Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

«To…« Porto Leone» « Με κώδικα…Ρεμπέτικο!» (Του Μπάμπη Κ.Μώκου)

Σαράντα σχεδόν ολόκληρα χρόνια στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ελάχιστα στην πρωτεύουσα, τα υπόλοιπα στο λιμάνι.

 

Είναι παράξενες οι ιστορίες των λιμανιών. Γοητευτικές, αλλά και …μελαγχολικές μαζί. Και οι καημοί τους σαν τη θάλασσα. Μια… φουρτούνα, μια …μπουνάτσα. Πρέπει να ξέρεις να τους κουμαντάρεις. 
 
Και οι ναυτικοί όταν σαλπάρουν ,σαλπάρουν μαζί και καημοί τους…
 
Πόλεις  με  «χαρακτήρα» στην Ελλάδα είναι  μόνον δύο. Η Θεσσαλονίκη και ο Πειραιάς. Είναι πόλεις «πυκνής ιστορικής ύλης». Το οφείλουν  κύρια  στα  ιδιαίτερα  πληθυσμιακά τους χαρακτηριστικά.
Η  πρώτη να έχει σαν καμάρι τη…μνήμη του Πόντου, της προσφυγιάς, της …Μικρασίας και η δεύτερη και της προσφυγιάς, αλλά και της αύρας του Αιγαιακού Αρχιπελάγους επίσης. Είναι πολιτείες  που  σε  εμπνέουν. Δεν είναι άξενες (αφιλόξενες).

Είναι πόλεις που «αγαπούν» - εκτιμούν τους λίτες τους.
 
Το χρώμα και οι ρυθμοί ζωής, ωστόσο, του Πειραιά έχουν ιδιαιτερότητα. Αυτή η πόλη  είναι «εξεταστήριο». Σε  υποδέχεται, σε  παρατηρεί  κι’ αν… έρθεις  στα μέτρα της, σου κολλάει ταμπέλα συμβατότητας, σε αποδέχεται, σε αφομοιώνει. Από εκεί  και  πέρα  δεν είσαι ο προσωρινός, ο περαστικός, ο παρείσακτος, ο ξένος. Είσαι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο… δικός τους άνθρωπος.



Έχει μια… γλύκα η ζωή στο λιμάνι ανεπανάληπτη. Η  πόλη σου συμπεριφέρεται  σαν μάνα. Χαίρεται στη χαρά σου, σε συμπονεί στις «άσχημες», σε βοηθά, σου  δίνει κουράγιο και  σε θέλει δυνατό, εργατικό, αλληλέγγυο, ακέραιο. Η  ίδια σε κάνει καθαρό, περήφανο, με αυτοπεποίθηση. Είσαι «μπαταξής*», φιγουρατζής; Τέλος,την πάτησες.
 
Αν δεν έχεις λόγο στον Πειραιά, δεν θ’ αντέξεις για πολύ. «Αποβάλλεσαι» και δεν ξαναπατάς. Έδωσες εξετάσεις και …απέτυχες. Τελείωσες. Εδώ δεν έχει μετεξεταστέους. Η περνάς τα «τέστ» και απολαμβάνεις το μεγαλείο του Λιμανιού  η εξαφανίζεσαι. Η ζωή εδώ δεν έχει ανωνυμία. Δεν είναι  Αθήνα με το «κάθε καρυδιάς καρύδι». Δεν είναι «χωνευτήρι» για τον καθένα.
 
Οφείλεις  στον Πειραιά  να  είσαι  απλός, αξιοπρεπής, κύριος.  Ειλικρινής, ντόμπρος, συνετός, προσηνής, μεγαλόθυμος, προσεκτικός και βέβαια…υποψιασμένος.

Πρέπει να το «εμπεδώσεις»: Ανήκεις σε  μια  μεγάλη γειτονιά, σε  μια  μεγάλη παρέα, με  ανθρώπους ανοιχτούς,  της βιοπάλης. Αρχοντανθρώπους,  υπερήφανους  και  σεμνούς. Η πονηριά και η μπαμπεσιά  εδώ  πληρώνονται  ακριβά. «Πουλάς παραμύθι;» -«Κλήρωσες στο… άρτιο», που λέει κι’ ένας φίλος.
 
Συμπέρασμα: Τον Πειραιά αν τον σεβαστείς μια φορά, θα σε σεβαστεί  δύο.
Άμα διαννοηθείς  να κάνεις τον …καμπόσο, τα φτερά θα στα κόψουν. Κι’ άιντε ύστερα  να σέρνεσαι.
 
Πέταξε ποτέ κανένας με κομμένα φτερά;
 
Ο Πειραιάς είναι δυο…Πειραιάδες. Ο  δυτικός – το Λιμάνι, όπου τα «ρέλια», τ’ αμπάρια, τα «στόκολα» οι «μπουκαπόρτες», οι «μπουλμέδες», τα «παλάγκα» η «πλέμπα», και ο ανατολικός, ο «σπασμένος» όπως τον λένε ειρωνικά και…σκαμπρόζικα οι κάτοικοι των δυτικοσυνοικιών..

Ο δυτικός είναι του μόχθου, της δουλειάς, της παραγωγής και ο ανατολικός των trendy, της  κατανάλωσης της ψυχαγωγίας και λίγο - πολύ της …τσάρκας…του σουλάτσου, της πασαρέλας.

Οι λιμανίσιοι αποκαλούν κοροιδευτικά τους ανατολικούς, τους καλοζωισμένους (Πασαλιμάνι, Καστέλλα, Φρεαττύδα), «γύλους», «βουτυράδες», «σερμαγιοκόκομπους*», «ψαλιδόκωλους*».

Στα ανατολικά υπάρχει το χρήμα, οι …Μπόσηδες, οι λουσάτοι, η αριστοκρατία, το «μπακιόκο», ο… παράς, ο πλούτος.

Στα δυτικά, στο λιμάνι, άλλος κόσμος: Τα καμίνια, τα χυτήρια, τα μηχανουργεία, τα συνεργεία,  η μουτζούρα, το κάρβουνο, η «ψαρόσκαλα», τα «καρνάγια», το «ματσακόνι», η φάμπρικα, ο ιδρώτας, η εργατιά, η… βιοπάλη.
 

«Η σπηλιά του Δράκου»

 

Πίσω από την τοποθεσία Κερατόπυργος στο Κερατσίνι.
Κατέβαινες  από  πάνω, από  ένα  στενό  δρομάκι, που ονομάζονταν «Θρόνος του Ξέρξη».
Η σπηλιά, απομεινάρι από έναν κυλινδρικό πύργο που έμοιαζε με ανεμόμυλο.
Κάποια στιγμή χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη πυρομαχικών. Με τον καιρό καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε.
        
Άμα και κατέβεις στο καθ’ αυτό  λιμάνι, μπαίνεις στο …Πανεπιστήμιο. Κι’ αν είσαι πονηρεμένος …γάτος, πας κατευθείαν σε … «ντοκτορά»!!!

Ένας κόσμος  μελισσοσμάρι, που… κοχλάζει-κινείται διαρκώς πέρα- δώθε γύρω απ’ το ντόκο, τη θάλασσα, τα καράβια.

Αν είσαι, «αφελής», χαζοβιόλης, ανυποψίαστος …καθάρισες!...
Δίνεις το χέρι για χειραψία, το τραβάς και …λείπουν τρία δάκτυλα!.

Μπροστά  σου  «όλα τα στοιχεία της φύσεως»: Καπιστρωμένοι* αγαπητικοί,  χαρτογιακάδες   κορτάκηδες, τσακάλια, μυστήριοι «ανφάν  κατέ» τσαρλατάνοι, αποφάγια… μάγκες, μελογλειφάτοι* λιμασμένοι, σκοροφαγωμένες αδελφές, κυρίες θανατηφόρες, ψευτομάγοι, πουλασικλήδες* αποπλύματα χαμίνια, γαβριάδες*, κουτσαβάκια του… γλυκού νερού, κορδωμένοι  τσιριμπασήδες*, μπατίρια τσέτουλες*, αεριντζήδες  τάχα αδιάφοροι  που «πυρώνουν*» την καρέκλα τους και το… παίζουν ειδικοί «επί παντός επιστητού, ξεφτίλες αιματορουφήχτρες σαράφηδες*, σαπάκια τσουτσέκια*, αφράτες μπογιατισμένες μουζουρούδες*, γιάσπρες *σουρλουλούδες, κερχαναντζήδες*, φασαρίες-ντράβαλα-πλακώματα, γκόμενες* αδέσποτες κάθε είδους και εθνικότητας (το «συνάφι» τις λέει… γκόμινες), σκορδόπιστες λεγάμενες, γόησσες κρυφοπουτάνες, τέρτσοι*, μπασκίνια, δερβίσια, πουστρόνια, «θείοι»- κολόμπες,  νταβαντζήδες, κλεφτρόνια που αρκεί και μόνο να «κοιτάξουν» μια  …κλειδαριά κι’ εκείνη …παραραδίνεται, ανοίγει  μόνη της!, που σου λένε  γέλα, εσύ γελάς, σου κλέβουν τη…μασέλα κι’ εσύ …γελάς   ακόμα!, αηδονοκελαιδιστές* αλαφροχέρηδες κασσαδόροι*, σαμανταντζήδες τσαμπουκαλεμένοι λεμέδες*, πρόθυμοι αμπανίτες*, μπαρμπουντζήδες *τζογαδόροι, χασομέρηδες, παπαντζήδες, ματσωμένοι πάτρονες, ναυτοπράκτορες λαμόγια (σκάσε  500 ευρώ να σου βρώ μπάρκο), γλεντζέδες σκορποχέρηδες, πιτσικόμηδες*, λιμενοφύλακες στα άσπρα σαν παγωταντζήδες, τελωνειακοί που σπάνε στη μέση τη «ρέφα» με τους ναυτικούς, μακατάσηδες* ντόμπρα ντερβισόπαιδα, αλάνια, κυρίζια*, μουσαντένιοι*, φλώροι, ονειροπαρμένοι  ψευτοεπιστήμονες, ζαμανφουτίστες. Ατσαλάκωτοι φιρμάτοι*  σορολοπιντζήδες, φρικιά ρεμπεσκέδες του κερατά, γιαλαντζί μάγκες, άσωτοι μποέμ, αετονύχηδες  «γάτοι» κοντραμπαντζήδες (βασικό… σπόρ  στο λιμάνι), μαγαζάτορες  με κατεβασμένα  τα κεπέγκια* (το μαγαζί «κλειστόν»και μέσα να γίνεται το …έλα να δεις –προφύλαξη από   τα καρακόλια* κι’ οι τσιλιαδόροι κρυμμένοι στη γωνιά έτοιμοι για τη …«σφυρίχτρα*»).

Κεραταριό, ένεκα το εξοχικόν  στην Αίγινα, τον Πόρο η το Αγκίστρι και η σύζυγος πήγε εκεί μόνη με τα παιδιά (τα θαλάσσια μπάνια είναι υγεία!!), οπότε ο σύζυγος έμφορτος με ψώνια και …καλούδια,  την επισκέπτεται έκαστον Σαββατοκύριακον …ανελλιπώς για διαμονή διήμερον, ενώ τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας οι ντόπιοι επιβήτορες – τα καμάκια - κάνουν… πανηγύρι ), (γι’ αυτό  τα  καραβάκια για τα νησιά του Αργοσαρωνικού  τα έχουν βαφτίσει «κερατοβάπορα»).
 
Γυναίκες  ναυτικών από τη μια,  σκυθρωπές, θλιμμένες (;), με το μαντήλι του αποχαιρετισμού στο ένα χέρι και από την άλλη χαρούμενες για τον σύζυγο που βρήκε δουλειά και επιτέλους μπαρκάρει και θα τον ξαναδούν  το λιγότερο μετά από ένα 7άμηνο (τόσο διαρκεί  με το νόμο υποχρεωτικά  το ελάχιστο διάστημα μπαρκαρίσματος). Κι’ ενώ η λάντζα* με τον σύζυγο ξεμακραίνει απ’ τον ντόκο για το καράβι στη «ράδα», να που το βλέμμα τους γυρίζει πίσω στον….λεγάμενο που…μιλημένος και στημένος πιο πέρα περιμένει.      (Για κάποιες,ορισμένοι  «κακοήθεις» λένε ότι δεν τις πειράζει και πολύ που θα απουσιάζουν οι σύζυγοι…Λέτε;).
 

Το …αλισβερίσι!!

 

Το λιμάνι δεν είναι …εκκλησία. Το…περπατούν απλοί άνθρωποι νοικοκυραίοι, αλλά και….μυρμηγκια από κάθε καρυδιάς …καρύδι, όπως γαλίφηδες*, μοσχόμαγκες, καραμάγκουλες, μπελαλήδες, ταρναριστά* τζιμάνια, μπαγιοκλήδες*, μαχαλόμαγκες σουλατσαδόροι, δήθεν ψευδοπροφήτες και «θεούσες» που πουλούν κομποσκίνια, εικονίτσες  και  φυλαχτά (Μετανοείτε,έρχεται η Δευτέρα Παρουσία…), φακίρηδες γραφικοί μάγοι, ψευτοθεραπευτές βοτανολόγοι με…μαντζούνια «δια πάσαν νόσον», ρεμάλια βλογιοκομένοι ζήτουλες, πρεζόνια, ποδηλατάδες*, λοβιταδόροι*, πεντεφρήδες* αητοί δικολάβοι* (τι τον θες τον κύριο δικηγόρο, θα στο φτιάξω  εγώ «πιτς- φυτίλι» το «φυλλάδιο»-που να τρέχεις τώρα-σκάσε 200 ευρώ), ναυτικοί  θαλασσοδαρμένοι  χρόνια, χαρακωμένοι, με πρόσωπα «σκαμένα» απ’ το…αλάτι και τη …λαμαρινίλα, κουρασμένοι –αποκαμωμένοι, που βαρέθηκαν να ρωτούν και να ξαναρωτούν εδώ και μέρες για  σαλπάρισμα, πίνοντας και ξαναπίνοντας  καφέ μπροστά στο John bull η στον «Ερμή», περιμένοντας για το τελευταίο μπάρκο και  ύστερα τη…ρουφιάνα, τη σύνταξη  (για ν’ αράξουν επιτέλους), δικηγόροι, γιατροί- πολλοί γιατροί (οι περισσότεροι δερματολόγοι- αφροδισιολόγοι, ένεκα τα «μπάρκα»  η «γυναικοπιάτσα», τα «σκουλαμέντα*»κ.α.). Όπου ένας γεροντόμαγκας καθισμένος, αραχτός σε μια γωνιά, αναπολεί, θυμάται τα παλιά και σιγομουρμουρίζει: «Σαν το μαρκούτσι τ’ αργιλέ,είναι η… γαμπίτσα  σου καλέ!».... 
  
Διάχυτη είναι η άποψη στους περισσότερους πως αυτός περίπου είναι ο Πειραιάς, ο «γκρίζος» ο….«σκούρος», ο περίεργος, του λιμανιού. 
 
Τώρα, κάποιος θα ρωτήσει που είναι η πρωτοτυπία; Δεν υπάρχει πρωτοτυπία. Έτσι η σχεδόν έτσι είναι τα λιμάνια  σ’όλον τον κόσμο. Άγρια, μυστήρια, πονηρά, μα και  γλυκά αποκούμπια όπου απαγκιάζουν βασικά ανθρώπινα ένστικτα. 
 
«Στέρνα» με ψάρια πολύχρωμα, πανέμορφα, αλλά και…πιράνχας..
 
Ένας φίλος λέει: -Καλό είναι  το θαλασσινό νερό, σε κάνει ανήσυχο, μυστήριο, σου ξυπνά άλλα ένστικτα, όμως είναι…σκληρό, περίεργο, δεν κάνει για…αντιβίωση!... Κι’ έχει δίκιο…

Εδώ όλοι περιμένουν απ’ τη θάλασσα και η θάλασσα τους ναυτικούς. Απ΄τη θάλασσα περιμένουν και οι …απέξω, η πόλη, όλη η πόλη.   
                         
Είναι παράξενες οι ιστορίες των λιμανιών. Γοητευτικές, αλλά και…μελαγχολικές μαζί. Και οι καημοί τους σαν τη θάλασσα. Πρέπει να ξέρεις να τους …κουμαντάρεις!... Και οι ναυτικοί όταν σαλπάρουν,… σαλπάρουν μαζί και οι…καημοί τους.

