Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Χαράλαμπος Βασιλειάδης...Ο άγνωστος «Τσάντας» των διάσημων στίχων

Ένα   αφιέρωμα   στον πιο... διάσημο άγνωστο του λαϊκού μας τραγουδιού, το στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη (1902-1970), που άφησε τόσα και τόσα υπέροχα λόγια, ερωτικά και αλέγρα, τραγουδισμένα από γενιές και γενιές. 
 
Θυμίζουμε ενδεικτικά:
Με τον Γιάννη Παπαϊωάννου: «Πριν το χάραμα», «Απ' της Ζέας το λιμάνι», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Είσαι γυναίκα του μπελά». 

Με τον Γιώργο Ζαμπέτα: «Ηρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου», «Τα δειλινά», «Πάει-πάει», «Αγωνία», «Ο πιο καλός ο μαθητής», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Ο κυρ-Αλέκος», «Πού 'σαι Θανάση», «Ο Αγαθοκλής».
Ένας μάστορας του λόγου με μια τσάντα γεμάτη στιχουργικούς θησαυρούς (εξ ου και το παρατσούκλι του «Τσάντας») που περιέφερε την πραμάτεια του στα αθηναϊκά στέκια των λαϊκών δημιουργών, κυρίως στην Ομόνοια, στα μπαράκια του Μάριου και του μπάρμπα-Γιάννη στην οδό Ιωνος. Ένας... ταχυδακτυλουργός της ρίμας που έκανε επιτυχίες με πλειάδα συνθετών όπως: Νίκος Γούναρης («Σκαλί, καλέ μου σκαλί»), Απόστολος Χατζηχρήστος («Η άμαξα μες στη βροχή»), Βασίλης Τσιτσάνης («Τρελέ τσιγγάνε», «Αφού μ' αρέσει να γυρνώ»), Απόστολος Καλδάρας («Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις»), Γεράσιμος Κλουβάτος («Αναψε το τσιγάρο δώσ' μου φωτιά»), Νίκος Μεϊμάρης («Οι γλάροι-τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει»), Πάνος Γαβαλάς («Σιγανοψιχάλισμα»), Βασίλης Καραπατάκης («Οταν κοιμάται ο δυστυχής»), Στέλιος Χρυσίνης («Απόψε μ' εγκατέλειψες»), Μανώλης Χιώτης («Το παλιό μου μπουζουκάκι»), Στράτος Καμενίδης («Το παρελθόν θυμήθηκα») κ.ά.

Ένας προικισμένος δημιουργός, που έγραψε πάνω από χίλια τραγούδια στις δεκαετίες του '40, του '50 και του '60 ερμηνευμένα από σημαντικές φωνές του λαϊκού τραγουδιού όπως: Στράτος Παγιουμτζής, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Σπύρος Ζαγοραίος, Στέλιος Καζαντζίδης, Τάκης Μπίνης, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Πάνος Γαβαλάς, Μαίρη Λίντα, Βίκυ Μοσχολιού, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Τόλης Βοσκόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, Δημήτρης Μητροπάνος κ.ά.

Γι' αυτόν τον αφανή μάστορα του στίχου (δεν υπάρχουν συνεντεύξεις, κείμενά του, μόνο τρεις φωτογραφίες του) θα γίνει η συναυλία-αφιέρωμα «Μια τσάντα τραγούδια» στις 14 Νοεμβρίου στο θέατρο «Μπάντμιντον».
Χαρακτηριστικός ο υπότιτλος: «Ολοι οι Έλληνες έχουμε τραγουδήσει τραγούδια του. Πόσοι όμως ξέρουμε ότι είναι δικά του;».
Σε τούτη την εναρκτήρια συναυλία του κύκλου «Τα πρόσωπα του ελληνικού τραγουδιού», σε καλλιτεχνική επιμέλεια του συνθέτη Μιχάλη Κουμπιού, αξέχαστα τραγούδια του Βασιλειάδη ερμηνεύουν οι: Γιάννης Ζουγανέλης, Μελίνα Κανά, Αρετή Κετιμέ, Παναγιώτης Λάλεζας, Βασίλης Λέκκας, Γιώτα Νέγκα, Κώστας Μακεδόνας, Γιώργος Μαργαρίτης, Μαριώ, Μπάμπης Τσέρτος και το φωνητικό σύνολο «Canto». Συμμετέχει η εξαμελής λαϊκή ορχήστρα «Καρέ-Καρέ». Προλογίζει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

