Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Απόστολος Νικολαΐδης: ο οικοδόμος που έγινε ρεμπέτης

Συντάκτης: Ελένη Κεφαλληνού

Ο Απόστολος Νικολαΐδης είναι Έλληνας τραγουδιστής, γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου του 1938 και «έφυγε» στις 22 Απριλίου του 1999.

Η μουσική του καριέρα ξεδιπλώνεται για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες. Γεννήθηκε στην Δράμα, αλλά μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη. Είναι πολύ γνωστός ως ο πρώτος Έλληνας που ηχογράφησε ή τραγούδησε τα «απαγορευμένα» ρεμπέτικα της δεκαετίας του ’70, σε μια εποχή που το συγκεκριμένο είδος μουσικής περνούσε από λογοκρισία της Χούντα των Συνταγματαρχών.

Οι οικοδόμοι είναι άνθρωποι που στέκουν ανάμεσα ουρανού και γης, χτίζουν και τραγουδάνε. Με τα χέρια τους χτίζουν τα σπίτια των ανθρώπων, με τα τραγούδια τους χτίζουν όνειρα και σκάλες, που οδηγούν στον ουρανό. Ο Απόστολος Νικολαϊδης ήταν οικοδόμος. Το όνειρό του ήτανε να γίνει ένας επαγγελματίας τραγουδιστής.
Οι δεκαετίες του ’50 και του ‘60 ήταν η εποχή των οικοδόμων – τραγουδιστών: Γιάννης Τζιβάνης, Στέλιος Καζαντζίδης, Στράτος Κύπριος και πολλοί άλλοι… Όταν ο εργάτης γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής, τα λαϊκά τραγούδια που λέει αποκτούν μιαν άλλη αυθεντικότητα.

Τα βιώματα της φτώχειας, της στέρησης και της βιοπάλης γίνονται συναισθήματα της ψυχής και από την ψυχή περνούνε μέσα στις φωνητικές χορδές, χρωματίζουν τις λέξεις, τις συλλαβές και τις μελωδίες με τα κατάλληλα αυθεντικά χρώματα: το χρώμα του λυγμού, του παράπονου, της διαμαρτυρίας, της διεκδίκησης… Ο Απόστολος Νικολαΐδης ανήκει κι αυτός στην ομάδα των οικοδόμων – τραγουδιστών.

Γεννημένος το 1938 στη Δράμα, μετακομίζει μαζί με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Η οικογένειά του δεν έχει ψωμί για να φάει, δεν έχει ξύλα για να ζεσταθεί. Κι όταν δεν έχεις να φας, δεν έχεις το μυαλό σου στο σχολείο και στα μαθήματα, όπως χαρακτηριστικά δήλωνε ο ίδιος. Έτσι τον κέρδισε ο προφορικός πολιτισμός – το Λαϊκό Τραγούδι, που ερχότανε από τα βάθη των αιώνων.

Από δεκατριών χρονών παιδί (1951) δούλευε στις οικοδομές, πρώτα μαζεύοντας πρόκες, μετά κουβαλώντας μαδέρια και μπετόν στην ωμοπλάτη και στο τέλος καλουπατζής – ξυλουργός μπετόν αρμέ, όπως αναγράφεται στο εργατικό του βιβλιάριο, στα 1959. Γι’ αυτό και απόκτησε αθλητικό παράστημα, επειδή έκανε γυμναστική από μικρός, όπως δηλώνει πάλι ο ίδιος. Κι εδώ φαίνεται το σαρκαστικό χιούμορ του Απόστολου Νικολαϊδη, ένα χιούμορ που θα εκδηλωθεί αργότερα με τη μορφή μάγκικου ύφους στα τραγούδια του.

Παράλληλα ο έφηβος Αποστόλης, που «από την κοιλιά της μάνας του» και «από την κούνια του» ακόμα τραγουδούσε, ασχολείται και με τη μουσική. Το μαντολίνο και ύστερα την κιθάρα που γρατζουνούσε, του τα σπάσανε οι γονείς του, σε μια προσπάθεια να τον αποθαρρύνουνε απ’ το να ασχολείται με το τραγούδι, που κατά τη γνώμη τους και με τα δεδομένα της εποχής δεν μπορούσε να θρέψει μια φτωχή οικογένεια. Όμως ο Αποστόλης επέμενε και μαζί με δυο φίλους του σχημάτισαν ένα τρίο χωρίς όνομα και κάνανε καντάδες στα …βουνά και στις ερημιές, αφού τότε η περιοχή της Άνω Τούμπας, όπου μένανε, είχε ελάχιστα σπίτια.

Τα κανταδόρικα και ελαφρά τραγούδια, που τραγουδούσε εκείνη την εποχή, με τους πλατειασμούς και τις γλυκερότητές τους, θα προικίσουνε τη φωνή του Νικολαϊδη με μια πλατειαστική, κοροϊδευτική διάθεση, που θα εκδηλωθεί κι αυτή στα μάγκικα τραγούδια του, διαμορφώνοντας αργότερα το ιδιαίτερο μάγκικο χρώμα αυτού του τραγουδιστή. Όμως όταν άκουσε από δίσκους τη φωνή του Καζαντζίδη, ομολογεί ότι όλα άλλαξαν μέσα του. Κατάλαβε ότι τα ερωτικά και κοινωνικά τραγούδια στο ύφος Καζαντζίδη ήταν καμωμένα για να εκφράζουν όλο τον κόσμο. Κι έτσι εντάχθηκε στη μεγάλη του Καζαντζίδη σχολή (απ’ τον οποίο είχε πάντα κάτι να διδαχτεί, όπως ομολογεί και πάλι ο ίδιος) σαν ένα ξεχωριστό μέλος της. Όπως ο Σαούλ βρήκε το φως του ακούγοντας τη φωνή του Ιησού στο δρόμο προς την Εμμαούς, όπως ο Μπιθικώτσης από το Ελαφρό Τραγούδι που τραγουδούσε μέχρι τότε μπήκε στο δρόμο του Λαϊκού, ακούγοντας Μάρκο Βαμβακάρη, έτσι κι ο Απόστολος Νικολαΐδης ακολούθησε τη λεωφόρο του Λαϊκού Τραγουδιού, ακούγοντας τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη από τους δίσκους των 78 στροφών.

Το 1961 κατέβηκε στην Αθήνα, με σκοπό να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Στο στούντιο της Columbia, με συνοδεία μπουζουκιών του Κώστα Παπαδόπουλου και του Λάκη Καρνέζη, τραγουδάει δοκιμαστικά, προκειμένου να εγκριθεί η φωνή του, το «Δυο πόρτες έχει η ζωή».

Ο Στέλιος Καζαντζίδης κι όσοι άλλοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο στούντιο ενθουσιάζονται κι ο Απόστολος υπογράφει συμβόλαιο με τις δίδυμες εταιρίες Columbia και His Master’ s Voice μέχρι το 1967. Τραγουδάει σε δίσκους 45 στροφών Τσιτσάνη, Γενίτσαρη, Χιώτη, Καλδάρα, Λαύκα, Κλουβάτο, Καραμπεσίνη, αλλά τα τραγούδια που του παραχωρούσε η εταιρεία δεν είχανε το προφίλ της επιτυχίας. Έτσι από τη μια πόρτα της Columbia μπήκε το 1961 κι από την άλλη βγήκε το 1967. Τότε υπέγραψε συμβόλαιο με τη μικρή εταιρεία Βεντέτα, όπου τραγούδησε τέσσερα τραγούδια του Χρίστου Κολοκοτρώνη.

Παράλληλα με τη δισκογραφία, ο Νικολαΐδης τραγουδούσε και στα νυχτερινά κέντρα, άλλοτε με Καζαντζίδη – Μαρινέλλα κι άλλοτε με Καλδάρα, Λαύκα, Παπαϊωάννου κι άλλους προγενέστερους λαϊκούς συνθέτες και δεξιοτέχνες. Ο σεβασμός του απέναντι στις προσωπικότητες και στο έργο των παλιότερων συνθετών είναι αυτός που θα οδηγήσει αργότερα το Νικολαΐδη να τραγουδήσει τα μάγκικα τραγούδια (απαγορευμένα και μη) κι έτσι να γίνει ο γεφυροποιός που συνδέει τις εποχές Τούντα και Βαμβακάρη με την εποχή Στέλιου Καζαντζίδη.

Στα 1968 μια καλλιτεχνική περιοδεία του τον οδηγεί στο Τορόντο του Καναδά, όπου συνεργάζεται με τον κορυφαίο δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Χάρη Λεμονόπουλο για δυο χρόνια. Από εκεί μετακινήθηκε στις ΗΠΑ, όπου εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, αργότερα παντρεύτηκε κι απόκτησε δυο κόρες.

Ωστόσο η συνεργασία του με το Λεμονόπουλο θα αποδώσει ένα σπουδαίο δισκογραφικό καρπό: τον πρώτο δίσκο μακράς διαρκείας του Απόστολου Νικολαΐδη, με τον τίτλο «Γυάλινος κόσμος» (1969). Εδώ φαίνεται καθαρά η τάση του Απόστολου Νικολαΐδη να γεφυρώσει την εποχή Βαμβακάρη με την εποχή Καζαντζίδη σε ένα ενιαίο και ομοούσιο είδος που είναι το Λαϊκό Τραγούδι.

Το εμβληματικό τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», που κατά κάποιο τρόπο αποτελεί το μανιφέστο της ρεμπετιάς, δηλαδή της μαγκιάς, συνυπάρχει με το «Γυάλινο κόσμο» (Καλδάρα – Παπαγιαννοπούλου), που αποτελεί ένα κοινωνικό μανιφέστο, με διάθεση να αντικατασταθεί ένα άδικο κοινωνικό σύστημα με ένα άλλο δικαιότερο.

Σημειωτέον ότι ο Απόστολος Νικολαΐδης έκανε μια εξαίρετη ερμηνεία, ανανεώνοντας αυτό το τραγούδι, μετά την πρώτη ατυχή εκτέλεση του Βασίλη Βλάση (γύρω στα 1960) και πάντως δυο χρόνια πριν από τη θαυμάσια επανεκτέλεση του Στέλιου Καζαντζίδη (1973).

Άλλα τραγούδια που είχε πει ο Καζαντζίδης σε πρώτη εκτέλεση, τα οποία επανεκτελεί ο Νικολαΐδης στον δίσκο αυτό, είναι: «Απ’ τις παρανομίες μου» (Παπαϊωάννου), «Καλύτερα μια μαχαιριά» (Χιώτη – Κολοκοτρώνη), «Απόψε φίλα με» (Χιώτη – Κολοκοτρώνη), «Ποιος θα με πληροφορήσει» (Καλδάρα – Παπαγιαννοπούλου).

Του Χιώτη, που κατέχει συνθετικά και τη μερίδα του λέοντος σ’ αυτό το δίσκο, είναι και τα τραγούδια «Το βουνό με το βουνό ποτέ δε σμίγει» και «Ο πασατέμπος», ενώ ο Μητσάκης κι ο Παναγιώτης Πετσάς εκπροσωπούνται με τα τραγούδια «Η μπαμπέσα» (Αρχίζω από τώρα να σε καταλαβαίνω) και «Αγάπησα και μίσησα», αντίστοιχα. Τα τραγούδια αυτά, που σίγουρα οι Λεμονόπουλος και Νικολαΐδης τα είχαν εκτελέσει πολλές φορές κατά τη διάρκεια της διετούς συνεργασίας τους, ηχογραφήθηκαν όχι σε στούντιο, αλλά σε ένα σπίτι με καλή ηχητική, μέσα σε μια μέρα. Θα μπορούσε λοιπόν ο δίσκος να έχει ως υπότιτλο τη φράση «Μια μέρα στο Τορόντο». Ο δίσκος αυτός αποτελεί μια διπλή επιτυχία, αφού από τη μια ο δεξιοτέχνης Λεμονόπουλος καθορίζει την ιδιαίτερη ταυτότητά του και το ύφος του στο μπουζούκι και από την άλλη ο Νικολαΐδης παρουσιάζει όλες του τις δυνατότητες.
Ο Απόστολος Νικολαΐδης τραγουδά με κέφι και ορμή και -όπως εκτιμούν επαγγελματίες τραγουδιστές- αυτή η ορμή του πηγάζει από μια διάθεση να διασκορπίσει, να «διασκεδάσει» τους πόνους και τις οδύνες από τη φτωχή, στερημένη και βασανισμένη ζωή που έζησε. Η φωνή του διαυγής, ανδροπρεπής, με ιδιαίτερο χρώμα, με έξοχη άρθρωση, εκτείνεται σε δυο ολόκληρες οκτάβες, χωρίς να πνίγεται στις χαμηλές και χωρίς να τσιρίζει στις ψηλές νότες.

Σε αυτό βέβαια τον υποστηρίζουν και οι σωστές αναπνοές μαζί με τη χωρητικότητα των πνευμόνων που τον βοηθούν να έχει ζωηρές και παρατεταμένες καταλήξεις. Η μαγκιά, η ειρωνεία και ο σαρκασμός τον κάνουν να προφέρει με μια ειδική εκφορά τα σύμφωνα και προπαντός τα φωνήεντα, μια εκφορά που δημιουργεί για πρώτη φορά στη δισκογραφία του το ιδιαίτερο ύφος Νικολαΐδη.

Αυτές οι αρετές των δυο βασικών παραγόντων του δίσκου «Γυάλινος κόσμος» κάνουν τα δέκα τραγούδια να μοιάζουνε καινούργια, να δημιουργούν την εντύπωση άλλων τραγουδιών σε σχέση με τις πρώτες εκτελέσεις. Μπορούμε άνετα να μιλήσουμε για ανανέωση και εκσυγχρονισμό των ήδη γνωστών και κλασικών αυτών τραγουδιών.

Στη συνέχεια, ο Απόστολος Νικολαΐδης επανέφερε στη δισκογραφία απαγορευμένα μάγκικα τραγούδια, δυσεύρετα και εξαφανισμένα. Μεταξύ 1973 και 1977 κυκλοφόρησε τους δίσκους μακράς διαρκείας «Όταν καπνίζει ο λουλάς», «Στον Άδη ανταμώσανε» και ο «Αρχάγγελος».

Τα απαγορευμένα τραγούδια που περιέχονται στους δίσκους αυτούς είχαν κυκλοφορήσει είτε πριν από το 1937 (χρονιά κατά την οποία επιβλήθηκε η θεσμική λογοκρισία) είτε στα 1946, σε μια στιγμιαία ανάπαυλα της λογοκρισίας.

Από τότε και μέχρι που τα τραγούδησε ο Νικολαΐδης, τα τραγούδια αυτά κυκλοφορούσαν μόνο από στόμα σε στόμα, με όλες τις συνέπειες της προφορικής – ακουστικής παράδοσης: τροποποιήσεις και προσθαφαιρέσεις λέξεων και στίχων και προπαντός άγνοια των συνθετών, των στιχουργών και των πραγματικών τίτλων του κάθε τραγουδιού. Μάλιστα, κάθε απόπειρα ανεύρεσης του συνθέτη θα μπορούσε να οδηγήσει σε χειρότερες συνέπειες, δηλαδή στην παραπληροφόρηση και την αναφορά άλλου αντ’ άλλου στη θέση του συνθέτη.

Τα απαγορευμένα αυτά μάγκικα τραγούδια τα είχε γνωρίσει ο Απόστολος Νικολαΐδης, δουλεύοντας σε κέντρα της Αθήνας με μουσικούς, όπως ο Καλδάρας, ο Λαύκας και άλλοι, είτε σε κέντρα του Καναδά και των ΗΠΑ, με μουσικούς, όπως ο Λεμονόπουλος, ο Καλφόπουλος, ο Δημόπουλος και άλλοι. Είναι σε πίστωσή του το γεγονός ότι επανέφερε τα τραγούδια αυτά πρώτος και, σε μεγάλη έκταση, στη δισκογραφία, με ένα αμίμητο μάγκικο ύφος και χρώμα στη φωνή του, ενώ παράλληλα τους έδινε ένα σύγχρονο άκουσμα.

Σ’ αυτές τις πρώτες επανεκτελέσεις απαγορευμένων μάγκικων τραγουδιών, καθώς και σ’ εκείνες που ακολούθησαν, ο Απόστολος Νικολαΐδης παρέλειψε ή παρέθεσε με ανακρίβεια τα ονόματα των συνθετών ή τους τίτλους των τραγουδιών. Αυτό οδήγησε ορισμένους μελετητές, και κυρίως τον Παναγιώτη Κουνάδη, να διατυπώσουν βαριές κατηγορίες εναντίον του, που όμως δεν ευσταθούν.

Η άγνοια και η παράλειψη των στοιχείων αυτών είναι σύμφυτη, εγγενής και ενδημική στην προφορική παράδοση, και ήταν πρακτικά αδύνατο ο Απόστολος Νικολαΐδης να καταφύγει στις ετικέτες των πρώτων εκτελέσεων, για να διαπιστώσει τα πραγματικά και αυθεντικά στοιχεία. Ας μην ξεχνούμε κιόλας ότι την ίδια εποχή κι ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο οποίος διεκδικούσε τον τίτλο του σοβαρού μελετητή, δημοσίευε λανθασμένα στοιχεία όσον αφορά τα ονόματα των συνθετών και τους τίτλους των τραγουδιών. Εξάλλου ο Νικολαΐδης ποτέ δεν διεκδίκησε την πατρότητα αυτών των τραγουδιών με την ιδιότητα του συνθέτη.

Η κόρη του Μαρία Νικολαΐδου, η οποία ανέλαβε την επανέκδοση αυτών των εκτελέσεων με βάση την επιθυμία του πατέρα της, αποκαθιστά με ιδιαίτερη σχολαστικότητα τα ονόματα συνθετών και στιχουργών, καθώς επίσης και τους αυθεντικούς τίτλους των τραγουδιών.

Δισκογραφία:
Δείτε ολοκληρωμένη τη δισκογραφία του εδώ.

Πηγή:  www.klika.gr   en.wikipedia.org
Αναδημοσιευση απο: www.tralala.gr
Προσαρμογή- Επιμέλεια: Ελένη Κεφαλληνού