"ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟΝ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΠΟΥ ΛΕΙΠΕΙ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΡΒΟΣ ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΤΙ ΕΙΠΕ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΤΟ 1997 ΣΤΗΝ ΜΑΡΟΥΛΑ ΚΛΙΑΦΑ..."
Ποια είναι η πρώτη εικόνα που διατηρείτε έντονα στη μνήμη σας;
«Θυμάμαι πως όταν ήμουνα πολύ μικρός, η μάνα μου είχε κρεμάσει πλάι στο κρεβάτι μου μια υφαντή μπαντανία με τρεις κοπέλες που χόρευαν. Μου άρεσε πολύ να τις κοιτάζω και τις είχα δώσει και ονόματα. Τις έλεγα Μαλότα, Μπαλότα και Καλότα. Όλα τα ονόματα είχαν ομοιοκαταληξία. Τέλειωναν σε «οτα». Κάθε πρωί τις καλημέριζα και κάθε βράδυ τις καληνύχτιζα».
Πώς ήταν η ζωή σας ως παιδί;
«Αν και προέρχομαι από αστική οικογένεια, ζούσαμε ελεύθερα. Το σπίτι μας ήταν στην οδό Καραϊσκάκη, αλάνα δεν υπήρχε κοντά αλλά παίζαμε στους γύρω δρόμους με τα γειτονόπουλα. Κυρίως αγόρια.[…] Αν και θυμάμαι πως υπήρχαν και μερικά κορίτσια που τα κοίταζα. Αυτό στο δημοτικό ε! Ήμουνα ο αρχηγός της παρέας. Υπασπιστή είχα τον Τάσο Ζαχαράκη. Η μητέρα μου , κόρη τσιφλικά, ήταν πολύ αυστηρή, σχεδόν δωρική. Μας μάλωνε συχνά, μερικές φορές και μας έδερνε. Εγώ ήμουνα πολύ ατίθασος. Δεν λογάριαζα τα μαλώματα. Έκανα του κεφαλιού μου».
Τι είδους μουσική ακούγατε στο σπίτι;
«O πατέρας μου που το 1914 είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, όπου έμεινε δέκα χρόνια, είχε φέρει από εκεί ένα γραμμόφωνο και πολλούς δίσκους, κυρίως όπερες. Μαζί είχε φέρει και δυο τρεις δίσκους με ρεμπέτικα. Εμένα δεν μου άρεσαν οι όπερες. Εγώ άκουγα κατά κόρον τα ρεμπέτικα. Τα αγαπούσα γιατί τα άκουγα από τα πολύ μικρά μου χρόνια μιας και το σπίτι μας γειτνίαζε με τα πορνεία. […] Εκτός από τα ρεμπέτικα αγαπούσα πολύ και τα ηπειρώτικα τραγούδια, κυρίως τα πολυφωνικά. Εκστασιαζόμουν. Τα ηπειρώτικα τραγούδια είναι όπως οι αρχαίες τραγωδίες. «Ο Μενούσης» για παράδειγμα. Ένα δραματικό τραγούδι, που ο πρωταγωνιστής είναι θύτης και θύμα ταυτόχρονα».
Έχετε επηρεαστεί από το ηπειρώτικο τραγούδι;
«Μμμ. Ίσως. Νομίζω πως ως προς τη δομή του στίχου πως έχω επηρεαστεί. Όταν άρχισα συνειδητά να γράφω στίχους άφηνα πάντα το ένστικτο να με οδηγεί. Έγραφα τραγούδια που πρώτα να ικανοποιούν εμένα. Πολλές φορές όμως το τέλος του τραγουδιού που έγραψα δεν ήταν ευχάριστο. Τέτοια τραγούδια ήταν αντιεμπορικά. Οι εταιρείες δυσανασχετούσαν. Οι ευρύτατες μάζες ήθελαν τραγούδια με ευχάριστο τέλος».
Δουλεύετε πολύ τον στίχο;
«Μερικές φορές ο στίχος μου βγαίνει αμέσως. Όμως υπάρχουν στίχοι που τους έχω γράψει και δυο και τρεις και τέσσερις φορές. Δεν φτάνει η έμπνευση. Χρειάζεται και δουλειά».
Ας γυρίσουμε στα παιδικά σας χρόνια. Πού πήγατε σχολείο;
«Ο πατέρας μου με έγραψε στο 3ο δημοτικό σχολείο επειδή εκεί ήταν διευθυντής ένας Κρανιώτης δάσκαλος, ο Τζιαμπιώζης. Αυτός μου έδωσε και διάβασα τα πρώτα λογοτεχνικά βιβλία.
Στο 3ο δημοτικό σχολείο που πήγα έγινα πολύ λαϊκό παιδί λόγω πολυεθνικότητας του σχολείου. Το ένα τρίτο των συμμαθητών μου ήταν προσφυγόπουλα, παιδιά πολύ φτωχά, ξυπόλητα… Το άλλο ένα τρίτο ήταν εβραιόπουλα και οι υπόλοιποι ήμασταν γηγενείς. Έκανα παρέα με όλους. Πήγαινα στον Συνοικισμό, όμως φιλίες ιδιαίτερες είχα με τα εβραιόπουλα. […] Αργότερα οι δυο καλύτεροι φίλοι μου ήταν ο Σαμουήλ Σαμουήλ και ο Μάκης Λεβής».
Πότε γράψατε τους πρώτους στίχους;
«Μόλις τέλειωσα το δημοτικό και ετοιμαζόμουνα το φθινόπωρο να δώσω εξετάσεις στο γυμνάσιο, πήγαμε οικογενειακώς στην Κρανιά. Εκεί υπήρχαν δυο σχολεία. Τα χρόνια εκείνα ακόμα και το καλοκαίρι μας μάντρωναν. Η Κοινότητα πλήρωνε τους δασκάλους και τα πρωινά για λίγες ώρες πηγαίναμε στο σχολείο. Δεν ήταν υποχρεωτικό αλλά πηγαίναμε. Μια μέρα ο δάσκαλος Κώστας Γκίκας μας λέει: «Παιδιά αύριο αντί για έκθεση ιδεών θα μου φέρετε ένα ποίημα». Γυρίζω στο σπίτι, κάθομαι και γράφω ένα ποίημα. Όταν την επομένη το διάβασε με ρώτησε: « Εσύ το έγραψες αυτό;» «Εγώ». Δεν με πίστεψε φαίνεται και μου είπε να πάω στη διπλανή αίθουσα και να γράψω ένα ποίημα με το τάδε θέμα. Δεν θυμάμαι τώρα το θέμα. Πάω εγώ, σε είκοσι λεπτά το είχα γράψει. Γυρίζω στην τάξη. « Τι το τέλειωσες κιόλας»; «Το τέλειωσα».
« Για να δω τι σαχλαμάρες έγραψες». Το διαβάζει, του άρεσε. « Κοίτα» μου λέει, « τώρα που θα κατεβείς στην πόλη να πας να αγοράσεις τη νεοελληνική στιχουργική του Ηλία Βουτυρίδη και να αρχίσεις να διαβάζεις ποίηση. Μην φοβάσαι, ας είσαι μικρός». Αυτός ο δάσκαλος ο Γκίκας μου έμαθε να διαβάζω ποίηση.»
Έχετε γράψει στίχους κατά παραγγελία;
«Ναι, έχω γράψει. Όταν ένας φίλος σου λέει έχω γράψει τη μουσική αλλά δυσκολεύομαι στο στίχο και σου ζητάει βοήθεια δεν μπορείς να του το αρνηθείς. Όταν σου δίνουν τη μουσική για να την επενδύσεις με λόγια συχνά δυσκολεύεσαι και ο στίχος μπορεί να υστερεί. Οι μεγάλοι μας συνθέτες, Τσιτσάνης, Καλδάρας ξεκινούσαν πάντα σχεδόν από τον στίχο. Οι στίχοι τους ενέπνεαν και τη μουσική».
Συνήθως διαλέγατε εσείς τους συνθέτες στους οποίους δίνατε τους στίχους σας;
«Προσπαθούσα. Τα κριτήριά μου ήταν πάντα η ποιότητα της δουλειάς τους. Η μουσική φόρμα του Τσιτσάνη, αυτό το καινούργιο που έφερε στη μουσική και δημιούργησε το τρικαλινό στίγμα, την τρικαλινή σχολή- γιατί πολλοί τον μιμήθηκαν στη συνέχεια- εμένα μου άρεσε. Πολλοί συγχέουν το μάγκικο τραγούδι με το ρεμπέτικο. Δεν είναι το ίδιο. Το ρεμπέτικο θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι το εργατικό τραγούδι των πόλεων. Το μάγκικο είναι η αργκό. Εγώ για παράδειγμα έχω γράψει το μάγκικο « Θα κάνω ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις».
Δηλαδή ο στίχος είναι εκείνος που καθορίζει αν ένα τραγούδι είναι μάγκικο;
«Ο στίχος αλλά εν πολλοίς και η μουσική. Μάγκικα έγραψε ο Μπάτης, ο Βαμβακάρης...Αν και η « Φραγκοσυριανή» για κανένα λόγο δεν είναι μάγκικο τραγούδι.
Ο Τσιτσάνης πήρε αυτά τα τραγούδια και τα μεταμόρφωσε. Έβαλε νέα στοιχεία και το δικό μας δημώδες και έφτιαξε κάτι προσωπικό, δικό του. «Η συννεφιασμένη Κυριακή»είναι σε φόρμα δημοτικού τραγουδιού».
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Τσιτσάνη. Υπήρχαν διαφωνίες, εντάσεις;
«Στον Τσιτσάνη αν δεν του άρεσε ο στίχος, σε κοιτούσε λίγο περίεργα- ποτέ δεν σου έλεγε κάτι να σε προσβάλει- και στη συνέχεια γελούσε δυνατά. Να έτσι. ( Μιμείται το γέλιο του Τσιτσάνη) « Γιατί γελάς ρε Βασίλη;» τον ρωτούσα. « Έλα μωρέ Κώστα» έλεγε. «Εγώ θέλω στον στίχο εικόνες, εικόνες, εικόνες…». Τα αφηρημένα πράγματα δεν του άρεσαν. Επίσης δεν του πήγαινε καθόλου το Μικρασιάτικο τραγούδι και δεν έκρυβε την απέχθειά του για αυτό.
Ο Τσιτσάνης έδινε μεγάλη σημασία στην αρχή του τραγουδιού. « Πρέπει να σχίζει, να τσακίζει», έλεγε. Ιδιαίτερη σημασία έδινε και στο ρεφραίν. Κατά τον Τσιτσάνη το ρεφραίν πρέπει να τα λέει όλα. Τον άκουγα ευλαβώς. Έμαθα πολλά για τον στίχο από τον Τσιτσάνη.
Η συνεργασία μου με τον Καλδάρα ήταν διαφορετική. Το συζητούσαμε.
Και με τον Μπιθικώτση συνεργάστηκα καλά. Κάναμε μαζί μεγάλες επιτυχίες. Ο Μπιθικώτσης μπορεί να μην έγραψε πολλά τραγούδια αλλά ήταν καλός συνθέτης».
Η συζήτησή μας στη συνέχεια στράφηκε σε άλλα μονοπάτια. Μου μίλησε για τον Κίτσο Τσιτσάνη, έναν άνθρωπο ταλαντούχο που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το κυνήγι, το να εκτρέφει καρδερίνες στο κλουβί και το να ακούει γραμμοφωνημένα τα τραγούδια που έγραφε κι ας μην είχαν το όνομά του. « Έγραφε για το κέφι του», μου τόνισε. « Το ίδιο και ο Παπασίκας » είπα. Ύστερα μου εμπιστεύτηκε πως είχε αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο για τον Τσιτσάνη με προσωρινό τίτλο « Ο άγνωστος Τσιτσάνης». Τον ρώτησα αν το έχει προχωρήσει. « Είναι γύρω στις ογδόντα, ενενήντα σελίδες. Να δούμε αν το συνεχίσω. Δεν ξέρω ».
Του ζήτησα να μου περιγράψει την προπολεμική ζωή στα Τρίκαλα.
Μου μίλησε για τις παλιές ταβέρνες, τον καραγκιόζη, τα δισκάδικα της 25ης Μαρτίου που με μεγάφωνα μετέδιδαν για λόγους διαφημιστικούς τους νέους δίσκους, κυρίως ρεμπέτικα, για την μπάντα που έπαιζε στην πλατεία και διαμόρφωνε ένα καλό μουσικό αισθητήριο στον κόσμο. Θυμήθηκε τα μαθητικά του χρόνια, την κατοχή… Μου διηγήθηκε δυο περιστατικά με τους τρικαλινούς δωσίλογους. Την έξοδό του στο αντάρτικο το καλοκαίρι του 1944, τον εμφύλιο, τις σπουδές του, τη στρατιωτική του θητεία, τη δουλειά του στο Υπουργείο Οικονομικών.
Άρπαξα την ευκαιρία.
Ποια θεωρείτε κυρίως εργασία σας; τον ρώτησα.
(Χαμογέλασε). « Την στιχουργική βέβαια. Η άλλη μου δουλειά απλώς μου εξασφάλιζε έναν καλό μισθό και την ιατρική περίθαλψη».
Κοίταξα το μαγνητόφωνο. Η τρίτη κασέτα τέλειωνε. Του το είπα.
«Θα συνεχίσουμε όταν θα έρθεις στην Αθήνα», με παρηγόρησε.
Δεν συνεχίσαμε. Όμως τα τελευταία χρόνια μιλούσαμε πολύ συχνά στο τηλέφωνο. Μια δυο φορές μου τραγούδησε το «Κοιμήσου αγγελούδι μου», αυτό το καταπληκτικό νανούρισμα. Τελευταία, λίγο πριν αρρωστήσει, τραγουδήσαμε μαζί τηλεφωνικώς το « Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα» το οποίο μου το έστειλε και σε χειρόγραφο. Ήταν ένας πολύ καλός λαϊκός ποιητής και κυρίως ένας σπάνιος άνθρωπος. Θα μου λείψει.
Μαρούλα Κλιάφα
Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του «Κέντρου Ιστορίας και Πολιτισμού της εταιρείας Κλιάφα».
Ποια είναι η πρώτη εικόνα που διατηρείτε έντονα στη μνήμη σας;
«Θυμάμαι πως όταν ήμουνα πολύ μικρός, η μάνα μου είχε κρεμάσει πλάι στο κρεβάτι μου μια υφαντή μπαντανία με τρεις κοπέλες που χόρευαν. Μου άρεσε πολύ να τις κοιτάζω και τις είχα δώσει και ονόματα. Τις έλεγα Μαλότα, Μπαλότα και Καλότα. Όλα τα ονόματα είχαν ομοιοκαταληξία. Τέλειωναν σε «οτα». Κάθε πρωί τις καλημέριζα και κάθε βράδυ τις καληνύχτιζα».
Πώς ήταν η ζωή σας ως παιδί;
«Αν και προέρχομαι από αστική οικογένεια, ζούσαμε ελεύθερα. Το σπίτι μας ήταν στην οδό Καραϊσκάκη, αλάνα δεν υπήρχε κοντά αλλά παίζαμε στους γύρω δρόμους με τα γειτονόπουλα. Κυρίως αγόρια.[…] Αν και θυμάμαι πως υπήρχαν και μερικά κορίτσια που τα κοίταζα. Αυτό στο δημοτικό ε! Ήμουνα ο αρχηγός της παρέας. Υπασπιστή είχα τον Τάσο Ζαχαράκη. Η μητέρα μου , κόρη τσιφλικά, ήταν πολύ αυστηρή, σχεδόν δωρική. Μας μάλωνε συχνά, μερικές φορές και μας έδερνε. Εγώ ήμουνα πολύ ατίθασος. Δεν λογάριαζα τα μαλώματα. Έκανα του κεφαλιού μου».
Τι είδους μουσική ακούγατε στο σπίτι;
«O πατέρας μου που το 1914 είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, όπου έμεινε δέκα χρόνια, είχε φέρει από εκεί ένα γραμμόφωνο και πολλούς δίσκους, κυρίως όπερες. Μαζί είχε φέρει και δυο τρεις δίσκους με ρεμπέτικα. Εμένα δεν μου άρεσαν οι όπερες. Εγώ άκουγα κατά κόρον τα ρεμπέτικα. Τα αγαπούσα γιατί τα άκουγα από τα πολύ μικρά μου χρόνια μιας και το σπίτι μας γειτνίαζε με τα πορνεία. […] Εκτός από τα ρεμπέτικα αγαπούσα πολύ και τα ηπειρώτικα τραγούδια, κυρίως τα πολυφωνικά. Εκστασιαζόμουν. Τα ηπειρώτικα τραγούδια είναι όπως οι αρχαίες τραγωδίες. «Ο Μενούσης» για παράδειγμα. Ένα δραματικό τραγούδι, που ο πρωταγωνιστής είναι θύτης και θύμα ταυτόχρονα».
Έχετε επηρεαστεί από το ηπειρώτικο τραγούδι;
«Μμμ. Ίσως. Νομίζω πως ως προς τη δομή του στίχου πως έχω επηρεαστεί. Όταν άρχισα συνειδητά να γράφω στίχους άφηνα πάντα το ένστικτο να με οδηγεί. Έγραφα τραγούδια που πρώτα να ικανοποιούν εμένα. Πολλές φορές όμως το τέλος του τραγουδιού που έγραψα δεν ήταν ευχάριστο. Τέτοια τραγούδια ήταν αντιεμπορικά. Οι εταιρείες δυσανασχετούσαν. Οι ευρύτατες μάζες ήθελαν τραγούδια με ευχάριστο τέλος».
Δουλεύετε πολύ τον στίχο;
«Μερικές φορές ο στίχος μου βγαίνει αμέσως. Όμως υπάρχουν στίχοι που τους έχω γράψει και δυο και τρεις και τέσσερις φορές. Δεν φτάνει η έμπνευση. Χρειάζεται και δουλειά».
Ας γυρίσουμε στα παιδικά σας χρόνια. Πού πήγατε σχολείο;
«Ο πατέρας μου με έγραψε στο 3ο δημοτικό σχολείο επειδή εκεί ήταν διευθυντής ένας Κρανιώτης δάσκαλος, ο Τζιαμπιώζης. Αυτός μου έδωσε και διάβασα τα πρώτα λογοτεχνικά βιβλία.
Στο 3ο δημοτικό σχολείο που πήγα έγινα πολύ λαϊκό παιδί λόγω πολυεθνικότητας του σχολείου. Το ένα τρίτο των συμμαθητών μου ήταν προσφυγόπουλα, παιδιά πολύ φτωχά, ξυπόλητα… Το άλλο ένα τρίτο ήταν εβραιόπουλα και οι υπόλοιποι ήμασταν γηγενείς. Έκανα παρέα με όλους. Πήγαινα στον Συνοικισμό, όμως φιλίες ιδιαίτερες είχα με τα εβραιόπουλα. […] Αργότερα οι δυο καλύτεροι φίλοι μου ήταν ο Σαμουήλ Σαμουήλ και ο Μάκης Λεβής».
Πότε γράψατε τους πρώτους στίχους;
«Μόλις τέλειωσα το δημοτικό και ετοιμαζόμουνα το φθινόπωρο να δώσω εξετάσεις στο γυμνάσιο, πήγαμε οικογενειακώς στην Κρανιά. Εκεί υπήρχαν δυο σχολεία. Τα χρόνια εκείνα ακόμα και το καλοκαίρι μας μάντρωναν. Η Κοινότητα πλήρωνε τους δασκάλους και τα πρωινά για λίγες ώρες πηγαίναμε στο σχολείο. Δεν ήταν υποχρεωτικό αλλά πηγαίναμε. Μια μέρα ο δάσκαλος Κώστας Γκίκας μας λέει: «Παιδιά αύριο αντί για έκθεση ιδεών θα μου φέρετε ένα ποίημα». Γυρίζω στο σπίτι, κάθομαι και γράφω ένα ποίημα. Όταν την επομένη το διάβασε με ρώτησε: « Εσύ το έγραψες αυτό;» «Εγώ». Δεν με πίστεψε φαίνεται και μου είπε να πάω στη διπλανή αίθουσα και να γράψω ένα ποίημα με το τάδε θέμα. Δεν θυμάμαι τώρα το θέμα. Πάω εγώ, σε είκοσι λεπτά το είχα γράψει. Γυρίζω στην τάξη. « Τι το τέλειωσες κιόλας»; «Το τέλειωσα».
« Για να δω τι σαχλαμάρες έγραψες». Το διαβάζει, του άρεσε. « Κοίτα» μου λέει, « τώρα που θα κατεβείς στην πόλη να πας να αγοράσεις τη νεοελληνική στιχουργική του Ηλία Βουτυρίδη και να αρχίσεις να διαβάζεις ποίηση. Μην φοβάσαι, ας είσαι μικρός». Αυτός ο δάσκαλος ο Γκίκας μου έμαθε να διαβάζω ποίηση.»
Έχετε γράψει στίχους κατά παραγγελία;
«Ναι, έχω γράψει. Όταν ένας φίλος σου λέει έχω γράψει τη μουσική αλλά δυσκολεύομαι στο στίχο και σου ζητάει βοήθεια δεν μπορείς να του το αρνηθείς. Όταν σου δίνουν τη μουσική για να την επενδύσεις με λόγια συχνά δυσκολεύεσαι και ο στίχος μπορεί να υστερεί. Οι μεγάλοι μας συνθέτες, Τσιτσάνης, Καλδάρας ξεκινούσαν πάντα σχεδόν από τον στίχο. Οι στίχοι τους ενέπνεαν και τη μουσική».
Συνήθως διαλέγατε εσείς τους συνθέτες στους οποίους δίνατε τους στίχους σας;
«Προσπαθούσα. Τα κριτήριά μου ήταν πάντα η ποιότητα της δουλειάς τους. Η μουσική φόρμα του Τσιτσάνη, αυτό το καινούργιο που έφερε στη μουσική και δημιούργησε το τρικαλινό στίγμα, την τρικαλινή σχολή- γιατί πολλοί τον μιμήθηκαν στη συνέχεια- εμένα μου άρεσε. Πολλοί συγχέουν το μάγκικο τραγούδι με το ρεμπέτικο. Δεν είναι το ίδιο. Το ρεμπέτικο θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι το εργατικό τραγούδι των πόλεων. Το μάγκικο είναι η αργκό. Εγώ για παράδειγμα έχω γράψει το μάγκικο « Θα κάνω ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις».
Δηλαδή ο στίχος είναι εκείνος που καθορίζει αν ένα τραγούδι είναι μάγκικο;
«Ο στίχος αλλά εν πολλοίς και η μουσική. Μάγκικα έγραψε ο Μπάτης, ο Βαμβακάρης...Αν και η « Φραγκοσυριανή» για κανένα λόγο δεν είναι μάγκικο τραγούδι.
Ο Τσιτσάνης πήρε αυτά τα τραγούδια και τα μεταμόρφωσε. Έβαλε νέα στοιχεία και το δικό μας δημώδες και έφτιαξε κάτι προσωπικό, δικό του. «Η συννεφιασμένη Κυριακή»είναι σε φόρμα δημοτικού τραγουδιού».
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Τσιτσάνη. Υπήρχαν διαφωνίες, εντάσεις;
«Στον Τσιτσάνη αν δεν του άρεσε ο στίχος, σε κοιτούσε λίγο περίεργα- ποτέ δεν σου έλεγε κάτι να σε προσβάλει- και στη συνέχεια γελούσε δυνατά. Να έτσι. ( Μιμείται το γέλιο του Τσιτσάνη) « Γιατί γελάς ρε Βασίλη;» τον ρωτούσα. « Έλα μωρέ Κώστα» έλεγε. «Εγώ θέλω στον στίχο εικόνες, εικόνες, εικόνες…». Τα αφηρημένα πράγματα δεν του άρεσαν. Επίσης δεν του πήγαινε καθόλου το Μικρασιάτικο τραγούδι και δεν έκρυβε την απέχθειά του για αυτό.
Ο Τσιτσάνης έδινε μεγάλη σημασία στην αρχή του τραγουδιού. « Πρέπει να σχίζει, να τσακίζει», έλεγε. Ιδιαίτερη σημασία έδινε και στο ρεφραίν. Κατά τον Τσιτσάνη το ρεφραίν πρέπει να τα λέει όλα. Τον άκουγα ευλαβώς. Έμαθα πολλά για τον στίχο από τον Τσιτσάνη.
Η συνεργασία μου με τον Καλδάρα ήταν διαφορετική. Το συζητούσαμε.
Και με τον Μπιθικώτση συνεργάστηκα καλά. Κάναμε μαζί μεγάλες επιτυχίες. Ο Μπιθικώτσης μπορεί να μην έγραψε πολλά τραγούδια αλλά ήταν καλός συνθέτης».
Η συζήτησή μας στη συνέχεια στράφηκε σε άλλα μονοπάτια. Μου μίλησε για τον Κίτσο Τσιτσάνη, έναν άνθρωπο ταλαντούχο που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το κυνήγι, το να εκτρέφει καρδερίνες στο κλουβί και το να ακούει γραμμοφωνημένα τα τραγούδια που έγραφε κι ας μην είχαν το όνομά του. « Έγραφε για το κέφι του», μου τόνισε. « Το ίδιο και ο Παπασίκας » είπα. Ύστερα μου εμπιστεύτηκε πως είχε αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο για τον Τσιτσάνη με προσωρινό τίτλο « Ο άγνωστος Τσιτσάνης». Τον ρώτησα αν το έχει προχωρήσει. « Είναι γύρω στις ογδόντα, ενενήντα σελίδες. Να δούμε αν το συνεχίσω. Δεν ξέρω ».
Του ζήτησα να μου περιγράψει την προπολεμική ζωή στα Τρίκαλα.
Μου μίλησε για τις παλιές ταβέρνες, τον καραγκιόζη, τα δισκάδικα της 25ης Μαρτίου που με μεγάφωνα μετέδιδαν για λόγους διαφημιστικούς τους νέους δίσκους, κυρίως ρεμπέτικα, για την μπάντα που έπαιζε στην πλατεία και διαμόρφωνε ένα καλό μουσικό αισθητήριο στον κόσμο. Θυμήθηκε τα μαθητικά του χρόνια, την κατοχή… Μου διηγήθηκε δυο περιστατικά με τους τρικαλινούς δωσίλογους. Την έξοδό του στο αντάρτικο το καλοκαίρι του 1944, τον εμφύλιο, τις σπουδές του, τη στρατιωτική του θητεία, τη δουλειά του στο Υπουργείο Οικονομικών.
Άρπαξα την ευκαιρία.
Ποια θεωρείτε κυρίως εργασία σας; τον ρώτησα.
(Χαμογέλασε). « Την στιχουργική βέβαια. Η άλλη μου δουλειά απλώς μου εξασφάλιζε έναν καλό μισθό και την ιατρική περίθαλψη».
Κοίταξα το μαγνητόφωνο. Η τρίτη κασέτα τέλειωνε. Του το είπα.
«Θα συνεχίσουμε όταν θα έρθεις στην Αθήνα», με παρηγόρησε.
Δεν συνεχίσαμε. Όμως τα τελευταία χρόνια μιλούσαμε πολύ συχνά στο τηλέφωνο. Μια δυο φορές μου τραγούδησε το «Κοιμήσου αγγελούδι μου», αυτό το καταπληκτικό νανούρισμα. Τελευταία, λίγο πριν αρρωστήσει, τραγουδήσαμε μαζί τηλεφωνικώς το « Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα» το οποίο μου το έστειλε και σε χειρόγραφο. Ήταν ένας πολύ καλός λαϊκός ποιητής και κυρίως ένας σπάνιος άνθρωπος. Θα μου λείψει.
Μαρούλα Κλιάφα
Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του «Κέντρου Ιστορίας και Πολιτισμού της εταιρείας Κλιάφα».