Γεννημένος το 1902 στο Τσανάκ Καλέ, ήρθε στην Ελλάδα με τα πρώτα προσφυγικά κύματα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ήταν καλλιεργημένος και γλωσσομαθής (μιλούσε τέσσερις γλώσσες) και ασχολήθηκε με μεταφράσεις. Για κάποιο καιρό εργάστηκε στο υπουργείο Ναυτιλίας, το οποίο παράτησε για να αφιερωθεί αποκλειστικά στη στιχουργική.
Ο Βασιλειάδης ή «Ταμβάκης», όπως υπέγραφε ενίοτε στους δίσκους χρησιμοποιώντας το επώνυμο της συζύγου του (δεν απέκτησαν παιδιά), διέπρεψε τα μεταπολεμικά χρόνια με την πένα του στην ελληνική δισκογραφία (η αδελφή του Νίκη υπήρξε η πρώτη σύζυγος του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά).
Με το χαρτοφύλακά του γεμάτο τραγούδια (ο Μπάμπης, ο «Τσάντας ο Λόγιας» όπως ήταν γνωστός στην πιάτσα των λαϊκών δημιουργών) έδινε τραγούδια του συχνά για ένα κομμάτι ψωμί και κάποιες φορές και τζάμπα προκειμένου ν' ακουστούν (θυμίζει κάπως η περίπτωσή του την αντάξια και συγκαιρινή του Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, που σκόρπιζε στίχους της για να αντεπεξέλθει στο χαρτοπαικτικό πάθος της).
Υψηλόσωμος και ευτραφής, ο Βασιλειάδης με τρομερή ευχέρεια έγραφε στίχους, είτε μόνος του είτε κατά παραγγελία. Η αμεσότητα και απλότητα, ο ερωτικός καημός, η θυμόσοφη κι εύθυμη ματιά χρωμάτιζαν τους στίχους του. Ήταν μετρημένος, γενναιόδωρος, διακριτικός. Μόνη του αδυναμία, ίσως, το ωραίο φύλο.*
Δύο κλασικά ερωτικά τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου («Πριν το χάραμα», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε») κι ένα φοβερά κεφάτο του Γιώργου Ζαμπέτα («Ο πιο καλός ο μαθητής»), δείχνουν την αστείρευτη στιχουργική φλέβα του Χαράλαμπου Βασιλειάδη.
  • Πριν το χάραμα
Πριν το χάραμα μονάχος
εξεκίνησα
αχ, και στο πρώτο μας το στέκι
την αυγούλα γύρισα
Αν και άλλη μ' είχε μπλέξει με
καμώματα
αχ, σ' αγαπώ κι ήρθα κοντά σου
πριν τα ξημερώματα
Πριν ακόμα σβήσουν τ' άστρα
εξεπόρτισα,
αχ, να ξανάβρω τα δυο χείλη
που ποτέ δεν χόρτασα.
·Σβήσε το φως να κοιμηθούμε
Ασε με στη βαθιά σκοτούρα
Και μην αρχίζεις τη μουρμούρα
κόφ' το γαζί, μην το τραβούμε
σβήσε το φως να κοιμηθούμε
Μου 'χεις ζαλίσει το κεφάλι
πάψε τη γκρίνια τη μεγάλη
σαν ξημερώσει θα τα πούμε
Ελα γλυκά και φίλησέ με
σβήσε το φως κι αγκάλιασέ με
με γκρίνιες άκρη δε θα βρούμε
·Ο πιο καλός ο μαθητής
Ενα καιρό που μ' έστελνε
η μάνα μου σχολείο ω! ω! ω!
κι ο δάσκαλός μου μ' έβαζε
στο πρώτο το θρανίο.
Ο πιο καλός ο μαθητής
ήμουνα εγώ στην τάξη ω! ω! ω!
κι οι δάσκαλοι μου με είχανε
μη βρέξει και μη στάξει
Πάντοτε στο τετράδιο
βαθμό έπαιρνα δέκα ω! ω!
κι αν στη ζωή πήρα μηδέν
τα φταίει μια γυναίκα.
Στον έλεγχο διαγωγή
είχα κοσμιωτάτη ω! ω! ω!
κι όμως οι συναναστροφές
μου βγάλανε το μάτι
 

