«Το ρεμπέτικο είναι ένας θησαυρός όπου χάνεσαι, άπειροι συνθέτες και φωνές», σημειώνει ο Κωνσταντίνος Βήτα. |
Μας έχει συνηθίσει σε αναπάντεχες «συνομιλίες» ο Κωνσταντίνος Βήτα. Με έναν τρόπο, είναι σαν να παίρνει καύσιμο από απρόσμενα παντρέματα που πάντα έρχονται να προσθέσουν κάτι καινούργιο, να ανοίξουν νέους δρόμους στη μουσική σκέψη.
Αυτή τη φορά επιλέγει για «συνομιλητή» του το ρεμπέτικο. Η παράστασή του, που θα κάνει πρεμιέρα στη Στέγη στις 3 και 4 Ιουνίου και έπειτα θα ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη, έχει τίτλο «Σάλα Σάλα».
Ο Κωνσταντίνος Βήτα ρίχνει τους προβολείς του στη μουσική ιστορία που έγραψαν τον περασμένο αιώνα δύο σημαντικές μορφές του είδους, η Σωτηρία Μπέλλου (1921-1997) και η Μαρίκα Παπαγκίκα (1890-1943). Υστερα από ένα έτος έρευνας για το ρεμπέτικο και διαδρομές σε μονοπάτια που είχαν τραγουδήσει, ο δημιουργός μάς προτείνει, μαζί με τον Ανδρέα Αγγελιδάκη και τον Αγγελο Πλέσσα, μια νέα ανάγνωση του ρεμπέτικου.
– Θυμάστε πότε ακούσατε για πρώτη φορά ρεμπέτικο;
– Πιτσιρικάς, έτυχε με φίλους μου να βρεθούμε έξω από μια ταβέρνα στη Νέα Ζωή και να ακούμε τον Γρηγόρη Μπιθικώτση ζωντανά να τραγουδάει. Ηταν σαν να ήσουν στα αστέρια. Πιο νεαρός είδα κάμποσες φορές την Μπέλλου με τον Τσιτσάνη στο Χάραμα. Είχα αρκετές παρόμοιες εμπειρίες. Στον Περπινιάδη, στον Ζαμπέτα, πηγαίναμε στα μαγαζιά τους κάποια βράδια, ήμουν εξοικειωμένος με το λαϊκό τραγούδι από μικρός. Η Μπέλλου, η Μοσχολιού, ο Μπιθικώτσης ήταν από τις πιο αγαπημένες μου φωνές.
– Αγαπημένο ρεμπέτικο τραγούδι;
– Δύσκολη ερώτηση, ένας αγαπημένος μου συνθέτης ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου, όπως και τα τραγούδια του, τα «Κάνε κουράγιο, καρδιά μου» και «Το ‘χει η κατεργάρα μπλέξει» και άλλα...
– Πώς επιλέξατε τη Σωτηρία Μπέλλου και τη Μαρίκα Παπαγκίκα;
– Το ρεμπέτικο είναι ένας θησαυρός όπου χάνεσαι, άπειροι συνθέτες και φωνές. Απλώς προσπάθησα να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος, γιατί κάποια στιγμή πήγα να χαθώ. Διάλεξα την Μπέλλου και την Παπαγκίκα ακριβώς γιατί δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, και αυτό από μόνο του ήταν μουσική. Η Παπαγκίκα έζησε στη Νέα Υόρκη, όπου ηχογράφησε κυρίως παραδοσιακά με έναν τέτοιο τρόπο που έφερνε έναν ρεμπέτικο αέρα. Η Μπέλλου έζησε και έκανε καριέρα στην Αθήνα. Μέσα από αυτές τις δύο μορφές προσπάθησα να δημιουργήσω μια ιστορία και να βρω χαρακτήρες, περιστατικά, καταστάσεις που να φτιάξουν τον κόσμο τού «Σάλα Σάλα». Υπάρχει κόσμος που δεν έχει έλθει σε επαφή ούτε με την Παπαγκίκα αλλά ούτε και με την Μπέλλου. Είναι δύο ιδιαίτερες και αντίθετες φωνές η μία με την άλλη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, σ’ αυτήν τη συναυλία τα τραγούδια θα αποδώσει η μεσόφωνος Θεοδώρα Μπάκα και λίγα τραγούδια θα πω κι εγώ. Τα ονόματα είναι μια αφορμή για να δημιουργηθεί μία ιδέα, εφόσον οι τραγουδίστριες αυτές πια δεν είναι ανάμεσά μας.
– Πιστεύετε ότι αν άκουγαν με κάποιο μαγικό τρόπο αυτό που θα παρουσιάσετε, θα τους άρεσε;
– Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Νομίζω οι τραγουδιστές μεταξύ τους είναι αρκετά εξοικειωμένοι με τις συνθέσεις και με την τροποποίηση, δεν τους ενδιαφέρει τόσο πολύ το τι γίνεται στο μουσικό μέρος, αρκεί να μπουν μέσα σε αυτό και να τραγουδήσουν τη μελωδία τους. Γενικά, όμως, μεταξύ των μουσικών υπάρχει πολύ μεγάλη ελευθερία και κατανόηση σε οτιδήποτε συμβαίνει, είναι πολύ χαλαρές οι σχέσεις, το βλέπω και μεταξύ μας σήμερα, εννοώ με τους συνθέτες της γενιάς μου και τους τραγουδιστές. Ο κόσμος απ’ έξω είναι κάποιες φορές πιο αυστηρός και επικριτικός. Πιστεύω, ναι, πως θα τους άρεσε, ίσως το έβρισκαν ενδιαφέρον.