Η πόλη δεν είναι όμως μόνο το λιμάνι. Το λιμάνι βέβαια θρέφει την πόλη η περίπου όλη την πόλη. Που στην πλειονότητά της έχει ασφαλώς και αξιοπρέπεια και γνωστικότητα και πολιτισμό και αθλητισμό (ο «Θρύλος» γαρ) και επιστημοσύνη και μάθηση και περηφάνεια, και αξιοπρέπεια, ανεξάρτητα από κάθε ταξικότητα και έχειν. Με ανθρώπους στην  πλειονότητα του ..ίσιους, φερέγγυους, σοβαρούς, νοικοκυραίους. Που τους ενδιαφέρει «ποιος είσαι» και όχι «πόσα έχεις» (Τα γράφουμε παραπάνω.).
 
Ο Πειραιάς έχει δική του κοινωνική εθιμικότητα, δικό του tempo, δικό του κώδικα. Έχει και τα καλά του, τα ωραία, του «κύκλου της ζωής»: Κάτι  κορίτσια μέγκλα, αγαπησιάρικα, όλο γλύκα, μελένια, ευλογία θεού,  ξηγημένα…Καρυάτιδες!...

Αν μάλιστα είναι κι’ απ’ την Αμφιάλη με φρύδι…γαιτάνι και μάτια βελουδένια (γκρενά), άστα , να μη λέμε και πολλά !...Κάτι ξέρουμε…κι΄έχουμε πάθει!...

Μυθική, παροιμιώδης είναι η αγάπη που με τα τραγούδια τους θεματολογικά αγκάλιασαν  και ύμνησαν  την Πειραιώτισσα οι λαικοπαραδοσιακοί ρεμπέτες δημιουργοί. Τραγούδια αμέτρητα, θρύλοι, ανεπανάληπτα.

Έγραψαν λοιπόν σχετικά και τραγούδησαν γι’ αυτήν οι:

Δ.Γκόγκος-Μπαγιαντέρας: «Χαντζηκυριάκειο», «Ξαβεριώτισσα», «Πειραιωτοπούλα», «Η μικρή απ’το Πασαλιμάνι» και βέβαια την περίφημη «Όμορφη Πειραιώτισσα» σε μουσική του Κ.Καπλάνη.

Γιάννης  Παπαιωάννου:  «Η Φαληριώτισσα», «Πειραιώτισσα» σε στίχους Κ. Μάνεση, «Ωραία Πειραιώτισσα» (Απ’ την ώρα στο λιμάνι που σε μπάνισα την καρδούλα μου για σένα την αφάνισα.
Πειραιώτισσα το έχεις μεσ’ στο αίμα σου, να τρελαίνονται  οι άνδρες μ’ ένα βλέμμα σου…).

Μάρκος Βαμβακάρης: «Αλάνα Πειραιώτισσα» (Σε αγαπώ τσαχπίνα μου γιατί είσαι απ’ τον Περαία…), «Τρελλή μου Πειραιώτισσα» (Φωτιά μεγάλη μ’άναψες και καίγομαι ολοένα, γιατί έχω Πειραιώτισσα μαύρο καημό για σένα…).

Στέλιος Κηρομύτης: «Στου Βάβουλα τη Γούβα» (Μέσ’ στου Βάβουλα τη Γούβα έχω ψήσει μια μικρούλα και μου λέει πως μ’ αγαπάει κι’ όλο παντρειά ζητάει…).

Βασίλης Τσιτσάνης-Ν.Μάθεσης «Σε διώξαν απ΄την Κοκκινιά» (Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά για το’ χες παρακάνει και στο Χαντζηκυριάκειο τους έχεις πια τρελάνει. Εδώ θα κάτσεις φρόνιμα τ’ ακούς ξεμυαλισμένη, γιατί αν ήρθες για μαλλί, άμυαλη, θα φύγεις κουρεμμένη…).(1950).

Βασίλης  Τσιτσάνης-Στράτος Παγιουμντζής: «Μια νύχτα στο Πασαλιμάνι». (…Μια νύχτα κάτω στο Πασαλιμάνι, μια νόστιμη Σμυρνιά, μικρούλα που σε ντέρτι μού’χει βάλει και πόνο στην καρδιά…).(1938).

Μανώλης Χυσαφάκης: «Πειραιώτισσα τσαχπίνα» (Με τον Γ.Κάβουρα) (1939)

Απόστολος Χαντζηχρήστος-Μακαρόνας: «Γιατί σκληρή και άπονη» η«Κοκκινιώτισσα». (Πολύς καιρός επέρασε πό’χεις να μου μιλήσεις, γλυκειά μου Κοκκινιώτισσα  να με παρηγορήσεις…). (1938).
 
Τούντας –Σωφρονίου: «Πασαλιμανιώτισσα» (…Βρε Πασαλιμανιώτισσα τσαχπίνα ζωντοχήρα…) (1938).-

Πάνος Πετσάς: «Το γυναικομάνι» η «Κάτω στο Πασαλιμάνι». (Στελλάκης- Ι.Γεωργακοπούλου). (1947). (…Το βράδυ σαν πυκνώσει την πιο καλή ωρίτσα παίρνουνε τον κατήφορο τα όμορφα κορίτσια. Ε,ρε τι γυναικομάνι κάτω στο Πασαλιμάνι). (1947).
 

Οι… Πειραιωτοπούλες

 

Οι Πειραιωτοπούλες είναι γυναίκες άλλη…«φτιάξη». Αλλιώς μιλούν, αλλιώς… περπατούν, αλλιώς φέρονται, αλλιώς αγαπούν κι’ αλλιώς σέβονται. Σε υπολογίζουν, μα δεν… χαμπαριάζουν.

Από την πρώτη της γνωριμίας θα σου δώσουν… στίγμα. Ποιες είναι, τι θέλουν, τι γουστάρουν, πως σε θέλουν, να περηφανεύονται για σένα. Ξέρουν-έχουν μάθει απ’ τη μάνα, τον πατέρα και τα’ αδέρφια (όλα τα διδάσκει το  σπίτι) πως το δρομολόγιο της ζωής το  καθορίζει η συμπεριφορά. Και πως το σοβαρότερο ατόπημα –στίγμα στην κοινωνία της πόλης είναι  η προσβολή της οικογένειας από θηλυκές «τσιριμόνιες.
 
Στον Πειραιά οι γυναίκες έχουν θέση, άποψη, χαρακτήρα, παιδεία, αξιοπρέπεια. Είναι βέβαια γυναίκες-θηλυκά, κοκέτες -φιλάρεσκες, φιλότιμες και επιζητούν την αναγνώριση. Την Πειραιώτισσα δεν είναι πως θα την «ψήσεις», είναι πως θα την «κρατήσεις». Πρέπει να κρατάς καλά τα «γκέμια», αλλιώς το άλογο θα σε…ρίξει. Κι’ ύστερα θα κάθεσαι σαν…χάνος και θ’αγναντεύεις τον…προλιμένα, μετρώντας τα καράβια που μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι. 
Ήθελες  να. ..γαμπρίσεις ; Κάτσε τώρα απελπισμένος, ερωτοχτυπημένος  και..φάε την τουλούμπα*.
 
Στον Πειραιά νά’σαι λιγόλογος. «Αγόραζε» και μην «πουλάς».
Μην λές πολλά. Μήν κάνεις τον έξυπνο. Μην είσαι …φαφλατάς.
Καλύτερα ν’ακούς, να «αγοράζεις», και να σωπαίνεις.
Εδώ υπάρχει ο άγραφος νόμος: Όποιος λέει πολλά, είναι …για λίγα. Μην ψάχνεις «γωνία στο δεκάρικο!»…

Στις συναλλαγές και συναναστροφές σου  θέλει καλή πίστη και σοβαρότητα, στα προσωπικά σου, ακόμα περισσότερο, προσοχή, ειλικρίνεια-ίσιες  εξηγήσεις. Αλλιώς, τράβα στη… «Στάνη*»για…ρυζόγαλο.

Όχι ..θεωρίες, χαβαλέ, κουνήματα, τσιριμόνιες, ρεβεράντζες, λακριντί και πίτσι –πίτσι. 
Οσο για τα …ερωτικά, μην είσαι του…συρμού, για χάχανα, ερωτοθεωρίες, ερωτοσκαλίσματα, υποσχέσεις, ταξίματα και κουβέντες του αέρα. Πρέπει να ξέρεις που …πατάς.

Πως, που, πότε, με ποιαν θα «μπλέξεις». Κι’ αν αρχίσεις το παραμύθιασμα, ένα είναι σίγουρο: Θα σε…πάρουν χαμπάρι. Τότε, καλύτερα βάλτο στα πόδια, φύγε. Εδώ δεν  έχει…μαγκιά, τρίπλες και… δεν βαριέσαι. 
Αποτέλεσμα: Κινδυνεύεις να βρεθείς πρόσωπο με πρόσωπο με τίποτα μόρτες, ντερέκια* Μανιάτες η Κρητικούς (τα περισσότερα επώνυμα εχουνν καταλήξεις σε-άκος η–άκης,), που δουλεύουν 12άωρο στα  μηχανουργεία τη λαμαρίνα, στην Καρβουνόσκαλα και στην… «επισκευαστική» κι’ έχουν κάτι χέρια…πεχλιβάνικα, τσατάλια* και ψάξε λέξεις να …αποκαταστήσεις την « τιμή» του κοριτσιού. Θα σε ψάξουν, θα σε κυνηγήσουν, θα σε βρουν. Έχουν δικό τους τρόπο…μοιρογνωμόνιο. Και τότε θα σε ρωτήσουν:
-Είστε ο Κος τάδε;
-Μάλιστα αυτός είμαι.
-Περάστε στο στενό για…φάπες και τα…υπόλοιπα…
 
Και,  στην ..καλύτερη, η θα  γίνεις …καραράπης απ’ το ξύλο (το λιγότερο), οπότε όταν μετά από κανένα μήνα βγεις σακατεμένος και…λειψός από το Τζάννειο η θα ψάχνεις παλιές φωτογραφίες να δεις πως ήσουνα  η θα πεις: -Μάλιστα, ξέρετε, εγώ…έχω καλό σκοπό κι’ εγώ την κόρη σας, την αδελφή σας, την έχω…κορώνα στο κεφάλι μου κ.λ.π.

Κι’ αν παρ’ όλα αυτά είσαι τυχερός και «τη στρίψεις» και…γλιτώσεις,κόψε δρόμο, τράβα στην Αγιά Τριάδα κι άναψε ένα κερί ίσα με το μπόι σου.Ύστερα…βάλε μπρος, περπάτα ίσια, πάρε των ομματιών σου και μην κοιτάξεις πίσω. Εξαφανίσου.

Έχεις ακούσει ποτέ τη φράση: «Αυτός το κρατάει Μανιάτικο;».
Γι’ αυτό σου λέω, εδώ χρειάζονται εξηγήσεις, πάντα. Δεν έχει «παίξε-γέλασε».

Και μην ξεχάσεις: Ναι, ο Πειραιάς έχει και κορίτσια ντόμπρα, μαριόλικα*. Κι’ αν πάρεις καμιά καψούρα κι’ έχεις… φρένα σπασμένα, προχώρα. Ότι και να συμβεί θα περάσεις καλά. Εκτός αν είσαι σελέμης*, στη λοβιτούρα*.

Οπότε η κυρία σου θα σε κάνει…σκούπα, θα σε διώξει και θα σου πει: Η τα…φέρνεις και γελάμε μαζί η δεν τα…φέρνεις και…κλαις μονάχος σου!
 
Τώρα, για τον Πειραιώτη, τον άνδρα, τα λέει όλα με πέντε λέξεις ο Χαριτόπουλος: «Όλα μπορείς να τα δεις και να τα κάνεις στον Πειραιά, όλα εκτός από ένα, να κάνεις τον ζόρικο»!.

Γι΄αυτό να είσαι απλός. Να κοιτάς μπροστά. Μην παριστάνεις το…περισκόπιο σε υποβρύχιο!... Κι’ αν έχεις μέσα σου ζήτημα, θέμα -πρόβλημα, αν «καίγεσαι», στρίψε, «τράβα» δυο τσίπουρα στου Τσαγγουρή η στου Αρτέμη και πάρε δρόμο ίσια για το σπίτι. Να ησυχάσεις. Μην ταλαιπωρείσαι, μην παιδεύεσαι, μην…καβουρδίζεις το μυαλό σου.

Ο Πειραιάς έχει κι’ ανθρώπους που εκτιμούν και σέβονται, που λένε την καλημέρα …ολόκληρη κι’ όχι δαγκωτή. Που απ’ το ξημέρωμα ως το δείλι παλεύουν τη ζωή και κοιτούν το σπίτι και την οικογένειά τους, πασχίζοντας να …τα βγάλουν πέρα. 
Στον Πειραιά άμα σε πάρουν χαμπάρι πως είσαι «αραχτός», σε σιχαίνονται  και σε βγάζουν στη…μπερλίνα*, θα σε «φτύσουν» κι’ άμα δεν ξέρεις να…κολυμπάς, πνίγηκες! Το ψωμί που τρως πρέπει να…φτύσεις αίμα να το βγάλεις. 
Για να σε εκτιμήσουν, να σε σεβαστούν.  Εδώ η φτώχεια είναι…τιμή, αρκεί να «το παλεύεις» κι΄ο,τι σου φέρουν τα…μπράτσα και η …μοίρα σου.

Αλλιώτικα , «θα γονατίσεις από την πείνα, «στεγνός*» σαν …ντολμαδόφυλο. Θα σε βλέπουνε οι…μύγες και θα φεύγουν να μην πάθουν…μόλυνση. Αντί για φαΐ, θα καταπίνεις και θα…χωνεύεις το σάλιο σου». (Έτσι θά’λεγε ο μπάρμπα Νίκος ο Τσιφόρος).

Παρ’ όλα αυτά υπάρχει και η άλλη πλευρά: Έχει εδώ και κάτι παλληκάρια δυο μέτρα που σου λένε καλημέρα  πρόσχαρα, κοκκινίζουν και σκύβουν το κεφάλι από σεβασμό.
Αυτός είναι ο άλλος Πειραιάς, ο περισσότερος, ο γνήσιος, ο …ήσυχος, ο αυθεντικός, ο γνωστικός, του φιλότιμου, της αλληλεγγύης,του αλτρουισμού, της καλοπιστίας, της νοικοκυροσύνης, της εργατικότητας και της αξιοπρέπειας. Όχι μονάχα της Τρούμπας, του Ξαβερίου, του Μανίνα και του Γιαχνί Σοκάκι*. 

Και… «αυγά…ημέρας!!»

 

Ο Πειραιάς μοχθεί. Όμως και γλεντάει. Μια πόλη όλο παρέες. Αυτοσχέδιες μουσικές παρέες. Από την Φρεαττύδα, ως τον Αη-Νικόλα στο Κερατσίνι, απ’ την Αγιά –Σοφιά, τα Μανιάτικα, την Κοκκινιά ως την Αμφιάλη κι’ από εκεί στην Καλλίπολη, το Χαντζηκυριάκειο  και το Πασαλιμάνι. 

Κουτούκια, αυλές-ναι ακόμα αυλές –στη Δραπετσώνα γεμάτες ανθρώπους που μόλις  βραδιάσει  «περιφρονούν» την κούραση της ημέρας «ξορκίζουν» το…κακό, «υμνούν» την ωραία  Πειραιώτισσα,
«κοροϊδεύουν»  την καθημερινότητα και «καθαγιάζουν» το ποτό. 
 
Την πατρίδα του, τον Πειραιά τιμά  με τον δικό του τρόπο ο  Μιχάλης  Γενίτσαρης, γράφοντας και μελοποιώντας στις 3-7-54 το τραγούδι «Γειά σου Περαία μου». (Καζαντζίδης–Κλειδωνάρης).
 
« Πολλά τραγούδια έγραψαν, Περαία μου γιά σένα,
   γράφω κι’ εγώ στη σούρα μου, με τη σειρά μου ένα.
                                            #
   Γειά σου Περαία αθάνατε, της εργατιάς κολόνα,
   Πασαλιμάνι, Κοκκινιά, Ταμπούρια, Δραπετσώνα.
                                           #
   Κούπες κρασί αμέτρητες στην Τρούμπα θα ρουφήξω
   και στο Χαντχηκυριάκειο, στουπί θα καταλήξω.
                                          #
   Γειά σου Περαία αθάνατε, απόψε κάνω γιούργια,
   στη Ζέα, στα Λιπάσματα και στα γνωστά Ταμπούρια.
                                          #
   Γειά σου Περαία, αθάνατε, χιλιοτραγουδισμένε,
   κάνεις καρδιές να χαίρονται, κάνεις καρδιές να κλαίνε.
                                          #
   Χαρές και πίκρες μας κερνάς, ανάμιχτες-χαρμάνι,
   το καλώς ήρθες  κι’ έχε γειά που λένε στο λιμάνι».

Άνθρωποι  απλοί  που « τραβούν  πολύ  κουπί  στη  γαλέρατης ζωής τους», κατά πως έλεγε και ο αλησμόνητος  Θανάσης Βέγγος, Φαληριώτης, βέρος  Πειραιώτης ο ίδιος.
Μπολιασμένοι  οι Πειραιώτες  με την Σμυρνέικη και νησιώτικη εθιμικότητα, ως τα σήμερα, το γλεντούν αδιάκοπα.
Φωνόγραφοι, κιθάρες, ούτια, μπουζούκια, τζουράδες, μπαγλαμάδες, υπηρέτες  του Ορφέα, του Απόλλωνα και του Διόνυσου, σε ένα μυστήριο «χαβά»,ατελείωτο, μέχρι το χάραμα. Βέβαια πάντα με κρασοκατανύξεις. Τελευταία  το …γύρισαν και  στην ημερήσια δια στην ημερησία διασκέδαση-όπως λέμε «αυγά… ημέρας»-απ’ τις 11  το πρωί, ως τις 7 το βράδυ, συνέχεια  Μουσικό σεργιάνι απερίγραπτο, ατελείωτο!..Μπερεκέτια…

Έχεις, φίλε «πατήσει» ποτέ  στου Αρτέμη, στην κεντρική Αγορά  του Πειραιά με τους πολίτικους φίνους μεζέδες και τα 20 είδη τσίπουρου και ούζου απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας; 
Μύρισες λακέρδα, σουτζούκι και γλυκάνισο; 
Έχεις γλεντήσει με τζουράδες στην Παλαμηδίου, στην Οσία Ξένη, στου Μέμου, στην Κοκκινιά;
Έφαγες τη βροχή και το κρύο της…αρκούδας, περιμένοντας –στημένος με τις ώρες για το «πρόσωπο» έξω απ’ του Κεράνη η του Παπαστράτου; 
Κατέβηκες μεσάνυχτα  Καρπάθου η Σερφιώτου, στα βράχια της Πειραικής η του Αη Νικόλα στη Χαραυγή (εκεί να δεις…λιτανείες!), στην   Καρβουνόσκαλα, στο «Σκαφάκι»,  στην Αμφιάλη, τα Ταμπούρια; 
Περπάτησες  ποτέ  άνοιξη  στην πλατεία  Αλεξάνδρας, στο Πασαλιμάνι, στον όρμο του Φώ (Βοτσαλάκια)  με το…ταίρι σου και δίπλα ν’ ακούς  απ’ το ταβερνάκι τη «Φαληριώτισσα»  του  μπάρμπα Γιάννη του Παπαιωάννου

(«Σουρωμένος θα’ ρθω πάλι στην παλιά  σου γειτονιά»…) η  το «Χαντζηκυράκειο» του Μπαγαντέρα («Αποβραδίς ξεκίνησα μ’έναν καλό μου φίλο  για το Χαντζηκυριάκειο και για τον Άγιο Νείλο, πού ‘χει  ρετσίνα  δροσερή και  όμορφα  κορίτσια, έχει και μια μελαχροινή με…νάζια και καπρίτσια…»);
 
Κάθεσαι στο Φάληρο για  κρασί, σ’ αγκαλιάζει η…άχνα το ξημέρωμα  και μέσα απ’ τη θαλασσινή  ομίχλη, δίπλα απ΄την…περιβόητη  «Σπηλιά  του  Παρασκευά», ξεπροβάλλει ο Μάρκος, ο Αρτέμης, ο Μπάτης, ο Στράτος ο Παγιουμιτζής για παρέα. Και σκέφτεσαι, εμπνέεσαι, φχαριστιέσαι. «Στο  Φάληρο που πλένεσαι, περιστεράκι γένεσαι…». (Αθάνατε Μάρκο)!

Τι άλλο θέλεις δηλαδή να τα πεις και να τα γράψεις; Τι άλλο να σου προσφέρει  ένας τόπος, μια πόλη; Το Porto Leone, αυτή η… βασανισμένη, η ευλογημένη, η τίμια πόλη, σε σφιχταγκαλιάζει τόσο, που  απ’ την πολλή αγάπη κινδυνεύεις να σε…πνίξει;  Όμως  εδώ  είναι  η…«μαγκιά». Είσαι «ψύχραιμος»; Είσαι στον κώδικα, στο μέτρο; Τα τηρείς; Κέρδισες !.
 
(Σημ: Το γλωσσάρι-οι λέξεις είναι αυτούσιες όπως τις λένε οι παλιότεροι και οι λιμανίσιοι στον Πειραιά:).

Λάντζα: Το μικρό πλεούμενο που μεταφέρει ανθρώπους και εμπορεύματα στα μεγάλα καράβια που λόγω όγκου αδυνατούν να «πλευρίσουν» στον ντόκο  -να δέσουν στο λιμάνι και παραμένουν  μακρυά απ’αυτό,συνήθως πρίν την είσοδο  του.
Καπιστρωμένος=Καπίστρι(το χαλινάρι στα ζώα) μεταφορικά η γραβάτα.
Μελογλειφάτος= Ο φετιχιστής, ο ηδονοβλεψίας, ο εφαψίας, ο κολλητιρντζής).
Γαβριάδες=Αδέσποτοι πιτσιρικάδες, αλητάκια (Από τη γαλλική λέξη cavroche=ο πιτσιρικάς στους Αθλιους του Β.Ουγκώ).
Τσέτουλες=Τρακαδόροι, κατ’…επάγγελμα οφειλέτες.
Τσουτσέκια=Παλιάνθρωποι, απαξιωμένοι που δεν χαίρουν καμιάς εκτίμησης (από την τουρκική λέξη cucec).
Μουζουρού=μελαχρινή.
Γιάσπρη=ξανθιά βαμμένη.
Λεμέδες =γλοιώδεις τυχάρπαστοι.
Μπαρμπουτζήδες=ζαροπαίχτες
Ρέφα=Χρηματικό ποσόν από αθέμιτη συναλλαγή (χαρτοπαιξία,λαθρεμπόριο, παρανομίες κ.λ.π.).
Πιτσικόμης=Τυχοδιώκτης, αεριντζής, ύπουλος.
Μπακατάσης=Ο φίλος, ο φερέγγυος, ο έμπιστος.
Κυρίζι=Ο εξυπνάκιας, το κορόιδο (από τοτούρκικο gheriz).
Μουσαντένιος=Ψεύτικος, κακή απομίμηση.
Φιρμάτος = Ο ντυμένος με ρούχα…σινιέ  στην πένα.
Κεπέγκια=Ρολλά εισόδου μαγαζιών συνήθως από κυμματοειδή λαμαρίνα.
Ταρναριστός =Κουνάμενος, συνάμενος φιγουραντζής.
Μπακιοκλής=Αυτός που έχει το «μπαγιόκο» το χρήμα, ο κονομημένος.
Ποδηλατάς η Ποδήλατο= Το «βαποράκι», ο μικροδιακινητής χασισιού.
Πετεφρής =Ο ξερόλας που συνεχώς ελίσσεται, ο …σαλτιμπάγκος.
Δικολάβος= Ο ασπούδαχτος «Δικηγόρος» ο διαμεσολαβητής .
Τρώω την τουλούπα=Είμαι πολύ απελπισμένος που έφαγα «χυλόπιττα».
Ντερέκι=  Ο σωματώδης, ο πολύχειροδύναμος ψηλός άνδρας (από το τούρκικο direk= Δοκός, στύλος).
Μαριόλικα=Τσαχπίνικα, παιχνιδιάρικα, ναζιάρικα, καπριτσιόζικα.
Σελέμης =Αυτός που δεν δούλεψε ποτέ και τα περιμένει απ’τον ουρανό, έτοιμα.
Γαλίφης=Κόλακας, παραμυθαντζής πονηρός ψιλορουφιάνος  (Από το ιταλικό gaglioffo).
Σφυρίχτρα=Ειδοποίηση από τσιλιαδόρο για προφύλαξη από την Αστυνομία.
Καρακόλι=Ο αστυνομικός, ο «μπάτσος» της…παρακολούθησης.
Λοβιτούρα=Απάτη, απατεωνιά, με στόχο την άνομη  κερδοσκοπία. (Ρουμάνικη έκφραση που σημαίνει κτύπημα, κόλπο, μπάλα).
Τσατάλια=Λέξη σαρακατσαναίικη που κατά κυριολεξία σημαίνει τσιγκέλια. Παραβολικά χρησιμοποιείται και αλλού (έγιναν τα νεύρα μου τσατάλια=εκνευρίστηκα, τσαντίστηκα).
Κερχανάς=Το μπορντέλο.
Αμπανιά*=Η σπιουνιά, η ρουφιανιά.
Σερμαγιόκομπος= Ο ψιλοτσιγγούνης, που έχει κάνει οικονομικό κουμάντο, αποταμίευση, που έχει χρήματα στην άκρη…«καβάντζα», όπως λένε και στην πιάτσα.
Τσιρίμπασης= ο άτυπος «αρχηγός» ομάδας παρανόμων.
Στεγνός=ο άφραγκος.
Βγαίνω στην μπερλίνα=είμαι δακτυλοδεικτούμενος.
Πυρώνω την καρέκλα=είμαι τεμπελχανάς.
Αηδόνι=διαρηκτικό εργαλείο, αλλά και τρόπος διάρρηξης.
Σαράφης=ο ενεχυροδανειστής, ο αργυραμοιβός.
Πουλασικλής: Αυτός που εκνευρισμένος ψάχνεται για καυγά.
Γιαχνί  Σοκάκι: Η ευρύτερη περιοχή της Τρούμπας, προς τον Άγιο Νικόλαο. Ονομάστηκε έτσι από τις μυρωδιές των «τσιγαριστών» και μαγειρεμένων φαγητών που παρασκεύαζαν πολλά εκεί μικρά μαγαζιά.
Στάνη: Περίφημο γαλακτοζαχαροπλαστείο στην πλατεία Δημοτικού Θεάτρου που υπάρχει και λειτουργεί ως τα σήμερα.
Κασσαδόρος=διαρρήκτης.
Τέρτσος=χαμένος.
Ψαλιδόκωλος: Λέγεται στην πιάτσα αυτός που φοράει ακριβά ιδιότροπα ρούχα και συνήθως «φράκο» που σαν ρούχο, στην πίσω πλευρά καταλήγει σε δύο μύτες σαν ψαλίδι.
Βλάμης: Σταυραδερφός, γενναίος, ο μπεσαλής, αλλά και ο καλός, ο…ξηγημένος εραστής.