Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

O θυελλώδης, έρωτας του Βασίλη Τσιτσάνη για τη Μαρίκα Νίνου

Αυτή είναι η ιστορία ενός μεγάλου και σχετικά άγνωστου, φλογισμένου ερωτικού ειδυλλίου, που σημάδεψε τον κόσμο της ελληνικής μουσικής την δεκαετία του 1950. Ο κρυφός έρωτας του Βασίλη Τσιτσάνη με την «αγαπημένη του» Μαρίκα Νίνου, ενώ και οι δύο ήταν παντρεμένοι και με παιδιά, κατέληξε σε μία παθιασμένη σχέση που κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια, για να τελειώσει με ένα από τα πιο αναγνωρίσα κομμάτι της ελληνικής δισκογραφίας.

 Το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι ώρα» ήταν ο τρόπος του μεγάλου συνθέτη να πει στην ερωτευμένη Νίνου πως ο δεσμός τους είχε έρθει η ώρα να τελειώσει. Πώς ξεκίνησε όμως αυτή η θρυλική ιστορίας μίας μεγάλη αγάπης;

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Οι ρεμπέτισσες του… ντουνιά!

Ένα μικρό αφιέρωμα στις γυναίκες που άφησαν εποχή στο ρεμπέτικο και παραδοσιακό τραγούδι....

 

Από τη Ρόζα Εσκενάζυ ως τη Μαριώ η χρονική απόσταση μεγάλη. Όμως το ρεμπέτικο δεν θα ήταν ίδιο αν δεν υπήρχαν κι οι γυναίκες, που «στόλισαν» με την παρουσία τους το πάλκο, το ομόρφυναν κι άφησαν σημαντική κληρονομιά για το λαϊκό τραγούδι. 

Είτε λόγω νοοτροπίας καθώς ήταν πιο απελευθερωμένες είτε λόγω ανάγκης  οι γυναίκες της Μικράς Ασίας πρωταγωνίστησαν τα πρώτα χρόνια του ρεμπέτικου και καθόρισαν τη σφραγίδα του αλλά κι αργότερα.

Ανεξάρτητα από την τύχη που είχε η καθεμιά και πως συντελέστηκαν όλα αυτά, ήταν γυναίκες που έκαναν σε γενικές γραμμές αυτό που ήθελαν σε μια εποχή, που δε συγχωρούσε τη γυναικεία χειραφέτηση. Ας δούμε μερικές από τις κυριότερες εκπροσώπους του ρεμπέτικου:

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Το χαμένο τραγούδι του Χιώτη για τον Άρη Βελουχιώτη (vid)

Οι ερευνητές του ρεμπέτικου αναζητούν ακόμα και σήμερα το τραγούδι που έγραψε ο  Μανώλης Χιώτης σε στίχους του ρεμπέτη Νίκου Μάθεση για τον Άρη Βελουχιώτη αμέσως μετά την αυτοκτονία του.

Άπαξ και το τραγούδι αυτό δεν κατάφερε να ηχογραφηθεί για λόγους που όλοι αντιλαμβανόμαστε, ούτε ο στιχουργός ούτε κανένας άλλος από το σινάφι των ρεμπέτηδων δεν κατάφερε να ανακτήσει.

15 Ιουνίου 1945, ο Άρης Βελουχιώτης, κατά κόσμον Θανάσης Κλάρας, αποκηρυγμένος από το ΚΚΕ και καταδιωκόμενος από τον Εθνικό Στρατό αυτοκτονεί στη Μεσούντα Άρτας και περνά ανεπιστρεπτί στη σφαίρα του θρύλου. Χαρισματικός και αμφιλεγόμενος ενέπνευσε μια ολόκληρη αφήγηση για την Εθνική αντίσταση και τον Εμφύλιο με υποστηρικτές και πολέμιους, αλλά και με την σφραγίδα ήρωα και αντιήρωα της Ιστορίας. Το ρεμπέτικο τραγούδι δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχο και αδιάφορο απέναντι σε μια τέτοια προσωπικότητα.

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Ιδρυτικό μέλος των Dead Can Dance κυκλοφόρησε δίσκο με ρεμπέτικα

«Songs Of Disenchantment – Music From The Greek Underground» ονομάζεται το νέο άλμπουμ του Brendan Perry  και περιλαμβάνει ακριβοδιαλεγμένα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια.

Του πήρε έντεκα χρόνια να περάσει από τον πρώτο προσωπικό δίσκο στον δεύτερο. Κι άλλα δέκα από τον δεύτερο στον τρίτο. Μάλλον, ξέρει πώς να κάνει τους φαν να ανυπομονούν-η μουσική για αυτόν δεν είναι fast food. Ο συγκεκριμένος δίσκος κυκλοφορεί τον Φεβρουάριο, αλλά ο Brendan Perry τον ανέβασε στο διαδίκτυο από τώρα.

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

Το ρεμπέτικο και ο Μάρκος Βαμβακάρης σε κόμικς.

Γράφει ο Μάνος Νομικός


Η «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς» σχηματίστηκε το 1934, ήταν η πρώτη κομπανία με μπουζουκομπαγλαμάδες σπεσιαλίστες μουσικούς. Αποτελούνταν από τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιώργο Μπάτη, που υπήρξε ο «νονός» του ονόματος της ορχήστρας, και τους Μικρασιάτες Ανέστο Δελιά και Στράτο Παγιουμτζή. Ο Μάρκος ήταν τότε 29 χρονών, ο Δελιάς 22, ο Στράτος 28 με 30 και ο Μπάτης, από τους πρωτομάστορες του ρεμπέτικου, 45 με 50, του οποίου οι ηχογραφήσεις εντοπίζονται από τις αρχές του αιώνα.

Το graphic novel «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς» (εκδ. Μικρός Ήρως) βασίστηκε στο βιβλίο του πεζογράφου-δημοσιογράφου Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» και φιλοτεχνήθηκε από τον πολιτικό γελοιογράφο Δημήτρη Κερασίδη, δύο ανθρώπους από τη Θεσσαλονίκη, συνεπαρμένους από την ιστορία της κομπανίας του Μάρκου Βαμβακάρη, τις άγνωστες πτυχές της ζωής του, τον έρωτα του Μάρκου για τη Ζιγκοάλα, τα ναρκωτικά, την τιμή και όλα τα στοιχεία που διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο. Το εξώφυλλο σχεδιάστηκε από τον Κωνσταντίνο Σκλαβενίτη.
Ο Δημήτρης Κερασίδης και ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης μιλάνε στην Athens Voice για τη δημιουργία του βιβλίου τους «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς», τον Μάρκο Βαμβακάρη, το ρεμπέτικο και τα κόμικς.


Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Παπαϊωάννου: Ο αστυνόμος, το χασίσι και οι ρεμπέτες.

«Για λέγε εσύ Βαμβακάρη, λέει του Μάρκου ο Μουσχουντής. Να σας πω, απαντάει ο Μάρκος: εγώ θέλω λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο για να τα κάνω χαρμάνι! Εγώ και ο Στράτος μόλις ακούσαμε έτσι μας καπήκανε τα πόδια…» 

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα», αφηγείται ένα περιστατικό με τον Αστυνομικό Διευθυντή Θεσσαλονίκης Νίκο Μουσχουντή που κυνηγούσε τους κομμουνιστές αλλά λάτρευε τους ρεμπέτες και το τραγούδι τους. Πρωταγωνιστούν ο ίδιος, ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Στράτος Παγιουμτζής.

«Όταν είμαστε στη Θεσσαλονίκη ήρθανε κάτι χωροφύλακες στο μαγαζί ένα βράδυ και μας είπανε ότι μόλις σκολάγαμε ήθελαν να μας δούνε. Πήγαμε στο τμήμα και εκεί μας είπανε ότι την άλλη μέρα θα ξαναπάμε για να μας μιλήσει ο διοικητής… Σκεφθήκαμε ότι θα μας θέλανε για καμιά ιστορία με τεκέδες και τέτοια, γιατί ο Μάρκος και ο Στράτος πήγαιναν κάθε μέρα.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Κώστας Φέρρης: Η επιτυχία του «Ρεμπέτικου» ήταν η καταστροφή μου.

Κώστας Φέρρης

Γεννήθηκα το 1935 στη Σούμπρα του Καΐρου, όπου κατοικούσαν κυρίως Έλληνες. Υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι όλοι οι Αιγυπτιώτες ήταν πλούσιοι, αλλά αυτό ίσχυε για την Αλεξάνδρεια, η πλειονότητα ήταν φτωχαδάκια.

Η Σούμπρα ήταν μια λαϊκή διεθνής φτωχογειτονιά. Είχαμε και μια εκκλησία, τους Αγίους Αναργύρους, και δύο σχολεία, την Πατριαρχική Σχολή Σούμπρας και το Λύκειο Μικέ, όπου πήγα δημοτικό. Ήταν σαν να ζούσαμε σε ένα παραμελημένο ελληνικό νησί που νοσταλγούσε την Ελλάδα. Όλα τα παιδιά της γειτονιάς είχαμε μια μάνα, μια μεγαλόσωμη γυναίκα, την Ούμα Σαλάχ ‒ ήταν η μάνα του κολλητού μου, του Σαλάχ, αλλά και όλων μας, και είχε τον νου της μη μας συμβεί κάτι. Επειδή το «Κώστας» είναι κακόηχο στα αραβικά, με έκανε «κεφτέ» ‒ φώναζε από το μπαλκόνι της, απ' όπου μας επέβλεπε, «Ουάντ – για Κόφτα».

• Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός μοτοσικλετών αλλά και πλοίων, έτσι, όταν χρειάστηκε,.........

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Ο Βαμβακάρης κατηγορούμενος για το φόνο μιας πόρνης.

Στη δεκαετία του ΄30 ο πατριάρχης του Ρεμπέτικου, Μάρκος Βαμβακάρης, αναγκάστηκε να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη, γιατί στον Πειραιά και στην Αθήνα το καθεστώς του Μεταξά έκλεινε τον ένα μετά τον άλλο τους τεκέδες και τα ρεμπέτικα στέκια και έσπαζαν τα μπουζούκια στα κεφάλια των ρεμπέτηδων.

Την πρώτη νύχτα στη Σαλονίκη συνευρέθηκε με μια πόρνη η οποία στη συνέχεια βρέθηκε δολοφονημένη. Το επόμενο πρωί ένας χωροφύλακας χτυπούσε την πόρτα του και του ζητούσε να παρουσιαστεί αμέσως στον Διοικητή.

Ο Μάρκος υπάκουσε και λίγη ώρα μετά βρέθηκε στο γραφείο του Νίκου Μουσχουντή αντιμέτωπος με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας.

Ευτυχώς η παρεξήγηση λύθηκε γρήγορα και ο Βαμβακάρης αθωώθηκε. Έτσι άρχισε μια σχέση φιλίας ανάμεσα σ' ένα μουσικό του περιθωρίου και σ' ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του επίσημου κράτους.

Στη Θεσσαλονίκη ο Μάρκος βρήκε έναν ανέλπιστο προστάτη στο πρόσωπο του Νίκου Μουσχουντή, μετέπειτα κουμπάρου του Τσιτσάνη.

Στην αυτοβιογραφία του παραδέχθηκε ότι ο Μουσχουντής τους πρόσφερε μέχρι και χασίς για να φουμάρουν. Ο αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης γοητευόταν αφάνταστα τόσο από τη ρεμπέτικη μουσική όσο και από την ζωή των ρεμπέτηδων.

Με δική του παρέμβαση ο φόνος της πόρνης, που αρχικά βάρυνε τον Μάρκο, αποδόθηκε σε άλλο πρόσωπο και αποκαταστάθηκε η δικαιοσύνη.

Πηγή: www.fosonline.gr


Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

«Σαρμάκο», μια ιστορία της Θεσσαλονίκης του 1949 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου.

Το Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020 κάνει πρεμιέρα στο 61ο διαδικτυακό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης η ταινία «Σαρμάκο - Μια Ιστορία του Βορρά» σε σενάριο και σκηνοθεσία Μάρκου Παπαδόπουλου, από φοιτητές και φοιτήτριες του Τμήματος Κινηματογράφου ΑΠΘ, και μαζί της αναβιώνει η Θεσσαλονίκη του 1949 μέσα από ένα -επί δεκαετίες- θρυλικό στέκι της πόλης το "Μακεδονικόν" στα Κάστρα.

"Σαρμάκο" μία λέξη που ο Μάρκος Παπαδόπουλος βρήκε αρχικά στο «Λεξικό της Πιάτσας» και κατά την διάρκεια της έρευνάς του τη συνάντησε και στο τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη από το 1935 το "Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο". Στη λέξη αυτή, που σημαίνει ησυχία, σιωπή, ο σκηνοθέτης βρήκε το ρεμπέτικο στοιχείο που ήθελε να έχει ο τίτλος της ταινίας.

Περίληψη: Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1949: Λένε πως ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε, αλλά ακόμα οι άνθρωποι ζουν με τα τραύματά του. Ο τεκετζής Αντώνης ιδιοκτήτης του μαγαζιού «Μακεδονικόν», φροντίζει να κρατιέται μακριά από τα πολιτικά. Όμως, μια έκτακτη είδηση ξυπνάει ξανά το πιο σκληρό παιδικό του βίωμα. Καθώς μια δεκαετία, μια ολόκληρη εποχή, κλείνει, η κομπανία παίζει τα τελευταία ρεμπέτικα τραγούδια της. Και για τον Αντώνη έχει έρθει η στιγμή να κλείσει ένα παλιό ανοιχτό λογαριασμό.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

Μάγκας βγήκε για σιργιάνι…

Μάγκας βγήκε για σιργιάνι…, Πάνος Σαββόπουλος
Γράφει ο: Πάνος Σαββόπουλος

Σας έχω ήδη μιλήσει απ’ αυτή την ιστοσελίδα για τα κουτσαβάκια και ήρθε η ώρα να σας μιλήσω τώρα για τους συναφείς τους μάγκες. Ο μάγκας, λοιπόν, ήταν ένας λαϊκός τύπος των πόλεων, ανάμεσα στα 1900-1910 με 1950 περίπου, ο οποίος συχνά φλερτάριζε με τα όρια νομιμότητας και παρανομίας.

Κάποιες φορές τα ξεπερνούσε, προς την πλευρά της παρανομίας, όμως αυτό δεν αρκούσε για να χαρακτηρίσει κάποιον ως μάγκα, αφού υπήρχαν κι άλλα στοιχεία τα οποία τον ολοκλήρωναν. Και για αυτό το λόγο δεν μπορούσε ο πασαένας να είναι μάγκας!

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

Οι ασίκηδες και η μουσική της αγάπης: Συζήτηση με τον Aydın Işleyen

 Ασίκηδες

«Πέσε, ψυχή μου, στη φωτιά, ν’ ανάψεις της αγάπης το δαδί, με δάκρυα ματωμένα και λευκά, άσβηστη την αγάπη θα κρατήσω.» Yunus Emre

Οι ασίκηδες είναι οι περιπλανώμενοι καλλιτέχνες της τουρκικής Ανατολής και ένα από τα κατεξοχήν σύμβολα της λαϊκής μουσικής παράδοσης, η οποία αναπτύσσεται από τον 13ο αιώνα στην ευρύτερη οθωμανική επικράτεια. Μουσικοί καταγόμενοι κυρίως από την ύπαιθρο και τα χωριά της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Τουρκίας, συνήθως κουρδικής ή ιρακινής καταγωγής, οι ασίκηδες προέρχονται, στην πλειονότητά τους, από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα.

Η ιδιότητα του ασίκη ταυτίζεται με αυτήν του οργανοπαίχτη, του ερμηνευτή παραδοσιακών τραγουδιών και του λαϊκού ποιητή, ενώ, η τέχνη του είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστική. Τα τραγούδια γράφονται αναφορικά με τη ζωή και τους προβληματισμούς του εκάστοτε ασίκη δημιουργού και καλύπτουν μια πλειάδα θεμάτων ατομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η ξενιτιά, η ζωή στην φύση, η θρησκεία, η φιλία και η κοινωνία. Σημαντική επιρροή στη δημιουργία της ασίκικης ποίησης και μουσικής ασκούν, επίσης, οι παραδόσεις της υπαίθρου, οι γιορτές, τα νομαδικά γλέντια, και οι λαϊκές αφηγήσεις.

Η λέξη Ασίκης (Aşık) σημαίνει εραστής, ερωτευμένος και ετυμολογικά προέρχεται από την τούρκικη λέξη aşk, που σημαίνει αγάπη ή έρωτας. Ωστόσο, ο έρωτας του ασίκη μουσικού δεν αφορά μόνο στον καθαρά συναισθηματικό και σαρκικό έρωτα, αλλά αναπτύσσεται σαν μια καθολικότητα, εκφράζοντας, επίσης, την αγάπη για ζωή και ελευθερία, τη λατρεία της φύσης και του κόσμου, εν γένει.