «Ήλιον», για μαθήματα χορού και κιθάρας, ενώ η ταβέρνα «Αετός» σε σκανδαλίζει με τα ψητά γουρουνόπουλα τα αρνιά σούβλας που σου υπόσχεται αν πας να ακούσεις τον ξακουστό Τσιτσάνη. Που τα βρίσκουν όλα αυτά τα καλά, διάβολε; Και σε ποιους ανθρώπους απευθύνονται; … Ότι και να είναι, κάποιοι πάντως επωφελήθηκαν. 7
Η μοναδική φωτογραφία που σώζεται από το "Ουζερί Τσιτσάνης".
Όρθιος αριστερά ο κουνιάδος του, Σαμαράς
Τακτικός επισκέπτης των Ν.Επιβατών
Σύμφωνα με τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, το βιβλίο του Τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη επί Γερμανικής Κατοχής (Εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, σελ. 14-16), το τραγούδι για το Μπαξέ Τσιφλίκι, που κατά τον Κώστα Βίρβο, ήταν το σπουδαιότερό του, γράφτηκε στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Μάλιστα ο ίδιος ο Τσιτσάνης, μιλώντας στον Χατζηδουλή, 8, το αναφέρει πρώτο μεταξύ των τραγουδιών που έγραψε επί κατοχής. Και προσθέτει: «Όταν έγραψα το "Μπαξέ Τσιφλίκι" δούλευα στο μαγαζί του Δαλαμάγκα ακόμα. Εκεί μέσα το συνέθεσα».
Σύμφωνα πάντα με τον Χατζηδουλή, επειδή ο Τσιτσάνης το «ουζερί» του το άνοιξε περί τα μέσα του 1942 και μια σαιζόν αργότερα δούλεψε στου Δαλαμάγκα, λογαριάζει ότι το τραγούδι γράφτηκε στα τέλη του 1942 ή το φθινόπωρο της χρονιάς αυτής. 9
Να πούμε για τον Δαλαμάγκα, που ο Τσιτσάνης τον κατέστησε μυθικό πρόσωπο στον κόσμο του ρεμπέτικου, ότι υπήρξε επί κατοχής ιδιοκτήτης του υπαίθριου κέντρου «Τα Κούτσουρα», στην οδό Νικηφόρου Φωκά 10 της Θεσσαλονίκης.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Τσιτσάνης, είναι η απλή δημοτική, με λαϊκές λέξεις («τσάρκα»). Εξάλλου σε όλα τα τραγούδια του χρησιμοποιεί την απλή δημοτική καθότι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του, ως εκφραστή των συναισθημάτων των Ελλήνων. Δεν επιζητούσε κάτι το εξεζητημένο και αυτή ακριβώς ήταν η διαφορά που τον έκανε ανώτερο από όλους τους συνθέτες.
Με απλή αλλά μαγική γλώσσα
Οι περισσότεροι προσπαθούσαν με κάποιους περίεργους χειρισμούς της γλώσσας να πετύχουν κάτι που θα γινόταν σουξέ, πετυχαίνοντας ακριβώς το αντίθετο. Αντιθέτως, ο Τσιτσάνης με την τόσο απλή και συνάμα μαγική γλώσσα, κατάφερε να μπουν όλα τα τραγούδια του στις ψυχές των Ελλήνων.
Το «Μπαξέ Τσιφλίκι», αναφέρεται σε επτά γνωστές περιοχές της Θεσσαλονίκης και είναι και αυτό αφιερωμένο σε μια Θεσσαλονικιά, ονόματι Μαριγούλα, όπως προαναφέρθηκε. Καλύτερα βέβαια να γίνει μία προσεκτική ανάλυση των στίχων και τον στροφών ξεχωριστά.
Η βόλτα ξεκινάει αρχικά στην περιοχή «Μπαξέ Τσιφλίκι», που τώρα ονομάζεται Νέοι Επιβάτες. Ο Τσιτσάνης δεν παραλείπει να παραθέσει την εμφάνιση και την καταγωγή της γυναίκας. Είναι όμορφη και είναι από τη Θεσσαλονίκη. Στον τρίτο στίχο, παραθέτει και το όνομά της (Μαριγούλα).Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ Τσιφλίκικούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκηστου Νικάκη τη βαρκούλα, γλυκιά μου Μαριγούλανα σου παίξω φίνο μπαγλαμά
Αναφέρει λοιπόν πως στου Νικάκη τη Βαρκούλα, δηλαδή στη Θάλασσα του Θερμαϊκού, θα της παίξει μπαγλαμά, ενώ προσθέτει και έναν επιθετικό προσδιορισμό («φίνο»). Οι Νέοι Επιβάτες (γνωστοί και ως Μπαξέ Τσιφλίκι, στην καθομιλουμένη Μπαξές) είναι παραλιακή κωμόπολη και δημοτικό διαμέρισμα του δήμου Θερμαϊκού. Βρίσκεται 22 χιλιόμετρα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, επί του Θερμαϊκού Κόλπου. Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, ο Νικάκης ήταν υπαρκτό πρόσωπο, κάτοικος της Νέας Μηχανιώνας, που κάποιες φορές έπαιρνε τον Τσιτσάνη στη βάρκα του για να ψαρέψουν μαζί.
Το Μπαξέ Τσιφλίκι
Μέχρι και την Απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912 η περιοχή των σημερινών Νέων Επιβατών ήταν φέουδο ενός Τούρκου πασά και ονομαζόταν «Μπαξέ Τσιφλίκι».
Ο νέος οικισμός των Επιβατιανών προσφύγων δημιουργήθηκε στην περιοχή που βρισκόταν το θερινό σπίτι του πασά. Σ’ εκείνη την τοποθεσία εγκαταστάθηκαν το 1923, μετά τη ανταλλαγή πληθυσμών, 159 προσφυγικές οικογένειες (631 άτομα), όλες προερχόμενες από την κωμόπολη Επιβάτες, προαστίου της Κωνσταντινούπολης, και έδωσαν και το όνομα Νέοι Επιβάτες, αν και δεν έπαψε ποτέ να είναι σε χρήση και η δεύτερη ονομασία Μπαξέ Τσιφλίκι, τόσο από τους Επιβατιανούς όσο και από τους παλιούς Θεσσαλονικείς.
Οι Νέοι Επιβάτες ήδη από το 1928 αποτελούσαν πόλο έλξης παραθέρισης των Θεσσαλονικέων. Σ’ αυτό βοηθούσε πάρα πολύ το ότι οι πρόσφυγες φρόντισαν να κάνουν αμέσως μετά την εγκατάσταση τους, έναν ξύλινο λιμένα, και η τακτική συγκοινωνία με καραβάκια (Από τους Ν. Επιβάτες κατά τον μεσοπόλεμο ξεκινούσαν καθημερινά 5 καράβια).
Ο Τσιτσάνης στην Επανομή
Όμως ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν στενά δεμένος και με την Επανομή. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες παλιών Επανομιτών, μετά την κατάρρευση του μετώπου, όπου ο συνθέτης πολεμούσε για την απόκρουση των εισβολέων και την κατάληψη της Ελλάδος από τους Ναζί, κατέφυγε στην Επανομή, όπου του δώσανε πολιτικά ρούχα για να βγάλει τη στρατιωτική στολή και να μη συλληφθεί. Και τότε για πρώτη φορά, έπαιξε μπουζούκι για τους κατοίκους της όμορφης κωμόπολης.
Υπήρξε όμως και συνέχεια: Ο στενός φίλος και συνεργάτης του συνθέτη, Αντρέας Σαμαράς, αδελφός της γυναίκας του Τσιτσάνη, διηγήθηκε στον συγγραφέα Σώτο Αλεξίου, στο βιβλίο του «Ο ξακουστός Τσιτσάνης»: «Πολλές φορές διάφοροι φίλοι του Βασίλη του κάνανε πρόταση να γίνει μέλος του ΕΑΜ. Ήταν όμως διστακτικός, δεν το αποφάσιζε. Ήθελε την ανεξαρτησία του. Δεν ξέρω τι.
Κάποια φορά, άνοιξη ήταν του '44, ήρθε απεσταλμένος από την επιτροπή του ΕΑΜ Επανομής και τον κάλεσε να τους επισκεφθεί για να μιλήσουν. Ο απεσταλμένος του λέει: «Τι να τους απαντήσω;» Ο Βασίλης αφού το σκέφθηκε πολύ του λέει: «Να τους πεις πως θα 'ρθω σε λίγες μέρες». Πράγματι σε κάνα δυο μέρες πήγαμε. Εγώ, ο Βασίλης και η Ζωή (σ.σ. η γυναίκα του Τσιτσάνη). Εκεί μας υποδέχτηκαν τα μέλη της επιτροπής του ΕΑΜ. Είχανε πανηγύρι, είχανε γιορτές, θέατρο, Καραγκιόζη, σε ένα πάλκο στην πλατεία έπαιζαν τα κλαρίνα και χόρευαν. Καμία σχέση με αυτά που περνάγαμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ζούσαν ελεύθεροι. Όλοι ήταν αρματωμένοι. Μας συμπεριφέρθηκαν με μεγάλο σεβασμό. Πολλοί ήξεραν τον Βασίλη και τον παρακάλεσαν να τους παίξει τραγούδια του. Εκεί έγραψε και τα δυο τραγούδια για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τα έπαιζε συνέχεια και τα μάθανε και οι κλαριντζήδες και τα παίζανε μαζί. Όλοι ήταν ξετρελαμένοι με τον Τσιτσάνη. Εγώ ύστερα από τρεις-τέσσερις μέρες έφυγα, γιατί έπρεπε να κοιτάξω και το μαγαζί. Ο Βασίλης και η Ζωή ήρθαν ύστερα από μερικές μέρες. Αποφασίστηκε να μείνει έξω από το ΕΑΜ και να το βοηθάει όποτε υπήρχε ανάγκη. Έτσι και έγινε. Πολλοί βρήκαν καταφύγιο στο "Ουζερί" για μια δυο μέρες». 10
Σχετικά με τη μετάβαση του Τσιτσάνη στην Επανομή, έγραψε και ο Ηλίας Μπαρούνης, αναφέροντας ότι πράγματι, εκεί έγραψε τα δύο τραγούδια-ύμνους στην Αντίσταση, αλλά αρνήθηκε να ενταχθεί στο ΕΑΜ. Σημείωσε σχετικά:
«Λέγεται ότι την άνοιξη του 1944 τον κάλεσαν από το ΕΑΜ Επανομής. Ο Τσιτσάνης πήγε μεν, αλλά δεν γράφτηκε. Συνέθεσε όμως δύο ύμνους-τραγούδια για το ΕΑΜ. Το ΚΚΕ, ως κόμμα, από τα λεγόμενα του Μάρκου Βαμβακάρη και άλλων, είχε επιφυλακτική και εν πολλοίς αρνητική στάση απέναντι στους ρεμπέτες και στα ρεμπέτικα. Τα απλά μέλη του όμως σαφώς και συμπαθυούσαν αυτά τα τραγούδια». 11
Τα περί συνεργασίας του Τσιτσάνη με το ΕΑΜ, επιβεβαιώθηκαν και από τα όσα δήλωσε ο εκπαιδευτής του συνθέτη στον ασύρματο, στο Τάγμα Τηλεγραφητών, Γιώργος Γουδέδης:
«Στο Τάγμα Τηλεγραφητών είχαμε φτιάξει μια ομάδα αντιδικτατορική. Ο Τσιτσάνης μας ήξερε όλους και γνώριζε τη δράση μας και πολλές φορές μας είχε συμπαρασταθεί σε δύσκολες καταστάσεις. Το 1943 το ΕΑΜ με έστειλε με συγκεκριμένη αποστολή στη Θεσσαλονίκη μου είπαν πως μπορώ, αν χρειαστεί, να ζητήσω τη βοήθεια του Τσιτσάνη. Πήγα και τον βρήκα στο «Ουζερί». Εντυπωσιάστηκε που κυκλοφορούσα οπλισμένος. Από τότε τον έβλεπα κάπου-κάπου μέχρι το θάνατό του». 12
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Τσιτσάνη
Ο εξαίρετος ποιητής αλλά και Άνθρωπος, ο αψεγάδιαστος Ντίνος Χριστιανόπουλος, που γνώριζε τον Τσιτσάνη και μελέτησε το έργο του, έγραψε αρκετές μελέτες για τον βάρδο της Ελληνικής λαϊκής μουσικής. Μάλιστα, σε μία ομιλία του στη γενέθλια πόλη του Τσιτσάνη, τα Τρίκαλα, το 1998, ο Χριστιανόπουλος περιέγραψε το πώς γνώρισε στα μαύρα χρόνια της Κατοχής τον σπουδαίο καλλιτέχνη. Όπως εξιστόρησε:
Ήμουνα έντεκα χρονών το 1942 και κινδυνεύοντας να πεθάνω από πείνα, στη γερμανική κατοχή, πουλούσα διάφορα μικροπράγματα (τσιγάρα, σπίρτα, μύγδαλα, παστέλια) και μπαινόβγαινα ελεύθερα στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα. Τα «Κούτσουρα» τότε ήταν μια μεγάλη μάντρα, αρκετά ευπρεπής, όπου σύχναζαν κάτι μαυραγορίτες. Εκεί, για μερικούς μήνες – τρεις, ίσως και τέσσερις – τραγουδούσε ο Τσιτσάνης. Ο οποίος ήδη το 1942 ήταν ένας θρύλος. Τότε ήμουν παιδί του κατηχητικού και δεν γνώριζα ακόμη το χώρο του ρεμπέτικου, αλλά η μουσική του Τσιτσάνη με τραβούσε. Και κάθε φορά που έκανα τη βόλτα, για να πουλήσω την πραμάτεια μου, έλεγε: «Ας περάσω κι απ’ τη Νικηφόρου Φωκά να ρίξω μια ματιά». Και πραγματικά, στο βάθος ο Τσιτσάνης, ωραία φιγούρα, ωραίος άντρας, έπαιζε τα τραγούδια του που ήδη από τότε πολλά απ’ αυτά είχαν γίνει κλασικά. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή».13
Η οδός Π.Μελά στην Κατοχή. Εδώ βρισκόταν το "Ουζερί Τσιτσάνης"
Ο Χριστιανόπουλος θεωρεί ότι ο Τσιτσάνης, έρχεται σήμερα να καταλάβει τη θέση του στις νέες παραδοσιακές αξίες, που μπορούμε να δεχτούμε και που είναι ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης. Όπως δε σημειώνει: «Ξεκινάει πλέον όχι μια προσπάθεια τιμής προς το ίδιο το έργο του Τσιτσάνη, αλλά μία ευρύτερη προσπάθεια ένταξης του Τσιτσάνη στις μεγάλες πολιτισμικές μας αξίες». 14
«Συννεφιασμένη Κυριακή»: Ένα πραγματικό περιστατικό της Κατοχής
Ένα από τα πιο πολυειπωμένα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, το «Συννεφιασμένη Κυριακή», γράφτηκε τη μαύρη περίοδο της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Οι στίχοι αναφέρονται σε ένα περιστατικό, που ο Βασίλης Τσιτσάνης είδε με τα μάτια του, όταν γυρνούσε από το ουζερί που είχε ανοίξει στη Θεσσαλονίκη, με τον αδερφό της γυναίκας του, Ανδρέα Σαμαρά. Το τραγούδι αυτό, φωνογραφήθηκε αρχικά στις 11 Αυγούστου 1948 με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου Ωστόσο, η ερμηνεία που εκτόξευσε το τραγούδι στα ύψη, κάνοντάς το δισκογραφική επιτυχία, ήταν εκείνη του 1959. Ερμηνευτής του, ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης με τη σύμπραξη της Γιώτας Λύδια και της Μαρινέλλας. Η εισαγωγή αυτής της εκτέλεσης, για περίπου πενήντα χρόνια, υπήρξε το μουσικό σήμα της φωνογραφικής εταιρίας «Κολούμπια» στις ραδιοφωνικές εκπομπές της, με λαϊκή μουσική. Ενώ προηγουμένως, το 1954 η μουσική του τραγουδιού, έδωσε την έμπνευση στο Μάνο Χατζιδάκι, να την μεταγράψει για πιάνο, συμπεριλαμβάνοντάς την στις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» του. Ο Χριστιανόπουλος, θεωρεί ότι η «Συννεφιασμένη Κυριακή», παρόλο που είναι ένα τραγούδι άνισο, δεν διαφέρει πολύ από ένα κλασικό ορατόριο. 15
Με γλαφυρό τρόπο ο Βασίλης Τσιτσάνης περιέγραψε τις συνθήκες που του έδωσαν την έμπνευση να συνθέσει τραγούδι: «Κατά την περίοδο της Κατοχής, στη Θεσσαλονίκη, εμπνεύσθηκα και τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη “Συννεφιά” της Κατοχής από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας – τότε που όλα τα σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά».
Χειρόγραφο του Τσιτσάνη για τις περιπέτειές του στον πόλεμο και την Κατοχή
Το πραγματικό περιστατικό, όπως ακριβώς το έζησε ο συνθέτης, παρατίθεται στην βιογραφία του από τον Σώτο Αλεξίου «...λίγο πιο πάνω, τρεις σκιές προχωράνε με προφύλαξη τοίχο-τοίχο. Στα χέρια τους κρατάνε μπουγέλα και πινέλα. Σε λίγο φτάνουν στην πλατεία Φαναριωτών. Ο ένας φυλάει τσίλιες και οι άλλοι δύο αρχίζουν να γράφουν με μεγάλα κεφαλαία γράμματα στον τοίχο: “ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”. Πριν προλάβουν να τελειώσουν, πρόβαλε από το στενό γερμανική περίπολος πλαισιωμένη με προδότες Έλληνες ταγματασφαλίτες. Ούτε που πρόλαβε να φωνάξει ο τσιλιαδόρος. Τα όπλα κροτάλισαν μες στο παγωμένο χάραμα. Το αγόρι τινάχτηκε, έπεσε κάτω, αίμα και χρώμα άρχισαν να τρέχουν πάνω στο πεζοδρόμιο. Έξι και τριάντα μαζί με το Μπαρμπαθανάση και τον Κυριαζή φεύγουμε από τον “Aετό” και προχωράμε τυλιγμένοι στα χοντρά παλτά μας προς τα κάτω, για την “Παύλου Μελά”. Λίγο πιο κάτω, ένα μικρό πηγαδάκι έχει σχηματιστεί από περαστικούς που κλείνουν το πεζοδρόμιο. Μουρμουρητά, χωρίς να μπορείς να ξεκαθαρίσεις τι λένε. Κάνουν έτσι και βλέπουν το παλληκάρι ανάσκελα, με τα μάτια ορθάνοιχτα προς τον ουρανό, μέσα σε μια λίμνη από αίμα ανακατεμένο με το μαύρο χρώμα, παγωμένο από το ψύχος που επικρατεί.
Αυτό έμεινε στη μνήμη μου και έγινε αφορμή να γράψω τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Μέρες πολλές από τότε προσπαθούσα με το μπουζούκι μου να βγάλω μια μελωδία, μια μουσική, που να περικλείει μέσα το περιστατικό αυτό που με βασάνιζε, αλλά και τη ζωή που ζούσα εγώ και όλοι μας. Στην αρχή δεν είχα στο νου να του βάλω λόγια. Ώσπου μια Κυριακή απόγευμα που γύριζα με τη Ζωή και την κορούλα μας, που μόλις είχε γεννηθεί, με το καραβάκι από τη Σαλαμίνα, άκουσα κάποιον να λέει στο διπλανό του: “Τι νύχτα κι αυτή, Θεέ μου... Σου πλακώνει την καρδιά...” Τότε, κάτι άστραψε μέσα μου. Βγάζω ένα χαρτάκι και πολύ πρόχειρα γράφω δυο τρεις λέξεις (“συννεφιασμένο απόγευμα, πλακώνει την καρδιά μου” ή κάπως έτσι). Το νόημα πάντως αυτό ήταν». 16
Με τη Μαρίκα Νίνου και το συγκρότημά τους σε τουρνέ στην Τουρκία
Σύντομο βιογραφικό του Βασίλη Τσιτσάνη
Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.
Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Το δωμάτιο του Τσιτσάνη στο πατρικό του σπίτι στα Τρίκαλα
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν», όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Τα εμβατήρια της 4ης Αυγούστου
Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Ο Τσιτσάνης το 1982 έξω από το Τάγμα Τηλεγραφητών
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.
Το 1938 ο στρατευμένος πια Τσιτσάνης, υπηρετεί στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη, όπου στάλθηκε και ο Χαρίλαος Φλωράκης. Τότε πρωτογνωρίζονται και ξανασυναντιούνται το 1940 στο Τάγμα Μηχανικών στα Γιαννιτσά, πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο.
Ο Χαρίλαος Φλωράκης διηγήθηκε για τη ζωή τους στο Τάγμα Τηλεγραφητών: «Όταν πήγα εγώ στο Τάγμα, ο Τσιτσάνης ήταν ήδη γνωστός και αγαπητός στους φαντάρους. Συχνά τα βράδια μετά το προσκλητήριο πηδούσε τα συρματοπλέγματα με κάποιον άλλο και πήγαιναν στις ταβέρνες που ήταν γύρω από το στρατόπεδο και δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά όμως ο επιλοχίας τού έστησε καρτέρι και τον έπιασε στα πράσα, που πηδούσε το φράχτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην αναφορά τον ρωτάει ο λοχαγός: "Τι γύρευες στα σύρματα τέτοια ώρα, Τσιτσάνη;". Κι αυτός με χιούμορ και ετοιμόλογος του απαντά: "Ασυρματιστής δεν είμαι κυρ λοχαγέ; Πήγα να τα επιθεωρήσω, να δω αν είναι εντάξει"». 17
Το 1938, με επταήμερη άδεια από το στρατό, κατεβαίνει στην Αθήνα και ηχογραφεί την «Αρχόντισσα» και άλλα τραγούδια. Αυτή τη χρονιά δισκογράφησε 25 τραγούδια στην Odeon, 7 στην Columbia και 9 στη HMV. Το 1939, με άδειες του στρατού κατεβαίνει συχνά στην Αθήνα και ηχογραφεί τραγούδια του. Στη Θεσσαλονίκη, νοικιάζει ένα δωματιάκι στην οδό Στρωμνίτσης 20, στο Ντεπό.
