«Οι τρύπες στο κλαρίνο του Πετρο-Λούκα,είναι γκρεμοί που χάσκουν ανοιχτοί, γιομάτοι ξενιτεμένους,μαστόρους της πέτρας, ξερόβραχους, μαυροφορεμένες μάνες, παράπονο και καημούς»!!!.
Από τους αρχαικούς αυλούς μέχρι το 1690 που «πρωτοβρέθηκε» και καθιερώθηκε το κλαρίνο, η διαπεραστικότητα, το ηχόχρωμα του συγκεκριμένου οργάνου αποτέλεσε ιδιαίτερο μέσο μουσικής αρχικά λόγιας και, στο πέρασμα του χρόνου, δημώδους εκφραστικότητας που «τσιμπάει» το ανθρώπινο συναίσθημα και πότε το καταλαγιάζει, πότε το αναστατώνει … συνεγείροντας τον ανθρώπινο ψυχισμό, συντείνοντας στης ψυχής το… αλάφρωμα.
Με ιστορία μακρά στη δυτική αρχικά μουσική, κατηφορίζει προς τη νότια ευρωπαϊκή ζώνη, όπου σε κάθε τοπωνύμιο, παίζεται με τρόπο που να προσιδιάζει χρηστικά στα μουσικά ήθη κάθε τοπικού πληθυσμιακού στοιχείου.
Εξελικτικά διαμορφώνεται μέχρι το Βυζάντιο και ως τα πρώτα χρόνια του 18ου αιώνα, φθάνοντας εν τέλει στη χώρα μας να αντικαταστήσει τη βουκολική φλογέρα, την τσαμπούνα, την πίπιζα, την τζαμάρα τους ανακαράδες, το καβάλι, το νέι, την καραμούζα και τους ζουρνάδες.
Πρώτα ακούσματα κλαρίνου συναντώνται στον ελληνικό χώρο στα Γιάννενα και συγκεκριμένα στην Αυλή του Αλή Πασά, από Ηπειρώτες δεξιοτέχνες. Λίγο πιο πριν το έχουν φέρει από την Πόλη τσιγγάνοι περιπλανώμενοι μουζικάντες.
Από τα 1900 και από… «ενθάδε και μπρος» (έτσι έλεγαν οι πιο παλιοί), συναντάται σαν όργανο με τη σημερινή μορφή και καθιερώνεται σαν το βασικό, απαραίτητο στα Δημοτικά ελληνικά ακούσματα.
Όπου, βλαστοί, κύρια αγροτικών περιοχών αφιερώνονται με όλη τους την ψυχή στην μελέτη του και προκύπτουν περίφημοι, ανεπανάληπτοι δεξιοτέχνες στο είδος. (Για να γίνεις καλός κλαριντζής έπρεπε παλιότερα να προέρχεσαι από «φύτρα», δηλαδή οικογένεια μουσικών).
Κι’ αφού κύρια, η δημώδης μουσική, αποτελείται από το «μέλος», τον «λόγο» και τον «χορό» (!), σε κάθε είδους και μορφής μη αστική εκδηλωτικότητα (Κύκλος της Ζωής), το κλαρίνο έχει θέση καίρια, προεξάρχουσα.. Η μουσική, το… κελάιδισμά του κλαρίνου εμπνέει, ζει και θα ζει, γιατί έχει αμεσότητα, γιατί δεν… διερμηνεύει χρησμούς.
Περιώνυμοι πρωτομάστορες στη χώρα μας ,θαυμαστοί «κλαριντζήδες» ,αναγνωρίσιμοι για το κατά περιοχές και τόπους ιδιαίτερο παίξιμό τους συναντώνται στον 20ό αιώνα πάμπολλοι .Ξεχωρίζουν όμως οι:
Βασίλης Σούκας |
Νίκος Τσάρας, Γρ. Καψάλης, Βαγγέλης Ζαραλής, Ανδρέας Χαρμαλιάς, Ιάκωβος Ηλίας, Αποστόλης Σταμέλος, Γιάννης Μπολώτας, Νίκος Καρακός, Νίκος Κωτσόπουλος, Θόδωρος Αγαπητός, Βασίλης Μπεσίρης, Νίκος Ρέλλιας, Θανάσης Λαβίδας,Βασιλειάδης κ.α..Θαυμαστός κλαριντζής υπήρξε και ο Κώστας Μόσχος η «φουσκομπούκας» (Πεντάλοφο Μεσολογγίου) πατέρας του Αριστείδη Μόσχου, του σπουδαίου σαντουρίστα.
Όλοι σχεδόν οι παραπάνω πέρασαν και έπαιξαν στον περίφημο «ΕΛΑΤΟ» της πλατείας Λαυρίου στην Ομόνοια, από τα 1918 και εντεύθεν που άνοιξε το συγκεκριμένο μαγαζί – μουσικό δημοτικό στέκι. Υπολογίζεται πως από την ημέρα που άνοιξε ο «ΕΛΑΤΟΣ», μέχρι που έκλεισε, πέρασαν από εκεί γύρω στους 250 κλαριντζήδες.
Ο ονομαστός Καρακώστας έπαιζε εκεί για 28 χρόνια!...Δάσκαλοι (ελάχιστοι ζουν ακόμα ) και …σημερινοί μαθητάδες (Φιλιππίδης, Αχαλινωτόπουλος κ.α), οι καλύτεροι, δεξιοτέχνες στο λαϊκό κλαρίνο. Άξιοι συνεχιστές του Καραγιάννη και του Μιχαλόπουλου.
Το…όργανο, προέκταση της ψυχής τους. Να τους ακούς και να …στυλώνεσαι. Ν’ακούει ο Χάρος και να …το βάζει στα ποδάρια! . Ντελάληδες-λαλητάδες της χαράς και του ανθρώπινου πόνου, των καυμών της ξενιτειάς και της λεβεντιάς το …κούμπωμα!. Που παίζοντας δεν φλυαρούσαν κακόγουστα φιγουραντζίδικα και …μπάσταρδα. Που γι’ αυτούς που τους άκουγαν, όρίζονταν το παίξιμό τους …μεταλαβιά ζωής!..
Ο μπαρμπα Καραγιάννης (Μόδι Λοκρίδας) και ο Γιάννης Κυριακάτης (Λεύκτα Θήβας) (1884-1957) είναι απ’ τους πρώτους που γραμμοφωνούν δημοτικά με τα κλαρίνα τους, μαζί με τον Γιώργη Μιχαλόπουλο.(1937) και τον συντοπίτη τους Νικήτα Κωτσιόπουλο.
Ο αθάνατος ήχος του κλαρίνου συναντάται επίσης σε πολλά ρεμπέτικα της Πόλης και της Σμύρνης, όπου εναλλάσεται στο παίξιμο, πότε με το νέι, πότε με την αρμόνικα. Αυτό συνεχίζεται μετά το 1922, όπου στο κλαρίνο σαν συγκερασμένο όργανο, μεγάλοι δεξιοτέχνες ανακαλύπτουν στο παίξιμό του μόρια ανατολικής μουσικής. (Μισοκλείνοντας τα «κλειδιά» και …κουμαντάροντας, ρυθμίζοντας το «φύσημα»..
Πρόκειται για το «γλυφτό» τονικό παίξιμο πού ταιριάζει απόλυτα με πεντακάθαρα αραβικά μουσικά διαστήματα (για τους ειδικούς).
Ο μπάρμπα Νίκος ο Καρακώστας (1881-1954), παίζει σε αμέτρητα πανηγύρια με την την Εσκενάζυ και τη Γεωργία Μηττάκη. Ο ίδιος παίζει στο ρεμπέτικο του Μάρκου Βαμβακάρη «Τέτοια ζωή με βάσανα». Δίσκος GA-7424-ODEON.
Για 8 ολόκληρα χρόνια συνεργάζεται με την ανεπανάληπτη Ρίτα Αμπατζή, τον Μειντανά, τον Γ. Παπασιδέρη κ.α., με τους οποίους ηχογραφεί πάνω από 50 δημοτικά τραγούδια. Για 4 ολόκληρα χρόνια, μαζί με τον Κώστα Γιαούζο παίζουν παραπάνω από 60 βραδιές στην ταβέρνα του μπάρμπα Αλέκου του Νταρλαδήμα στο Παγκράτι Λαμίας. Επίσης σε αμέτρητα πανηγύρια στην Αταλάντη, στο Μαρτίνο, τη Θήβα και τη Λιβαδειά.
Μεγάλοι στο κλαρίνο ήταν οι Σουλειμάνηδες και ιδιαίτερα ο ένας απ’ αυτούς ο Νίκος, με καταγωγή από το Λεσκοβίκι της Αλβανίας, πού άλλαξε θρησκεία και βαφτίστηκε στα 1864 στη Λαμία, έγινε χριστιανός και πήρε το επώνυμο Γεωργίου.
Η φήμη όσων «πρωτομαστόρεψαν» στο όργανο ξεπέρασε τα όρια της Ελλάδας και ο ήχος έφτασε μέχρι την Αμερική.
Σχετική μια διήγηση του Τάσου Χαλκιά:
« Ήταν κοντά στα 1960-1961. Βρέθηκα να παίζω σε ένα μαγαζί. Έρχεται ο μαγαζάτορας και μου αναγγέλλει πως θάρθει να μ’ ακούσει κάποιος Benny Godman. Ρώτησα κι’έμαθα πως ήταν ο μεγαλύτερος, το τέρας του κλαρίνου στην Αμερική. Έπαθα τρακ. Ανέβηκα στο πάλκο. Κάποιος ηλικιωμένος κάθονταν μονάχος του μπροστά-μπροστά σε ένα τραπέζι.
Έρχεται και με ρωτά:
-Παίζεις ρε μοιρολόι;
-Παίζω..
-Άντε παίξε ένα..
»»Άρχισα να παίζω το μοιρολόι. Βλέπω αυτόν πού με ρώτησε να βουρκώνει.
Με πιάσαν κι’ εμένα τα κλάματα.Τέλειωσα το παίξιμο. Έρχεται ο άνθρωπος κλαίγοντας, με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει:
-Είμαι ο Benny Godman, κλαρινίστας, Αμερικάνος.
-Έχω παίξει και μελετήσει αυτό το όργανο τόσο που είχα την εντύπωση πως είχα τελειώσει.
Σήμερα, μ’ αυτό που άκουσα, πιστεύω πώς έχω ακόμα πολλά να μάθω!!!».-
Ο ήχος του κλαρίνου, ο «αθάνατος αχός» εξακολουθεί ως τα σήμερα να εμπνέει, να ενθουσιάζει και να συγκινεί.
Οι μουσικοπαίχτες του, κυρίως αυτοδίδακτοι, σε ένα πανηγύρι αρκούν «να ρίξουν στ’ αυτιά» σε κάποιον κορδωμένο, άκαμπτο φορμαλιστή του …Ωδείου, που υπαινικτικά προβάλλει το κύρος του ως αυθεντίας του είδους. Γιατί ο ήχος του γνήσιου δημοτικού κλαρίνου είναι ήχος ψυχής που πότε…γελάει, πότε …κλαίει!..