Ήταν 7 Απριλίου του 2005, ακριβώς δέκα χρόνια πριν, όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο «σερ» του ελληνικού τραγουδιού, απεβίωσε σε ηλικία 83 ετών.
Ο Μπιθικώτσης καταγόταν από την Κάρυστο. Είχε γεννηθεί στις 11 Δεκεμβρίου 1922 και μεγάλωσε φτωχικά σε ένα μικρό σπίτι στο Περιστέρι μαζί με τους γονείς του και τα πέντε αδέλφια του.
Όταν τα σύννεφα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έφτασαν πάνω από την Ελλάδα, τα αδέλφια του έφυγαν για το αλβανικό μέτωπο κι εκείνος, ως «Βενιαμίν» έμεινε πίσω. Έβγαζε τα προς το ζην ως υδραυλικός, ενώ είχε μάθει να παίζει και κιθάρα. Έπαιζε σε μια ταβέρνα της γειτονιάς του και κέρδιζε και από εκεί κάποια χρήματα, χωρίς όμως ποτέ να συνειδητοποιήσει ότι θα ήταν η «part time» απασχόλησή του εκείνη που θα τον έκανε διάσημο.
Ο Μπιθικώτσης αγαπούσε πολύ τη μουσική κι αυτό φαινόταν από το ότι συχνά το έσκαγε από το σπίτι του το βράδυ για να πάει να ακούσει μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής, όπως οι Παγιουμτζής, Χιώτης, Χατζηχρήστος, Βαμβακάρης. Στηνόταν έξω από τα μαγαζιά όπου έπαιζαν και τους άκουγε, γιατί δεν είχε χρήματα να μπει μέσα…
Η πρώτη του παρουσία στη δισκογραφία καταγράφεται το 1949, αλλά όχι όπως τον γνώρισε και τον αγάπησε η πλειονότητα του κόσμου. Ο Μπιθικώτσης τότε ήταν συνθέτης. Η πρώτη ηχογράφηση ήταν μια δική του σύνθεση σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη με τίτλο «Το καντήλι τρεμοσβήνει».
Δικές του συνθέσεις ήταν επίσης πολλές κλασικές του επιτυχίες, όπως «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Του Βοτανικού ο μάγκας», «Σε τούτο το στενό», «Ουράνιο τόξο», «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα» κ.α.
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης νυμφεύθηκε δύο φορές και έκανε τρία παιδιά. Ονόμασε τον γιο του Γρηγόρη (ακολούθησε τα καλλιτεχνικά του χνάρια) και δικαιολόγησε την κίνησή του να δώσει στο γιο του το δικό του όνομα, λέγοντας πως «θέλω, όταν πεθάνω, μετά την κηδεία, να επιστρέψει στο σπίτι ένας Γρηγόρης Μπιθικώτσης».
Ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος που μιλούσε με τα τραγούδια του στο κοινό του και δεν έκρυβε τα πάθη του. Το παρωνύμιο «σερ» δεν προήλθε από τη συμπεριφορά του, αλλά από τον Δημήτρη Ψαθά, ο οποίος τον χαρακτήρισε έτσι σε ένα χρονογράφημά του με αφορμή τον στίχο «μια βαθιά υπόκλιση/ένα χειροφίλημα» από το τραγούδι «Μια βαθιά υπόκλιση».
Είχε τιμηθεί με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα, καθώς και με το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών. Μοναδική μελανή στιγμή της πορείας του (και εν πολλοίς ανεξήγητη) η κίνησή του τον Ιούλιο του 1967 να τραγουδήσει στο πλαίσιο εκδήλωσης της ΥΕΝΕΔ σε νυχτερινό κέντρο μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού σε πρώτη δημόσια εκτέλεση τον ύμνο της 21ης Απριλίου. Προσπαθώντας, μάλιστα, να τον μεταπείσει, ο Μίκης Θεοδωράκης του έστειλε γράμμα, στο οποίο αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας».
Από το 1999 ο Μπιθικώτσης ταλαιπωρείτο από καρδιακά προβλήματα και στις αρχές του 2005 παρουσίασε ανεύρυσμα στην κοιλιακή αορτή. Μπήκε στο νοσοκομείο στις 5 Ιανουαρίου και έσβησε στις 19:30 της 7ης Απριλίου. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλλη στις 11 Απριλίου στη Μητρόπολη. Έξω από την εκκλησία μία άμαξα με δύο άλογα. Ένα άσπρο κι ένα μαύρο. Όπως το είχε τραγουδήσει και πιθανότατα το είχε ονειρευτεί και ο ίδιος.
Ο Μπιθικώτσης καταγόταν από την Κάρυστο. Είχε γεννηθεί στις 11 Δεκεμβρίου 1922 και μεγάλωσε φτωχικά σε ένα μικρό σπίτι στο Περιστέρι μαζί με τους γονείς του και τα πέντε αδέλφια του.
Όταν τα σύννεφα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έφτασαν πάνω από την Ελλάδα, τα αδέλφια του έφυγαν για το αλβανικό μέτωπο κι εκείνος, ως «Βενιαμίν» έμεινε πίσω. Έβγαζε τα προς το ζην ως υδραυλικός, ενώ είχε μάθει να παίζει και κιθάρα. Έπαιζε σε μια ταβέρνα της γειτονιάς του και κέρδιζε και από εκεί κάποια χρήματα, χωρίς όμως ποτέ να συνειδητοποιήσει ότι θα ήταν η «part time» απασχόλησή του εκείνη που θα τον έκανε διάσημο.
Ο Μπιθικώτσης αγαπούσε πολύ τη μουσική κι αυτό φαινόταν από το ότι συχνά το έσκαγε από το σπίτι του το βράδυ για να πάει να ακούσει μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής, όπως οι Παγιουμτζής, Χιώτης, Χατζηχρήστος, Βαμβακάρης. Στηνόταν έξω από τα μαγαζιά όπου έπαιζαν και τους άκουγε, γιατί δεν είχε χρήματα να μπει μέσα…
Η πρώτη του παρουσία στη δισκογραφία καταγράφεται το 1949, αλλά όχι όπως τον γνώρισε και τον αγάπησε η πλειονότητα του κόσμου. Ο Μπιθικώτσης τότε ήταν συνθέτης. Η πρώτη ηχογράφηση ήταν μια δική του σύνθεση σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη με τίτλο «Το καντήλι τρεμοσβήνει».
Δικές του συνθέσεις ήταν επίσης πολλές κλασικές του επιτυχίες, όπως «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Του Βοτανικού ο μάγκας», «Σε τούτο το στενό», «Ουράνιο τόξο», «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα» κ.α.
Δύο χρόνια πριν, το 1947 ο Μπιθικώτσης είχε εξοριστεί στη Μακρόνησο. Τυχερός στην ατυχία του, γνώρισε εκεί τον επίσης εξόριστο Μίκη Θεοδωράκη.
Οι ερμηνείες του το 1960 στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και το 1964 στο «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη χάραξαν ένα νέο μονοπάτι στην πορεία του Μπιθικώτση, ενώ έφεραν κοντά στον απλό κόσμο τις συνθέσεις του Θεοδωράκη και κυρίως τα μνημειώδη έργα μεγάλων μας ποιητών, όπως, εκτός των Ρίτσου και Ελύτη, ο Σεφέρης, ο Λειβαδίτης, ο Χριστοδούλου.
Συνεργάστηκε με ιστορικές μορφές της ελληνικής δισκογραφίας, όπως ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Άκης Πάνου, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Γιώργος Μητσάκης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Συνεργάστηκε με ιστορικές μορφές της ελληνικής δισκογραφίας, όπως ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Άκης Πάνου, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Γιώργος Μητσάκης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος που μιλούσε με τα τραγούδια του στο κοινό του και δεν έκρυβε τα πάθη του. Το παρωνύμιο «σερ» δεν προήλθε από τη συμπεριφορά του, αλλά από τον Δημήτρη Ψαθά, ο οποίος τον χαρακτήρισε έτσι σε ένα χρονογράφημά του με αφορμή τον στίχο «μια βαθιά υπόκλιση/ένα χειροφίλημα» από το τραγούδι «Μια βαθιά υπόκλιση».
«Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας».
Από το 1999 ο Μπιθικώτσης ταλαιπωρείτο από καρδιακά προβλήματα και στις αρχές του 2005 παρουσίασε ανεύρυσμα στην κοιλιακή αορτή. Μπήκε στο νοσοκομείο στις 5 Ιανουαρίου και έσβησε στις 19:30 της 7ης Απριλίου. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλλη στις 11 Απριλίου στη Μητρόπολη. Έξω από την εκκλησία μία άμαξα με δύο άλογα. Ένα άσπρο κι ένα μαύρο. Όπως το είχε τραγουδήσει και πιθανότατα το είχε ονειρευτεί και ο ίδιος.