«Η μουσική δεν έχει σχέση με τον χρόνο»
– Υπάρχουν ρεμπέτες σήμερα;
– Ο άνθρωπος δεν αλλάζει μέσα στον χρόνο, αφαιρεί ή προσθέτει διαφορετικά στερεότυπα, αλλάζει ρούχα και αυτό νομίζει ότι τον κάνει κάπως πιο διαφορετικό από τον παππού του ή τη γιαγιά του ίσως. Κατά βάθος και ο σύγχρονος άνθρωπος παραμένει βαθιά συντηρητικός, βίαιος, μονομανής, απόλυτος, ημιμαθής. Από τις έρευνες αλλά και από τα τραγούδια τα ίδια προκύπτει πως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είχαν περισσότερο αυτοσεβασμό, αξιοπρέπεια ακόμα και αν είχαν κατρακυλήσει, είχαν μια εσωτερική λεβεντιά και ίσως περισσότερο ήθος.
– Κάνατε έρευνα πάνω στο ρεμπέτικο. Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο;
– Το πόσο κοινά στοιχεία υπάρχουν σήμερα και τότε, περισσότερο ενωνόμαστε παρά διαχωριζόμαστε. Κρίση, φθορά, καταπίεση, πόνος, πόλεμος, διαφθορά, λογοκρισία, ουσίες, οτιδήποτε συμβολίζει την παρακμή συνεχίζει ακόμα να υπάρχει. Σήμερα είναι ίσως πιο καταπιεσμένοι οι άνθρωποι, απλά έχουν την εντύπωση πως αφού έχουν περισσότερα πράγματα είναι και πιο ελεύθεροι.
– Μπορεί το ρεμπέτικο να εκφράσει όσα συμβαίνουν σήμερα;
– Νομίζω πως η μουσική δεν έχει σχέση με τον χρόνο, δεν περιορίζεται από τον χρόνο, τις εποχές, το πριν ή το μετά. Γενικότερα με τις τέχνες συμβαίνει αυτό. Αυτή είναι και η γοητεία της μουσικής, της σύνθεσης γενικώς. Ερχεται και ξαναέρχεται μέσα από τον χρόνο όπως τα κύματα.
– Υπάρχει τρόπος να προσεγγίσει κανείς ένα παλιότερο είδος; Υπάρχουν περιοριστικοί κανόνες;
– Φαντάζομαι πως ο κάθε δημιουργός έχει έναν δικό του τρόπο να προσεγγίσει το παρελθόν, εννοώ πως δεν υπάρχει κάποια συνταγή ή κάποιος κανόνας στο να ερμηνεύσεις ή να διαβάσεις ξανά μουσική. Ή να διασκευάσεις κάτι που σου αρέσει. Ο δημιουργός μέσα από τα δικά του φίλτρα, το δικό του ίσως ένστικτο και τον τρόπο αντίληψης βρίσκει έναν δρόμο για να συνομιλήσει, να επικοινωνήσει και να καταγράψει την έρευνά του. Προσπαθείς να δημιουργήσεις μία σχέση με αυτό. Υπάρχουν φαντάζομαι πολλοί τρόποι για να κάνει κάποιος μια προσέγγιση. Στον κινηματογράφο αυτό συμβαίνει πάρα πολύ συχνά.
– Είναι εύκολο να παραμείνει κανείς δημιουργικός σήμερα; Να βρίσκει καύσιμο;
– Είναι μια ανθρώπινη, εσωτερική, ίσως ψυχική ανάγκη για έναν δημιουργό το να αναζητά, να δημιουργεί. Είναι πέρα από τα χρήματα, είναι πέρα από αυτό που καθημερινά συμβαίνει. Η δημιουργία για μένα είναι κυρίως ένας εσωτερικός διάλογος, δεν έχει να κάνει με αυτά που γνωρίζεις μόνο αλλά και με αυτά που μέσα μας αφήνουμε να χαθούν ή υπήρχαν πριν γεννηθούμε. Η γραφή, η δημιουργία είναι μία συνομιλία, μία ένωση με αυτό που πιστεύει ο καθένας πως είναι η ουσία, η αλήθεια ίσως. Για να δημιουργήσω δεν έχω ανάγκη ιδανικές συνθήκες ή ιδανικά μέρη. Οταν έρχεται εκείνη η στιγμή απλά κάθομαι και γράφω γιατί είναι η ώρα να είμαι πιο κοντά στον εαυτό μου, πιο κοντά στην καρδιά μου.
3 και 4/6 στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, 13/6 Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
ΠΗΓΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