Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Λουκάς Νταράλας (1927-1977)

Ο  Στελάκης, ο Νταράλας, ο Σελασίδης και πίσω ο ακορντεονίστας Μητσάρας (1950)

Αναδημοσίευση από okosmosodikosmou.blogspot.gr
Ο κορυφαίος λαϊκός τραγουδιστής και εξαιρετικός μπουζουξής Λουκάς Νταράλας (1927-1977) έζησε πάντα  ως αυθεντικός ρεμπέτης, περιπλανώμενος και ελεύθερος.
 Ήταν γιός του δεξιοτέχνη του βιολιού Χρήστου Νταράλα (1880-1942) απο την Καρδίτσα, (τον οποίον συναντάμε στον δίσκο 78 στροφών της Columbia, με κωδικό D.G. 6062, που ηχογραφήθηκε το 1935. Εκεί ο Νίκος Καρακώστας (κλαρίνο) και ο Xρήστος Νταράλας (βιολί) , παίζουν τα οργανικά: „Σβαρνιάρα“ και „Πέρα στον πέρα μαχαλά"). 
Παιδιά του ο Γιώργος (Νταλάρας), η Ελένη, ο Χρήστος (πέθανε το 2010) και η Σόνια.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 40 έως και τα τέλη της δεκαετίας του 50 έπαιξε μουσική δίπλα σε μεγάλα ονόματα της ρεμπέτικης αλλά και λαϊκής μουσικής όπως ο Μάρκος, ο Τσαουσάκης, ο Στελλάκης, και το δίδυμο Καζαντζίδη - Μαρινέλλας. 

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Ηρώδειο 3 Οκτωβρίου 2014: Μια μουσική παράσταση – αφιέρωμα στον Μάριο Τόκα, 6 χρόνια μετά το θάνατό του.

AFISA-TELIKO1-copy

Ανάρτηση από mariostokas.gr
Μια μουσική παράσταση – αφιέρωμα στον Μάριο Τόκα, 6 χρόνια μετά το θάνατό του.

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Ωδείο Ηρώδου Αττικού

Τραγουδούν

ΓΛΥΚΕΡΙΑ
Γιάννης ΚΟΤΣΙΡΑΣ
Μίλτος ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ
Δώρος Δημοσθένους
Δήμητρα Σταθοπούλου

Τιμητική Συμμετοχή
Γιώργος ΝΤΑΛΑΡΑΣ

Αφήγηση: Στέλιος ΜΑΪΝΑΣ

Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας) Ο υμνητής του Έρωτα και της Εθνικής Αντίστασης

http://cdn.sansimera.gr/media/photos/main/Dimitris_Gkogkos.jpg
ΦΩΤΟ: www.sansimera.gr
Μια πολλή καλή ανάρτηση για τον Μπαγιαντέρα από τον κύριο Πάπιστα στο  rebetiko.gr/news/papistas/mpagianteras
Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας είναι γεννημένος στον εργατικό Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, το 1903, από πολυμελέστατη οικογένεια αλλά ευκατάστατη (ήταν 22 αδέλφια και αυτός το τελευταίο της παιδί). Είχανε κτήματα στο Καραπολίτι  του Πόρου. Ο πατέρας του, ο Γιάννης Γκόγκος, ήταν μόνιμος υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος.
Πιτσιρικάς είχε έφεση στα γράμματα. Τελείωσε το τότε τεταρτάξιο Γυμνάσιο και σπούδασε ηλεκτρολόγος σε μια τεχνική σχολή του Πειραιά, αλλά –όπως λένε οι πληροφορίες– ποτέ δεν εξάσκησε αυτό το επάγγελμα (λόγω του ατίθασου χαρακτήρα που είχε, τις παράνομες δουλειές του ποδαριού έκανε με λαθραία και την ενασχόλησή του με τη γυμναστική και την πάλη). Κατά δήλωση όμως δική του (βλέπε παρακάτω), δούλευε ως «Ηλεκτριστής» (ηλεκτρολόγος) –σ.σ.: έστω και περιστασιακά– στο εργοστάσιο λιπασμάτων της Δραπετσώνας. Ο πατέρας του, βέβαια, είχε αντιρρήσεις για τις επιλογές του γιου του, γιατί τον προόριζε  για το Λιμενικό Σώμα και δεν ήθελε να τον δει μπουζουξή.
Με τη μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρός. Στην αρχή έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα μέχρι το 1920 και μετά βιολί και τέλος, από το 1924, άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και μπαγλαμά. Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα», του Εριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Από τότε γίνεται γνωστός με το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας». Συνεπώς, την ίδια εποχή, άρχισε να ασχολείται με τους μπουζουκομπαγλαμάδες, τη σύνθεση και το ρεμπέτικο τραγούδι.
Από το 1930 αρχίζει και τριγυρνά στα γνωστά στέκια του Πειραιά, παίζοντας μπουζούκι και μπαγλαμά, συντροφιά με τον νεώτερό του Στέλιο Κερομύτη και συμμετέχοντας ενεργά πλέον στη μεγάλη παρέα του ρεμπέτικου τραγουδιού, που έμελλε να εξελιχθεί στα επόμενα χρόνια στην «Πειραιώτικη Κομπανία».

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Οι φυλακές της "Παλιάς Στρατώνας" ή του "Παλαιού Στρατώνα", στο Μοναστηράκι

Αναδημοσίευση από rebetcafe.blogspot.gr Σε αρκετά προφίλ στο facebook υπάρχουν φωτογραφίες και αναφορές για την παλιά Αθήνα και μέσα σ' αυτές και για τις φυλακές της ΠΑΛΙΑΣ ΣΤΡΑΤΩΝΑΣ που γίνεται αναφορά σε πολλά ρεμπέτικα, διηγήσεις και αναφορές από τους "ρεμπετολόγους" και ερευνητές, ως ο κατ' εξοχήν χώρος που δημιουργήθηκε το ρεμπέτικο στις δεκαετίες 1900-10 και 1910-20.
Η δημιουργία αυτή έχει να κάνει με τη συμβίωση στις φυλακές των κουτσαβάκηδων, των ληστών της υπαίθρου και άλλων παράνομων τύπων, όπου με τα αυτοσχέδια μπουζουκάκια και μπαγλαμαδάκια πλέκοντας παραδοσιακούς στίχους, πάνω σε μικρασιάτικους επί το πλείστον χαβάδες που άκουγαν από τα μικρασιάτικα συγκροτήματα των καφε-αμάν και με χρησιμοποίηση της κουτσαβάκικης και ύστερα της μάγκικης αργκό, έφτιαξαν το νέο αυτό είδος!!
Ειδικά στο προφίλ Η ΑΘΗΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ υπάρχουν πολλά και διαφωτιστικά στοιχεία όπως το παρακάτω:

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ, ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ

Πηγή ανάρτησης Ρεμπέτικες Διαδρομές
Πολλοί από τους κορυφαίους των λυρικών, ιδιαίτερα ο Αρχίλοχος και ο Ιππώναξ, επινόησαν και οπωσδήποτε υιοθέτησαν από την λαϊκή παράδοση μέτρα «ανόμοια», «ασυνάρτητα», και «κουτσά», που ασφαλώς μας φέρνουν σε ορισμένους χορούς του Αιγαίου, πανελλήνιους σήμερα, έτσι και οι ρεμπέτες προτίμησαν τους επιζώντες πολύπλοκους αυτούς ρυθμούς που εκφράζουν και αναδεικνύουν την ατομικότητα και μάλιστα – στην περίπτωση των πέντε ειδών του ζεϊμπέκικου – τη μοναδικότητα του κάθε ορχηστή, ακόμη και του κάθε ακροατή.

Όπως είναι εύλογο σ’ οιονδήποτε ασκήθηκε ποτέ στην εκ του σύνεγγυς σώμα με σώμα αναμέτρηση – από τον έρωτα ως την ξιφασκία – οι αιφνιδιαστικοί εκείνοι ρυθμοί πρέπει να προέκυψαν στην αρχαιότητα από την οπλομαχία. Οι Έλληνες συνέδεαν τον πόλεμο με την όρχηση και ο Αθήναιος μαρτυρεί ότι οι καλύτεροι στη μάχη είναι οι καλύτεροι στους χορούς. Να όμως που και σήμερα ο Ζεϊμπέκικος παρελήφθη – αν αληθεύει – από τους οπλομάχους ζεϊμπέκηδες.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Ρεμπετιέν ..Είναι νέοι και ρεμπέτες (Βίντεο)


Αναδημοσίευση από: www.pathfinder.gr
Μεσημέρι Κυριακής στα νοτιοανατολικά της Πελοποννήσου, και τρεις νέοι μουσικοί μεταφέρουν τις παρέες που έχουν μαζευτεί στο μαγαζί σε αλλοτινές εποχές, με τους σκοπούς τους, με μοναδικές ερμηνείες ρεμπέτικων τραγουδιών και αυτοσχέδια τερτίπια. 

Οι “Ρεμπετιέν” μας αποκαλύπτονται.
Ο Γιάννης, ο Κωστής και ο Θοδωρής είναι τρεις νέοι που αγαπούν τα ρεμπέτικα και το δείχνουν από την κίνηση, το πάθος και την εκφραστικότητα που έχουν όταν παίζουν και τραγουδούν μπροστά στο κοινό τους. Βρεθήκαμε τυχαία σε ένα από τα παραθαλάσσια ταβερνάκια της Λακωνίας που εμφανίζονται αυτό το καλοκαίρι και από το πρώτο άκουσμα τους ξεχωρίσαμε. Σε ένα οικείο κλίμα, το βιολί, η κιθάρα και το μπουζούκι ενώθηκαν για να αποδείξουν πως σαν το ρεμπέτικο τραγούδι δεν έχει.
Στην Αθήνα, η ορχήστρα τους αποτελείται από άλλα δύο μέλη, πλην του Θοδωρή, και ονομάζεται “Rebetien”. Πρόκειται για τέσσερις μουσικούς που ερμηνεύουν με την ψυχή τους τραγούδια και σκοπούς από το ρεπερτόριο του ρεμπέτικου και της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, αλλά και νέες δικές τους συνθέσεις. Χαρακτηριστικό στοιχείο του ήχου του συγκροτήματος αποτελεί το νοσταλγικό χρώμα της εποχής του γραμμοφώνου, σε διακριτικό συνδυασμό ενίοτε, με αλλογενείς μουσικές γεύσεις από ένα κράμα παραδόσεων της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων.
Εκείνο που προκαλεί εντύπωση από τα πρώτα κιόλας, τραγούδια είναι ο φυσικός, ακουστικός ήχος των οργάνων, ο συνδυασμός των οποίων παραπέμπει με έναν τρόπο σε σμυρνέικη ορχήστρα του μεσοπολέμου, καθώς επίσης στον πειραματισμό και στη σύνθεση ενός δικού τους ηχητικού και ενορχηστρωτικού ύφους. Οι τεχνοτροπίες και το φάσμα του ρεπερτορίου τους αποκτούν μεγάλες διαστάσεις όταν παίρνουν τα τρία "μαγικά" μουσικά όργανα στα χέρια τους.

Η ταπείνωση του Μάρκου Βαμβακάρη. Η περίοδος που αναγκάστηκε να βγει στη «ζητιανιά»...


 
Πηγή ανάρτησης   www.mixanitouxronou.gr
Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ο Μάρκος Βαμβακάρης βρισκόταν στο ψηλότερο σκαλί του ρεμπέτικου. 
Η συνεργασία του με τον Παπαϊωάννου στην ταβέρνα του Καλαματιανού, γνώριζε μεγάλη επιτυχία. Οι δίσκοι του γίνονταν ανάρπαστοι. Λίγα χρόνια μετά όμως, το 1954, ο Μάρκος αρρώστησε. 

Η παραμορφωτική αρθρίτιδα, που χτύπησε τον δάσκαλο του ρεμπέτικου, ήταν μοιραία. Λόγω της ασθένειας, δεν μπορούσε να παίξει με δεξιοτεχνία μπουζούκι και σιγά- σιγά, όσοι μιλούσαν γι’ αυτόν με θαυμασμό, άρχισαν να τον ξεχνούν. 

Οι εταιρίες του γύρισαν την πλάτη, καθώς το ρεμπέτικο είχε αρχίσει να δίνει τη θέση του στο λαϊκό τραγούδι....

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Στα μέρη που χτυπούσε η καρδιά του Πειραιά και του ρεμπέτικου

 
Αναδημοσίευση από: peiraiotika.gr
Στα συνοικιακά καφενεία, τα καταγώγια και τους τεκέδες του Πειραιά χτυπούσε τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η καρδιά του ρεμπέτικου.
Αφηγείται ο Νίκος Μάθεσης:
Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος…. Παράγκες, τεκέδες, εμπόριο ναρκωτικών στο φόρτε, μπουρδέλα, αγαπητικοί, κακοποιοί, λαθρέμποροι, μάγκες, νταήδες, μπερμπάντηδες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, μαχαιροβγάλτες, σκυλόμαγκες, ντερβισόπαιδα, αποφάγια μάγκες…. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Γύφτικα, στο Χατζηκυρειάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. …, σε κάθε καταγώγιο και σε κάθε καφενείο έπρεπε να είναι κρεμασμένα 3-4 μπουζούκια και μπαγλαμάδες για το σκυλολόι (πελάτες) που εσύχναζαν μέσα, όχι όμως στα κεντρικά, μόνον στα συνοικιακά.
Διότι για να είχες τότε καφενείο, έπρεπε να ήσουν μούτρο, δηλαδή να ήσουν του κουρμπετιού και να είχες εγκληματίσει απαραιτήτως. Σε αυτά τα καφενεία, δε σταματούσε μέρα-νύχτα το μπουζούκι από τους κοπρόμαγκες και τους γνήσιους μάγκες.

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Πέθανε ο Αντώνης Βαρδής - Θρήνος στο ελληνικό τραγούδι

Έφυγε από τη ζωή ο Αντώνης Βαρδής, ύστερα από άνιση μάχη με τον καρκίνο. Τους δύο τελευταίους μήνες ο μουσικοσυνθέτης νοσηλευόταν στο νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ της Αθήνας, όπου σύμφωνα με ανακοίνωση του Ιδρύματος, απεβίωσε τα ξημερώματα.
 
Ο Αντώνης Βαρδής γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου του 1948, στο Μοσχάτο στην οδό Κανάρι. Σε ηλικία έξι ετών γνώρισε τον Τσιτσάνη, τον Παπαιωάνου, τον Ζαμπέτα και την Ρένα Ντάλια στο " Φαληρικό" όπου και τραγούδησε για πρώτη φορά.

Για βιοποριστικούς λόγους το 1954 δούλεψε δίπλα στον συνθέτη και δεξιοτέχνη στο μπουζούκι Μανώλη Χιώτη, στη "Γωνιά της Αθήνας" στην Πλάκα. Εργάστηκε σε ψιλικατζίδικο, χρωματοπωλείο, βενζινάδικο, σε οικοδομή σαν βοηθός υδραυλικού και ως ναυτικός.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Το βαπόρι από την Περσία πιάστηκε στην Κορινθία, η πραγματική ιστορία…

http://www.thetoc.gr/images/articles/1/article_54099/to-bapori-ap-tin-persia-piastike-san-simera-to-1977.w_l.jpg
Στις 7 Ιανουαρίου 1977 οι εφημερίδες είχαν βρει την ιστορία που θα τους έδινε ένα θελκτικό πρωτοσέλιδο. Την επομένη κυκλοφόρησαν με τεράστιους τίτλους που συγκλόνισαν το αναγνωστικό κοινό και την ελληνική κοινωνία.
Στα Ίσθμια της Κορίνθου οι λιμενικές αρχές ελέγχουν ένα υπό κυπριακή σημαία καράβι με την ονομασία M/S (μότορ-σιπ) Γκλόρια, το οποίο είχε ξεκινήσει από το Λίβανο έχοντας δηλώσει ότι μεταφέρει κεντήματα.

(Το βαπόρι απ’τη Περσία
πιάστηκε στην Κορινθία)

Ο έλεγχος αποκαλύπτει ότι κάτω απ’τα κεντήματα υπήρχαν 11 τόνοι χασίς, εξαιρετικής μάλιστα ποιότητας, όπως αναφέρουν τα ρεπορτάζ της εποχής.
“Το χασίς, σε τρεις ποιότητες, συσκευασμένο σε πλάκες του ενός κιλού (…) και χαρακτηριστικά της ποιότητος ‘ελεγκάν’, ‘πιούαρ’ και κοιονό. Το φορτίο ήταν στην πλώρη κανονικά με διάταξη αισθητική και σε εμφάνιση άριστη” αναφέρει το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας “Μακεδονία” στις 8/1/1977.