«Του 'παιρναν τα τραγούδια για ένα πακέτο τσιγάρα»

Ο Γιώργος Ζαμπέτας στην αυτοβιογραφία του «Και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου» (επιμέλεια Ιωάννας Κλειάσιου, εκδόσεις «Ντέφι») αναφέρει για τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη: «Εμενε σ' ένα προσφυγικό χαμόσπιτο στη Νέα Φιλαδέλφεια.

Εκεί πήγαινα και γράφαμε τραγούδια, γράφαμε στίχους, σβήναμε. Ήταν μπαξές! Του έλεγες τι θέλεις περίπου, πέντε λέξεις κι αμέσως τάκα τάκα το έφτιαχνε. Γύρναγε πάντα με μια τσάντα φορτωμένη στίχους, έτσι του βγήκε το παρατσούκλι. Ολη μέρα γύρναγε, έδινε στίχους, μοίραζε στίχους, του 'κλεβαν και στίχους.
Του τα παίρνανε για ένα πακέτο τσιγάρα. Εχει γράψει πολλά τραγούδια, αλλά τα μισά μόνο έχουνε το όνομά του. Τον κλέβανε διάφοροι επιτήδειοι, δεν του γράφανε το όνομά του κι αυτός δεν έκανε και τίποτα, δεν τους κυνήγαγε... Ήταν τίμιος, χρυσός άνθρωπος».
Ο Ζαμπέτας βρισκόταν στο Λονδίνο όταν τον ειδοποίησαν ότι πέθανε. «Κοκάλωσα. Μου 'λειψε ένα κομμάτι από πάνω μου. Γύρισα αμέσως και πάω σπίτι τους. Μου λέει η γυναίκα του η κυρα-Άννα ότι την ώρα που πέθαινε άνοιξε την τσάντα του και έδωσε ένα τραγούδι για μένα. Το "Πού 'σαι Θανάση". Σημαδιακό τραγούδι... Ο Τσάντας ήταν μεγάλος θησαυρός για το ελληνικό τραγούδι, απ' τους μεγαλύτερους».
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα» (επιμέλεια Κώστα Χατζηδουλή, εκδόσεις «Κάκτος»), μιλώντας για το αξεπέραστο τραγούδι του «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε» σημειώνει: «Σκόλασα ένα βράδυ από το μαγαζί και πήγα σπίτι για ύπνο. Η γυναίκα μου άρχισε την γκρίνια. Της λέω, άσε με στη σκοτούρα μου, μην αρχίζεις τη μουρμούρα, άμα ξημερώσει θα τα πούμε, μην ξυπνήσουνε τα παιδιά, σβήσε το φως να κοιμηθούμε. Έτσι γράφτηκε αυτό.

Ο Τσάντας ο Βασιλειάδης το χτένισε τότε. Μικρασιάτης, πολύ μορφωμένος. Μεγάλος στιχουργός, από τους καλύτερους. Τα τραγούδια του τα πούλαγε πέντε δεκάρες ή τα χάριζε, όπως η Παπαγιαννοπούλου. Ξέρω πολλά τραγούδια που έδωσαν αυτοί κι έγιναν μεγάλες επιτυχίες χωρίς να παίρνουνε δεκάρα. Ναι, τζάμπα!». *

s.enet.gr