Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Aγάθωνας: Δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που να αγαπάει το ρεμπέτικο περισσότερο από μένα

agathonas.jpg
Η συμμετοχή του Αγάθωνα μαζί με το συγκρότημα Koza Mostra στη Eurovision εκπροσωπώντας την Ελλάδα εξέπληξε το κοινό, καθώς δεν είχε ξανασυμβεί ένας ρεμπέτης να παίρνει μέρος στον συγκεκριμένο διαγωνισμό.
Οι περισσότεροι επικρότησαν την επιλογή αυτή, ενώ υπήρξαν και ορισμένοι που τον... «έκραξαν», όπως δηλώνει ο ίδιος σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Τελικά το αποτέλεσμα δικαίωσε τον ίδιο και όσους τον πρότειναν, αφού η χώρα μας κατέλαβε την 6η θέση.

Ο Αγάθωνας παραδέχεται, πάντως, ότι ουδέποτε ήταν «μανιώδης θαυμαστής της Eurovision» γιατί «δεν ήταν και πολύ του γούστου μου», ενώ επισημαίνει πως θαυμάζει την Έλενα Παπαρίζου η οποία συμμετείχε δύο φορές στη Eurovision και κατάφερε τη μία φορά να βγει τρίτη και την άλλη να κερδίσει τον διαγωνισμό.
Ο γνωστός ρεμπέτης αφού εξηγεί γιατί δεν τραγουδάει σε ρεμπετάδικα, υποστηρίζει πως ακόμη και σήμερα θα έπρεπε οι μουσικές σκηνές να λειτουργούν καθημερινά όπως προ κρίσης...

Ακολουθεί η συνέντευξη του Αγάθωνα στον Νίκο Γιώτη για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:

Ερ. Ασφαλώς αποτελεί σταθμό στη μακρόχρονη καλλιτεχνική σας πορεία η συμμετοχή σας το 2013 στη Eurovision. Παράλληλα όμως εξέπληξε, ίσως, η απόφασή σας αυτή. Πώς αντέδρασαν οι γνωστοί και οι φίλοι σας;
Απ. Οι άνθρωποι του σιναφιού μου, που υπολογίζω τη γνώμη τους και τους εκτιμώ ενθουσιάστηκα. Υπήρξαν, όμως, κάποιοι άλλοι, μεταξύ των οποίων κι ορισμένοι Θεσσαλονικείς που βγήκαν και με... έκραξαν, λες και αυτοί αγαπάνε το ρεμπέτικο περισσότερο από μένα. Δεν πειράζει όμως τους συγχωρώ. Γιατί δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να αγαπάει το ρεμπέτικο περισσότερο από μένα.

Ερ. Πριν σας προταθεί να συμμετάσχετε παρακολουθούσατε τη Eurovision;
Απ. Ούτε πιο μπροστά ούτε στη συνέχεια. Όποτε ήμουν στο σπίτι και ήμασταν με παρέα και τρώγαμε και πίναμε λέγαμε ας ανοίξουμε την τηλεόραση να δούμε λίγο. Ιδίως όταν είχε την ελληνική συμμετοχή και ξέραμε ότι κάποια στιγμή θα ακούγαμε το ελληνικό τραγούδι και το σχολιάζαμε. Μπορεί να μην ήταν του είδους των τραγουδιών μου αλλά μουσικός είμαι. Επειδή τραγουδάω ρεμπέτικα δεν σημαίνει ότι δεν γνωρίζω τη μουσική στο σύνολό της. Πάντως μανιώδης θαυμαστής της Eurovision δεν ήμουν γιατί δεν ήταν και πολύ του γούστου μου.

Ερ. Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας;
Απ. Ήρθαν οι Koza Mostra και μου πρότειναν τα παιδιά να συμμετάσχω στον δίσκο τους. Η συνεργασία μας αφορούσε τον δίσκο τους κι επειδή δεν μπορώ να αρνηθώ σε νέα παιδιά καμία βοήθεια, δέχθηκα να τραγουδήσω και στη συνέχεια η εταιρεία τούς είπε πως θα στείλει το τραγούδι στον ελληνικό διαγωνισμό για την επιλογή του τραγουδιού που θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη Eurovision με την προϋπόθεση ότι θα συμμετάσχω κι εγώ. Όταν μου το πρότειναν τα παιδιά δέχθηκα λέγοντάς τους, μάλιστα, ότι θα τους βγάλω και πρώτους! «Θα σας κάνω ABBA» τους είπα χαριτολογώντας! Η αλήθεια είναι ότι το πίστευα πως θα βγαίναμε πρώτοι γιατί πραγματικά το θεωρούσα και το θεωρώ ωραίο τραγούδι.