Γείτονάς του, είναι ο έφηβος τότε, Γιώργος Φαρσακίδης, ο οποίος θυμάται ότι κοντά στη γειτονιά ήταν το Τάγμα Τηλεγραφητών. Ότι τις Κυριακές «τα φαντάρια τρώγανε πατάτες με κρέας» κι ότι μέχρι να γίνει το φαγητό, «παίζανε ποδόσφαιρο στο γήπεδο. Πολλές φορές είδα τον Τσιτσάνη πάνω στις κερκίδες, ανάμεσα στους αξιωματικούς, να παίζει το μπουζούκι και να τραγουδά μαζί τους. Εμείς, τα μαγκάκια της γειτονιάς, όταν βλέπαμε τον Τσιτσάνη με το μπουζούκι, δίναμε σύρμα και στους άλλους και τρέχαμε ν' ακούσουμε τον φαντάρο που, όπως λέγαμε, τραγουδούσε στα γραμμόφωνα». 18
Ο συγγραφέας Σώτος Αλεξίου, που για πολλά χρόνια ερεύνησε τη ζωή και το έργο του μουσικοσυνθέτη, σημειώνει: «Ο Τσιτσάνης δεν είχε στόφα ήρωα. Τις ηρωικές πράξεις τις θαύμαζε στους άλλους. Λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη έγραψε δυο τραγούδια - ύμνους για την αντίσταση, που όπως είπε ο ίδιος, κάπου-κάπου τα παίζανε στο μαγαζί. Άλλοι λένε πως ήταν παραγγελία από το ΕΑΜ και άλλοι πως τον πίεσαν αντάρτες του ΕΛΑΣ όταν ήταν στην Πύλη Τρικάλων, τον Ιούνιο του 1943».
Χειρόγραφο του Τσιτσάνη για τους δύο ύμνους στην Εθνική Αντίσταση
Ο συγγραφέας του βιβλίου παραθέτει και γραπτή μαρτυρία του Τσιτσάνη: «Τραγούδια, όπως λένε "αντιστασιακά " έγιναν στα βουνά. Εγώ έχω γράψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι μαρς. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά, πριν την απελευθέρωση και τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλω».19
Ο «Ύμνος του ΕΑΜ» από τον Τσιτσάνη
Παραθέτουμε τους δύο ύμνους για την Αντίσταση και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που έγραψε ο Τσιτσάνης:
«Πέρασαν έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας
Αιώνες πέρασαν με νεκρικά σκοτάδια,φτάνει, σταθείτε, δειλοί,Ο λαός να χαρείτην αυγούλα τη χρυσή,π’ ανατέλλει σε όλους λεύτερη ζωή.
Σκλάβοι, δεσμώτες, αδέλφια.Σκελετωμένα κορμιά.Ζωή καινούρια, τραγούδια, χαρά,δώσατε σεις λευτεριά.
Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας,Στραγγαλιστές του λαού,Καταφρόνια και σκλαβιά,μαστιγώματα, κελιά,Ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά.
Σίδερα σπάστε κι αφήστεΤο αίμα να ξεχυθεί.Λευτεριά τώρα ας τρέχει στη γηΚι όλους μας ας οδηγεί.
Αυτός, είναι ο πρώτος από τους δύο ΕΑΜικούς ύμνους του Τσιτσάνη, γραμμένος, σύμφωνα με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, «προφανώς το τελευταίο τρίμηνο του 1944. 20(Ρεφρέν: η δεύτερη και τέταρτη στροφή)
Όπως πάλι ανέφερε ο Ηλίας Πετρόπουλος, αυτό το τραγούδι-ύμνος στην Εθνική Αντίσταση «ποτέ δεν βγήκε σε δίσκο. Ήταν πασίγνωστο στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι πολύ καλά τη μελωδία του». 21
Ο Κώστας Βίρβος πάλι στην αυτοβιογραφία του, σημείωνε ότι δεν βρέθηκε ακόμη ολόκληρο το τραγούδι, που το τραγουδούσε ο Τσιτσάνης κρυφά στο μαγαζί του. 22
Σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, ο ερευνητής του έργου του μεγάλου λαϊκού δημιουργού, Κώστας Χατζηδουλής έγραψε ότι οι στίχοι και η μελωδία των δύο ΕΑΜικών τραγουδιών σώθηκαν χάρη στους φίλους του Τσιτσάνη, τον μουσικό και τραγουδιστή, Γιώργο Τσανάκα και τον Τάκη Φιτσιώρη, ο οποίος τους αναφέρει στις αναμνήσεις του, από τις οποίες ο Χατζηδουλής πήρε τους στίχους και τους παρέθεσε στην εφημερίδα. 23
Οι στίχοι αυτών των άγνωστων μέχρι σήμερα στο ευρύ κοινό τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά από τον Ηλία Πετρόπουλο στα «Ρεμπέτικα τραγούδια». 24
Μία από τις ελάχιστες φορές που έβαλε γραβάτα ο Τσιτσάνης, ήταν στις 30 Οκτωβρίου 1944, ημέρα που απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη από τους Ναζί κατακτητές. Εδώ: Μπαρμπαθανάσης (με το καλάθι), Τσιτσάνης, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης με τη γυναίκα του, ο Γιοβάνης, ο Τσανάκας, η Μαίρη Σοίδου και ο Τσιγάρας
Ο δεύτερος αντάρτικος ύμνος του Τσιτσάνη
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ.
Χρόνια τώρα πάνω στα βουνάτης Ελλάδος τα γερά τα παιδιάτο ντουφέκι πάντα συντροφιάπολεμούν για την ελευθεριά.
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣτης ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας.Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς».
Το τραγούδι, το καταχώρησε ο Χατζηδουλής στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, με βάση τις αναμνήσεις του Τάκη Φιτσιώρη, ο οποίος όμως ανέφερε ότι ο Τσιτσάνης δεν το τραγούδησε ποτέ ολόκληρο κανέναν. 25 Πάντως, τους δύο πρώτους στίχους της επωδού, τους παρέθεσε ο Ηλίας Πετρόπουλος, 26 ενώ στις αναμνήσεις του στην ίδια εφημερίδα ο Όμηρος Χατζησαράντης, ανέφερε τους ίδιους στίχους. 27(Ρεφρέν: Η δεύτερη στροφή)
Πάντως, ανεξήγητο παραμένει ένα θέμα σχετικό με τη ζωή του Τσιτσάνη στην κατοχική Θεσσαλονίκη: Πως, παρά τις στενές σχέσεις του με τον αξιωματικό της Ασφάλειας και μέγα κομμουνιστοφάγο, Νικόλαο Μουσχουντή, έγραψε τους δύο ΕΑΜικούς ύμνους, που τραγουδήθηκαν από τους αριστερούς, αλλά ποτέ δε βγήκαν σε δίσκο. 28
Αναθεμάτιζε τις τυραννίες
Σύμφωνα με τον μελετητή του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, Νέαρχο Γεωργιάδη, προς το τέλος της Κατοχής, ο Τσιτσάνης με ένα εμβατήριό του αναθεμάτιζε τις δύο τυραννίες που γνώρισε η Ελλάδα και καλωσόριζε την ελευθερία που, όπως πίστευε, θα ερχόταν. Ο συνθέτης και στιχουργός εξομοίωνε τη δικτατορία του μεταξά, στην οποία αναφερόταν ρητά, με τη γερμανική Κατοχή, την οποία υπονοούσε, και χρησιμοποιούσε έναν κώδικα σκοταδισμού και φωτός, πολύ διαδεδομένο μεταξύ του λαού, με εκφράσεις όπως «τα σκοτάδια της σκλαβιάς» και το «γλυκοχάραμα της λευτεριάς». 29 Αυτές οι εκφράσεις, εξάλλου, ήταν και μέρος της πολιτικής ρητορικής της Αριστεράς: Σύμφωνα με τη φρασεολογία της, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου χαρακτηριζόταν σαν «βαθύ μεσαιωνικό σκοτάδι» 30 και ο χιτλερισμός απειλούσε «να γυρίσει αιώνες πίσω στο σκοτάδι την ανθρωπότητα». 31
Συννεφιασμένη Κυριακή
Στο τραγούδι του Τσιτσάνη, τα σκοτάδια που σημαίνουν τη σκλαβιά, είναι τόσο πηχτά κι αδιαπέραστα, όσο εκείνα του θανάτου και του Άδη, και τόσο αβάσταχτα, που η κάθε μικρότερη μονάδα χρόνου (ώρα, μέρα, βδομάδα, μήνας, χρόνος) φαίνεται σαν αιώνας στη συνείδηση του καταπιεσμένου Έλληνα. Κι αφού το σκοτάδι σημαίνει σκλαβιά, η αντίθετη έννοια, το φως, σημαίνει ελευθερία. Φως της αυγής: η ελευθερία που διαδέχεται τη σκλαβιά. 32
Στην ευρύτερη έννοια «σκλαβιά», εκτός από τα «νεκρικά σκοτάδια», ανήκουν επίσης και οι έννοιες «χρόνοι της σαπίλας», δηλαδή της διαφθοράς και της κατάπτωσης των ανθρώπινων αξιών, «στραγγαλιστές του λαού»(δηλαδή στραγγαλισμός των λαϊκών ελευθεριών), η «καταφρόνια» (ο εξευτελισμός της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας), τα «μαστιγώματα» και τα άλλα βασανιστήρια, τα «κελιά» και τα «σίδερα» (οι φυλακίσεις), τα «ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά» (οι εκτοπίσεις των αριστερών και των άλλων δημοκρατικών).
Ωστόσο, η ελευθερία, όπως την περίμενε ο Τσιτσάνης κι’ όλος ο λαός, δε θα φτάσει. Γιατί με το τέλος της Κατοχής, θα αρχίσει μία νέα περίοδος ανελευθερίας που θα οφείλεται στην αγγλοαμερικανική επέμβαση, μία επέμβαση που θα οδηγήσει στον καταστρεπτικό Εμφύλιο Πόλεμο. Το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», θα χρησιμοποιήσει ξανά τον κώδικα σκοταδιού και φωτός για να ζωγραφίσει παραστατικά τη νέα τυραννία. 33
Η σχέση του ρεμπέτικου με τα αντάρτικα τραγούδια
Πολλά χρόνια αργότερα απαντώντας στο ερώτημα εάν υπήρχε σχέση του ρεμπέτικου με τα αντάρτικα τραγούδια και την Αντίσταση, θα γράψει ο Τσιτσάνης σε κάποιες ιδιόχειρες σημειώσεις του:
«Στην περίοδο του Μεταξά, 1936-1941, δε γνωρίζω να υπήρχε αντιστασιακό ρεμπέτικο. Ρεμπέτικα τραγούδια δεν υπήρχαν. Τα πάντα περνούσαν από τη λογοκρισία. Βγαίναν τραγούδια με κύρια θέματα ερωτικά-λαϊκά. Βέβαια υπήρχαν και μερικά λαϊκά όπως το «Θα σαλτάρω», ένα άλλο «Το Χαϊδάρι», τραγούδια όπως λένε αντιστασιακά, τέτοια έγιναν στα βουνά. Εγώ προσωπικά έχω γράψει δυο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες είναι σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι mars και χορωδιακό. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά πριν από την απελευθέρωση τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλο. Το άλλο, το «Μπλόκο», που περιέχει ο δίσκος της CBS, δεν τολμούσα να το πω γιατί στο μικρό ουζερί που είχα στη Διαγώνιο, Τσιμισκή και Παύλου Μελά 21 μπαίναν κάθε βράδυ Γερμανοί». 34
Ο Τσιτσάνης στο Καραμπουρνάκι, στον
"Μπαρμπαλιά", παίζοντας μπουζούκι "από πρωίας"
Το 1946, ο Τσιτσάνης εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 - 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι' αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. "Είμαστε αλάνια", "Πήρα τη στράτα κι έρχομαι", "Χωρίσαμε ένα δειλινό", "Τρελός τσιγγάνος", "Πέφτουν της βροχής οι στάλες", "Όμορφη Θεσσαλονίκη", "Αντιλαλούνε τα βουνά", "Κάνε λιγάκι υπομονή", "Φάμπρικες", "Πέφτεις σε λάθη", "Καβουράκια", "Κάθε βράδυ λυπημένη", "Ξημερώνει και βραδιάζει", "Έλα όπως είσαι", είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι' αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα' πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ' αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους - που κάποτε είναι...τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή - δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.
Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του '50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.
Ο Τσιτσάνης με τη Λάουρα τραγουδούν "το Καράβι"
Με τον Τζο Ντασέν και τη Σωτηρία Μπέλλου
Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο "Χάραμα" - έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ' αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια... Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1984 στο Λονδίνο, όπου βρισκόταν για εγχείρηση, και κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου