Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας) Ο υμνητής του Έρωτα και της Εθνικής Αντίστασης

http://cdn.sansimera.gr/media/photos/main/Dimitris_Gkogkos.jpg
ΦΩΤΟ: www.sansimera.gr
Μια πολλή καλή ανάρτηση για τον Μπαγιαντέρα από τον κύριο Πάπιστα στο  rebetiko.gr/news/papistas/mpagianteras
Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας είναι γεννημένος στον εργατικό Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, το 1903, από πολυμελέστατη οικογένεια αλλά ευκατάστατη (ήταν 22 αδέλφια και αυτός το τελευταίο της παιδί). Είχανε κτήματα στο Καραπολίτι  του Πόρου. Ο πατέρας του, ο Γιάννης Γκόγκος, ήταν μόνιμος υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος.
Πιτσιρικάς είχε έφεση στα γράμματα. Τελείωσε το τότε τεταρτάξιο Γυμνάσιο και σπούδασε ηλεκτρολόγος σε μια τεχνική σχολή του Πειραιά, αλλά –όπως λένε οι πληροφορίες– ποτέ δεν εξάσκησε αυτό το επάγγελμα (λόγω του ατίθασου χαρακτήρα που είχε, τις παράνομες δουλειές του ποδαριού έκανε με λαθραία και την ενασχόλησή του με τη γυμναστική και την πάλη). Κατά δήλωση όμως δική του (βλέπε παρακάτω), δούλευε ως «Ηλεκτριστής» (ηλεκτρολόγος) –σ.σ.: έστω και περιστασιακά– στο εργοστάσιο λιπασμάτων της Δραπετσώνας. Ο πατέρας του, βέβαια, είχε αντιρρήσεις για τις επιλογές του γιου του, γιατί τον προόριζε  για το Λιμενικό Σώμα και δεν ήθελε να τον δει μπουζουξή.
Με τη μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρός. Στην αρχή έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα μέχρι το 1920 και μετά βιολί και τέλος, από το 1924, άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και μπαγλαμά. Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα», του Εριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Από τότε γίνεται γνωστός με το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας». Συνεπώς, την ίδια εποχή, άρχισε να ασχολείται με τους μπουζουκομπαγλαμάδες, τη σύνθεση και το ρεμπέτικο τραγούδι.
Από το 1930 αρχίζει και τριγυρνά στα γνωστά στέκια του Πειραιά, παίζοντας μπουζούκι και μπαγλαμά, συντροφιά με τον νεώτερό του Στέλιο Κερομύτη και συμμετέχοντας ενεργά πλέον στη μεγάλη παρέα του ρεμπέτικου τραγουδιού, που έμελλε να εξελιχθεί στα επόμενα χρόνια στην «Πειραιώτικη Κομπανία».


Ο Μπαγιαντέρας είχε στενή σχέση με τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου, κυρίως με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη. Όταν λοιπόν άρχισε να συνθέτει τραγούδια, και μάλιστα ωραία ρεμπέτικα, άνοιξε εύκολα η πόρτα των φωνογραφήσεων στο εργοστάσιο της Κολούμπια, στον Περισσό και για τον ίδιο. Τα πρώτα του ήταν δύο χασικλίδικα, το «Καπνουλού μου όμορφη (Η καπνουλού)», γραμμένο το 1934 για την τότε αγαπημένη του (και κατοπινή σύζυγό του) που δούλευε στα καπνά στου Παπαστράτου και το «Πάντα με γλυκό χασίσι», τα οποία κυκλοφόρησαν με επιτυχία τον Σεπτέμβρη του 1935.
Από την περίοδο του Μεσοπολέμου, ήταν ήδη γνωστός ως υμνητής των λαϊκών και προσφυγικών συνοικισμών της εργατούπολης του Πειραιά και έγραψε με ιδιαίτερη ευαισθησία από τα ωραιότερα κανταδόρικα ρεμπέτικα όλων των εποχών, συνεργαζό-μενος άλλοτε με τον τότε νεαρό δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Μανώλη Χιώτη, ερμη-νεύοντας οι δυο τους υπέροχα τα τραγούδια του και άλλοτε χρησιμοποιώντας τη με-γαλύτερη –ίσως– ρεμπέτικη φωνή, προπολεμική και μεταπολεμική, τον Στράτο Παγι-ουμτζή και τον «κολλητό» του σαν βδέλλα στα σιγόντα, τον ανυπέρβλητο Στελλάκη Περπινιάδη .
Με νησιώτικη καταγωγή (ο πατέρας από τον Πόρο και η μητέρα του από την Ύδρα) προικίζεται με τη γνώση των ανθρώπων της θάλασσας, εξοικειώνεται με το θαλασσι-νό στοιχείο και εξυμνεί μεταπολεμικά τους θαλασσινούς με την περίφημη «Ψαροπού-λα» του και το «Μια τράτα Κουλουριώτικη», ερμηνευμένα υποδειγματικά από το υπέ-ροχο ντουέτο Στελλάκης Περπινιάδης – Ιωάννα Γεωργακοπούλου, με συνοδεία το περίφημο μπουζούκι του Βασίλη Τσιτσάνη.
Η ιδιαίτερα ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή του, ο πρόσθετος πόνος που του δημιούργησαν οι ταλαιπωρίες του (έκανε 5 χρόνια και 2 μήνες φυλακή) και η σχετική μόρφωσή του βάρυναν αποφασιστικά πάνω στις συνθέσεις του.
Η έκτιση της παραπάνω ποινής έγινε στις στρατιωτικές φυλακές, μεταξύ 1925 και 1930, εξ’ αιτίας ενός νεανικού του παραπτώματος όταν υπηρετούσε τη θητεία του στο Ναυτικό.
Πιο συγκεκριμένα, ο Μπαγιαντέρας, εκμεταλλευόμενος τότε τις επαφές και γνωριμίες που απέκτησε στο Ναυτικό, “εξοικονομούσε” κρυφά εκρηκτικές ύλες, με τις οποίες τροφοδοτούσε φίλους του ψαράδες από την Κούλουρη. Μια μέρα έπεσε φαίνεται “καρφί”, τον μαγκώσανε, τον “τυλίξανε σε μια κόλλα χαρτί” εξαντλώντας την ερμη-νεία του νόμου “περί εμπορίας όπλων” και …γραμμή στο ναυτοδικείο, όπου και εισέ-πραξε τα 5 χρονάκια και κάτι ψιλά για τη “μπουζού”….

noΟ Μήτσος Γκόγκος έγραψε, προπολεμικά κυρίως, εκπληκτικά τραγούδια που έγιναν πολύ δημοφιλή και τραγουδιούνται ακόμα στα λαϊκά πάλκα (και θα τραγουδιούνται όσο θα υπάρχουν, για πάντα). Στη μουσική και στο στίχο του προσέδωσε ευαισθησία, ρομαντικό χαρακτήρα, γλυκύτητα και ευαισθησία.
Στα εξήντα περίπου χρόνια της καλλιτεχνικής του ζωής, ο μπάρμπα-Μήτσος έγραψε τουλάχιστο 130 τραγούδια, τα περισσότερα όμως είναι σχεδόν άγνωστα στο ευρύ κοι-νό. Κάποια από αυτά, γύρω στα 30-40, παρέμειναν ανέκδοτα, κλεισμένα στα συρτά-ρια του, κυρίως λόγω της μεταπολεμικής αυστηρότατης λογοκρισίας, που ήταν χειρό-τερη και από την μεταξική…
Σίγουρα του ανήκει δόξα και τιμή και η παρουσία του στο «πάνθεον των αθανάτων», ανάμεσα στους μεγαλύτερους και καλύτερους λαϊκούς δημιουργούς, είναι ασφαλώς αδιαμφισβήτητη.
Μεταξύ 1936 και 1940 διαμορφώνει ένα δικό του στυλ, εντελώς προσωπικό, που τον διέκρινε. Γρήγορα εγκαταλείπει τη σκληρή θεματολογία των ναρκωτικών και της φυ-λακής –ίσως και εξ’ αιτίας της εφαρμογής της αυστηρότατης μεταξικής λογοκρισίας– και στρέφεται –όπως προανέφερα– στις ερωτικές λαϊκές καντάδες, χρησιμοποιώντας τις μυθικές φωνές του Στράτου Παγιουμτζή, του Στελλάκη Περπινιάδη, τη δική του (που ήταν μελωδικότατη) και του νεαρού Μανώλη Χιώτη (που παίζει στους δίσκους του Μπαγιαντέρα και εκπληκτικό τρίχορδο), δημιουργώντας έτσι μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα τραγούδια όλων των εποχών, όπως:
- Το «Χατζηκυριάκειο (Από βραδύς ξεκίνησα ή Θα κλέψω μια μελαχρινή)» (1937), με τους Στράτο – Στελλάκη και λαϊκή ορχήστρα με δύο μπουζούκια (Μπαγιαντέρας – Μ. Χιώτης), κιθάρα (Στέλιος Χρυσίνης), μπαγλαμά και κόντρα-μπάσο (πληροφορίες από τον Παναγιώτη Κουνάδη). Όμως κατά τον Κώστα Χατζηδουλή, μπουζούκι παίζει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Το ίδιο αναφέρει και ο ίδιος ο Β. Τσιτσάνης στον Χατζηδουλή στην βιογραφία του. Και ίσως να είναι η αλήθεια.
- Το «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια (Γυρνώ σαν νυχτερίδα)» (1938), με τον Στράτο Παγιουμτζή και μπουζούκια τους Μπαγιαντέρα – Χιώτη.
- Το «Μ’ έχεις μαγεμένο (Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει)» (1940), με τους Μπαγιαντέρα – Χιώτη και λαϊκή ορχήστρα με δύο μπουζούκια (Μ. Χιώτης και Μπα-γιαντέρας), κιθάρα και μπαγλαμά. Η φωνή του Μπαγιαντέρα στο τραγούδι αυτό θυμί-ζει τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή.
- Το «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη (Το τραγούδι της αγάπης)» (1940), με τους Μπα-γιαντέρα – Χιώτη. Παίζει λαϊκή ορχήστρα με δύο μπουζούκια (Μ. Χιώτης και Μπα-γιαντέρας) και συνοδεύουν κιθάρα και μπαγλαμάς. Η φωνή του Μπαγιαντέρα και στο τραγούδι αυτό θυμίζει και πάλι τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή.
- Το «Μάτια γλυκά και γαλανά» (1940), κι αυτό με το δίδυμο Μπαγιαντέρα – Χιώτη, με συνοδεία δυο μπουζούκια (Χιώτης και Μπαγιαντέρας), κιθάρα και μπαγλαμά.
- Το «Όμορφη Σμυρνιά» (1938;), με το ανεπανάληπτο ντουέτο Στράτος – Στελλάκης.
Όλα τους τραγουδάρες, το ένα καλύτερο από το άλλο.
Έτσι, ο Μπαγιαντέρας, με την αξία του γίνεται ένα από τα επίλεκτα μέλη της «κλασι-κής σχολής του ρεμπέτικου», δηλαδή της μεγάλης πειραιώτικης οικογένειας των κλα-σικών ρεμπετών, που περιλαμβάνει τους προπολεμικούς δημιουργούς, οργανοπαίκτες και τραγουδιστές Μ. Βαμβακάρη, Γ. Μπάτη, Α. Δελιά, Σ. Παγιουμτζή, Σ. Κερομύτη, Απ. Χατζηχρήστο, Γ. Παπαϊωάννου και Μ. Γενίτσαρη. Από κοντά και τους Β. Τσιτ-σάνη και Μ. Χιώτη.
Στο πάλκο ανεβαίνει το 1935, με τους φίλους του Στράτο Παγιουμτζή και Στέλιο Κε-ρομύτη και στη συνέχεια παίζει με διάφορα ρεμπέτικα σχήματα μέχρι τον Ιούνη του 1941. Δυστυχώς, δύο μήνες μετά την είσοδο των Γερμανών τον Απρίλη του 1941, και ενώ έπαιζε μαζί με τον Γιάννη Σταμούλη (Μπιρ-Αλλάχ) πάνω στο πάλκο του κέντρου διασκέδασης «Πειραιεύς» στο Μαρούσι, που ανήκε στον αδελφό του Μιχάλη Δασκα-λάκη, έχασε το φως του. Τυφλώθηκε από ένα γρήγορα εξελισσόμενο γλαύκωμα, που είχε εμφανιστεί μόλις πριν από λίγο καιρό. Από τότε, παρέμεινε τυφλός μέχρι το θά-νατό του.
Ο ίδιος αφηγείται περιγράφοντας πώς έχασε το φως του: «Δούλευα στου “Δασκα-λάκη”, στο Μαρούσι. Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνου-με ούτε μία μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα. Έτσι, μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανό-ταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από κει και έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς. Δεν μπορούσαν να βα-σιστούν πια σε μένα. Έκανα το παν τότε για να τους αποδείξω το τι αξίζω. Δημιού-ργησα τις μεγαλύτερές μου επιτυχίες εκείνη την εποχή που τραγουδήθηκαν και τρα-γουδιούνται ακόμη. Άρχισαν τότε αυτοί που με περιφρόνησαν να με φροντίζουν κά-πως και να με πλησιάζουν, ποντάροντας, όπως καταλάβαινα, στα τραγούδια μου. Δεν έπαψα ποτέ να παίζω μπουζούκι και κιθάρα, παρ’ ότι είχα χάσει το φως μου. Αλλά ήρθε μετά η Κατοχή».
Ο Μπαγιαντέρας, ως μέλος οικογένειας με προοδευτική πολιτική τοποθέτηση, ήταν παντρεμένος με την καπνεργάτρια Δέσποινα Αραμπατζόγλου, μικρασιατικής καταγω-γής, στο όνομα της οποίας πέρασε τα δικαιώματα αρκετών τραγουδιών του ως στι-χουργός (λέγεται, πάντως, πως στην πραγματικότητα, η ίδια η γυναίκα του έγραψε τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών του). Δουλευτής και ο ίδιος για χρόνια στο λιμάνι του Πειραιά, ζυμωμένος και ταυτισμένος με την εργατική τάξη, έδειχνε έντονο πολιτικό ενδιαφέρον. Λόγω του ότι είχε σπουδάσει ηλεκτρολογία και για τα δεδομένα της εποχής του ήταν αρκετά μορφωμένος, ενδιαφέρθηκε για την ποίηση και το διάβασμα και έκανε διαφωτιστικές ομιλίες σε άλλους εργάτες, πάνω σε ιδεολογικά θέματα. Διαβάζοντας εφημερίδες και περιοδικά της εποχής εκείνης, ενδυνάμωσε το ενδιαφέρον του για τα πολιτικά θέματα, αύξησε την κοινωνική του ευαισθησία και σταθεροποίησε γρήγορα τις πολιτικές του πεποιθήσεις, που τον τοποθετούσαν στις τάξεις της Αριστεράς.
Κοντόσωμος, αλλά εύρωστος, χειροδύναμος και αθλητικός τύπος (νεώτερος αγωνίσ-τηκε αρκετά ως παλαιστής της ελεύθερης και της ελληνορωμαϊκής πάλης), ήταν πραγματικός μάγκας, κύριος σε όλα του και ατρόμητος στην ψυχή, σωστό παλικάρι. Είχε μικρό μπόϊ, αλλά μεγάλη καρδιά και ακολουθούσε πιστά το «Νους υγιής εν σώ-ματι υγιή». Ήταν σκληρό καρύδι στα νιάτα του και όπως έλεγαν αυτοί που τον γνώ-ρισαν «όσο μπόϊ του έλειπε τόση καρδιά είχε». Στη ζωή του δεν πείραξε κανένα, αλ-λά και δεν επέτρεψε να τον πειράξει κανείς. Μέχρι το τέλος της ζωής του, κάθε πρωΐ έκανε γυμναστική και πλενότανε με κρύο νερό στην αυλή του σπιτιού του.
Ωστόσο, η ζωή και η προσωπικότητά του παρουσίαζε κάποιες αντιφάσεις, που τον επηρέασαν αρκετά. Σαν άτομο, είχε περιθωριακές τάσεις και ροπές (σε νεαρή ηλικία ήταν χρήστης ναρκωτικών), αλλά παράλληλα –και εκ διαμέτρου αντίθετα– είχε και έντονο πολιτικό ενδιαφέρον. Έτσι, τις αντιθέσεις του αυτές, προσπαθούσε να τις απο-βάλει. Με μεγάλη προσπάθεια και με τη στήριξη της μητέρας του, κατορθώνει τελικά και αποτοξινώνεται για πάντα.
Λίγο πριν από τον πόλεμο, ο Μπαγιαντέρας, γίνεται μέλος του ΚΚΕ, επισημοποιών-τας την αριστερή πολιτική του τοποθέτηση.
Παίρνει μέρος στον Αλβανικό πόλεμο του 1940-41 και γύρω στα Χριστούγεννα του 1940 βγάζει τον πρώτο του θεματικό δίσκο με τα πολεμικά τραγούδια «Τους Κενταύ-ρους δε φοβάμαι (Συντροφιά έχω τη λόγχη)» και «Στης Πίνδου τα βουνά (Ψηλά βουνά κι’ απάτητα»), δείχνοντας διάθεση ολόψυχης συμμετοχής στον πόλεμο εναντίον των Ιταλών.
* ΤΟΥΣ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥΣ ΔΕ ΦΟΒΑΜΑΙ (ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΕΧΩ ΤΗ ΛΟΓΧΗ) [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (Δημήτριος Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας) (1940, VICTOR 2681180A).
«Για ντουφέκι δε με νοιάζει
ούτε βάζω πια μαράζι,
συντροφιά έχω τη λόγχη
τη γλυκιά μου ξιφολόγχη.
Αγκαλιά μ’ αυτήν κοιμάμαι
τους Κενταύρους δε φοβάμαι,
θαύματα μ’ εκείνην κάνω
στις βουνοκορφές απάνω.
Οι φρατέλοι σαν με δούνε
ψάχνουν δρόμο για να βρούνε,
μα τους στρώνω στο κυνήγι
κι εκείνοι όπου φύγει – φύγει».
- Σχόλια:
1. Το τραγούδι, σε ωραίο χασάπικο ρυθμό, κυκλοφόρησε γύρω στα Χριστούγεννα του 1940.
2. Με το τραγούδι του αυτό ο Μπαγιαντέρας παρουσιάζει μια διάθεση ολόψυχης συμμετοχής στον πόλεμο εναντίον των Ιταλών.
3. Οι «Κένταυροι», για τους οποίους γίνεται ειδική μνεία, ήταν μια επίλεκτη θωρα-κισμένη ιταλική μεραρχία, που γνώρισε θεαματική ήττα στο Καλπάκι.
4. Η ιταλική επίθεση αποκρούστηκε και στις 14 Νοεμβρίου 1940 άρχισε η ελληνική αντεπίθεση. Η πολεμική ατμόσφαιρα είναι βαριά. Τα ιταλικά στρατεύματα απω-θούνται στην Αλβανία. Ο Χίτλερ είναι απαισιόδοξος και θεωρεί ότι η θέση του Άξονα έχει ζημιωθεί απ’ όσα συμβαίνουν στο Βαλκανικό χώρο. Οι επικρίσεις του για την πρωτοβουλία του Ντούτσε είναι απροσχημάτιστες και τελεσίδικες.
* ΣΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΤΑ ΒΟΥΝΑ (ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ ΚΙ’ ΑΠΑΤΗΤΑ) [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (Δημήτριος Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας) (1940, VICTOR 2681180A).
«Σου στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα βουνά μανούλα,
στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα.
Ψηλά βουνά κι απάτητα, μανούλα μου, περνούμε:
Νεμέρσκα, Πίνδο, Μόροβα και πάντοτε νικούμε. (δις)
Μην κλαις, γλυκιά μανούλα μου, που πήγα μακριά σου,
γρήγορα θα νικήσουμε και θα βρεθώ κοντά σου. (δις)
Κι αν δεν γυρίσω, μάνα μου, μη κλάψεις, μη πονέσεις,
τη νίκη να ‘χεις για χαρά και μη μαυροφορέσεις».
- Σχόλια:
1. Το τραγούδι, ένα ωραίο ζεϊμπέκικο, κυκλοφόρησε γύρω στα Χριστούγεννα του 1940 και είναι στην άλλη όψη του δίσκου του προηγούμενου τραγουδιού. Στο δίσκο των 78 στροφών (γραμμοφώνου), το πρώτο δίστιχο παραλήφθηκε (άγνωστο γιατί) και δεν ηχογραφήθηκε.
2. Με το τραγούδι αυτό ο Μπαγιαντέρας καταγράφει λιτά τα σκληρά γεγονότα του χειμώνα του 1940, από το μέτωπο του πολέμου.
3. Τα ελληνικά στρατεύματα, ύστερα από πολυαίμακτες και πολύνεκρες μάχες στην Πίνδο, προωθούνται στον ορεινό όγκο της Μόροβας και στις κορυφογραμμές της Νεμέρσκας.
4. Ο Έλληνας πολεμιστής προσπαθεί να παρηγορήσει τη μάνα του για τον αναγκασ-τικό αποχωρισμό τους και τη νουθετεί να «δεχτεί» με καρτερικότητα τον πιθανό σκοτωμό του, σ’ αντάλλαγμα χαράς για τη νίκη της Ελλάδας.
Με την κατάρρευση του πολέμου και την είσοδο των κατακτητών στην Ελλάδα, ο Μπαγιαντέρας, βιώνει το αγέρωχο και σκληρό ύφος τους, την έναρξη της μεγάλης μαύρης νύχτας της Κατοχής, την ταπείνωση από τη σκλαβιά, τη μεγάλη πείνα και την εξαθλίωση του ελληνικού λαού. Είναι οι τελευταίες –αλλά και μοιραίες– οπτικές πα-ραστάσεις που έχει, πριν από την ολική τύφλωσή του και τις εικόνες αυτές τις κουβα-λάει στη μνήμη του σαν ασήκωτο φορτίο. Και η αγέρωχη ψυχή του εξεγείρεται.
Πληροφορείται από κομματικές πηγές του ΚΚΕ το επικείμενο ξεκίνημα του αντάρτι-κου αγώνα, κατά των κατακτητών και ετοιμάζεται να υπηρετήσει την Αντίσταση από το δικό του μετερίζι, με το μόνο μέσο που διαθέτει ως λαϊκός δημιουργός, το μπου-ζούκι και το αδούλωτο πνεύμα του, με τους στίχους και το θεματικό του τραγούδι.
Και ξαφνικά, μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι, αστράφτουν οι πρώτες ντουφεκιές της Εθνι-κής Αντίστασης.
Ο Μπαγιαντέρας, σκεφτόμενος τα παλικάρια που σκοτώνονται αγωνιζόμενα τον εχθ-ρό, που θυσιάζουν τη ζωή τους για τη λευτεριά, αποφασίζει να βοηθήσει τον αγώνα με το τραγούδι του. Θέλει να δώσει κουράγιο στους πατριώτες αγωνιστές, να τους ενθαρρύνει και να υμνήσει την ελευθερία που είναι πολυτιμότερη κι απ’ το φως των ματιών του, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος. Έτσι, ξαναρχίζει να αγωνίζεται, να παλεύει σε μια άλλη παλαίστρα αυτή τη φορά και από τραγουδιστής του έρωτα και των συνοικισμών του Πειραιά γίνεται τώρα ο τυφλός ραψωδός της Αντίστασης.
Βίωσε από τα παιδικά του χρόνια τους αγώνες της εργατικής τάξης και με την έναρξη της Κατοχής ασχολείται πλέον συστηματικά με τη δημιουργία αντιστασιακών ρεμπέ-τικων τραγουδιών.
Το γεγονός αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο και οφείλεται αφενός μεν στην καταστρο-φική εξέλιξη της υγείας του και αφετέρου σ’ ένα πλέγμα συναισθημάτων απόγνωσης, μίσους και απέχθειας προς τους κατακτητές που καταπάτησαν τη χώρα. Όλα αυτά σε συνδυασμό τον οδήγησαν σε ακραίες αντιδράσεις και συμπεριφορές.
Τα αντιστασιακά τραγούδια που γράφει, μαζί με άλλα αντάρτικα και επαναστατικά τραγούδια της εποχής εκείνης, δεν διστάζει να τα παίζει και να τα τραγουδάει άφοβα σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, περιφερόμενος σε καφενεία και γνωστά στέκια του Πειραιά, των λαϊκών συνοικισμών, ακόμα και της Αθήνας, κάτω από το ρουθούνι των Γερμανών και των ελεεινών συνεργατών τους, με άμεσο κίνδυνο την ίδια του τη ζωή. Γερμανοί και αλητο-Ταγματασφαλίτες τον τσακώνουν (ίσως μετά από «κάρφω-μα») να τραγουδάει αντάρτικα, τον συλλαμβάνουν και τον κακοποιούν βάναυσα. Πά-λι καλά που δεν τον σκότωσαν…
Ο Μητσάρας όμως το «χαβά» του…. Ήταν παντελώς άφοβος!
Τα αντιστασιακά τραγούδια του Μπαγιαντέρα, που έχουν ρεμπέτικο ύφος, δηλώνουν μια κίνηση από την πόλη προς το βουνό, προσπαθούν να ξεσηκώσουν τα παλικάρια να πιάσουν τα βουνά και να σμίξουν με τους άλλους πατριώτες αγωνιστές, για να βοηθήσουν έμπρακτα την Αντίσταση για τη λευτεριά.
Το ελληνικό βουνό είναι ένας χώρος με μεγάλη αγωνιστική παράδοση, από τον καιρό ακόμα της Τουρκοκρατίας. Οι κορυφές των βουνών, οι πλαγιές και τα φαράγγια τους είναι διάσπαρτα με τα κόκαλα των αγωνιστών που σκοτώθηκαν πολεμώντας για τη λευτεριά. Και, βέβαια, πάνω εκεί στο βουνό, είναι σχεδόν ανύπαρκτη η παρουσία των δυνάμεων του κατακτητή. Αντίθετα, η πόλη είναι η έδρα της κατοχικής διοίκησης, της συγκέντρωσης των εχθρικών δυνάμεων και της εχθρικής εξουσίας. Στην πόλη τα δεινά της μαύρης Κατοχής είναι πολύ πιο έντονα και ο άνθρωπος κινείται δύσκολα κάτω από το άγρυπνο μάτι του εχθρού, ακόμα και τη νύχτα –που έτσι κι’ αλλιώς η κί-νηση είναι απαγορευμένη και επιτηρείται από πυκνές γερμανικές περιπολίες. Ο αγω-νιστής στην πόλη δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα από την παρακολούθηση και ν’ απo-φύγει τη σύλληψη. Εξ’ άλλου, η πόλη δεν παράγει τρόφιμα και αφού τα υπάρχοντα αποθέματα γρήγορα εξαντλήθηκαν τις πρώτες μέρες, είναι συνεπώς ο τόπος της μεγά-λης πείνας, του φρικτού θανάτου από την ασιτία. Και επί πλέον, από την πόλη εκπο-ρεύονται και οι διαταγές των κατακτητών, που σημαίνουν συλλήψεις, ανακρίσεις, φυ-λακίσεις, απάνθρωπα βασανιστήρια και εκτελέσεις με το παραμικρό.
Αντίθετα, τα βουνά παρέχουν κρυψώνες, είναι δύσβατα, παρέχουν αέρα και μεγάλες νησίδες λευτεριάς, που επεκτείνονται συνεχώς με την αύξηση της αντιστασιακής δύ-ναμης και της εγκαθίδρυσης της λαϊκής εξουσίας.
Για τον λαϊκό δημιουργό Μπαγιαντέρα, η πόλη είναι ο χώρος της κατοχικής νύχτας, όπου δεν ανάβει κανένα κερί και κανένα φως για να λιγοστέψει τα πυκνά σκοτάδια.
Απ’ τα βουνά όμως ξεπετάγεται μια σπίθα αισιοδοξίας, μια ανάσα ζωής, μια ελπίδα φωτός για τους σκλαβωμένους Έλληνες, ανάβει ένα καντήλι παρηγοριάς. Αυτή η μικ-ρή αναλαμπή φωτός και η μυρωδιά του φρέσκου αέρα της πολυπόθητης λευτεριάς που εκπέμπεται απ’ τα βουνά, προσελκύει τους Έλληνες πατριώτες και αυξάνει τη δύναμη της Εθνικής Αντίστασης. Το βλέμμα των πατριωτών ξεφεύγει από τη χαμηλή οπτική γωνία και τον περιορισμένο οπτικό ορίζοντα της πόλης και της σκλαβιάς, υψώνεται προς τα πάνω, ατενίζει προς την κατεύθυνση του βουνού και αναζητά το όραμα της ελευθερίας. Η ψυχή γεμίζει αισιοδοξία, η σκέψη πετά στα ασκλάβωτα βουνά, η πορεία του βλέμματος ακολουθείται από την πορεία του ίδιου του κορμιού, ζώνεται νοερά τ’ άρματα και τραβάει γραμμή για το βουνό. Στις βουνοκορφές απά-νω, ο νέος αγωνιστής σμίγει με τους λεύτερους συντρόφους και συναγωνιστές, αποκ-τά αξιοπρέπεια όπως κι’ αυτοί, ζωντανεύει η αδούλωτη και παλικαρίσια ελληνική ψυ-χή του και ορκίζεται να επιτελέσει το καθήκον του, να θυσιαστεί στο βωμό της απε-λευθέρωσης της πατρίδας.
Τα τραγούδια του Μπαγιαντέρα, με θέμα το Αντάρτικο, κοσμούνται ανελλιπώς με τις λέξεις ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, Άρης (Βελουχιώτης) – τα συνθήματα της Αντίστασης, συμβαδί-ζοντας απόλυτα με τα αντίστοιχα των τοίχων της Κατοχής, που τα έγραφαν με κίνδυ-νο τη ζωή τους οι ηρωικοί αγωνιστές της πόλης.
Ο Παναγιώτης Κουνάδης, στο βιβλίο του «Γειά σου περήφανη και αθάνατη εργατιά», γράφει: «Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, αν και τυφλώθηκε το 1941, δεν έχα-σε το θάρρος του και έγραψε πολλά τραγούδια με αντιστασιακό περιεχόμενο, σε ρεμ-πέτικο ύφος. Το 1966 μας τραγούδησε, για πρώτη φορά, έξι από αυτά, τα οποία, το 1974, ηχογραφήσαμε τραγουδισμένα από τον ίδιο».
Αναμφίβολα, κυρίαρχες μορφές λαϊκών δημιουργών, της περιόδου 1941 – 1944, είναι ο Μήτσος (Δημήτρης) Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), ο τυφλός ραψωδός της Εθ-νικής Αντίστασης, μαζί με τον υμνητή της Κατοχής, τον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον μικρότερο της μεγάλης πειραιώτικης ρεμπέτικης παρέας.
* ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1943).
«Σου στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα βουνά, μανούλα,
στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα.
Έχω τ’ αγρίμια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια,
με τα τσακάλια τριγυρνώ μέρες, αυγές και βράδια.
Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γη έχω για στρώμα
και στην καρδιά μου τον ΕΛΑΣ, γι’ αυτόν θα μπω στο χώμα».
- Σχόλια:
1. Ανέκδοτο τραγούδι, με θέμα τον απελευθερωτικό αγώνα στα βουνά, στις γραμμές του ΕΛΑΣ, που ήταν –μαζί με τις άλλες αντάρτικες ομάδες– το ηθικό στήριγμα των υπόδουλων Ελλήνων τα σκληρά εκείνα χρόνια.
2. Το τραγούδι περιγράφει με απόλυτη συνέπεια το αντάρτικο σκηνικό στα λεύτερα βουνά και τη σκληρή ζωή του αντάρτη αγωνιστή στις τάξεις του ΕΛΑΣ, την πο-λεμική μηχανή του ΕΑΜ, που τον έχει στην καρδιά του και είναι έτοιμος να θυσι-αστεί γι’ αυτόν και τα μεγάλα ιδανικά.
3. Η τρίτη στροφή φανερώνει εντυπωσιακά την έλξη που ασκούσε ο ΕΛΑΣ και την πίστη για νίκη, ακόμα και με αντάλλαγμα τη ζωή του κάθε αγωνιστή-πατριώτη.
4. Ζώντας διαρκώς μέσα στην αντάρα του ανταρτοπόλεμου, στο αβέβαιο αύριο, στις κακουχίες και στις στερήσεις, ο αντάρτης, θυμάται πάντα το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τη μάνα και τη στέλνει χαιρετίσματα και μηνύματα αισιοδοξίας απ’ το βουνό.
5. Υπάρχει καταγεγραμμένη ζωντανή ηχογράφηση του συνθέτη, από τον Παναγιώτη Κουνάδη (1966 & 1974).
* ΕΛΛΑΣ ΝΑ ΖΕΙΣ ΑΙΩΝΙΑ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1941 – 42).
«Πατρίς μου, κάθε σου γωνιά μιλάει για μια δόξα:
στις Θερμοπύλες τις παλιές, με δόρατα και τόξα.
Κι άλλη γωνιά στη Λιβαδειά, κι άλλη στο Μεσολόγγι,
στο Σούλι και στο Μέτσοβο, π’ αντιλαλούν οι λόγγοι.
Κι εκεί ψηλά στην Ήπειρο που ‘ναι καμαρωμένη,
οι ήρωες του Δώδεκα είναι εκεί θαμμένοι.
Κι άλλη μια φλόγα λαμπερή, π’ ανάβει το Σαράντα,
θυμίζει λεβεντόκορμα κι όμορφα παλικάρια.
Κι εμείς στο χέρι το σπαθί, σαν τα παλιά τα χρόνια,
το αίμα μας θα δώσουμε, Ελλάς, να ζεις αιώνια».
- Σχόλια:
1. Μάλλον πρόκειται για ποίημα του Μπαγιαντέρα, αμελοποίητο.
2. Η αναφορά των στίχων, εκτός από τις Θερμοπύλες (όπου σκοτώθηκαν ο Λεωνί-δας και οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες του) και στους αγώνες του 1821, του 1912 και του 1940, δείχνει ότι η Αντίσταση εναντίον της Γερμανικής Κατοχής πήγαζε από μια άλλη παράδοση εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων.
3. Η ιδέα της συνέχειας των αγώνων, στο διάβα των αιώνων, ενθουσίαζε από πάντα τις ευρύτερες μάζες του ελληνικού λαού, που νοιώθει ιδιαίτερη υπερηφάνεια για τα κατορθώματα των προγόνων του. Η ιδέα αυτή έκανε τους Έλληνες πατριώτες, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, να προσχωρούν με μεγαλύτερη προθυμία στο Λαϊκό Στρατό, στον ιερό αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Εξ’ άλλου, την ιδέα αυτή την πρόβαλε και το ίδιο το ΕΑΜ, που χαρακτήριζε το Αντάρτικο σαν το «Νέο Εικοσιένα».
4. Σχετικό απόσπασμα από ομιλία του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώ-τη, αναφέρει: «Τα παραδείγματα του Λεωνίδα με τις Θερμοπύλες, του Διάκου με την Αλαμάνα, είναι παραδείγματα δικά μας, απ’ τη δική μας ιστορία», επισφραγί-ζοντας έτσι την παραπάνω επίσημη γραμμή-ιδέα του ΕΑΜ.
* ΝΑ ‘ΝΑΙ ΓΛΥΚΟ ΤΟ ΒΟΛΙ (ΦΟΡΕΣΕ ΑΝΤΑΡΤΗ Τ’ ΑΡΜΑΤΑ) [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (Στίχοι – σύνθεση του 1942).
«Φόρεσ’ αντάρτη τ’ άρματα
ζώσε και το σπαθί σου
και σύρε για τον πόλεμο
κι η λευτεριά μαζί σου.
Τράβα και θέλω νικητής
παιδί μου να γυρίσεις,
για τη γλυκιά τη λευτεριά
το αίμα σου να χύσεις.
Πολέμησε αντάρτη μου
πως πολεμάνε όλοι
και με τον Άρη αρχηγό
γλυκό να ‘ναι το βόλι».
- Σχόλια:
1. Ενδιαφέρον τραγούδι και ιδιαίτερα ο στίχος με την αναφορά στον πρωτοκαπετά-νιο του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη, που φανερώνει την σημασία που είχε στη συνεί-δηση των ανθρώπων του λαού, η σπουδαία αυτή μορφή του απελευθερωτικού αγώνα, ιδιαίτερα στο πρώτο αντάρτικο (1941 – 44).
2. Στο τραγούδι αυτό μια γενναία Ελληνίδα μάνα, γεμάτη με περίσσιο θάρρος και υψηλά ιδανικά, κατευοδώνει το γιο της, που ξεκινάει για το αντάρτικο, με λόγια αντάξια αρχαίας Σπαρτιάτισσας.
3. Στο πνεύμα αυτό, η δεύτερη στροφή, με την αντίφαση που περιέχει, πιθανόν να έχει νόημα διαζευκτικό, οπότε παραπέμπει στο σπαρτιάτικο «Ή ταν ή επί τας». Κι’ αυτό επειδή οι δύο πρώτοι στίχοι «Τράβα και θέλω νικητής παιδί μου να γυρί-σεις» έρχονται σε αντίθεση με τους δύο επόμενους «για τη γλυκιά τη λευτεριά το αίμα σου να χύσεις».
4. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1980 τραγουδισμένο από τους Γι-ώργο Νταλάρα, Γλυκερία και Δημήτρη Κοντογιάννη.
5. Περιλαμβάνεται στο LP «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», MINOS DAL-MSM 391, 1980.
6. Υπάρχει καταγεγραμμένη και ζωντανή ηχογράφηση του συνθέτη, από τον Πανα-γιώτη Κουνάδη (1966 & 1974).
7. Υπήρχε και τέταρτη στροφή, αλλά ο Μπαγιαντέρας ξέχασε τα λόγια.
* ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1941 – 42).
«Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας τα βράδια
βλέπεις στους δρόμους τους νεκρούς κοπάδια,
κανείς δε βρίσκεται κερί ν’ ανάψει,
η μαύρη η σκλαβιά μας έχει κάψει.
Και μόνο απ’ τα βουνά ένα καντήλι
ανάβει κάθε μέρα με το δείλι,
τ’ ανάβει ο ΕΛΑΣ και δε θα σβήσει,
της λευτεριάς το δρόμο να φωτίσει.
Κι η δόξα που μονάχη αργοδιαβαίνει
τα λίγα παλικάρια περιμένει,
προσμένει εκεί για να τα στεφανώσει,
της νίκης το στεφάνι να τους δώσει».
- Σχόλια:
1. Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα λαϊκά τραγούδια που γράφτηκε στα χρόνια της Κατοχής από τον τυφλό ραψωδό της Αντίστασης, Δημήτρη Γκόγκο ή Μπαγι-αντέρα και που μας μεταφέρει το ζοφερό κλίμα της εποχής, αλλά και την ελπίδα της απελευθέρωσης. Παραμένει ανέκδοτο.
2. Το τραγούδι επισημαίνει τη μαύρη Κατοχή της Ελλάδας και κυρίως της πόλης, όπου είναι ανύπαρκτη η εμφάνιση φωτός και η σκλαβιά, που απλώνεται παντού, έχει σκορπίσει το θάνατο. Μοναδική εξαίρεση το «φως» που ανάβει ο ΕΛΑΣ στα βουνά, για να φωτίσει το δρόμο προς τη λευτεριά. Και ‘κει, πάνω στα ψηλά βου-νά, που αγωνίζονται οι αγωνιστές της Αντίστασης, τριγυρίζει η δόξα για να στε-φανώσει τα λίγα, αλλά, λαμπρά παλικάρια, τους ήρωες πατριώτες αγωνιστές.
* ΑΡΧΗΓΟ ΜΟΥ ΕΧΩ ΤΟΝ ΑΡΗ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1941 – 42).
«Για ντουφέκι δε με νοιάζει,
ούτε βάζω πια μαράζι,
αρχηγό μου έχω τον Άρη,
το λεβεντοπαλικάρι.
Συντροφιά μ’ αυτόν νικάμε,
τους Κενταύρους δε φοβάμαι,
θαύματα μαζί του κάνω
στις βουνοκορφές απάνω.
Οι φασίστες σαν με δούνε,
ψάχνουν δρόμο για να βρούνε,
και τους στρώνω στο κυνήγι
κι αυτοί όπου φύγει-φύγει».
- Σχόλια:
1. Πρόκειται για διασκευή του τραγουδιού «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι (Συντρο-φιά έχω τη λόγχη)», που είχε γράψει ο Μπαγιανέρας για τον Ελληνοϊταλικό πόλε-μο, προσαρμοσμένο στιχουργικά στις νέες συνθήκες, με σκοπό να υμνήσει τις τω-ρινές νίκες της Εθνικής Αντίστασης εναντίον των κατακτητών.
2. Το τραγούδι αναφέρεται στον Άρη Βελουχιώτη, στον πρωτοκαπετάνιο και πρω-τοπαλίκαρο του ΕΛΑΣ, που τον λατρεύανε οι αντάρτες σύντροφοί του.
3. Είναι μέχρι τώρα, ασφαλώς, ανέκδοτο, εξ’ αιτίας της λογοκρισίας.
* ΧΑΙΡΕ, Ω, ΧΑΙΡΕ, ΛΕΥΤΕΡΙΑ (ΒΡΟΝΤΟΥΝ ΚΙ ΑΣΤΡΑΦΤΟΥΝ) [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1943).
«Βροντούν κι αστράφτουν, πέρα ως πέρα,
τα δοξασμένα μας βουνά
και μια φωνή αντηχεί στη σφαίρα
το “Χαίρε, ω, χαίρε, λευτεριά.”
Κι εκεί ψηλά στα σύνορά μας,
αθάνατος μένει φρουρός,
κρατάει στο χέρι αστροπελέκι,
ο Λαϊκός μας ο Στρατός.
Για αθάνατα έχει παλάτια
τα τιμημένα μας βουνά,
ελπίδα έχει το ντουφέκι
και το ΕΑΜ μεσ’ στην καρδιά.
Για ‘κείνο πάντα ξεσπαθώνει,
για ‘κείνο πάντα αψηφά,
με δάφνες πάντα το στολίζει
και μας χαρίζει λευτεριά».
- Σχόλια:
1. Είναι ένα από τα τραγούδια που έγραψε ο Μπαγιαντέρας κατά των Γερμανών και υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα. Επηρεασμένος και από την απώλεια της όρα-σής του, πέρασε σε μια επιθετική ψυχολογία, χωρίς να φοβάται τίποτα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και τον ξυλοκόπησαν, αλλά κατό-ρθωνε πάντα να επιβιώνει.
2. Το τραγούδι είναι ανέκδοτο, όπως και άλλα τραγούδια του, διασώθηκαν όμως στη μνήμη του. Υπάρχει καταγεγραμμένη ζωντανή ηχογράφηση του συνθέτη, από τον Παναγιώτη Κουνάδη (1966 & 1974).
3. Ο Μπαγιαντέρας σύνθεσε το τραγούδι του αυτό με φανερή επίδραση από την αντάρτικη μούσα. Πρότυπό του ήταν το αντάρτικο τραγούδι «Στ’ άρματα, στ’ άρ-ματα». Απ’ αυτό δανείζεται την αρχική, μεγαλόπρεπη εικόνα των προσωποποιη-μένων βουνών που βροντούν κι’ αστράφτουν.
4. Παρατηρούμε ότι οι εικόνες του Έλληνα που ξεσπαθώνει και που κρατάει στο χέ-ρι αστροπελέκι, είναι δανεισμένες από ένα παλιότερο αντάρτικο θούριο, το «Μαύ-ρη είν’ η νύχτα στα βουνά», που το τραγουδούσαν οι αντάρτες στον καιρό της Κα-τοχής.
5. Τραγουδιέται πάνω στο χαβά του προαναφερόμενου αντάρτικου θούριου.
6. Ο Μπαγιαντέρας, σε κάποια από τα αντιστασιακά του τραγούδια, δανείζεται εικό-νες και φράσεις από την ποίηση που ύμνησε το ηρωικό Εικοσιένα. Στο τραγούδι του αυτό, στην πρώτη στροφή, ενσωματώνει το σολωμικό «χαίρε, ω χαίρε, λευτε-ριά» του Εθνικού μας Ύμνου.
7. Ο τυφλός ραψωδός της Αντίστασης, που έχασε το φως του στις αρχές της γερμα-νικής κατοχής, για να επιζήσει στα δύσκολα εκείνα χρόνια, γυρνούσε, με συνο-δεία, στα γνωστά στέκια και τραγουδούσε παλιά ρεμπέτικα, αλλά και τα τραγού-δια που έγραφε τότε εναντίον των κατακτητών.
Παρόλη την αναπηρία του, ο Μπαγιαντέρας, εξακολούθησε να εργάζεται, στην αρχή –μετά την κατοχή– σε λαϊκά συγκροτήματα με τους παλιούς φίλους και συναδέλφους του και αργότερα μόνος του γυρνώντας από ταβέρνα σε ταβέρνα και κάνοντας το γνωστό «σφουγγάρι» με τη βοήθεια της μεγαλύτερης κόρης του, μέχρι το 1963.
Δυστυχώς, από τις αρχές του ’50 πέρασε ξεχασμένος πολύ δύσκολες στιγμές, ζώντας πολύ φτωχικά με την γυναίκα του και τα τρία του παιδιά (δυο κόρες και ένα γιο) στις Τζιτζιφιές. Αργότερα, όταν ανανεώθηκε το ενδιαφέρον του κόσμου για τα ρεμπέτικα, επανήλθε στη δημοσιότητα, επανακυκλοφόρησαν κάποια από τα παλιά του τραγούδια και ηχογραφήθηκαν και μερικά καινούρια, που δεν έπαψε να γράφει όλα αυτά τα χρό-νια της σιωπής.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, επανεκτελούνται μερικές από τις παλιές του επιτυ-χίες από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και άλλους νεώτερους τραγουδιστές, γεγονός που τον εμψυχώνει, του δίνει κουράγιο και τον ανακουφίζει κάπως οικονομικά.
Τον Μάη του 1972, επανεμφανίστηκε σε μια τιμητική βραδιά στις «Χάντρες» του Σπύρου Κουρουγιένη, στην Πλάκα και σε δύο συναυλίες με δικά του τραγούδια, στο θέατρο «Διάνα» και στον κινηματογράφο της Καλλίπολης «Γαρδένια», που οργάνω-σε το Ελληνικό Κέντρο Γραμμάτων (Ε.Κ.Γ).
Τον χειμώνα του 1972, ανταποκρινόμενος με εφηβικό ενθουσιασμό στην πρόταση του Τάσου Σχορέλη να παρουσιάσουν γνήσιο ρεμπέτικο και σμυρνέϊκο τραγούδι, εμ-φανίστηκε μαζί με άλλους βάρδους ρεμπέτες σε κέντρο της Πλάκας.
Έτσι, επί Χούντας, ξεκίνησε μια προσπάθεια «ζωντανής» αναβίωσης του ρεμπέτικου με πρωτεργάτες τον Μπαγιαντέρα, τον Μαρίνο Γαβριήλ-Μαρινάκη, τη Ρόζα Εσκενά-ζυ, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον Σπύρο Καλφόπουλο, τον Γιάν-νη Σταμούλη (Μπιρ-Αλλάχ), κ.ά, που στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μπαγιαντέρας τα έζησε απομονωμένος στο σπίτι του στον Άγιο Ιερόθεο, συντροφιά  με την αγαπημένη του σύζυγο Δέσποινα.
Στις αρχές του Οκτώβρη του 1985 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και μπήκε στο νο-σοκομείο “Ευαγγελισμός”. Έγινε καλά, συνήλθε και επέστρεψε στο σπίτι του. Δυστυχώς, όμως, στις 24 του ίδιου μήνα μπήκε πάλι στο νοσοκομείο, γιατί έπαθε ουρολοί-μωξη, και στη συνέχεια προσβλήθηκε από λοίμωξη του αναπνευστικού.  Σιγά –σιγά έχασε την επαφή του με το περιβάλλον.
Ο ευαίσθητος υμνητής του Έρωτα και της Αντίστασης, ο λεοντόκαρδος Μπαγιαντέ-ρας, έφυγε απ’ τον μάταιο αυτό κόσμο στις 18 του Νοέμβρη του 1985. Κοντά του, τις τελευταίες του στιγμές, ήταν η κόρη του Έλλη Μαργαρίτη, που του συμπαραστάθηκε σ’ όλη του τη ζωή (ενώ η άλλη του κόρη απουσίαζε στο Σικάγο, όπου και ζει μόνι-μα), καθώς και ο γιος του που ακολούθησε το ίδιο επάγγελμα και έγινε μουσικός.
ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ
1. Στον Τάσο Σχορέλη: Αποσπάσματα από συζήτηση με τον μαστρο-Μήτσο γύρω απ’ τη ζωή του («Ρεμπέτικη Ανθολογία», τόμος Α, σελ. 274 – 277):
. . . «Αυτή που μου ‘λεγες προχτές ή σπηλιά του Κουλού τι ήταν; Tεκές»
-Όχι. Τα παλιά χρόνια άμα άρχισε η δίωξη μέσα στους διάφορους τεκέδες, στην Πει-ραϊκή, στο Πέραμα και αλλού -εκεί είχε μαγαζί κι ο Μπάτης, με τη διαφορά ότι δεν έκανε αυτή τη δουλειά- εκεί, λοιπόν, που ‘ναι τώρα οι βενζίνες στο Κερατσίνι, είχε μια σπηλιά και πηγαίνανε για να μην κινδυνεύουν στους τεκέδες..
Αυτή η δουλειά που σου λέω εγώ είναι το 1919. Εγώ ήμoυνα 17 χρονώ παλικαράκι, τσικλιμαγκάκι. Μεταξωτά ζουναράκια βάζαμε, δεν είχαμε ξανοιχτεί ακόμα. Και φεύγαμε, να πούμε, ν’ ανέβουμε και στην Αθήνα επειδή κάναμε και τίποτα άταχτες δουλειές (σ.σ.: ο Μπαγιαντέρας εννοεί τα λαθραία που παίρναν απ’ τους ναυτικούς και τα μεταπουλούσανε) και οικονομάγαμε, να πούμε, κάνα φράγκο όσοι ήτανε έξυπνοι, να μη μας βλέπουν κάτω ότι χαλάγαμε λεφτά. Που τα βρήκατε; Δε δου-λεύετε. Εμείς φεύγαμε. Τους άλλους που ήσαν κοροΐδα τους τσιμπάγανε. Τoυς τυλί-γανε. Εγώ ήμoυνα ατύλιχτος. Είχε ωραία ζωή τότε ο Πειραιάς. Και οικονόμαγαν οι μάγκες…
. . .»Η ζωή μας είναι πολύτιμη. Εγώ της λέω της γυναίκας μου: Άμα θα πάψω να νιώθω τη ζωή, θα πάω να γεμίσω το κρεβάτι μου λουλούδια, θα τα σκορπίσω, θα γράψω ένα τραγούδι και τότε θα σκολάσω…
. . .»Το 1935 με ’36 ήμoυν στη Θεσσαλονίκη με το μακαρίτη τον Στράτο. Λίγο πιο κει ήταν ένα άλλο μαγαζί, βέβαια. Ήρθαν, μου ρίξανε να με γκρεμίσoυν. Κείνα τα χρόνια ήταν ξέρεις, κουμπούρα, μαχαίρα. Η Θεσσαλονίκη ήταν αντάρτικο.
Ποιός να μιλήσει. Χασίσια; Με το τσουβάλι. Εκτός την Τουρκία τι μπαίνανε, η Μα-κεδονία ήταν φυτεμένη όλη χασίσι.
O Στράτος μου ’λεγε: “Μπαγιαντέρα μη σε σκοτώσουνε. Μην κάνεις πολύ ζοριλίκι”.
Ήμουνα ζόρικος…
. . .»Στo “Δάσος” με πήρε ο Στράτος με 150 δρχ. μεροκάματο. Δέχτηκα μια και ήμουν πρωτάρης. Δούλεψα κάνα χρόνο. Κάποιο βράδυ έγινε μια παραξήγηση για το μεροκάματο. Εν τω μεταξύ έχει έρθει και ο Μανώλης ο Χιώτης, σαν δεύτερο μπου-ζούκι. Τον παίρνω τον πάω στην εταιρία. Του κακοφάνηκε του Στράτoυ, επειδή με τον Μανώλη τραγουδήσαμε πρώτη εκτέλεση το “Σαν μαγεμένο το μυαλό μου” και “Ζoύσα μοναχός χωρίς αγάπη”. Λέμε ακόμα το “Αλάνη με φωνάζουνε” και “Μάτια γλυκά και γαλανά”. Αυτά το 1937.
Μου κολλήσαν λοιπόν εκεί μέσα μια βραδιά πoλύ άσχημα και οι μουσικάντες. Ο Μάρκος, ο Στράτος και ένας που τον είχε φέρει ο Μάρκος για μπαγλαμά, τον Kαρυ-δάκια. Τον έπνιξαν αυτόν, πνιχτός έγινε στην Κατoχή.
Εγώ τσαντίστηκα, να πούμε. Είχα ένα σουγιά γερμανικό, μια σούστα, κάνω έτσι τoν ανοίγω, βάζω σ’ ένα τοίχο τον Μάρκο. Θεός σχωρές τον. Δεν είναι στη ζωή ούτ’ ο Στράτος. Είναι όμως κάποιος άλλος που μπορεί να τα πει αυτά, ο Παπαϊωάννου (σ.σ.: ζούσε τότε ο Γιάννης Παπαϊωάννου). Γίναμε μετά πρώτοι φίλοι.
Ένα βράδυ τον πλακώνoυν τον Μάρκο στις μπιστολιές και δεν μπορεί να φύγει να πάει σπίτι του. Έμπα στ’ αυτοκίνητο, του λέω, και θα μπω εγώ ρε μπροστά. Να δεις τι αξία έχω εγώ ο τρισπιθαμίτης.
Μέσα στο μαγαζί είχε δυο νταήδες. Ο ένας ήτανε Μενιδιάτης και λεγόταν Βερτ-σέκος. Εβδομήντα χρονώ άλλα έκοβε ένα αμάξι ξύλα μέσα σε μια ώρα. Θερίο. Κι άλλον ένα ακόμα, ο Μπουχός ο Χαράλαμπος. Αυτοί ήσαν οι πρώτοι νταήδες της Αθήνας. Εγώ βέβαια ήμουνα απ’ τον Περαία. Δεν είχα καμιά θέση. Αλλά τον Μπου-χό τον εγνώρισα στη φυλακή. Είχε φάει ισόβια.
Και όταν με είδανε στο πάλκο του λένε αυτού που είχε το μαγαζί, αυτούς τους δυo τούς είχε για κουτσαβάκια, αξιοσέβαστοι σ’ όλη τη μαγκιά της Αθήνας. Τους τρέμαν όλοι. Μάλλον από σεβασμό και από νταηλίκι. Αυτός προ παντός ο Βερτσέκος, στη μουστάκα του κρέμαγε είκοσι άντρες. Είχε ένα μάτι του αητού, που λέμε.
