Επιμέλεια: Ζωή Καραθανάση
Η σημερινή μέρα, γνωστή ως Τσικνοπέμπτη, είναι
ευρύτερα διαδεδομένη σ’ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Αυτή την ημέρα οι
περισσότεροι αν όχι όλοι οι Έλληνες καταναλώνουν μεγάλη ποσότητα
κρέατος.
Στην πραγματικότητα η Τσικνοπέμπτη είναι ένα έθιμο που
προηγείται από τη νηστεία της Σαρακοστής. Παρόλα αυτά, έχει συνδεθεί
στενά με την παράδοση. Πολλοί πηγαίνουν σε ταβέρνες ή οποιοδήποτε άλλο
ψητοπωλείο, ενώ άλλοι μαζεύονται σε σπίτια και ψήνουν.
Τι άλλο θα ταίριαζε περισσότερο σ’ ένα παραδοσιακό
έθιμο από την ύπαρξη παραδοσιακής μουσικής; Σε όλες τις ταβέρνες, σε
κάθε οικογενειακό ή φιλικό τραπέζι θα υπάρχει μία λαϊκή μελωδία να
συνοδεύει το φαγητό. Αυτό συμβαίνει διότι από τη διασκέδαση συνεπάγεται η
μουσική. Αναμφίβολα, η μουσική ενώνει τους ανθρώπους, καθώς και τους
εντάσσει περισσότερο στο γιορτινό περιβάλλον.
Γενικότερα, το λαϊκό ελληνικό τραγούδι είναι αυτό
το είδος τραγουδιού που προσαρμόζεται στο ύφος της ελληνική λαϊκής
αστικής μουσικής. Στη σημερινή εποχή το λαϊκό τραγούδι εξελίχθηκε από το
δημοτικό και το ρεμπέτικο, ενώ ενισχύθηκε με νέα πιο μοντέρνα μουσικά
όργανα, όπως το τύμπανο, το αρμόνιο.
Ειδικότερα, το λαϊκό αστικό τραγούδι διακρίνεται σε τρεις βασικές, θα λέγαμε, κατηγορίες: το λαϊκό, το ρεμπέτικο και το έντεχνο.
Λαϊκό Τραγούδι
Το λαϊκό είναι κάτι το οποίο προέρχεται από τον
ίδιο το λαό, γι’ αυτό και το προτιμάει. Ωστόσο, υπάρχει μία διάκριση ως
προς τη λαϊκή μουσική και τη δημοτική μουσική (τα τραγούδια της
επαρχίας). Η λαϊκή μουσική απευθύνεται κυρίως στους αστικούς κατοίκους,
αφού πρόκειται για μουσική σε κλειστούς χώρους, όπως οι ταβέρνες, ενώ η
δημοτική μουσική ακούγεται σε ανοιχτούς χώρους, όπως σε γιορτές,
πανηγύρια.
Μολονότι ο όρος λαϊκό περιλαμβάνει το αστικό λαϊκό
τραγούδι που είχε καταβολές από το Βυζάντιο, λαϊκό επικράτησε να
λέγεται το λαϊκό αστικό τραγούδι της περιόδου 1950-1970, που αργότερα
διαδέχτηκε το ρεμπέτικο.
Το λαϊκό τραγούδι δέχτηκε μεγάλη αντιπαλότητα, ενώ
συκοφαντήθηκε και περιφρονήθηκε. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και σήμερα
θεωρείται αγνοημένο και υποτιμημένο. Συγχρόνως, υποτιμήθηκε και από τους
φανατικούς του ρεμπέτικου, που θεωρούσαν τη λαϊκή μουσική παρακμή της
ρεμπέτικης.
Τα θέματα του είναι προσαρμοσμένα στο μέσο Έλληνα.
Κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο, αλλά και διάφορα επίκαιρα ή καθημερινά
ζητήματα δε λείπουν από τη θεματολογία του. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται
είναι απλή, ομιλούμενη χωρίς εξειδικευμένες λέξεις.
Κύριος εκπρόσωπος του λαϊκού είναι ο Τσιτσάνης, ο
οποίος θεωρείται ότι δημιούργησε μία γέφυρα ανάμεσα στο λαϊκό και το
ρεμπέτικο τραγούδι. Γνωστοί άλλοι εκπρόσωποι της λαϊκής μουσικής, μεταξύ
άλλων, είναι ο Βαμβακάρης, ο Παπαϊωάννου, ο Ζαμπέτας και ο Καζαντζίδης.
Ρεμπέτικο Τραγούδι
Πρόκειται για ένα τραγούδι μ’ έντονο το στοιχείο
του αυθορμητισμού, ενώ διαθέτει ένα συντροφικό χαρακτήρα. Το περιεχόμενό
του είναι κυρίως κοινωνικό. Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι για την Ελλάδα
ό,τι το μπλουζ για την Αμερική, το ταγκό για την Αργεντινή κλπ. Ένα
τραγούδι που βασίζεται στην αυθεντικότητα των ανθρώπων, καθώς πρόκειται
για τη μουσική των καταδιωγμένων, αδικημένων. Ένα τραγούδι απλό για τους
απλοϊκούς ανθρώπους.
Η ιστορία του διαδραματίζεται για μεγάλο χρονικό
διάστημα, περίπου 3-4 δεκαετίες, κυρίως από το 1922 έως το 1952. Βέβαια,
έχει επηρεάσει πολύ την ιστορία της ελληνικής μουσικής και, σαφώς, την
ελληνική μουσική του 19ου και 20ου αιώνα.
Το ρεμπέτικο τραγούδι δεν γεννήθηκε ξαφνικά, αλλά
μέσα από διάφορους κοινωνικούς παράγοντες. Υπήρχε ήδη στην Ελλάδα το
1850-1880 και απευθυνόταν στα περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα των
μεγάλων πόλεων. Το 1910 εμφανίζονται τα πρώτα ρεμπέτικα στην Αμερική που
διαδόθηκαν στόμα με στόμα.
Στην αρχική του περίοδο, είχε πολλές ομοιότητες με
το δημοτικό τραγούδι. Ξεκίνησε ως η μουσική των φτωχών μέσα στις
φυλακές, αλλά αργότερα αναπτύχθηκε στα μεγάλα λιμάνια (Σμύρνη, Πειραιάς,
Θεσσαλονίκη, Σύρος). Με γρήγορους ρυθμούς, όμως, διαδόθηκε και
αγαπήθηκε από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ήκμασε ιδιαίτερα με την
Μικρασιατική καταστροφή του 1922, όταν 1 εκατομμύριο πρόσφυγες έφεραν
μαζί τους τον πλούσιο πολιτισμό τους.
Το ρεμπέτικο θεωρείται τραγούδι της παρέας.
Προκαλεί τον ακροατή να τραγουδήσει μαζί με τους εκτελεστές που είναι
απλοί άνθρωποι σαν κι αυτόν, ενώ μπορεί να το τραγουδήσει ο οποιοσδήποτε
χωρίς να διαθέτει κάποιες γνώσεις. Σε αντίθεση με λαϊκές μουσικές άλλων
χωρών, όπως το ταγκό, που είναι διεθνώς αναγνωρισμένα, η ρεμπέτικη
μουσική άργησε να αναγνωρισθεί από την ίδια της τη χώρα. Αυτό συνέβαινε
διότι επικρατούσε μία δυτικοευρωπαϊκή επιρροή και απέρριπτε τη στροφή
προς οτιδήποτε θύμιζε την ανατολική πλευρά της Ελλάδας, καθώς και τη
φτώχεια, τη σκλαβιά, τη δυσάρεστη κοινωνική πραγματικότητα. Πολεμήθηκε,
διαστρεβλώθηκε, συκοφαντήθηκε και υποτιμήθηκε συστηματικά ως τραγούδι
του υπόκοσμου, θεωρούταν κατώτερο. Είναι γνήσια ελληνικό, όμως, με
επιρροές από το Βυζάντιο και τη μουσική του ελληνισμού της Μ. Ασίας.
Ο όρος ρεμπέτης σημαίνει ανέμελος και προέρχεται
από την αρχαία λέξη ρέμβη. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο ο όρος όσο και η
σημασία του υπάρχουν ήδη σε δημοτικό τραγούδι του απελευθερωτικού
αγώνα: «Άντε κι ας ρεμπετέψουμε, ρεμπέτες να γίνουμε». Θεσπίστηκαν
ειδικοί νόμοι για να χτυπήσουν τους ρεμπέτες και τη μουσική τους. Η
δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1938 επέβαλε λογοκρισία στη
δισκογραφία, που διέδιδε το ρεμπέτικο τραγούδι, θέτοντας το ρεμπέτικο
υπό διωγμό. Ωστόσο, δε σταμάτησαν να γράφονται τραγούδια, τα οποία
εκδόθηκαν μετά τον πόλεμο.
Τη δεκαετία του ’70, κατά τη δικτατορία και τα
πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, παρατηρείται μία προσπάθεια αναβίωσης
του ρεμπέτικου. Οργανώθηκαν συναυλίες κι έγιναν ηχογραφήσεις δίσκων. Ο
τραγουδιστής Γιώργος Νταλάρας και άλλοι νέοι ερμηνευτές δημιούργησαν
νέες εκτελέσεις των κλασικών ρεμπέτικων χωρίς να διαβρώσουν το αυθεντικό
τους ύφος.
Έντεχνο Τραγούδι
Πρόκειται για μουσική δημιουργημένη σε λαϊκό ύφος
από επώνυμους καλλιτέχνες, με γνώσεις και μουσική παιδεία. Το έντεχνο
δεν αναπαράγει μόνο το λαϊκό τραγούδι, αλλά το επεκτείνει χωρίς να το
εγκαταλείπει. Στην πραγματικότητα, ο χαρακτήρας της σύνθεσής του είναι
περισσότερο δυτικότροπος χωρίς, όμως, να επηρεάζεται από δυτικά πρότυπα.
Ο όρος «έντεχνο» τραγούδι μπορεί να θεωρηθεί κάπως
ανεπιτυχής αφού όλα τα τραγούδια διαθέτουν τέχνη, δεν είναι άτεχνα.
Επίσης, το έντεχνο γράφεται με νότες σε παρτιτούρα, ενώ το λαϊκό πάνω
στο μουσικό όργανο.
Το έντεχνο λαϊκό τραγούδι κάνει την εμφάνισή του
στα τέλη της δεκαετίας του '50 και άνθισε τις δεκαετίες '60 και'70
(1959-1967). Με πρωτοπόρους τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος σε ηλικία μόλις
22 χρονών βρήκε το θάρρος να ανακοινώσει δημόσια το θαυμασμό του για το
ρεμπέτικο τραγούδι και τον Μίκη Θεοδωράκη, στον οποίο αποδίδεται και η
εισαγωγή στον όρο έντεχνο λαϊκό.
Μία σημαντική και πρωτότυπη παγκοσμίως καινοτομία
ήταν η σύνδεση της μουσικής με τον ποιητικό λόγο, με τη χρησιμοποίηση
δηλαδή στίχων κυρίως Ελλήνων ποιητών, όπως ο Ρίτσος, ο Σεφέρης κλπ. Το
έντεχνο λαϊκό, λοιπόν, συνέδεσε την ποίηση με τον λαό. Παράλληλα,
αναδείχθηκε ένα υποτιμημένο κι ιδιαίτερα αγνοημένο μουσικό όργανο, το
μπουζούκι.
Μία άλλη σημαντική καινοτομία ήταν οι κύκλοι
τραγουδιών πάνω σε μία ενιαία κεντρική ιδέα, σ’ ένα θέμα, καθώς και οι
συναυλίες. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι αξιόλογοι συνθέτες, όπως ο
Μικρούτσικος, ο Κατσαρός, ο Ξαρχάκος κλπ. Η δισκογραφία και ο
κινηματογράφος βοήθησαν στη διάδοση του έντεχνου κατά τη δεκαετία του
΄60. Τα τραγούδια «Τα παιδιά του Πειραιά» και ο «Ζορμπάς» έγιναν
παγκόσμια γνωστά και δημοφιλή ως συνώνυμα της Ελλάδας.
www.alfavita.gr |