Μας πρόσφερε όμως ένα εμπνευσμένο έργο, ένα λαϊκό τραγούδι ντυμένο με τα επαναστατικά μουσικά εκφραστικά στοιχεία πού έλειπαν στην προ Τσιτσάνη εποχή και που πάνω του επένδυσαν με τα λαϊκά και άρα εθνικά μουσικά χρώματα το τεράστιο έργο τους ο Μάνος Χατζηδάκης, ο Μίκης Θεοδωράκης και τόσοι άλλοι νεότεροι Έλληνες συνθέτες. Ο Τσιτσάνης ξεκαθάρισε γλωσσικά το ελληνικό τραγούδι από την λεκτικά περιορισμένη αλλά και κακόφωνη περιθωριακή αργκό και έκανε το κακόφημο ρεμπέτικο τραγούδι λαϊκό, καθημερινό βίωμα όλων των στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Με μοναδικές μελωδίες και αρμονική συγκρότηση άνοιξε καινούργιους δρόμους μουσικής έκφρασης . Πλούτισε τη θεματολογία από τις προσωπικές συναισθηματικές σχέσεις, τη χαρά του έρωτα, την απόλαυση της ζωής, τον πόνο του χωρισμού, περνά με μοναδικό τρόπο στην κοινωνική αδικία, την ανισότητα και την καταπίεση στον όλεθρο του πολέμου και του εμφύλιου σπαραγμού.
Όπως ο ίδιος λέει “Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου διότι και αυτό το θεωρούσα χρέος. Έγραψα για την Ελλάδα, για τη φτώχεια, για τη γυναίκα, για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο”.
Το έργο του Τσιτσάνη είναι εμπνευσμένο και ανυπέρβλητο. Αν και το μπουζούκι δεν είναι ένα όργανο για σύνθεση, αυτό δεν τον εμπόδισε τα συλλάβει τις μεγάλες του μουσικές εμπνεύσεις και να τις μετουσιώσει σε υπέροχα λαϊκά τραγούδια που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν από όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Το μεγαλείο της μουσικής του Τσιτσάνη ανέδειξε από τον ελληνικό λαϊκό κόσμο σε συμφωνική φόρμα ο Σταύρος Ξαρχάκος στα μέσα της δεκαετίας το ’90 με το συμφωνικό του έργο «Τσιτσάνη Διάλογοι» βασισμένο στα λαϊκά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη της πρώιμης εποχής του. Καθώς ο Τσιτσάνης λέει, “Δυο δρόμοι τη χωρίζουνε την κοινωνία ετούτη και φέρνουν μαύρη συμφορά, η φτώχεια και τα πλούτη” με τη δύναμη της εξουσίας που αυτά συνοδεύονται. Για την σύγκλειση αυτών των κοινωνικών διαφορών και αδικιών αλλά και την κοινωνική συμφιλίωση αγωνίστηκαν και οι δύο τους, Μπετόβεν και Τσιτσάνης, ο καθένας με τον δικό του τρόπο και με μόνο όπλο τις μουσικές τους δημιουργίες και με βόλια τις νότες του πενταγράμμου.
Σημείωση: (Το τελευταίο μέρος κάπως μεγάλωσε πέρα από τις προδιαγραφές του Βήματος και θεωρήσαμε σωστό να το δώσουμε σε δύο μέρη).
Γιώργος Παπαχρίστος από www.tovima.gr