Του λένε, λοιπόν, του καταστηματάρχη, που είχε το “Δάσος”, του Βλάχου του Αντώ-νη του συχωρεμένου, αρβανίτικα. Κάτι που πήγε να μου πει, του λένε: “Πουσό”, που πάει να πει “σώπαινε”. Αυτός ήξερε πως εγώ ήξερα αρβανίτικα, ο Μπουχός. “Τον ξέ-ρω από τη φυλακή”, του λέει, “αυτό το μικροσκοπικό ανθρωπάκι. Είναι άξιοσέβαστο και καλό”. Σταματήσανε πια να μ’ ενοχλούν. Tην άλλη μέρα όμως ήτανε αργά, εμένα μ’ είχανε πειράξει. Παίρνω τον Στράτο, τον εαυτό μου, παίρνω τον Χιώτη κι έρχομαι κι ανοίγουμε στο Περιστέρι μια δουλειά απέναντι στον Άγι’ Αντώνη, του Αντώνη του Ηπιώτη ένα κέντρο, μ’ ένα σιντριβάνι στη μέση. Ήρθαν οι Βλαχαίοι, πoύλησαν αγρι-άδα. Είχα όμως αφεντικό ντερβίσικο. Αυτός ο Αντώνης ο Ηπιώτης ήταν πολύ μαγκί-της. ‘Ήτανε και νταής του Μερκούρη. Σμυρνιός μεν, Μικρασιάτης, αλλά ξέρεις κάτι φουφουλάδες, ψυχωμένοι πολύ που τους έτρεμε όλη η Σμύρνη. “Μη φοβάσαι Μπα-γιαντέρα”, μου λέει…
. . . »Του ‘χω δώσει ένα γερό τάγιο, πριν χάσω τα μάτια μου.
Δέκα μέρες είχε που ‘χε βγει που σκότωσε έναν άνθρωπο, τον Κώστα τον Στρίγγλα μέσα στην κεντρική αγορά του Πειραιά.
Κάποια βραδιά στο “Δάσος” ένας φίλος μου χάρισε ένα κουκλάκι της δραχμής. Δεν είχε καμιά αξία. Το κρέμασα δίπλα μου. Στο μαγαζί βρισκόταν ο Μάθεσης μ’ έναν βαρύμαγκα τσαγκάρη, τον Σταύρακα. Ο Μάθεσης ήταν γνωστός σαν παλικαράς και φονιάς. Σε μια στιγμή που έλειψα πήγε και μου πήρε το κουκλάκι. Δε με πείραξε που το πήρε αλλά με πείραξε που το πήρε ανερώτητα. Γιατί δηλαδή, επειδή ήταν κουτσαβάκι;
Κείνη τη βραδιά είπαμε πολλές βαριές κουβέντες. Mπήκαν στη μέση και μας χωρίσα-νε.
Μετά λίγες ημέρες, με την τότε αρραβωνιαστικιά μου και σημερινή σύζυγό μου, τη Δέσποινα, κατεβήκαμε στην αγορά του Πειραιά να ψωνίσουμε. Γεμίσαμε ένα δίχτυ ψώνια, ψάρια, παντζάρια και πηγαίναμε για το σπίτι μας. Ξαφνικά τρώω ένα χαστού-κι που αστράψανε τα μάτια μου. Ήταν ο Μάθεσης με δυο φίλους του, αδέλφια, που ήσαν καλά παιδιά.
Με είχε κτυπήσει μπαμπέσικα. Μου ’φυγε από τα χέρια το δίχτυ και σκόρπισαν στο δρόμο τα ψάρια, τα παντζάρια που είχαμε αγοράσει κι όλα τ’ άλλα.
Αυτός νόμιζε πως θα το έβαζα στα πόδια. Συνήλθα αμέσως και του είπα ότι γι’ αυτό που έκανες θα σε τιμωρήσω.
Του δίνω λοιπόν μια γροθιά, ένα ντιρέκτ να πούμε, στο πρόσωπο και τον ξαπλώνω φαρδύ – πλατύ στο δρόμο. Τον έπιασε η πρώτη μπουνιά μου. Τον καβάλησα, τον έψα-ξα πρώτα. Φοβήθηκα μην είχε τίποτα. Πέσαν οι άλλοι. Μη Μήτσο, μη. Tην ώρα που σηκώθηκα του ‘δωσα και μια μπουνιά και μια κλοτσιά όπως ήταν χάμω. Βέβαια αυτό δεν ήταν σωστό. Σηκώθηκα επάνω και μου μάζεψαν αυτοί τα πράγματα. Από τότε όταν με έβλεπε άλλαζε δρόμο…».
2. Συνέντευξη του Μπαγιαντέρα στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, το 1972. Η συνέν-τευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο, πολλά χρόνια μετά, τον Οκτώβριο, του 1997:
Μπαγιαντέρας: Μόλις τελείωσα το γεύμα μου. Δεν τρώω ποτέ το βράδυ. Δυστυχώς, έχασα, μαζί με τα μάτια, και τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις. Δεν έχασα το θάρρος μου όμως. Δυστυχώς η κοινωνία με πέταξε, να το πούμε έτσι, πιο ξεκά-θαρα. Παλιοί συνεργάτες μου, που τους ανέδειξα, φερ’ ειπείν. Όταν άρχισα καριέρα είπα τρία-τέσσερα τραγούδια μόνος μου. Μετά πήρα κοντά μου τον Χιώτη, τον Μα-νώλη.
Λ.Π: Ποια χρονολογία γίνονταν αυτά;
Μπαγιαντέρας: Προ του `40. Τραγούδησα “Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγί-ζει”. Τραγουδάω πρώτη έκδοση μόνος μου, μαζί με τον Χιώτη, “Ζούσα μοναχός χω-ρίς αγάπη” μαζί με τον Χιώτη, “Μάτια μου γλυκά και γαλανά” μαζί με τον Χιώτη, “Αλάνι πώς κατάντησα” μαζί με τον Χιώτη. Λοιπόν, όλ’ αυτά. Μετά άρχισα: “Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια” έδωσα στον Ευστράτιο Παγιουμτζή, τον συχωρεμένο τον Στράτο. Μετά στον Περπινιάδη, τον γέρο Περπινιάδη, τον Στέλιο, τον παλιό. Του ‘δωσα “Αποβραδίς ξεκίνησα”, “Νυχτερίδα”, “Ξεκινάει μια ψαροπούλα απ` το γιαλό” – όλα τα παλιά μου που έκανα σουξέ, αυτοί τα είπανε. Και όμως δεν ήρθε ο Στράτος ποτέ να μου χτυπήσει την πόρτα και… Ούτε ο Παπαϊωάννου… Όταν πρωτοβγήκε εγώ τον πήρα, σ` ένα κέντρο στην περιοχή Χατζηκυριάκειου που άνοιξα. Δυστυχώς. Και αναγκάστηκα λοιπόν – έχασα τα μάτια μου, δεν θ` άφηνα όμως και την οικογένειά μου να λιμάξει το ψωμί, ε; – άρπαξα το μπουζούκι, έβγαζα ένα νουμεράκι σε πέντ`-έξι μαγαζιά, ‘κονόμαγα το μεροκάματο και γύρναγα σπίτι. Ξεπετάξαμε τα παιδιά μας, παντρεύω το πρώτο στη Γερμανία, το δεύτερο τον παρελθόντα Αύγουστο (σ.σ.: ση-κώνεται και σταυροκοπιέται). Δόξα το Θεό, με αξίωσε κι έμεινα με τη γριούλα μου και το αγόρι αυτό.
Λ.Π: Εσείς απ` ότι βλέπω, είστε μορφωμένος άνθρωπος.
Μπαγιαντέρας: Όχι, εγώ δεν έκανα αυτή τη δουλειά. Έχω πτυχίο ηλεκτριστού. Να σας το φέρει τώρα η κυρία μου να το δείτε.
Λ.Π: Πόσων χρόνων είστε;
Μπαγιαντέρας: Εξήντα εννέα.
Λ.Π: Που γεννηθήκατε;
Μπαγιαντέρας: Πειραιεύς. Χατζηκυριάκειον.
Λ.Π: Οι γονείς σας τι ήταν;
Μπαγιαντέρας: Ο πατέρας μου ήτανε υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος και η μητέρα μου μια οικοκυρά.
Λ.Π: Εσείς, που πρωτακούσατε μπουζούκι; Λαϊκά τραγούδια;
Μπαγιαντέρας: Από ηλικία επτά χρονών πήρα ένα μαντολίνο. Το 1910… Μα νομίζω 16 δραχμές το ‘χα πάρει. Χωρίς δάσκαλο, χωρίς τίποτα, άρχισα κι έπαιζα. Προχώρησα καλά. Είχα το εκ φύσεως ταλέντο.
Λ.Π: Μπορείτε να θυμηθείτε κανένα τραγούδι απ’ αυτά που έλεγαν εκεί στη γειτονιά σας;
Μπαγιαντέρας: Σ` ένα καφενείο, στη γωνιά του σπιτιού μας, έλεγαν αυτά τα παλιά τα μάγκικα. Αυτό το “Αντιλαλούν δυο φυλακές”, κάτι άλλα.
Λ.Π: Μα είχανε βγει αυτά τα τραγούδια;
Μπαγιαντέρας: Αυτά ήταν παμπάλαια που τα ‘βγαλε ο Μάρκος.
Λ.Π: Δεν είναι του Μάρκου;
Μπαγιαντέρας: Όχι. Αυτά, μην ακούτε,… αυτά είναι όλα παλιές στιχουργίες διαφόρων, ακόμη παλαιοτέρων. Κατάλαβες;
Λ.Π: Μπουζούκι έπαιζαν πολλοί τότε;
Μπαγιαντέρας: Πολλοί λίγοι και όχι τέλεια. Το πρώτο μπουζούκι που βγήκε στον Περαία ήμουν εγώ.
Λ.Π: Και τραγούδια συνθέτατε;
Μπαγιαντέρας: Όχι, όχι. Έπαιζα σκοπούς της εποχής. Δώδεκα χρονώ ήμουνα. Πήγαινα και στο σχολείο. Στο Β` Δημοτικό σχολείο, μετά στο σχολαρχείο, μετά γυμνάσιο.
Λ.Π: Πότε αρχίσατε να παίζετε μπουζούκι; Παίζατε μπαγλαμά.
Μπαγιαντέρας: Ναι. Τον μπαγλαμά δεν τον κράτησα παραπάνω από ένα χρονάκι. Ξανασυνέχισα με το μαντολινάκι μου μέχρι τα 18. Από `κει και πέρα, πήρα ένα βιολάκι. Έπαιξα κάνα δυο χρόνια, το άφησα και αυτό.
Λ.Π: Ήσασταν γεννημένος για μπουζούκι…
Μπαγιαντέρας: Ναι. Από `κει και πέρα, μου ‘φερε ένα μπουζουκάκι ο Πετρόπουλος, που είχε μια ταβέρνα, του το πλήρωσα, άρχισα μόνος μου κι έπαιζα. Μέχρι κλασικά. Ό,τι πεις τα παίζω `δω πάνω.
Λ.Π: Τότε υπήρχαν άλλα μπουζούκια;
Μπαγιαντέρας: Όχι. Μόνο κάτι γυρολόγοι που και αυτοί είχαν σχεδόν εξαφανιστεί.
Λ.Π: Το μπουζούκι ήταν του υποκόσμου. Μήπως και αυτοί ανήκαν στον υπόκοσμο; Μπαγιαντέρας: Όταν λέμε “υπόκοσμος”, πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Υπόκοσμος λέγεται κι ο κλέφτης. Γενικά οι χασισοπότες. Αυτοί ήταν όλοι ντερβισάδες, χασίκλες. Τσιμπούκι πίνανε. Αργιλέ. Δεν ήταν κλέφτες. Άλλοι ήταν ψαράδες, άλλοι αραμπατζήδες μες στο Τελωνείο.
Λ.Π: Που το ξέρετε ότι τραβάγανε χασίσι; Αφού ήταν απαγορευμένο και δεν καπνίζανε μπροστά σας.
Μπαγιαντέρας: Α, εδώ να δεις. Μέσα στα καφενεία, μεταξύ τους, οι ίδιοι μιλάγανε, είχανε την αφέλεια να μιλάνε. Κατάλαβες; Όπως αίφνης εκεί στου Κολιέρου. Και καφές υπήρχε, και βαρελάκια κρασί υπήρχαν, και η γλώσσα λυνότανε… “Χτες πήγαμε και ήπιαμε τα τσιμπούκια μας στου Σειρηνάκι”, φέρ` ειπείν.
Λ.Π: Εσείς, πότε πήγατε για πρώτη φορά σε τεκέ, για να μας τον περιγράψετε;
Μπαγιαντέρας: Να σας πω. Κάποιο βράδυ, κάποιος άλλος, ο οποίος κι αυτός έπαιζε λίγο μπουζουκάκι, Ιωάννης Μιχαλαρέας το όνομά του, μου λέει “γίνεται μια εορτούλα σ’ ένα μαγαζί του Μίχαλου”, χωρίς να μου πει ότι είναι τεκές και τέτοια. Εγώ όμως είχα ακουστά. Λέω “ξέρω, ξέρω που θες να με πας”. Τέλος με πήγε λοιπόν και λέει “θα ‘ρθει κι ο διοικητής της Ασφάλειας”. Ο Νίκος Τσαγκλής. “Θα παίξεις και θα μας πάρουν φωτογραφίες”. “Α, πα, πα, δεν έρχομαι” του λέω. Με παρακαλέσανε λοιπόν και πήγα, έπαιξα τρία-τέσσερα τραγουδάκια έτσι κι έφυγα. Εκεί είδα το περιβάλλον, πως γίνεται, πως σερβίρεται ο αργιλές.
Λ.Π: Πως ήτανε; Κάντε μου μια περιγραφή. Ήταν ένα δωμάτιο ο τεκές;
Μπαγιαντέρας: Μια σάλα να πει κανείς. Άνοιγε μια πόρτα κι από ένα άλλο διαμέρισμα ερχότανε κάποιος με μία καρύδα, αυτές τις ινδιάνικες. Με το καλάμι της να πούμε, αργιλές, από πάνω ο λουλάς, τουμπεκί μέσα (ο καπνός, τα φύλλα), το χασίσι και σ` το ‘φερνε και στο σερβίριζε.
Λ.Π: Κι ο καθένας τράβαγε από μία; Βόλτα; Δηλαδή, η περιγραφή που κάνει ο Τσιτσάνης: “και βόλτα φέρνει ο αργιλές…”;
Μπαγιαντέρας: Αυτός κατά φαντασίαν και κατά ερωτήματα, όπως ρωτάτε και εσείς, τα ‘χει δει. Εγώ τα ‘χω ζήσει στην πραγματικότητα.
Λ.Π: Πάντως έτσι είναι, όπως τα λέει το τραγούδι.
Μπαγιαντέρας: Ναι. Έχει έναν ταμπή. Ταμπής, όπως είναι στους καφέδες. Αυτός έφτιαχνε τους αργιλέδες. Έπαιρνε το καρύδι, το άναβε… Ξέρεις, τη φλούδα του καρυδιού, την κάνανε φωτιές. Την έβαζε απάνω κι ερχότανε κοντά σου και σου ‘λεγε “ορίστε κύριε, τράβα”. Έβαζες στο στόμα σου τον αργιλέ… Άλλοι είχανε, που ήτανε πιο ντερβισάδες να πούμε, “χάντρα”. Πως είναι οι αργιλέδες οι σπιτίσιοι, που έχουνε μπροστά ένα κοκαλάκι… Το βγάζουνε απ` την τσέπη και το βάζουνε άλλος για το στόμα του, άλλος έτσι. Πατ, το έβαζε μπροστά λοιπόν και τράβαγε. Την ώρα που τελείωνε έπαιρνε τη “χάντρα”. Αν ήθελε έπαιρνε μακροβούτι, να αδειάσει τον αργιλέ. Να μην μείνει τίποτα.
Λ.Π: Κι εκεί πόσα πλήρωνε;
Μπαγιαντέρας: Ένας τα πλήρωνε. Αυτός που θα έκανε την παραγγελιά. Αν ήθελε κέρναγε. Αν ήθελε ατομικά να τον πιει τον αργιλέ μόνος του, αλλά…Όπως και το κρασί δεν μπορείς να το φχαριστηθείς μόνος σου, έτσι και οι χασισοπόται εκείνη την εποχή – και τώρα ακόμα, που δεν υπάρχουν βέβαια πια, έχει ενταθεί η δίωξή τους τόσο πολύ που δεν υπάρχουν πια… Μέχρι την εποχή αυτή είχε δέκα δραχμές ο αργιλές.
Λ.Π: Η Αστυνομία δεν έμπαινε μέσα να τους πιάσει;
Μπαγιαντέρας: Και βέβαια έκανε μπλόκα. Κάθε τόσο. Τους τσακώνανε, τρώγανε τρεις μέρες κράτηση και δρόμο. Μόνο τόσο διότι εκείνη την εποχή δεν είχε νομοθεσία της δίωξης λαθρεμπορίας και ξέρω ‘γω τι.
Λ.Π: Υπήρχε και κάποιος που έπαιζε μπουζούκι εκεί;
Μπαγιαντέρας: Εκεί πάντα υπήρχε κα ‘νας μπαγλαμάς, κα ‘να μπαλάκι κρεμασμένο, κα ‘νας παλιός φωνόγραφος, κι εκεί που τους έβλεπες να ‘ναι σε βαριά μέθη, αναλόγως να πούμε, που μαστουριάζανε να το πούμε έτσι, γινότανε και κα ‘να μπλόκο, τους αρπάζανε. Αν ήταν εκεί μέσα κανένας που έπαιζε μπουζούκι, διασκέδαζε όλους τους άλλους.
Λ.Π: Εσείς μαθαίνεται καλό μπουζούκι γύρω στο 1923. Αρχίζετε και να συνθέτετε κιόλας;
Μπαγιαντέρας: Όχι. Συνθέσεις άρχισα το 1937, γιατί είχα άλλη απασχόληση. Είχα πτυχίο ηλεκτριστού είπαμε. Ερασιτεχνικά, όχι μόνο το μπουζούκι αλλά και την κιθάρα.
Λ.Π: Επαγγελματίες δεν υπήρχαν τότε;
Μπαγιαντέρας: Μπουζουκιού; Όχι ,κανένας. Ο πρώτος που βγήκε ήταν ο Μάρκος. Αυτός βγήκε πριν από μένα και ο οποίος χρωμάτισε και όλους τους τεκέδες με το πρώτο του τραγούδι. Έγραψε ένα τραγούδι και υπόδειξε , να πούμε, τις τοποθεσίες που υπήρχανε τεκέδες κι από τότε…τους κυνηγούσε η αστυνομία. Γιατί το πρώτο του τραγούδι έλεγε “Χαρμάνης είμαι απ` το πρωί”, δηλαδή ξεμαστουρωμένος, “και πάω να φουμάρω. Μες στον τεκέ του Μίχαλου που` χει το σύρμα μαύρο”. Βγήκανε οι πλάκες αυτές στην κυκλοφορία, ακούει η Αστυνομία “στου Μίχαλου πάω να φουμάρω”, ποιος είναι ο Μίχαλος, που είν` ο Μίχαλος, βγήκε το άντρο του στην επιφάνεια. Αλλά δεν έλεγε στα τραγούδια του μόνο του Μίχαλου, έλεγε κι άλλους. Αυτά όλα έγιναν το `34-`35, ένα-δυο χρόνια πριν από μένα βγήκε.
Λ.Π: Βγαίνανε τότε δίσκοι με ρεμπέτικα τραγούδια;
Μπαγιαντέρας: Βγαίνανε, αλλά όχι με μπουζούκια. Σαντούρια, κιθάρες, βιολιά και τέτοια, δημοτικά τραγούδια με κλαρίνα και τέτοια. Ο Μάρκος είναι ο πρώτος που έβαλε μπουζούκι στα ρεμπέτικα.
Λ.Π: Εσείς έχετε γράψει ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια.
Μπαγιαντέρας: Δεν έχει καμιά σημασία. Ο Μάρκος έβγαλε δίσκο. Όταν έμπαινα εγώ στα κεντράκια αυτά που πήγαινε κι αυτός, καμιά φορά, κι έπιανα το μπουζούκι στα χέρια, αυτόνε τόνε πιάνανε τρεμούλες. Δεν είχε την τέχνη και την ευχέρεια στο μπουζούκι που είχα εγώ και μου έλεγε “για δεν πα` να βγάλεις…”. Ώσπου ήρθε ο Στράτος, ο συχωρεμένος ο Στράτος αν έχεις ακουστά, το `37. Ήρθε λοιπόν και με βρήκε στο Χατζηκυριάκειο και μου λέει: “Έρχεσαι να πάμε ένα τουρνέ στη Θεσσαλονίκη;”. “Να κάνουμε τι;”. “Ρε Στράτο, εγώ δεν ξέρω τι…”. “Αυτά που ξέρεις” μου λέει, “θα πάρεις τόσο μεροκάματο” – μου όρισε ένα μεροκάματο μεγάλο, 300 δραχμές, 250, δεν θυμάμαι, ενώ ως ηλεκτρολόγος έπαιρνα 100 φράγκα στην Εταιρεία Λιπασμάτων. Μπορούσα να μην πάω; “Έρχομαι” του λέω. “Θα σου δώσω…”. Α, κι ο Μάρκος ο συχωρεμένος μαζί. “Έρχομαι” του λέω.
Λ.Π: Ο Δελιάς;
Μπαγιαντέρας: Ο Δελιάς είν` ένας Σμυρνιός. Τώρα που τον θυμηθήκατε κι αυτόν; Τ` Ανεστάκι λεγόμενο. Πολύ καλό μπουζουκάκι και γλυκοδάχτυλο, ο πατέρας του έπαιζε τσέμπαλο, απ` τη Σμύρνη, κι όταν ήρθε εδώ παραστράτησε, έγινε πρεζάκιας και ξεψύχησε πρεζάκιας. Ερωτεύθηκε μια γυναίκα, η οποία τον έριξε στην πρέζα, στην ηρωίνη. Πέθανε πολύ νέος και ήταν ομορφάντρας. Κι έχει γράψει και κάτι τραγούδια… “Απ` τον καιρό πού έμαθα την πρέζα να φουμάρω”, “Τον ξέρεται μωρέ παιδιά, τον Νίκο τον τρελάκια”, ένα ζεϊμπέκικο, και κα ‘να δυο άλλα τραγουδάκια.
Λ.Π: Εν τέλει πήγατε στην Θεσσαλονίκη;
Μπαγιαντέρας: Πήγαμε για ένα δίμηνο. Το 1937. Γυρίζοντας έριξα και τον πρώτο μου δίσκο. Στην ορχήστρα υπήρχαν ένα μπουζούκι, εγώ, μια κιθάρα και δυο μπαγλαμάδες. Ο Μπάτης και ο Στράτος ήταν μπαγλαμάδες, δεν ‘ξέραν οι άνθρωποι. Κατάλαβες; Λέγαμε τραγούδια του Τούντα, ενανού παλιού, του Σκαρβέλη…
Λ.Π: Πείτε μου κανένα τραγούδι.
Μπαγιαντέρας: Που να θυμάμαι… Να, Σκαρβέλης “Τι σου λέει η μάνα σου για μένα”. Και ο Τούντας είχε γράψει εκείνη την εποχή ορισμένα τραγούδια, και επειδή ούτε ο Μάρκος είχε ευρύνει τον κύκλο του σε τραγούδια να πούμε της προκοπής, για να μπορεί κανείς να τα πει δημοσία, δεν μπορούσε να λέει όλο χασικλίδικα πάνω στο πάλκο… Φυλαγόμουνα, όταν είχε βγάλει μια σειρά έπειτα από δυο χρόνια που βγήκα εγώ, να παίζω αίφνης τα τραγούδια, τη “Φραγκοσυριανή” μάλιστα, άλλα τραγουδάκια του Μάρκου, να πούμε, που ήτανε λίγο πιο σεμνά και πιο ξέρω ‘γω τι. Κάτι ζεϊμπεκάκια έτσι όμορφα του Μάρκου επίσης τα παρουσίαζα. Άμα ήτανε βαριά και τέτοια, απόφευγα.
Λ.Π: Όλοι αυτοί ήταν μεγαλύτεροι από σας;
Μπαγιαντέρας: Βέβαια μεγαλύτεροι. Και πιο πεπειραμένοι από τέχνη. Όχι ο Μπάτης, μόνο ο Σκαρβέλης. Ο Μπάτης ήταν ένας απλός άνθρωπος που βάσταγε ένα οργανάκι και δεν ήξερε ούτε να παίξει ούτε τίποτα. Το ακομπανιάριζε μόνο. Ο Τούντας έπαιζε μαντολίνο και ήτανε και καλός συνθέτης. Ούτε κατά σύγκριση να τον βάλεις, να τον προσεγγίσεις με τους άλλους… Είχε χτυπήσει δίσκους πρωτύτερα από τον Μάρκο. Όχι με μπουζούκια. Μετά επειδή πιαστήκανε το μπουζούκι του Μάρκου και το δικό μου, άμα γράφανε κα ‘να τραγουδάκι μας το δίνανε από τα μαντολίνα τους, μας το μαθαίνανε στο μπουζούκι και το παίζαμε. Φερ` ειπείν ο Τούντας: “Είν` ευτυχής ο άνθρωπος π` αγάπη δεν γνωρίζει, και με κοπέλες όμορφες το νου του δεν σκοτίζει”. Δάσκαλος καλός και στην πένα και συγγραφεύς καλός. Έγραφε κι ο ίδιος στίχους, κατάλαβες;
Λ.Π: Πότε θυμάστε να πρωτοεμφανίστηκαν λαϊκές ορχήστρες στον Πειραιά;
Μπαγιαντέρας: Από την εποχή του Μάρκου και μετά :`34, `35, `37. Εγώ δεν έπαιξα σε καμιά απ’ αυτές. Έπαιζαν ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Μπάτης, ο Δελιάς, καμιά γυναίκα εκείνης της εποχής- η Δήμητρα, η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπατζή, που πέθανε και αυτή.
Λ.Π: Γιατί γράφατε για τεκέδες; ήταν της μόδας;
Μπαγιαντέρας: Ήτανε η εποχή τέτοια. Ήτανε πολύς κόσμος, ρεμπετόκοσμος, που τραβιότανε μ` αυτό κι έπρεπε να πιαστούμε πάνω σ` αυτούς. Αυτοί να μας αναδείξουνε.
Λ.Π: Ο Μάρκος έγραφε εκείνη την εποχή;
Μπαγιαντέρας: Βέβαια. Ο Μάρκος είχε κάνει το σάλτο από `κει (Κολούμπια), μόλις παρουσιάστηκα εγώ, και πήγε στην Οντεόν, απέναντι. Εγώ εκεί πήγα με μια συστατική επιστολή, για να είμαι ειλικρινής, γιατί δεν με προσέξανε εμπορικώς, πριν. Έχω ένα φίλο ο οποίος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, Μανώλης Πρωτοψάλτης. Εκεί λοιπόν είχε έναν υφιστάμενο. “Έλα πάνω” μου λέει μια μέρα. Πήγα στην Ακαδημία, εκεί έμενε. Μου ‘δωσε μια συστατική επιστολή. Προς τον κ. Φαλτάϊτς. Ήταν ένας τσιγγάνος ο οποίος ήταν επί της διαλογής των μουσικών τεμαχίων μες τον Λαμπρόπουλο. Και πρωτόγραψα τον πρώτο δίσκο. Μετά λοιπόν ο κ. Φαλτάϊτς άρχισε: “κάτι πιο ωραίο, πιο πεταχτό”, “άστα αυτά” μου λέει, “γράφει ο Μάρκος τέτοια είδη”. Γράφω λοιπόν “Αποβραδίς ξεκίνησα” μαζί με το ζευγαράκι του τρία χρόνια μετά. Τα λόγια τα έγραψα μόνος μου.
Λ.Π: Στους άλλους ποιοι τα γράφανε; Στον Μάρκο;
Μπαγιαντέρας: Ο Μάρκος; Πότε λέει ότι τα ‘γραφε μόνος του. Ορισμένα έγραφε μόνος του. Τα περισσότερα είχα ακούσει ότι κάποιος του τα ‘δινε και διάφοροι μάγκες, να πούμε, τα ταιριάζανε και του τα κάνανε πάσα.
Λ.Π: Έχετε γράψει κι `ένα τραγούδι που θεωρείται κλασικό ελληνικό: “Ξεκινάει μια ψαροπούλα”. Πότε το γράψατε αυτό;
Μπαγιαντέρας: Ένα μήνα μετά την απελευθέρωση, στο κέντρο του Χειλά, την “Τριάνα”.
3. Συνέντευξη του Μπαγιαντέρα στον Κώστα Χατζηδουλή-«Ρακοσυλλέκτη»:
…«Το πρωί ξεκίναγα μόνος, τυφλός με το μπαστούνι για τα διάφορα συσσίτια κι όπου μοίραζαν γάλα για τα παιδιά. Με γνώριζαν απ’ τα τραγούδια μου, ήμουν και τυφλός και με συμπονούσαν, δεν ήμουν κι’ εγωιστής, έπρεπε να αγωνιστώ για να  ζήσουμε κι’ έτσι έκανα. Μεγάλος μουσικός ο φουκαράς ο Αττίκ και πέθανε τότε από την πείνα και τη δυστυχία.
»Ήταν μια  κυρία τότε εκεί προϊσταμένη στις διανομές που με συμπονούσε πάρα πολύ. Με γνώριζε καλά από τα τραγούδια μου και της άρεσα σαν μουσικός και με βοηθούσε. Κάθε μέρα πήγαινα και μου γέμιζε ταγάρια ολόκληρα με τρόφιμα και γά-λατα. Κάθε μέρα γινόταν αυτό, ενώ το βράδυ γύριζα στα ταβερνάκια και με τα λεφτά συμπλήρωνα τις ανάγκες μου.
Η γυναίκα αυτή μου έδινε θάρρος και μου ‘λεγε “κάνε υπομονή και εμείς θα σε βοηθούμε”. Κι’ έτσι γινόταν… Καλή της ώρα αν ζει.
»Έτσι ξεπέρασα τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής. Σποραδικά όμως πήγαινα σε μα-γαζιά και δούλευα με συγκροτήματα. Όπως σ’ ένα μαγαζί στον Προφήτη Δανιήλ και αργότερα στο μαγαζί του Νότη του Αγύρτη, όπως τον έλεγαν. Από τα μαγαζιά αυτά  πέρασε και ο Μανώλης ο Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης και άλλοι.
Στου Νότη ήταν και ο Κορίνθιος και κάποιος άλλος –που δε χρειάζεται να πω το όνο-μά του, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο –ο οποίος ήταν  Εβραίος κι έπαιζε ακορντεόν.
Όλοι ξέρουμε τι γινόταν τότε με τους Εβραίους στην περίοδο της Κατοχής. Οι Γερ-μανοί τους γύρευαν όλους, τους κυνηγούσαν με τόσο μίσος, κι όταν τους έπιαναν ή τους έστελναν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή τους σκότωναν. Ο ακορντεονίστας  αυτός που ήταν από τα πιο καλά παιδιά, έκρυβε ότι ήταν Εβραίος. Μόνο εμείς λίγοι  άνθρωποι, συνάδελφοί του γνωρίζαμε την καταγωγή του, κι εμείς τον κρύβαμε, κα-νείς δεν το έμαθε.
»Μετά την Κατοχή το πρώτο μαγαζί που δούλεψα,  ήταν του Χειλά, η θρυλική “Τρι-άννα”, στη λεωφόρο Συγγρού. Στο μαγαζί αυτό δούλεψα ένα χρόνο συνέχεια. Στην “Τριάννα” είχα τότε μαζί μου μπουζούκι τον Σπύρο Ευσταθίου, τον αδελφό του Μήτ-σου, αυτόν που τον λέγαμε  χαϊδευτικά  «μπουμπούνα». Καλά παλικάρια και  οι δυο τους.
Μέσα εκεί έγραψα  το “Ξεκινάει μια ψαροπούλα”, που το  τραγούδησε ο Στελλάκης  Περπινιάδης. Και σ’ αυτό νομίζω παίζει μπουζούκι ο Τσιτσάνης. Σιγόντο έκανε στο Στελλάκη μια καλή ρεμπέτισσα τραγουδίστρια, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Αυτό το τραγούδι είχε γκραν επιτυχία.  Άλλωστε το τραγούδησε, είπαμε, ο Στελλάκης.
Λίγο μετά έγινε δίσκος και η “Όμορφη Πειραιώτισσα”. Κι  αυτό είχε μεγάλη επιτυ-χία. Αυτό το τραγούδι το είχα γραμμένο, στίχους και μουσική, από προπολεμικά, από 1938-39, όταν έγραψα το “Zούσα μοναχός”, το “Μαγεμένο” και το “Χατζηκυριά-κειο”…».


www.rebetiko.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου