Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Κουτσαβάκηδες και μάγκες: δυο λέξεις με ιστορία

magki1.jpg
Η ελληνική γλώσσα διαθέτει μεγάλο λεξιλογικό πλούτο. Έτσι είναι δυνατή η έκφραση ενός νοήματος με τη χρήση πολλών συνωνύμων. 
Για παράδειγμα, για να αποδοθεί η έννοια του «ψευτοπαλληκαρά», μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι λέξεις «νταής», «λιονταρής», «ταρταρίνος», «κουτσαβάκης» κ.ά.. Το δύσκολο είναι να προσδιοριστεί το έτυμο (= η προέλευση, η ρίζα) των λέξεων αυτών, δεδομένου ότι πολλές είναι γλωσσικά δάνεια, τα οποία έχουν αφομοιωθεί από την ελληνική γλώσσα και έχουν ενταχθεί στο κλιτικό της σύστημα. Στο σημερινό post θα ασχοληθώ με την ιστορία των λέξεων «κουτσαβάκης» και «μάγκας»
Συγκεκριμένα θα αναφερθώ στην ετυμολογική τους προέλευση και στο εννοιολογικό τους περιεχόμενο.
«Κουτσαβάκηδες» λέγονταν οι ψευτοπαλληκαράδες της Αθήνας κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Για την προέλευση της λέξης έγιναν διάφορες υποθέσεις:
  1. άλλοι υποστήριξαν ότι είναι τουρκικό γλωσσικό δάνειο,
  2. άλλοι είπαν ότι τα περιθωριακά και αντικοινωνικά αυτά στοιχεία έλαβαν την προσωνυμία, γιατί κούτσαιναν «και τούτο ένεκα πληγής δήθεν, την οποίαν έλαβον κατά τινα συμπλοκήν» (= για να δείξουν έτσι το νταηλίκι τους) (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 1898).
Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική. Το 1862 ζούσε στον Πειραιά ένας βαρκάρης ονόματι Δημήτριος Κουτσαβάκης. Κατατάχθηκε στο στρατό, υπηρέτησε ως υπαξιωματικός και έγινε περιβόητος για τους ψευτοπαλικαρισμούς του (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 12ης Νοεμβρίου 1908). Το εξεζητημένο ντύσιμό του και τη βίαιη συμπεριφορά του μιμήθηκαν οι σύγχρονοί του νέοι του αθηναϊκού υποκόσμου κι έτσι «γεννήθηκε» η λέξη «κουτσαβάκης» (συνήθως στον πληθυντικό).
Με τον καιρό οι «κουτσαβάκηδες» έκαναν στέκι τους την πλατεία των Ηρώων του Ψυρρή. Στριμμένο μουστάκι, σακάκι φορεμένο από το ένα μόνο μανίκι, σουβλερό παπούτσι, μαλλιά με «αφέλεια», λιγδωμένη ρεπούμπλικα, κόκκινο ζωνάρι από το οποίο εξείχε η λαβή του αμφίστομου μαχαιριού ή του κουμπουριού, ιδού η εικόνα των «κουτσαβάκηδων» της παλιάς Αθήνας. Καθισμένοι στο καφενείο άφηναν να σέρνεται η άκρη του ζωναριού τους και αλίμονο σε ’κείνον που θα την πατούσε ή θα έλεγε: «Κρέμεται το ζωνάρι σας». Το επακόλουθο ήταν ο ξυλοδαρμός του φιλήσυχου περαστικού, αν βέβαια αυτός τους φαινόταν «του χεριού τους».
Τα αντικοινωνικά αυτά στοιχεία είχαν γίνει μάστιγα για τους κατοίκους των Αθηνών. Γι’ αυτό ορισμένοι αστυνομικοί διευθυντές της πρωτεύουσας ανέλαβαν να εξαλείψουν το φαινόμενο πλήττοντας το «φιλότιμο» των ψευτοπαλληκαράδων. Πρώτος ο Βρατσάνος και στη συνέχεια ο Επτανήσιος Τζαννέτος, ο οποίος χρησιμοποίησε ως «σωφρονιστική» μέθοδο τον ξυλοδαρμό τους. Ένας άλλος προσέλαβε ως κατώτερα αστυνομικά όργανα μερικούς «κουτσαβάκηδες» και αυτοί, φορείς πλέον εξουσίας, ξεκαθάρισαν πολλούς από τους παλιούς τους συντρόφους. Ήρθε έπειτα η σειρά του Κοσσονάκου και κυρίως του Μπαϊρακτάρη κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Αυτοί συλλάμβαναν τους «κουτσαβάκηδες» και τους έκοβαν την «αφέλεια» των μαλλιών τους, τα τσιγκελωτά μουστάκια τους, τις μύτες των σουβλερών παπουτσιών τους, τα κρεμασμένα ζωνάρια τους και το ένα μανίκι των σακακιών τους λέγοντάς τους: «Για να μην το φοράτε, θα πει ότι δεν το χρειάζεστε» (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 5ης Σεπτεμβρίου 1958). Με τις αστυνομικές αυτές μεθόδους ο «κουτσαβακισμός» σταδιακά περιορίστηκε.
Και μετά τους «κουτσαβάκηδες» ας έρθουμε στους «μάγκες». Έτσι ονομάζονταν στην παλιά Αθήνα τα χαμίνια των δρόμων και οι μικροαπατεώνες που προσπαθούσαν να επιβιώσουν κάνοντας θελήματα ή εξαπατώντας τους συμπολίτες τους. Για την προέλευση της λέξης έγιναν διάφορες υποθέσεις. Πιο πιθανή είναι η ακόλουθη παράδοση. Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους (την 1η Δεκεμβρίου 1834), οι άστεγοι έφηβοι συγκεντρώνονταν γύρω από το ρολόι της παλιάς Αγοράς, το οποίο είχε δωρίσει στους Αθηναίους πριν από την Επανάσταση ο λόρδος Θωμάς Έλγιν «ως αντιστάθμισμα» για τη λήστευση των γλυπτών του Παρθενώνα (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 26ης Απριλίου 1929). Εκεί, λοιπόν, όταν ο καιρός ήταν ψυχρός, άναβαν φωτιά και κάθονταν ολόγυρα αφηγούμενοι κατά το πλείστον παραμύθια ή «ανδραγαθήματα» διάφορων περιθωριακών τύπων. Λέγεται ότι κάποιο βραδάκι ο αστυνομικός διευθυντής της πρωτεύουσας περνώντας από την Αγορά και βλέποντάς τους συγκεντρωμένους είπε: « Βρε τι μάγκα είσθε αυτού;». Σημειωτέον ότι «μάγκα» κατά την Επανάσταση ονομαζόταν η ενωμοτία (= μικρή στρατιωτική ομάδα) άτακτων πολεμιστών. Η λέξη διατηρήθηκε και κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια με τη σημασία «μπουλούκι». «Εκ του γεγονότος αυτού απεδόθη εις τους εν τω ωρολογίω της Αγοράς διαιτωμένους ανεστίους (= άστεγους) το όνομα του μάγκα» έγραψε κάποιος αρθρογράφος της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ στο φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 1898. Συνεπώς «μάγκες» λέγονταν αρχικά τα μπουλούκια των άστεγων νέων.
Με τον καιρό η λέξη έγινε και προσωνυμία των οπαδών του Γαλλικού κόμματος. Στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1825 – 1856 λειτουργούσαν τρία κόμματα: το «Αγγλικό», το «Γαλλικό» και το «Ρωσικό». Ονομάζονταν έτσι, γιατί τα είχαν ιδρύσει Έλληνες πολιτικοί με υποκίνηση των Μεγάλων Δυνάμεων (από τότε υπάρχει η ξενοκρατία στην Ελλάδα). Μεταξύ των κομμάτων αυτών υπήρχε αντιπαλότητα. Τα στελέχη του «Αγγλικού» κόμματος απέδωσαν στους οπαδούς του «Γαλλικού» την υποτιμητική προσωνυμία του «μάγκα». Αυτοί την αποδέχτηκαν προσθέτοντας το συνδετικό μοσχο-, «εξ ου εγένοντο οι « μοσχομάγκαι» προς διάκρισιν από των «μαγκών» της Αγοράς»  (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 1898).
Το 1856 διαλύθηκε το «Γαλλικό» κόμμα κι έτσι εξέλιπε η λέξη «μοσχομάγκας». Την 8η Αυγούστου του 1884 εκδηλώθηκε στην παλιά Αγορά μεγάλη πυρκαγιά, από την οποία καταστράφηκε και ο πύργος, όπου ήταν τοποθετημένο το ρολόι του Έλγιν (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλα της 29ης Αυγούστου 1925 και της 26ης Απριλίου 1929). Έτσι τα μπουλούκια των χαμινιών της Αθήνας, οι «μάγκες», έχασαν το στέκι τους.
Οι τύποι του «κουτσαβάκη» και του «μάγκα» αφθονούν και στην εποχή μας. Συνεπώς διατηρήθηκαν και οι λέξεις που τους εκφράζουν, αλλά διαφοροποιημένες σημασιολογικά συγκριτικά με το παρελθόν.
photo: mpouzouksides.blogspot.gr
 
Πηγή ανάρτησης: Χρονοντούλαπο 
Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού.