Λεπτομέρεια από τον «ΡΩΜΗΟ» του Γ. Σουρή. |
Μετά την Κωνσταντινούπολη έκαναν την
επανεμφάνισή τους και στην Αθήνα, κυρίως στα δρομάκια του Ψυρρή, οι
βλαβεροί ανατολίτικοι ναργιλέδες.
Ο διαβάτης βλέπει τα απομεινάρια της
νωχέλειας παλαιότερων χρόνων, ακουμπισμένα στα πεζοδρόμια ή στα
τραπεζάκια και πολλούς νέους να αρέσκονται στη χρήση τους. Θλιβερά
αντίγραφα μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί. Της εποχής την οποία το
σπινθηροβόλο πνεύμα του Σουρή απεικόνιζε στον τίτλο της εφημερίδας του
με το αραλίκι στον καφενέ, το ναργιλέ έμβλημα της ανατολίτικης απραξίας
και του ραχατιού και τον μικρό λούστρο να αγωνίζεται για τα προς το ζην.
Αλλά πότε εξαφανίστηκαν από την Αθήνα οι ναργιλέδες;
Ο πρώτος που έδιωξε τους ναργιλέδες από τα καφενεία του, στις αρχές ακόμη του 20ού αιώνα, ήταν ο περίφημος Ζαχαράτος. Εξάλλου, στην πραγματικότητα ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γνώριζαν την τέχνη του.
Ο πρώτος που έδιωξε τους ναργιλέδες από τα καφενεία του, στις αρχές ακόμη του 20ού αιώνα, ήταν ο περίφημος Ζαχαράτος. Εξάλλου, στην πραγματικότητα ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γνώριζαν την τέχνη του.
Όπως
παραδεχόταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, η χρήση του ναργιλέ ήταν μία «μικρά
επιστήμη», μια περίπλοκη τέχνη και διαδικασία ολόκληρη με τσιμπίδια,
κάρβουνα, επιστόμια, ανάμματα, γουργουρητά. Η χρήση τους στην Αθήνα ήταν
μια παρωδία. Ακόμη και το πολυτελές κάρβουνο που χρησιμοποιούσαν στις
χώρες της ανατολής και στην επαρχία και προερχόταν από τους κόμπους του
κλήματος της αμπέλου, στην ελληνική πρωτεύουσα είχε αντικατασταθεί από
το κοινό και κακής ποιότητας κάρβουνο. Τα κομψοτεχνήματα των καφενείων
της Σμύρνης, με τα κουδουνάκια, τα λιλιά, τα φιρφιριά και τα αστραφτερά
μέταλλα, στην Αθήνα είχαν μεταβληθεί σε γυμνούς, ευτελείς και
κακομοίρηδες ναργιλέδες!
Παρά τις διώξεις και τις αστυνομικές διατάξεις που απαγόρευαν τη χρήση
του ναργιλέ, από τις αρχές της δεκαετίας 1930, το ινδοκάρυον (=ινδική
καρύδα), όπως ήταν η λόγια ονομασία του ανατολικής προέλευσης ναργιλέ
(περσ. nargila, τουρκ. nargele), κατόρθωσε να επιβιώσει για πολλά χρόνια
ακόμη. Ένα από τα πιο καίρια πλήγματα δέχθηκε από το καθεστώς της 4ης
Αυγούστου όταν… εκτοπίστηκε από το κέντρο της πρωτεύουσας. Απαγορεύθηκε η
χρήση του στο κέντρο των Αθηνών και οι θιασώτες του αποτραβήχτηκαν σε
χώρους που ευνοούσαν περισσότερο την έκσταση που τους χάριζε ο ναργιλές.
Αλλά δεν εξαφανίστηκε. Συνέχισε την πορεία του μέχρι και τη δεκαετία
του 1960. Στα τέλη εκείνης της δεκαετίας, στις αρχές της λεωφόρου
Συγγρού, είχε απομείνει ένας καφενές όπου μπορούσαν να απολαύσουν τον
ναργιλέ τους οι θεριακλήδες τουρίστες από την ανατολή που επισκέπτονταν
την ελληνική πρωτεύουσα. Ήταν όμως μια εξαίρεση. Στην πραγματικότητα τα
τελευταία στέκια των θεριακλήδων «ναργιλεδοφουμαδόρων» εξαφανίστηκαν
μαζί με τα ιστορικά καφενεία, τα οποία έκλεισαν ή κατεδαφίστηκαν και στη
θέση τους ανεγέρθηκαν σύγχρονα μεγαθήρια με σνακ μπαρ και ουζερί.
Πάντως, στα μέσα της δεκαετίας 1950 δύο κεντρικά στέκια με την ονομασία «Βυζάντιον» διέθεταν ακόμη ναργιλέδες. Το ένα στην Ομόνοια, δίπλα στο φαρμακείο του Μπακάκου και το άλλο στην πλατεία Κολωνακίου. Το άντρο των θεριακλήδων στην Ομόνοια διέθετε και ιδιαίτερη αίθουσα για τους ναργιλετζήδες. Οι περισσότεροι ήταν απόμαχοι ναυτικοί και κάποιοι απόστρατοι αξιωματικοί. Συγκεντρώνονταν εκεί για να απολαύσουν νωχελικά τον καπνό από το αναμμένο τουμπεκί, να κουβεντιάσουν τις εξελίξεις και ικανοποιημένοι να πάνε στα σπιτικά τους να συνεχίσουν την ξεκούραση. Τα ίδια και στο «Βυζάντιον» του Κολωνακίου, όπου οι ελάχιστοι πλέον θεριακλήδες αραίωσαν δραματικά αποχωρώντας από τη ζωή και αφήνοντας άδειες τις καρέκλες του καφενείου.
Ήταν οι ελάχιστοι οπαδοί μιας ξεχασμένης αίρεσης, όπως αποκλήθηκε κάποτε. Όταν οι χρήστες του ναργιλέ προτιμούσαν τον ρυθμικό θόρυβο και το γουργούρισμά του από το άκουσμα μιας δυσάρεστης είδησης ή όταν ακούγοντας τους ρογχασμούς της συσκευής βυθίζονταν στις σκέψεις τους. Το επιστόμιο (πίπα) που κουβαλούσαν συνήθως στην τσέπη τους ήταν δείγμα της ευπορίας ή της φτώχειας τους, αφού κατασκευαζόταν από κεχριμπάρι, χρυσό, ασήμι ή απλό σίδερο. Γι’ αυτό η επανεμφάνιση ναργιλέδων στους δρόμους των Αθηνών και στα στέκια που συχνάζουν νέα παιδιά μοιάζει απλά με κακόγουστη φάρσα.
Πάντως, στα μέσα της δεκαετίας 1950 δύο κεντρικά στέκια με την ονομασία «Βυζάντιον» διέθεταν ακόμη ναργιλέδες. Το ένα στην Ομόνοια, δίπλα στο φαρμακείο του Μπακάκου και το άλλο στην πλατεία Κολωνακίου. Το άντρο των θεριακλήδων στην Ομόνοια διέθετε και ιδιαίτερη αίθουσα για τους ναργιλετζήδες. Οι περισσότεροι ήταν απόμαχοι ναυτικοί και κάποιοι απόστρατοι αξιωματικοί. Συγκεντρώνονταν εκεί για να απολαύσουν νωχελικά τον καπνό από το αναμμένο τουμπεκί, να κουβεντιάσουν τις εξελίξεις και ικανοποιημένοι να πάνε στα σπιτικά τους να συνεχίσουν την ξεκούραση. Τα ίδια και στο «Βυζάντιον» του Κολωνακίου, όπου οι ελάχιστοι πλέον θεριακλήδες αραίωσαν δραματικά αποχωρώντας από τη ζωή και αφήνοντας άδειες τις καρέκλες του καφενείου.
Ήταν οι ελάχιστοι οπαδοί μιας ξεχασμένης αίρεσης, όπως αποκλήθηκε κάποτε. Όταν οι χρήστες του ναργιλέ προτιμούσαν τον ρυθμικό θόρυβο και το γουργούρισμά του από το άκουσμα μιας δυσάρεστης είδησης ή όταν ακούγοντας τους ρογχασμούς της συσκευής βυθίζονταν στις σκέψεις τους. Το επιστόμιο (πίπα) που κουβαλούσαν συνήθως στην τσέπη τους ήταν δείγμα της ευπορίας ή της φτώχειας τους, αφού κατασκευαζόταν από κεχριμπάρι, χρυσό, ασήμι ή απλό σίδερο. Γι’ αυτό η επανεμφάνιση ναργιλέδων στους δρόμους των Αθηνών και στα στέκια που συχνάζουν νέα παιδιά μοιάζει απλά με κακόγουστη φάρσα.
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.