Ερ. Και μάλιστα χαριτολογώντας με δηλώσεις σας ζητούσατε από τους Σουηδούς διοργανωτές να σας στείλουν το πρώτο βραβείο πριν από τον διαγωνισμό...
Απ. Αλίμονο! Αν δεν υποστηρίξουμε ότι το τραγούδι μας θα βγει πρώτο τι θα πούμε ότι θα βγει τελευταίο; Απλώς δεν έπαιρνα υπόψη τις φιλικές συνεργασίες που έχουν οι συμμετέχουσες στον διαγωνισμό χώρες, οπότε παρακολουθώντας τες εκ των υστέρων διαπίστωσα πως δεν είχαμε καμία ελπίδα.

Ερ. Κι όμως με την Έλενα Παπαρίζου κερδίσαμε τη Eurovision.
Απ. Όντως. Δηλώνω θαυμαστής της Παπαρίζου η οποία συμμετείχε δύο φορές στην Eurovision και κατάφερε τη μία φορά να βγει τρίτη και την άλλη να κερδίσει τον διαγωνισμό. Όσον αφορά τη δική μας συμμετοχή, εκ των υστέρων μάθαμε πως στην ψηφοφορία του κοινού ήμασταν πρώτοι αλλά δεν μας ψήφισαν οι επιτροπές... Γιατί βαθμολογηθήκαμε με «εξάρια» τα οποία ήταν 12 από το κοινό και 0 από την επιτροπή...

Ερ. Όταν μπήκατε στον χώρο που πραγματοποιήθηκε ο διαγωνισμός όπου σας έβλεπαν σε όλη την υφήλιο πώς νιώσατε;
Απ. Κατ' αρχάς δεν ήξερα ποιοι με βλέπουν. Όταν είσαι σ' έναν τέτοιο χώρο κι έχεις μπροστά σου μόνον τις κάμερες δεν ξέρεις ποιοι και πού σε βλέπουν κι ούτε που μ' ένοιαζε. Είχαν γίνει τόσο πολλές πρόβες, ήταν τόσο μελετημένα και καλοστημένα όλα -κι εγώ ήμουν σ' όλα πολύ πειθαρχημένος και υπάκουος προκειμένου να δίνω το καλό παράδειγμα στους νεώτερους- που όταν ανεβαίναμε επάνω για να διαγωνιστούμε ήταν σαν να κάναμε πρόβα. Πέρασα καταπληκτικά όλο εκείνο το διάστημα...

Ερ. Παρότι είστε ρεμπέτης σπάνια τραγουδάτε σε ρεμπετάδικα, αλλά συνήθως τραγουδάτε ρεμπέτικα σε διάφορα άλλα μαγαζιά. Κι επειδή ο κόσμος, ίσως, μπερδεύει ή δεν γνωρίζει τη διαφορά των ρεμπετάδικων από τους χώρους όπου μεταξύ άλλων τραγουδιούνται και ρεμπέτικα εξηγείστε ποια είναι η διαφορά τους;
Απ. Το ρεμπετάδικο είναι ένα μαγαζί μικρό, συνήθως χωρίς μηχανήματα που παίζεις ό,τι γουστάρεις, ό,τι σου ρθει εκείνη τη στιγμή ή ό,τι σου ζητήσει κάποιος από το κοινό και είναι του γούστου σου. Στα μαγαζιά που δουλεύουμε συνήθως κι έρχεται πολύς κόσμος και τρώνε, πίνουν και χορεύουν δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Προσαρμοζόμαστε κι εμείς γιατί δουλεύουμε για το μεροκάματο και φυσικά πληρωνόμαστε καλύτερα, ενώ στα ρεμπετάδικα δεν μπορούν μας πληρώσουν τόσο. Κάποιοι συνάδελφοι δουλεύουν μόνο σε ρεμπετάδικα και πολύ καλά κάνουν.

Ερ. Υπάρχουν σήμερα αρκετά ρεμπετάδικα;
Απ. Βέβαια υπάρχουν. Και στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα.
Ερ. Γιατί σπάνια δουλεύετε σ' αυτά;
Απ. Κάποια στιγμή εκεί θα καταλήξω κι εγώ… με την καλή έννοια. Μακάρι να γίνει ένα ρεμπετάδικο που θα μου προτείνουν να το κάνω εγώ με κάποιον άλλον ή να μπω συνεταίρος ή να μου προτείνουν να δουλέψω μόνο εκεί. Δεν θα μ' ενδιαφέρουν τα λεφτά. Θα πάω εκεί και θα παίζω ό,τι γουστάρω. Όσες φορές το έκανα ήμουν πιο ευχαριστημένος απ' ό,τι είμαι στα άλλα μαγαζιά!

Ερ. Τελικά διακρίνω πως σας εκφράζουν περισσότερο τα ρεμπετάδικα...
Απ. Φυσικά. Πρώτα πρώτα παίζω μπουζούκι στα ρεμπετάδικα, ενώ στα μαγαζιά που συνήθως δουλεύω δεν μπορώ να παίξω μπουζούκι λόγω ήχου μιας και είναι ηλεκτρικός ή επειδή μπορεί να υπάρχουν καλύτεροι και πιο γρήγοροι μπουζουξήδες από μένα. Έτσι παίζω μπαγλαμά, γιατί είναι ένα όργανο το οποίο το κατέχω πολύ καλά και χρειάζεται, ενώ στα περισσότερα μαγαζιά δεν υπάρχει. Στα ρεμπετάδικα όμως παίζω με το μπουζούκι μου ό,τι τραγούδι θέλω -γιατί ξέρω πάρα πολλά τραγούδια- και οι μπουζουξήδες δεν μπορούν να μου παίξουν όποια τραγούδια θέλω.

Ερ. Παραδέχεστε πως υπάρχουν καλύτεροι και πιο γρήγοροι μπουζουξήδες από σας. Αναγνωρίζετε τις αξίες κι αυτό είναι πολύ σημαντικό...
Απ. Βεβαίως. Εγώ παίζω αλά Μάρκο (σ.σ. Βαμβακάρη), όπως παλιά... Είμαι ο μεγαλύτερος θαυμαστής των καλών μπουζουξήδων από την εποχή του Τσιτσάνη, του Χιώτη, του Περιστέρη, του Τασσόπουλου και άλλων, και των σημερινών που τους εκτιμώ βαθύτατα και το ξέρουν οι ίδιοι και είναι φίλοι μου οι περισσότεροι. Και όχι μόνον μπουζουξήδων αλλά και κλαρινοπαιχτών, βιολιστών, ακορντεονιστών και μουσικών όλων των οργάνων. Οι καλύτερες συνεργασίες που έχω κάνει και οι καλύτερες αναμνήσεις που έχω είναι από κάποιους μεγάλους μουσικούς -οι οποίοι είτε ζουν είτε πέθαναν- και το λέω με καμάρι. Τους αγαπάω τους μουσικούς, είναι τα... αδέρφια μου, η οικογένειά μου.

Ερ. Παρότι για ορισμένα χρόνια εγκατασταθήκατε στην Αθήνα όπου δουλέψατε με σημαντικούς καλλιτέχνες, επιστρέψατε στη Θεσσαλονίκη. Για ποιο λόγο;
Απ. Αν εξαιρέσουμε τη δεκαετία του ‘80 οπότε δούλεψα επί έξι χρόνια στην Αθήνα, η βάση μου πάντοτε ήταν η Θεσσαλονίκη όπου ζούσε και ζει η οικογένειά μου, αλλά και είναι το σπίτι μου. Ουσιαστικά πήγα στην Αθήνα για έξι χειμερινές σεζόν αφού τα καλοκαίρια επέστρεφα στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια, από το 1988 μέχρι το 2008-2009, δηλαδή επί μία 20ετία δούλεψα εξαιρετικά στη Θεσσαλονίκη. Μετά άρχισε η οικονομική κρίση της οποίας το τίμημα πλήρωσε και πληρώνει και ο κλάδος μας.

Ερ. Πού τραγουδάτε φέτος;
Απ. Στο «Ρεμπέτικο Σεργιάνι» στον Εύοσμο. Τραγουδάω κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή. Πάμε πολύ καλά κι εκεί θα ξεχειμωνιάσω!

Ερ. Αναπολείτε την προ κρίσης εποχή που δουλεύατε καθημερινά;
Απ. Δεν έχει νόημα να τα αναπολώ. Πάνε αυτά πέρασαν. Κοιτάω μόνο το σήμερα. Κι αυτό που συμβαίνει όμως τώρα, να δουλεύουν τα μαγαζιά μόνο δυο τρεις μέρες τη βδομάδα είναι ρεζιλίκι. Θα μπορούσαν να συνεχίσουν να δουλεύουν κάθε μέρα.

Ερ. Θα μπορούσαν να επιβιώσουν;
Απ. Γιατί όχι; Θα ήταν τα φαγητά και τα ποτά πιο φθηνά για τον κόσμο κι ας πληρωνόμασταν λιγότερο, παρότι ήδη έχουν πέσει τα μεροκάματα για τους μουσικούς του ρεμπέτικου πάρα πολύ, σε ξεφτιλιστικά επίπεδα...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Next page