Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

«Είναι όμοια κι όμως διαφέρουν»

Πόσο κοντά βρίσκονται τα ρεμπέτικα με τα blues;

🖋 γράφει στο avopolis.gr  ο Βαγγέλης Πούλιος


Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik «Η μουσική από τα 10's στα 40's»

Κλέψαμε τον τίτλο μιας σύνθεσης του Μιχάλη Σιγανίδη (από το άλμπουμ Μικρές Αγγελίες), γιατί θα μπορούσαμε με αυτόν να προσεγγίσουμε ένα ερώτημα που έχει ταλαιπωρήσει αρκετά τον ρεμπέτικο μύθο: τι σχέση έχουν, τελικά, τα ρεμπέτικα με τα blues;

Η απάντηση δείχνει εύκολη: καμία. Τουλάχιστον καμία συνειδητή, από τη στιγμή που η ζωντανή αλληλεπίδραση μεταξύ τους ήταν ανύπαρκτη. Αρκεί, άλλωστε, μία μόνο ματιά στη γενεαλογία τους –τα μεν ρεμπέτικα δείχνουν κυρίως προς τη σημερινή ελληνική επικράτεια, την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρασία ή τα βάθη της Ανατολίας· για τα δε blues, μπορούμε να τραβήξουμε μια νοητή γραμμή που να ενώνει την παράδοση της δυτικής Αφρικής, τις φυτείες της δουλείας στον νότο των Η.Π.Α. και τις βιομηχανικές μητροπόλεις του βορρά στις αρχές του 20ού αιώνα. Τι κοινό μπορεί, λοιπόν, να υπάρχει;

Πηγή: www.avopolis.gr
Ο δικτάτορας της Πορτογαλίας Antonio de Dliveira Salazar

Ωστόσο, αν θέλουμε να δούμε τα blues και το ρεμπέτικο ως πολιτισμικές εκφράσεις (και όχι απλώς ως μορφολογικές κατηγορίες) τότε θα πρέπει να ψάξουμε λίγο καλύτερα. Ο Στάθης Δαμιανάκος, μελετώντας τη σχέση των πορτογαλικών fado με το ρεμπέτικο, βάζει μια ενδιαφέρουσα παράμετρο: «Το φάντο και το ρεμπέτικο ανήκουν, εξίσου με άλλες ομόλογες μορφές ανά τις χώρες και τις ηπείρους (όπως για παράδειγμα τα αμερικάνικα αστικά μπλουζ ή το ταγκό της Αργεντινής), σ’ ένα είδος το οποίο θα μπορούσε να οριστεί ως η “Διεθνής” του απόβλητου και περιθωριακού τραγουδιού» (1).

Φαίνεται έτσι ότι δεν είναι μόνο τα μπλουζ που «μοιάζουν» με το ρεμπέτικο, αλλά όλες οι μουσικές που διαμορφώθηκαν την ίδια πάνω-κάτω περίοδο σε συνθήκες μαζικής αστικοποίησης και βίαιης προλεταριοποίησης. Η «Διεθνής» του Δαμιανάκου είναι αστική, εξ ου και δεν μιλάει γενικώς για τα μπλουζ, αλλά συγκεκριμένως για τα αστικά μπλουζ· γεννήθηκε, δηλαδή, στις πόλεις και διαμορφώθηκε αντιθετικά με το κυρίαρχο πρότυπο ζωής –είτε απλώς επιτελώντας την «περιθωριακότητά» της, είτε (σπανιότερα) επιθυμώντας να την ανατρέψει. Είναι, λοιπόν, απολύτως λογικό να προκύψουν παρόμοια ζητήματα και οι διαφορετικές μουσικές εκφράσεις να εστιάζουν σε παρόμοιους προβληματισμούς.

Καφέ με ζωντανή μουσική στην Ιβηρική του 19ου αιώνα

Κάτι άλλο που μοιράζεται αυτή η «Διεθνής» είναι μια αντίστοιχη πορεία στην εξέλιξη των επιμέρους ειδών –στην κίνησή τους από το περιθώριο προς το κέντρο. Στην πρώτη τους φάση, τα βρίσκουμε ως τέκνα της ανώνυμης λαϊκής μούσας· τα βρίσκουμε, επίσης, να προχωράνε όπως προχωράνε όλες οι παραδοσιακές μορφές τέχνης: με την προφορικότητα και τον αυτοσχεδιασμό. Σε μια επόμενη φάση, μορφοποιούνται σε διάφορες διακριτές «σχολές», παραμένοντας πάντως κατ’ εξοχήν τρόπος έκφρασης των αποκλεισμένων ή περιθωριοποιημένων. Σε ένα τρίτο στάδιο (το οποίο συχνά συμπίπτει με την εισαγωγή της δισκογραφίας) τα βρίσκουμε να αναμειγνύονται στην κυρίαρχη κουλτούρα, όχι απαραίτητα ενσαρκώνοντας την αιχμή του αστικού προτύπου, πάντως ξεφεύγοντας από το περιθώριο, εκφράζοντας πλέον μία μεγάλη μάζα πληθυσμού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν λ.χ. τα φάντο, τα οποία σε αυτή τους την περίοδο τα οικειοποιήθηκε ο δικτάτορας Σαλαζάρ, (περίπου) ενσωματώνοντάς τα στους προπαγανδιστικούς του μηχανισμούς (2).

Ρεμπέτικη ορχήστρα του Μεσοπολέμου

Τα παραπάνω εδράζονται, βέβαια, σε ανθρωπολογικές αναλογίες και όχι στη μουσική καθ’ αυτή, άρα δεν τεκμηριώνουν απαραιτήτως κάποια σχέση μεταξύ ρεμπέτικων και blues. Αν τώρα τέτοιες αναλογίες τις «προάγουμε» με το στανιό σε ομοιότητες, θα αρχίσουμε να αναλύουμε περισσότερο τις δικές μας προβολές, επιθυμίες ή εμμονές, παρά τα ίδια: εικάζω, φερ’ ειπείν, πως μια ελληνοκεντρική προσέγγιση θα επιθυμεί διακαώς να βρει τις ομοιότητες των ρεμπέτικων στα Δυτικά μας, παρά στους «προαιώνιους εχθρούς» προς Ανατολάς. Θα καταλήξουμε, δηλαδή, να αντιστρέψουμε τον τίτλο του Σιγανίδη, αναφωνώντας περιχαρείς πως «διαφέρουν κι όμως είναι όμοια».

1. Στάθης Δαμιανάκος, Ήθος και πολιτισμός των επικίνδυνων τάξεων στην Ελλάδα (Αθήνα: Πλέθρον, 2005), σ. 129.
2. Ό.π. σ. 134.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, "Η μουσική από τα 10's στα 40's", που κυκλοφόρησε το 2016.
Μπορείτε να το αποκτήσετε πατώντας εδώ
Avopolis Music Network

Πηγή ανάρτησης: www.avopolis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Next page