Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Τα ρεμπέτικα της βιοπάλης

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhG3swA3FPfKL0yRKlhr5SRP9HjdoVZzaNqr3jLhSDScO4uvV71w8OdF89zw-FFQThO8nZ6hsawaiJC5MOfXhuRjn6XCKvV-ZQLveOjlant6zw6mpChe_HdKNrrMn29PZwdHYunXoMPV48/s1600/%CF%86%CE%AF%CE%BB%CE%BF%CE%B9+%CF%81%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85+%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%BF+%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%BF+%CE%B7%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CF%85.jpg

Αναδημοσίευση από peiraiotika.gr
Μια από τις κύριες διαφορές του ρεμπέτικου από το σύγχρονο «λαϊκό» τραγούδι είναι και η πηγή της έμπνευσης του δημιουργού. 
Το ρεμπέτικο αντλεί τη θεματολογία του σε μεγάλο βαθμό από την καθημερινότητα, «φωτογραφίζοντας» το κοινωνικό περιβάλλον των δημιουργών του. Η ηθογραφική αυτή διάστασή του το καθιστά θαυμάσια πηγή σκιαγράφησης της κοινωνικής πραγματικότητας στη χώρα μας την περίοδο που αυτό ακμάζει, δηλαδή κατά το δεύτερο τέταρτο του εικοστού αιώνα.

Ο ρεμπέτης δημιουργός περιγράφει πρώτα απ’ όλα αυτό που ζει κάθε μέρα στους χώρους που κινείται.
Ήρωες λοιπόν των τραγουδιών γίνονται οι άνθρωποι που τον τριγυρίζουν και ένας πρώτος άξονας περιγραφής είναι η επαγγελματική τους δραστηριότητα.
Ο χασάπης, ο μανάβης, ο λούστρος, ο τσαγκάρης, ο αμαξάς, ο κουρέας, ο ψαράς, ο ταβερνιάρης, ο καστανάς και οι λοιποί μεροκαματιάρηδες αποκτούν τη θέση τους στο πάνθεον της λαϊκής τέχνης και αποκτούν τραγούδια αφιερωμένα στα επαγγέλματά τους και πολλές φορές επωνύμως και στους ίδιους. Ένα τέτοιο τραγούδι γράφει ο Γρηγόρης Ασίκης το 1932, όπου περιγράφει με ύφος σκωπτικό και κεφάτο μερικά από τα επαγγέλματα του κυριαρχούν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ
(Σύνθεση-Ερμηνεία: Γρ. Ασίκης)


Για μερικά επαγγέλματα θέλω να σας μιλήσω
πιστεύω να τα κρίνετε όσα κι αν σας ξηγήσω.
Μπακάλης είν’ ακάθαρτος μανάβης σεβνταλής
χασάπης είναι κουβαρντάς ψαράς μα μερακλής.
Αυτοί οι γαλατάδες είναι και νερουλάδες
βαφτίζουνε το γάλα και παίρνουνε παράδες.
Αν πεις για καρβουνιάρη κουμπάρος να ‘ναι ακόμα
θα σου την φτιάξει μια μορτιά στον πάτο όλο χώμα.
Και σε ταβέρνα όποιος πάει κρασί και για τηγάνι
κι όταν σε βλέπουν πως μεθάς σου βάζουνε βιδάνι.
Μέσα στην μπύρα όποιος πάει γλέντι για να σπάσει
έχει γκαρσόνι που κοιτά στο μπλοκ να του τη σκάσει.
Αυτοί οι τσαγκαράδες που στέκουνε παιδιά
κι αν δεν πάρουν μπροστάντζα δεν πιάνουνε δουλειά
κι όταν καθίσουν στο κρασί συνέχεια το πίνουν
τότε μόνο σηκώνονται δίχως ψιλή σαν μείνουν.
Να δείτε στα κουρεία που παν τα κοριτσάκια
οντουλασιόν να κάνουν τα ‘μορφά τους μαλάκια
είδα μπαρμπέρη μερακλή συζήτηση ν’ ανοίγει
σιγά-σιγά το χέρι του στο μάγουλο ν’ αγγίζει
Να ρίξετε και μια ματιά και στους φραγκοραφτάδες
μα πως κρυφοκοιτάζουνε κορίτσια με καλφάδες.
Αν πεις για οργανοπαίχτες που παίζουν τραγουδάκια
κι όταν δεν πέφτουν τα λεφτά σάς κάνουνε κολπάκια.

Ο δημιουργός χαρτογραφεί μέσα σε έξι στροφές τα πιο γνωστά επαγγέλματα της πιάτσας, χαρίζοντάς μας και άφθονες πληροφορίες για τις όποιες ιδιαιτερότητές τους, πραγματικές ή φορεμένες για χάρη της ρίμας και του μέτρου. Ο κοινωνικός χάρτης της προπολεμικής Ελλάδας χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης, καθώς και ανεργίας που αγγίζει ποσοστά γύρω στο 56,81% (ΕΣΥΕ 1917) στον Πειραιά, ενώ την ίδια εποχή φτάνει το 37,92% στην Αθήνα (ΕΣΥΕ 1917).Τα ποσοστά αυτά, αν και δείχνουν τεράστια, συγκεντρώνουν κάποια ειδικά χαρακτηριστικά, δηλαδή απεικονίζουν την κατάσταση πόλεων με συγκυριακή και σύντομη μετανάστευση, καθώς λειτουργούν σαν ενδιάμεσος σταθμός για την αναχώρηση προς τις ΗΠΑ.

Οι νησιώτες και οι αγρότες διαμένουν για λίγους μήνες στην Αθήνα και τον Πειραιά πριν ανέβουν στα πλοία για την Αυστραλία και την Αμερική. Η ύπαρξη τέτοιου αριθμού ανέργων και περιπλανώμενων -ανειδίκευτων τις περισσότερες φορές- εργατών δημιουργεί μια μερικώς περιθωριοποιημένη κοινωνική ομάδα ακτημόνων προλεταρίων με περιστασιακό επάγγελμα και ασταθείς αποδοχές.
Το προλεταριάτο στις αρχές του 20ού αιώνα είναι ολιγάριθμο σε σχέση με τον υπάρχοντα πληθυσμό τότε της Ελλάδας (5,5 εκατομμύρια). Η απογραφή εργατών του 1917 αναφέρει εργαζόμενους σε εργοστάσια το 6,9% των εργατών στην Αθήνα και το 14,9% του Πειραιά.

Τα 14% των εργαζομένων στα εργοστάσια είναι γυναίκες που δουλεύουν με μεροκάματο 30-40 δρχ. ημερησίως, δηλαδή το 1/3 του ανδρικού. Στα υφαντουργεία, τις καπνοβιομηχανίες, τις βιομηχανίες ετοίμων ενδυμάτων και τις χαρτοποιίες το ποσοστό των γυναικών πλησιάζει το 75%. Το ρεμπέτικο περιγράφει τη γυναικεία απασχόληση τοποθετώντας τις μούσες του σε χώρους εργασίας.

ΚΑΠΝΟΥΛΟΥΔΕΣ
(Σύνθεση-Ερμηνεία: Δημ. Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας)
Βρε καπνουλού μου έμορφη σ’ αρέσει το ντουμάνι
κι εμένανε με παρατάς ρέστονε και χαρμάνη.
Όταν σκολάσεις γίνεσαι μια κούκλα πρώτη φίνα
και την πουλεύεις πονηρά στη Βούλα στη Ραφήνα.
Τους μάγκες πάντα προτιμάς κι όλους τους παραλήδες
μα ζούλα πάντα κυνηγάς τους έμορφους νταήδες.
Και στο φινάλε πας γλεντάς με μάγκες στους τεκέδες
Εργάτριες υφαντουργείου της εποχής
Εργάτριες υφαντουργείου της εποχής
γιατί σ’ αρέσει ο μπαγλαμάς μπουζούκια κι αργιλέδες.

ΚΛΩΣΤΗΡΟΥ
(Σύνθεση-Ερμηνεία: Μ. Βαμβακάρης)
Πότε με τα κίτρινα ντυμένη σε κοιτάζω
το λυγερό σου το κορμί κάθομαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου.
Κόκκινα σαν βάλεις αδελφούλα
ως ήθελα να σ’ εύρισκα μέρος που να ‘χει ζούλα,
μπλε όταν φορέσεις πώς μ’ αρέσεις
και την καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις δέσει.
Ο χαμηλός δείκτης απασχόλησης στη βιομηχανική παραγωγή οδηγεί στην ανάπτυξη μεγάλου όγκου απασχολούμενων στο μικρεμπόριο και στα επαγγέλματα του «ποδαριού», δηλαδή σε αυτά που μπορεί κανείς να ασκήσει περιστασιακά και χωρίς ιδιαίτερη εξειδίκευση. Μικροπωλητές, λούστροι, παλιατζήδες και ανάλογα προσωρινά επαγγέλματα που κινούνται στα όρια της νομιμότητας αποτελούν την πλειοψηφία και το ρεμπέτικο τούς αφιερώνει με τη σειρά του αρκετά τραγούδια.

