Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Δύο λαϊκά τραγούδια από τον Πειραιά... στην Αμερική!

Τραγούδια και χοροί της Ελλάδος -
Μεταξύ των οποίων διακρίνουμε και Drinking songs αλλά και Sailor songs

Γράφει ο συγγραφέας, κ. Γιώργος Λεκάκης,

Μια άλλη μεγάλη «διαφήμιση» του Πειραιώς στα πέρατα της οικουμένης, ήταν τα τραγούδια του, και ιδίως το ρεμπέτικο, που άνθισε με τον ερχομό των προσφύγων από την Μικρασία στο μεγάλο λιμάνι. 

Μια προσφορά που δεν έχει εκτιμηθεί όσο θα της έπρεπε και που δεν προπαγανδίζεται και διαφημίζεται τώρα στον Πειραιά…

Το ελληνικό τραγούδι στην Αμερική[1] και οι εκεί ηχογραφήσεις του είναι πάντα μια ιδιαίτερη περίπτωση και μια κατηγορία μόνο του.

«Από τον καημό μου πίνω» και
«Δεν θάρθω πια στην Κοκκινιά»
Σε έναν δίσκο βινυλίου (long play, όπως λέγονταν τότε, 33 στροφών) του 1953, με γενικό τίτλο «Songs and Dances of Greece» (που εκυκλοφόρησε στις ΗΠΑ από την εταιρεία Folkways Records στην κατηγορία «Various Artists», κωδ. FW06814 / FW 6814), ανάμεσα στ’ άλλα, υπήρχαν και τα τραγούδια του Σκαρβέλη «Απ’ τον καημό μου πίνω» (που στα εσώφυλλα του δίσκου, εσχολιάζετο ως τραγούδι του λιμανιού του Πειραιά!) και το «Δεν θάρθω πια στην Κοκκινιά».
 
Στον δίσκο υπήρχαν ηχογραφημένα – όπως αναφέρεται - τραγούδια αγάπης, τραγούδια του κρασιού, για ναύτες και «τραγούδια των βοσκών», που συχνά συνοδεύονταν και από τον ιδικό τους χορό. Ο πιο δημοφιλής χορός ήταν το «καλαματιανό», που επήρε το όνομά του από την πόλη της Καλαμάτας, η οποία εφημίζετο για τις όμορφες γυναίκες της, τα μεταξωτά μαντήλια και τις ελιές της. Οι στίχοι στο εξώφυλλο ήταν γραμμένοι στ’ αγγλικά και στα ελληνικά. Δεν αναφέρονταν, όμως, οι - πάντα αδικημένοι - δημιουργοί των τραγουδιών!

Στον εν λόγω δίσκο συμπεριλαμβάνονταν τα τραγούδια (αναγράφω τα σχόλια του εξωφύλλου του δίσκου):
«Ο Μήτρος κι η Μαρίνα», χορευτικό τραγούδι της Β. Ελλάδος (διάρκειας 3:27).
«Αγάπησα μια ορφανή», χορευτικό τραγούδι της Ν. Ελλάδος (διάρκειας 3:18). (Ήταν παραλλαγή του «Μια βοσκοπούλα αγάπησα»).
«Γερακίνα» (το γνωστό δημοτικό «κίνησε η Γερακίνα, για νερό κρύο να φέρει», χωρίς σχόλια, σε δυο εκδοχές, διαρκείας 3:32 και 3:27).

«Στης Λειβαδιάς», χορευτικό τραγούδι της Ν. Ελλάδος (διάρκειας 3:28).
«Έλα Δημητρούλα», τραγούδι αγάπης (διαρκείας 3:31).
«Γιατί μου κρύβεις τον καημό», τραγούδι του πιοτού (διαρκείας 3:18).
«Πάντα το βράδυ έρχομαι», τραγούδι αγάπης.

Και πάμε τώρα στα δυο πειραιώτικα:

«Απ’ τον καημό μου πίνω», «απάχικο» του λιμανιού του Πειραιώς (διαρκείας 3:28).

Τα «απάχικα» ήταν τραγούδια του «περιθωρίου», των λεγομένων «κακοποιών», των «απάχηδων». Είναι ένα τραγούδι που έγραψε ο Κώστας Σκαρβέλης (γεννήθηκε το 1880 και πέθανε από πείνα, επί Κατοχής, το 1942)[2] το 1938 και τραγούδησε ο Απόστολος Χρυσούλης και ο Στέλιος Περπινιάδης, ο γνωστός Στελλάκης (1899-1977)[3]. Ιδού οι στίχοι του:
Δεν αντέχω, δεν βαστώ
χάνομαι και θα στο ειπώ 
φως μου, πως τρελλά σε αγαπώ…
Λιώνω, για σένα σβήνω, 
κι απ’ τον καημό μου σαν μπεκρής τα βράδια πίνω…
Μεθυσμένος τριγυρνώ,
μέσ’ στους δρόμους κι αγρυπνώ 
κι απ’ το σπίτι σου συχνοπερνώ,
μα ’σύ γλυκοκοιμάσαι 
αδιαφοράς για μένα και δεν με λυπάσαι…

Όμορφη μικρούλα μου μη μ’ αφήσεις να χαθώ 
και μέσ’στις ταβέρνες να μεθώ. 
Μη με παιδεύεις, φτάνει 
πες μου το «ναι» και η καρδούλα μου να γειάνει…
"Από τον καημό μου πίνω" του Σκαρβέλη
με αγγλικούς στίχους "I drink to forget"

Το δεύτερο τραγούδι είναι το:

«Δεν θάρθω πια στην Κοκκινιά», τραγούδι αγάπης (διαρκείας 3:18).

