Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

«Οι φόροι και τα κόμματα φέραν αυτή την κρίση»

Αφοπλιστικά επίκαιρο το τραγούδι «Η κρίσις» του Κώστα Ρούκουνα (1933). Οι λέξεις του τίτλου στην κορυφή τούτων των σελίδων συμπληρώνονται απ’ το στιχάκι «που κάνανε τον άνθρωπο να μην μπορεί να ζήσει» και μας μεταφέρουν απευθείας στις μέρες μας.

Έτσι θα μπορούσε να τιτλοφορείται το βιβλίο που παρουσιάζουμε παρακάτω, αν ο συγγραφέας δεν ήταν ακαδημαϊκός και μάλιστα καθηγητής της νεοελληνικής ιστορίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Το πόνημά του επιγράφεται, λοιπόν, «Ιστορία και ρεμπέτικο» και για οποιαδήποτε ομοιότητα ανάμεσα στο μακρινό 1933 που γράφτηκε το τραγούδι της εισαγωγής με τις τωρινές καταστάσεις, υπόλογη είναι η σημερινή πραγματικότητα…
Αποκαλυπτική η συζήτησή μας με τον αντιπρύτανη Χρήστο Καρδαρά, με αφορμή το βιβλίο του που κυκλοφόρησε πρόσφατα (εκδόσεις Παπαζήση). Το ενδιαφέρον του δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι ο καθηγητής τοποθετεί τα τραγούδια στο ιστορικό τους πλαίσιο, αλλά ότι στην έρευνά του, που χρειάστηκε πέντε χρόνια για να την ολοκληρώσει, βρήκε στιγμιότυπα της Ιστορίας που σώθηκαν από την αφάνεια χάρη στην αποτύπωσή τους από τον λαϊκό αφηγητή.
 
 Ξεφυλλίζοντας μαζί τις σχεδόν 400 σελίδες της μελέτης μάθαμε για τα κατορθώματα του Οθωμανού Ρομπέν των Δασών Τσακιτζή που έγινε κοινός λαϊκός ήρωας για Έλληνες και Τούρκους ως προστάτης των αδυνάτων, για τους Έλληνες Μπόνι και Κλάιντ όπως καταγράφηκαν βγαλμένοι από την επικαιρότητα του Μεσοπολέμου, αλλά και για έναν ήρωα της Αντίστασης που υμνήθηκε η δράση του για να σωθεί από τη λησμονιά, τον συνεπώνυμό του Στέλιο Καρδαρά.

Θεματογραφικός πλούτος

Ταυτόχρονα ξεδιπλώνονται οι καημοί, οι χαρές και οι προσδοκίες του λαού που έγιναν τραγούδι μαρτυρώντας ακόμη ήθη, έθιμα, στερεότυπα και προκαταλήψεις.
«Δεν πίστευα ότι θα έβρισκα τέτοιο πλούτο θεματογραφίας, έναν καθρέπτη της κοινωνίας για όλες τις εκφάνσεις της ζωής», εξομολογείται καθώς αποθησαύρισε περισσότερα από 200 τραγούδια που αφηγούνται όψεις της νεοελληνικής εμπειρίας, ξεφεύγοντας από το στερεότυπο των ουσιών και του περιθωρίου.
Τι τον εντυπωσίασε ως ιστορικό; Το γεγονός ότι πολλά από αυτά που έχουν σημαδέψει τη ζωή του λαού η επίσημη Ιστορία δεν τα έχει αναδείξει ιδιαίτερα. Έτσι, φυματίωση, πλημμύρες και χειραφετημένες γυναίκες του Μεσοπολέμου γίνονται τραγούδια.
Η έκπληξή του μάλιστα, όταν το υλικό που είχε συγκεντρώσει το δίδαξε πρώτη φορά πέρσι -προτού κυκλοφορήσει το βιβλίο- ήταν ότι τα τραγούδια έγιναν η αφορμή για να μάθουν οι φοιτητές του ιστορικά γεγονότα, όπως η Χιροσίμα, γεγονός ακατανόητο για όσους από μας μεγάλωσαν επί Ψυχρού Πολέμου. Τι άλλο του έμεινε από αυτή τη διδακτική εμπειρία;
«Οτι οι φοιτητές, ακόμη και οι πιο δύσπιστοι απέναντι σε αυτή τη μουσική που τη θεωρούσαν ξεπερασμένη και παραδοσιακή, γοητεύονται από την αυθεντικότητα του λαϊκού δημιουργού».
Ευστοχία και λιτότητα που εγκωμιάζει και ο συγγραφέας, ενώ παραθέτει –όπως κάνει σε κάθε κεφάλαιο– σχετικά σχόλια και παρατηρήσεις και άλλων μελετητών του ρεμπέτικου.
Στα 12 κεφάλαια του βιβλίου ξεδιπλώνεται όλη η σύγχρονη ιστορία του τόπου στα τέλη του 19ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα.
«Τι σας εντυπωσίασε ως πανεπιστημιακό της επίσημης Ιστορίας;» τον ρωτάμε. «Το πώς προσλαμβάνουν οι ρεμπέτες τα γεγονότα και πώς τα αποδίδουν, οι οποίοι κατά κανόνα στην πλειονότητά τους ήταν αγράμματοι άνθρωποι κι ας υπήρχαν ανάμεσά τους και Σμυρνιώτες μορφωμένοι και ευκατάστατοι από αστικές οικογένειες. Με τον απλό τρόπο, εύστοχα και λιτά.
»Η αλήθεια βρίσκεται στη λιτότητα του λόγου, τον σφραγίζουν η απλότητα, η γνησιότητα και η ειλικρίνεια όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο φιλόλογος Τσολάκης. Αυτό νομίζω είναι και η χάρη του ρεμπέτικου, ότι μέσα από τον απλό λόγο αποτυπώνουν όλη την αλήθεια», απαντά ο κ. Καρδαράς.
Στεκόμαστε στο τραγούδι που θα γινόταν τίτλος της μελέτης και το «πόσο εύστοχα ο ρεμπέτης εντοπίζει την αιτία της κρίσης. Η ιδέα δεν ήταν να γράψω μια ιστορία του ρεμπέτικου, έχουν γραφεί αξιόλογες, αλλά να συγκεντρώσω όλο εκείνο το υλικό που αποτυπώνει τα ιστορικά γεγονότα όπως τα προσέλαβαν οι δημιουργοί του ρεμπέτικου. Έτσι λοιπόν εντόπισα εκείνα τα τραγούδια που αντανακλούν τις κοινωνικές, οικονομικές και ιστορικές εξελίξεις, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι λίγο μετά τη λήξη του Εμφυλίου».
«Ως ιστορικός θα θεωρούσε το ρεμπέτικο ιστορική πηγή;» τον ρωτάμε. «Ιστορική πηγή δεν είναι, με την αυστηρή επιστημονική έννοια του όρου, αλλά είναι αυθεντικά τεκμήρια του παρελθόντος: είναι η μουσική με την οποία διασκεδάζουν, χορεύουν, τραγουδάνε, εκφράζουν τον πόνο τους, τα συναισθήματά τους, την απελπισία τους, την αποδοκιμασία τους στους πολιτικούς, την κριτική τους στα γεγονότα.
»Εχει λοιπόν το ρεμπέτικο την αυθεντική μαρτυρία ενός τεκμηρίου του λαϊκού πολιτισμού, ενός πολιτιστικού προϊόντος που γνώρισε διώξεις και μάλιστα χαρακτηριστικό είναι ότι αποδοκιμάστηκε από όλους, τόσο τη διανόηση του αστικού χώρου όσο και την Αριστερά. Κι εδώ είναι η μεγάλη παρεξήγηση για τα ρεμπέτικα: έχουν απομονωθεί αυτά που μιλάνε για τις ουσίες, αλλά δεν είδαν τίποτα άλλο, οπότε το ρεμπέτικο πολεμήθηκε και φυσικά από το μεταξικό καθεστώς που ήθελε να διαμορφώσει μια προσωπικότητα του ελληνικού κράτους καθαρά δυτικότροπη, καταδιώκοντας οτιδήποτε το ανατολίτικο που θύμιζε τη συμφορά της Μικρασιατικής Καταστροφής».
Ρωτάμε τον κ. Καρδαρά αν κατά τη διάρκεια της έρευνάς του διαπίστωσε ομοιότητες με το σήμερα. «Στο κεφάλαιο για τους πρόσφυγες αρχίζω την ενότητα με την εχθρότητα των Ελλαδιτών προς τους πρόσφυγες, με ένα τραγούδι στο οποίο η πεθερά φαρμακώνει την προσφυγοπούλα νύφη. Είναι εντυπωσιακή η επιφύλαξη της ελληνικής κοινωνίας προς τους ομοεθνείς πρόσφυγες. Όπως επίσης και ένα τραγούδι για το όνειρο των προσφύγων για επιστροφή στις εστίες τους», απαντά.