Ο ΠΑΛΙΑΤΖΗΣ
(Σύνθεση: Φατσέας, Στίχοι: Κοφινιώτης,
Ερμηνεία: Στ. Παγιουμτζής)
Ρούχα, παλιά παπούτσια αγοράζω
Και τις γειτονιές γυρίζω
κι ότι βρω παλιό ψωνίζω
και παπούτσια και χαλιά
και ότι ρούχα βρω παλιά
μες στο τρύπιο μου τσουβάλι
μπαίνουν περασμένα κάλλη.
Μια δουλίτσα μαυρομάτα
Μου ‘πε παλιατζή σταμάτα
σου τα δίνω δες αυτά
μα δε θέλω εγώ λεφτά.
Και μου το ‘κλεισε το μάτι
όλο τσαχπινιά γεμάτη.
Ρούχα, παλιά παπούτσια αγοράζω.
Άλλη μια γεροντοκόρη
μου ‘φερε ένα μισοφόρι
και της λέω ευθύς εγώ
τέτοια δεν τα κυνηγώ
το ‘παιρνα και με χρυσάφι
αν δεν έμενε στο ράφι.
Μια κυρία κούκλα πρώτης
μου ‘χε φέρει το μαγιό της
και της είπα ορθά κοφτά
δε θα πιάσει τα λεφτά
ξέβαψε πανάθεμά το
κι όλο τρύπες είν’ γιομάτο.
Ακόμα και επαγγέλματα που βρίσκονται ξεκάθαρα στην παρανομία, όπως π.χ. αυτό του λαθρεμπόρου, περιγράφονται και μάλιστα με μνεία τιμητική γιατί αφορούν την εμπορία αφορολόγητων ειδών καθημερινής χρήσης σε φτηνότερες τιμές από αυτές τις αγοράς.

ΟΙ ΚΟΝΤΡΑΜΠΑΤΖΗΔΕΣ
(Σύνθεση-Ερμηνεία: Κ. Ρούκουνας)
Κοντραμπατζήδες έξι-επτά, αχ, μέσα σ’ ένα καΐκι
λαθραία έφορτώνανε απ’ τη Θεσσαλονίκη.
Ήτανε όλοι ανάμεικτοι Μυτιληνιοί και Χιώτες,
απ’ τη Σάμο ένα-δυο και κάτι Αϊβαλιώτες.
Σαν νυχτερίδες της αυγής όλοι μαζί τραβούσαν
κάτω στα Δωδεκάνησα κι ό,τι ‘χαν το πουλούσαν.
Η λαθρεμπόρικη ζωή έχει πολλά μεράκια
μα σαν θα μπεις στη φυλακή σου γίνονται φαρμάκια.

Η παραπάνω παράνομη δραστηριότητα δεν θεωρείται περιθωριακή λόγω της αναγκαιότητάς της στο πλαίσιο της φτώχειας που μαστίζει τη νεοδημιουργημένη εργατική τάξη των, δίχως άλλο, πάμφτωχων προλεταρίων και υποπρολεταρίων. Στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτό το ιδιόμορφο υποπρολεταριάτο είναι η αδιαφορία και η λοιδορία του έναντι της κρατικής εξουσίας. Η εργατική τάξη της εποχής κατά κύριο λόγο αποτελείται από περιφερόμενους χειρώνακτες εργάτες που εργάζονται 10-12 ώρες την ημέρα κυριολεκτικά για ένα πιάτο φαΐ.

Το 73% περίπου των εργατών βρίσκεται κάτω από τα όρια της επιβίωσης και δαπανά το 40% από το μεροκάματό του για ψωμί, ενώ για ένα κιλό κρέας χρειάζεται το μισό του μεροκάματο και το 1/5 για ένα λίτρο γάλα. Η έλλειψη εξειδικευμένων εργατών για τη βιομηχανία τούς καθιστά μια μορφή εργατικής «αριστοκρατίας» με κάπως καλύτερο μεροκάματο, που δε σημαίνει βέβαια ευημερία αλλά απλώς εξασφαλισμένο φαγητό και ένδυση.

ΕΙΜΑΙ ΤΕΧΝΙΤΗΣ ΞΑΚΟΥΣΤΟΣ
(Σύνθεση: Κ. Σκαρβέλης, Ερμηνεία: Γ. Κάβουρας)
Αφού μου λες πως μ’αγαπάς τι άλλο σ’ εμποδίζει
γιατ’ είμ’ εργάτης κούκλα μου η γνώμη σου γυρίζει.
Πως είσαι κόρη πλούσια και καλομαθημένη
θαρρείς μ’ εμένα όταν ζεις, αχ, δε θα ‘σαι ευτυχισμένη.
Είμαι τεχνίτης ξακουστός, λεφτά μικρή μου βγάζω
στιγμή δεν κάθομαι ποτές, αχ, και το Θεό δοξάζω.
Εκατόν δέκα στα γιαπιά, καθημερινώς τα παίρνω
κι ό,τι ζητά η καρδούλα σου, κουκλί μου θα σου φέρνω.
Η ύπαρξη της αυξημένης ανεργίας προάγει την αυτοαπασχόληση. Επαγγέλματα, όπως του μανάβη, του χασάπη, του τσαγκάρη, του αμαξά, του ψαρά και όλων των μικροεπιχειρήσεων με χαμηλό κεφάλαιο εκκίνησης, αποτελούν ευνομούμενα επαγγέλματα με κάπως καλύτερη οικονομική κατάσταση. Η ανάγκη της επιβίωσης παράλληλα με τον μύθο του «αυτοδημιούργητου» προσδίδουν μια μεγαλύτερη αίγλη σ’ αυτούς τους κλάδους και το ρεμπέτικο τους υμνεί.

Ο ΧΑΣΑΠΗΣ
(Σύνθεση-Ερμηνεία: Μ. Βαμβακάρης)
Χασάπη μου με την ποδιά, που σαν τη δέσεις πίσω
όταν σε δω χασάπη μου τώρα θα ξεψυχήσω
χασάπη μου όταν σε δω τώρα θα ξεψυχήσω.
Γυαλίζουν τα θηκάρια σου στη μέση που τα βάνεις
με την ποδιά την κόκκινη εσύ θα με τρελάνεις
αστράφτουν τα μαχαίρια σου, λάμπει και το μασάτι.
Λάμπουν τα μαύρα μάτια σου, μαγκίτη μου χασάπη
παλεύεις με τα αίματα μα δεν πονεί η καρδιά σου
σε αγαπώ χασάπη μου, μ’ αυτή τη λεβεντιά σου.
Χασάπη μου σε αγαπώ μ’ αυτή τη λεβεντιά σου

ΤΑ ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΙΑ
(Σύνθεση: Μ. Βαμβακάρης-Στ. Παγιουμτζής
Ερμηνεία: Στ. Παγιουμτζής)
Μες στο τσαγκάρικο το λεν πως είμαι σ’ όλα εντάξει
και τα κορίτσια μ’ έχουνε μη βρέξει και μη στάξει.
Γοβάκι φτιάχνω διαλεχτό και με πολύ μεράκι
και σαν εμένα δεύτερο δε βρίσκεις τσαγκαράκι.
Δουλεύω μερακλίδικα και πάντα μες στη μόδα
γι’ αυτό κι η πελατεία μου ποτέ δεν κόβει ρόδα.
Η βιομηχανική «έκρηξη» συντελείται κατά τα έτη 1928-38 που αρκετές πολυεθνικές (ulen, power&traction, siemens) έρχονται με αποικιακές συμβάσεις στην Ελλάδα και δημιουργούν παράλληλα και με ντόπιες κεφαλαιοκρατικές δυνάμεις (Μποδοσάκης, λιπάσματα Κανελλόπουλου, Φιξ) μονοπώλια και ολιγοπώλια.

ΕΙΜ’ ΕΡΓΑΤΗΣ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ
(Στίχοι-Μουσική:Στέλιος Χρυσίνης
Ερμηνεία: Ιωάννα Γεωργακοπούλου)
Είμ’ εργάτης στο λιμάνι
που κανένας δε με φτάνει
και δουλεύω νύχτα-μέρα, σαν λιοντάρι διαλεχτό.
Πάντα στέκομαι στο βίντσι και προσέχω τις γωνιές
και φωνάζω βίρα-μόλα και μετρώ τις σαμπανιές.
Το βραδάκι όταν φτάνει
και σκολάς απ’ το λιμάνι
πάμε για κατοσταράκι και για όμορφες πενιές.
Και την άλλη μέρα πάλι
με μια όρεξη μεγάλη
τη δουλειά ξαναρχινάμε όλο κέφι και χαρά.

Η οπτική γωνία με την οποία βλέπει τα πράγματα το ρεμπέτικο περιορίζεται στο επίπεδο του ατόμου και του κάθε ξεχωριστού επαγγέλματος που υφίσταται τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, εμπνεόμενο από την αίγλη του και επηρεασμένο από το πόσο δημοφιλές είναι το κάθε επάγγελμα μέσα στην κοινωνία. Τα επαγγέλματα της πιάτσας, ψαράδες, χασάπηδες, αμαξάδες, μανάβηδες, έχουν την πρωτοκαθεδρία καθώς είναι τα επαγγέλματα που κυριαρχούν ποσοτικά. Αυτά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50 που το κοινωνικό λαϊκό τραγούδι έρχεται να μιλήσει πια για τον βιομηχανικό εργάτη και το μετανάστη, δηλαδή τον γνήσιο προλετάριο.

Από τις ρεμπέτικες διαδρομές:https://www.facebook.com/rebetikesdiadromes?fref=ts