Τραγούδι που επίσης έγραψε ο Κώστας Σκαρβέλης. Το τραγούδι είπε σε πρώτη εκτέλεση ο ανεπανάληπτος Γιώργος Κάβουρας (1907/09-1943)[4].

Ιδού οι στίχοι και αυτού του τραγουδιού σε αγγλική και ελληνική απόδοση:


 Σκαρβέλης και Κάβουρας οι άτυχοι ρεμπέτες του Πειραιώς επί Κατοχής…

Υπενθυμίζω, πως το «αηδόνι» του ρεμπέτικου, Γιώργος Κάβουρας, λιποθύμησε από πείνα στο πάλκο επάνω, παίζοντας για να διασκεδάσει τον κόσμο στο μαγαζί του φίλου του, Στελλάκη Περπινιάδη στο Χαϊδάρι. Ο Κάβουρας επειδή είχε ιταλική υπηκοότητα έως το 1936 (ως Καστελλοριζιός εκ των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων), την οποία και άλλαξε, ήταν μονίμως κυνηγημένος από τους Ιταλούς, κάτι που του είχε δημιουργήσει τεράστιο άγχος, όσο και να προσπαθούσε να το κρύψει. Εθεωρείτο «ύποπτος» και από τις γερμανικές Αρχές. Μεταφέρθηκε, λοιπόν, στο Νοσοκομείο Νικαίας. 

Αλλά για τους παραπάνω λόγους, ο «ύποπτος» Κάβουρας – που εν τω μεταξύ έπαθε και εγκεφαλικό επεισόδιο! – πέθανε αβοήθητος, γιατί για 6 ημέρες επίτηδες δεν του έδιναν σημασία… Ήταν Κατοχή, 20.2.1943…

Γι’ αυτόν έγραψε ο Μάρκος το «Ξύπνα καημένε Κάβουρα»:

Ο Πειραιάς κι η Κοκκινιά, Καλύβια κι Ελευσίνα,
κλάψανε σαν το μάθανε, που ’σαι βαθειά στο μνήμα…

Όπως βλέπουμε, τα δυο αυτά τραγούδια του Σκαρβέλη, αν και πασίγνωστα 20 και πλέον χρόνια στην Ελλάδα, ήδη την δεκαετία του 1950-60 λογίζονταν ως «δημώδη»…
ΠΗΓΕΣ:
Smithsonian Center for Folklife and Cultural Heritage.
Αρχείο Γ. Λεκάκη.

[1] Βλ. άρθρο με αυτόν τον τίτλο («Το ελληνικό τραγούδι στην Αμερική») του Γ. Λεκάκη στο περ. «Πάλκο», τ. 19, Φεβρ. 1994.

[2] Ο Κωνσταντινουπολίτης ρεμπέτης Κώστας Σκαρβέλης, ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της μεγάλης «Columbia», έχει κι άλλη σχέση με τον Πειραιά: Συνεργάσθηκε στην δισκογραφία και το πάλκο με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τους υπολοίπους της «πειραιώτικης κομπανίας». Από το 1935 έπαιξε και στο μαγαζί του ιδίου του Μάρκου στα Άσπρα Χώματα (της Κοκκινιάς), μαζί με τους Μάρκο (Βαμβακάρη), Γιώργο Μπάτη, Στράτο (Παγιουμτζή), Σοφία Καρίβαλη και για λίγο και με τον άτυχο, μα αξέχαστο, Ανέστο Δελιά (τον «Αρτέμη»). Έγραψε αρκετά τραγούδια με θέμα τον Πειραιά, όπως: «Τουρκολιμανιώτισσα», «Δεν θα ’ρθω πια στην Κοκκινιά», «Μέσα στο Πασαλιμάνι», κ.ά.

[3] Τηνιακής καταγωγής λαϊκός τραγουδιστής, οργανοπαίκτης και συνθέτης, που επήγε από ενωρίς στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στον Πειραιά, όπου και εγνώρισε όλη την πειραιώτικη κομπανία.  Ήταν το μεγαλύτερο όνομα του τραγουδιού (1930-1950), πατέρας του επίσης τραγουδιστή και συνθέτη Βαγγέλη Περπινιάδη.

[4] Γιος εξαιρετικού βιολιστή και οργανοποιού, Σταμάτη Κάβουρα, από το τραγικό Λίβισι της Λυκίας (Μ. Ασίας), ο οποίος για να γλυτώσει από τις διώξεις των Τούρκων βρήκε καταφύγιο το 1906 στο Καστελλόριζο. Το 1918 όλη η οικογένεια μετακόμισε στον Πειραιά, αρχικώς στο Χατζηκυριάκειο και μετά στην Δραπετσώνα. Εξαιρετικός μουσικός ο ίδιος (έπαιζε βιολί, σαντούρι, αλλά και κιθάρα!) έπαιζε στην κομπανία του πατέρα του, στις ταβέρνες του Πειραιώς και σε πανηγύρια.