Μετανάστευση και ξενιτιά

«Αλλά δεν είναι μόνο αυτό», συνεχίζει. «Το βιβλίο ξεκινά με τη μετανάστευση και την ξενιτιά, μιλάει για τα συναισθήματα των μεταναστών, τους ανθρώπους πίσω από τα στοιχεία των επίσημων αναφορών. Η αφήγηση είναι αυτή που σε κερδίζει κι έχει ενδιαφέρον - καθώς μάλιστα τα τραγούδια τοποθετούνται στο ιστορικό τους πλαίσιο, εκεί που ανήκουν, μπορείς να κάνεις συγκρίσεις και να φανεί η διαχρονικότητά τους και οι συνθήκες τις οποίες εξιστορούν, μιλάνε για τόσες εκφάνσεις της ζωής και έχουν τόσο πλούτο», λέει ο κ. Καρδαράς επισημαίνοντας ότι εντυπωσιάζουν «η ανθρώπινη ματιά, ο καημός, το βίωμα».
«Υπάρχουν άγνωστες πτυχές της Ιστορίας που έρχονται στο φως μέσα από το ρεμπέτικο;» είναι η επόμενη ερώτησή μας.
«Πτυχές της Ιστορίας πηγάζουν από πολλά τραγούδια. Όπως αυτά που μιλάνε για το λαθρεμπόριο την περίοδο της Τουρκοκρατίας και ένα εξαιρετικά άγνωστο από αυτά υμνεί τους λαθρεμπόρους ως αντιστασιακούς ήρωες. Από την άλλη, βλέπεις τραγούδια για έρωτες Ελλήνων με αλλοεθνείς, Τουρκάλες, Αρμένισσες, Εβραιοπούλες, Εγγλέζες, στοιχείο συμπόρευσης των λαών μακριά από εθνικισμούς και κυρίως βλέπεις πώς λειτουργεί η λαϊκή ψυχή, η οποία δεν βάζει τα εθνικιστικά όρια και ερωτεύεται. Ένα ακόμη σημείο που ενώνει είναι η ιστορία του κοινωνικού επαναστάτη Τσακιτζή περί τα τέλη του 19ου αιώνα που έχει προσλάβει διαστάσεις λαϊκού ήρωα για Έλληνες και Τούρκους».

Βενιζέλος και βασιλιάς

Ακολουθούν στη μελέτη οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, τραγούδια για τον Βενιζέλο αλλά και για τον βασιλιά, θρηνητικά για τη Μικρασιατική Καταστροφή και τους υπευθύνους του πολέμου: ο ελληνικός λαός αποδίδει ευθύνες σε συμμάχους και βασιλικούς μέσα από τα τραγούδια του. Όμως η Ιστορία πλουτίζει και από άλλες αναφορές από την έλευση των προσφύγων.
Όπως τα τραγούδια για τις ομολογίες, την αποζημίωση των προσφύγων για αυτά που έχασαν, που ήταν τελικά απειροελάχιστη, αφού έγινε αντικείμενο κατάχρησης από την κομματική πελατεία. Και φυσικά ο καημός και η απογοήτευση: «Ηταν τόσο απελπισμένοι και δυστυχισμένοι από τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, που για μερικούς από αυτούς τα ναρκωτικά έγιναν καταφύγιο. Από την άλλη πλευρά, έχουμε την ίδια περίοδο και μια σειρά από υπέροχα ερωτικά τραγούδια.
»Τι προσφέρουν; Μαθαίνουμε όλες τις περιοχές της Αττικής όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες, ενώ παίρνουμε και πληροφορίες κοινωνικής ιστορίας. Άλλωστε τις πρώτες σαπωνοποιίες τις δημιούργησαν πρόσφυγες, όπως και τις πρώτες δισκογραφικές εταιρείες…».
Με την έλευση των δισκογραφικών εταιρειών ηχογραφήθηκαν πολλά τραγούδια για πολιτικούς που γράφονταν ακόμη και κατά παραγγελία προδίδοντας τα πολιτικά πιστεύω των δημιουργών τους, καμιά φορά και τις αντιφάσεις τους αλλά και τα ιστορικά ατοπήματά τους που αποκαθίστανται με τον σχολιασμό. Εδώ εντυπωσιάζει το τραγούδι του Βαμβακάρη για τους πρωθυπουργούς, αλλά και το εγκωμιαστικό του για όλους τους ισχυρούς ηγέτες του Μεσοπολέμου.
Στο εξαιρετικό κεφάλαιο για την κρίση είναι σαν να εξιστορούνται τα σημερινά γεγονότα. Ξεχωρίζει εδώ η περίπτωση του Διαμαντίδη ή Νταλγκά, «Σμυρνιού με εξαιρετική καταγωγή από μουσική οικογένεια που γράφει υπέροχα τραγούδια και τα αποδίδει με καταπληκτική φωνή στην οποία οφείλει και το παρατσούκλι, καταρρίπτοντας και τον μύθο ότι οι ρεμπέτες ήταν όλοι άνθρωποι του περιθωρίου...».
Τους φοιτητές εντυπωσίασε ακόμη το θέμα της φυματίωσης, των οδυνηρών συνεπειών της, θέμα που αγνοούσαν: ήταν όμως τέτοια η έκταση που έλαβε πλήττοντας τα λαϊκά στρώματα που απασχόλησε τον λαϊκό δημιουργό με δέκα τουλάχιστον τραγούδια και τέσσερις αμανέδες.

«Εγινες Τόφαλος»

Τραγούδι γίνονται εγκλήματα της εποχής αλλά και αθλητικές επιτυχίες που εμψυχώνουν τον λαό, ενώ μαθαίνουμε και για την έκφραση «έγινες Τόφαλος» που οφείλεται όχι μόνο στο αθλητικό εκτόπισμα του ομώνυμου πρωταθλητή άρσης βαρών, αλλά κυρίως στον σωματότυπό του.
Από τη δικτατορία του Μεταξά που καταδιώκει τραγούδια και δημιουργούς ακόμη και για σεξουαλικά υπονοούμενα φτάνουμε στον τορπιλισμό της «Ελλης»: σε αντίθεση με το ελληνικό κράτος το ρεμπέτικο αποδίδει ευθύνες στους Ιταλούς και δίνει μια σειρά αντιπολεμικών, αντιδικτατορικών τραγουδιών αλλά και άσματα εμψυχωτικού χαρακτήρα καθώς στον αγώνα συμμετέχουν όλοι οι δημιουργοί, σε ορισμένες περιπτώσεις με αναφορές ακόμη και στην αρχαία ελληνική ιστορία.
Συγκλονίζουν τα τραγούδια κατά της Κατοχής και για την πείνα, ενώ εν είδει ρεπορτάζ τραγουδιούνται ο βομβαρδισμός του Πειραιά από τους Γερμανούς το ’41, η δράση των μαυραγοριτών, εξυμνούνται οι σαλταδόροι σαμποτέρ κατά του κατακτητή, καταγράφεται ακόμη και το κίνημα της Μέσης Ανατολής, αποτυπώνονται αναφορές στα ναζιστικά κολαστήρια και στρατόπεδα, ενώ ζωντανεύουν ηρωικές μορφές αντιστασιακών που θα έμεναν στην αφάνεια.
Μετά την απελευθέρωση, η συνέχεια δίνεται με τα τραγούδια διπλής ανάγνωσης, τα λόγια των οποίων αλλάζουν για να περάσουν από τη λογοκρισία με την αλληγορία σε πρώτο ρόλο. Τραγούδια παρηγοριάς για τις οικογένειες οι οποίες περιμένουν τα παιδιά τους που πολεμούν κι ας φαίνεται ότι η αγαπημένη περιμένει τον καλό της, που στον Εμφύλιο ακούνε αμφότερες οι αντίπαλες πλευρές.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τα τραγούδια της μεταπολεμικής Ελλάδας και τη σφοδρή καταδίκη από τους ρεμπέτες της κοινωνικής ανισότητας και φτώχειας που αντανακλούν, δίνοντας φωνή για πάντα θαρρείς στους αδικημένους, ενώ τελευταίο παρατίθεται ένα σχεδόν άγνωστο αριστούργημα για το ΝΑΤΟ που «τα λέει όλα»...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου