Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

ΣΤΗΣ ΜΑΣΤΟΥΡΑΣ ΤΟ ΣΚΟΠΟ… ΤΑ AΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ «ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ» ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ -
Πηγή zenithmag.wordpress.com
«Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα
και στη σπηλιά του Δράκου βγήκα
Βλέπω τρεις μαστουρωμένοι
και στην άμμο ξαπλωμένοι.
Ήταν ο Μπάτης και ο Αρτέμης
και ο Στράτος ο τεμπέλης
Βρε συ Στράτο, βρε συ Στράτο
φιάξε αργιλέ αφράτο
να φουμάρει το Μπατάκι
που είναι χρόνια ντερβισάκι
να φουμάρει και ο Αρτέμης
που πάει και μας φέρνει
Μας φέρνει μαύρο από την Πόλη
και μαστούρια είμαστε όλοι
τουμπεκί απ’ την Περσία
πίνει ο μάγκας με ησυχία»…
Στη δεκαετία του 1930, η σκηνή που περιγράφει ο Γιώργος Μπάτης ήταν καθημερινότητα στις σπηλιές και τους λόφους γύρω από τον Πειραιά.
Οι μάγκες επέλεγαν τα απόμερα σημεία για να αποφύγουν είτε την κακή εξήγηση του τεκετζή, είτε το «ξενέρωμα» που έφερναν οι εισβολές των –ανεπιθύμητων στους τεκέδες– οργάνων της τάξης. Για «να πιουν με ησυχία» πάνω στην κουρελού που είχαν κουβαλήσει στη σπηλιά, όπως τραγουδά κι ο Γιάννης Εϊτζιρίδης, πιο γνωστός ως Γιοβάν Τσαούς, στο «Πέντε μάγκες στον Περαία», ένα απ’ τα ωραιότερα τραγούδια που γράφτηκαν με θέμα το χασίς και την κοινωνία των χασικλήδων του Πειραιά.
Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΣΙΣ
Ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του περιγράφει μια εμπειρία του στη σπηλιά του Κουλού, ένα απόκρημνο μέρος στην ακτή της Δραπετσώνας:
«Πήγα με λαχτάρα να φουμάρω μόνος μου. Τότες το χασίσι ήταν πολύ δυνατό, τούρκικο από την Προύσα. Μόλις πήρα τον αργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω, τράβηξα δυνατά με το καλάμι. Ένιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οι αισθήσεις κι έπεσα χάμω και συλλογιζόμουνα πώς ν΄ ανέβω τώρα το γκρεμό να φύγω;
Αρχίνησα με τα τέσσερα να προχωρώ στο έρημο βουνό, ώσπου έφτασα ως πίσω από το νεκροταφείο, την Ανάσταση, περίπου ένα μίλι δρόμο. Εβρέθηκα πάλι σε μια γούβα στην οποία να είναι και κει χασικλήδες να φουμέρνουνε. Ήταν οι πρόσφυγες των Ταμπουριών και δεν ερχόντουσαν μαζί στη σπηλιά όπου πηγαίναμε οι Πειραιώτες. Είχαν δικό τους νταραβέρι…».


Το χασίς δεν ήταν κάτι νέο για τον Πειραιά ούτε φυσικά το έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Την εποχή που αφηγείται ο Μάρκος, η καλλιέργεια της κάνναβης είχε ήδη δια νόμου (Ν. 2017 του 1920) απαγορευθεί, οι δε καπνίζοντες χασίς τιμωρούντο με κράτηση ή και πρόστιμο. Η αστυνομία, σύμφωνα με το νόμο αυτό είχε καθήκον «να παρακολουθή αγρύπνως τας κινήσεις των χασισοποτών και να κλείη τα καταγώγια ή τα άλλα ενδιαιτήματα εις ά επιδίδονται καθ΄ έξιν εις χασισοποτίαν ούτοι, συλλαμβάνουσα δε τούτους επ΄ αυτοφώρω να τους παραδίδη εις την αρμοδίαν Εισαγγελικήν αρχήν δια την κατά νόμον τιμωρίαν των»!

Ματαίως. Πίναν στη ζούλα, φτωχοί και πλούσιοι, όπως λέει ο Μάρκος, σε διάφορους τεκέδες, χασίς διαφορετικής ποιότητας ανάλογα με το πορτοφόλι τους. Όταν τύχαινε να συνυπάρχουν οι τάξεις στον τεκέ, οι φτωχότεροι φρόντιζαν να κάθονται κοντά στις θέσεις των πλουσίων καθώς πάντα οι τελευταίοι έπιναν απ΄ το «καλό». Για τους φτωχότερους έμενε ο «φλόμος», τ΄ αποτσίγαρα, οι κάφτρες δηλαδή που άφηναν οι πλούσιοι.
 Πλένανε το τουμπεκί, τα καλής ποιότητας, συνήθως περσικά, φύλλα καπνού, των πλουσίων, το βάζαν σε κάτι αυτοσχέδιους αργιλέδες και ξανακάπνιζαν το «φλόμο». Σε μια από τις παλιότερες ηχογραφήσεις του ο Μάρκος τραγουδάει: «Όταν πλύνω τουμπεκάκι, θα φουμάρω τσιμπουκάκι». Στην ετικέτα του δίσκου, ο τίτλος του τραγουδιού είναι «Όταν πίνω τουμπεκάκι». Κατά λάθος.

ΖΩΡΖ ΜΠΑΤΙ: «ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΤΕΚΕΤΖΗΣ, ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΧΑΣΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΑΣΤΟΥΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΗΣ»
Αλλά, εκτός από τους τεκέδες, υπήρχαν κι οι σπηλιές στις ακτές, οι γούβες και τα βουνά. Κάποτε, ο Μπάτης με τον Στράτο πήγαιναν στα βουνά της Νίκαιας για να πιουν αργιλέ. Τους παρακολουθούσαν δυο χωροφύλακες για να τους πιάσουν επ΄ αυτοφώρω. Ο Μπάτης τους αντελήφθη κι εκεί που κάθισαν να καπνίσουν, βάζει φωτιά σ΄ ένα θυμάρι για ν΄ ανάψει τον αργιλέ και φωνάζει: «Βάρδα, φουρνέλο»! Όπου φύγει – φύγει, οι χωροφύλακες…
Η διάσημη από το τραγούδι του Μπάτη, σπηλιά του Δράκου, στον Κερατόπυργο στο Κερατσίνι που σήμερα είναι σφραγισμένη, ήταν μια από τις προσφιλείς καβάτζες για τους μάγκες αλλά και για τους τέσσερις της «Τετράδος της ξακουστής του Πειραιώς» που ήσαν δεινοί χασισοπότες. Ο Μπάτης (o, κατά Ζωρζ Πιλαλί, «Ζωρζ Μπατί, χοροδιδάσκαλος και τεκετζής, ουράνιος χασιστής και στη μαστούρα του ευγενής») που διέθετε δικό του τεκέ – χοροδιδασκαλείο στην οδό Αίμου στην Αγιά Σοφιά –σήμερα στη θέση του υψώνεται πολυκατοικία– περηφανευόταν πως στη ζωή του είχε πιει βαπόρια χασίσι. Όπως μαρτυρά ο Μανώλης Δημητριανάκης, μαθητής του Μάρκου (και εκ των τριών βασικών, μαζί με τους Γιώργο και Δημήτρη Κοντογιάννη, της «Ρεμπέτικης Κομπανίας»), όταν λίγο πριν τη δικτατορία του 1967 και προς το τέλος της ζωής του Μπάτη, του ζητούσε να παίξει μαζί του μπαγλαμά, εκείνος του έλεγε: «Άμα θέλετε να παίξω, να με παίρνετε λίγες μέρες πριν για να περπατήσω, να κυκλοφορήσει το αίμα μου»!
Όσο για τον Στράτο τον «τεμπέλη»; Η συγκλονιστικότερη φωνή που έβγαλε το ρεμπέτικο τραγούδι, ο μέγας Στράτος Παγιουμτζής, μαγκίτης, αλανιάρης και βαρκάρης του λιμένος Πειραιώς ήταν πολύ περήφανος μαστούρης.

«ΣΟΥΡΑ ΚΑΙ ΜΑΣΤΟΥΡΑ»
Ο τέταρτος, ο μικρότερος της παρέας, ο Ανέστος –ο «Αρτέμης» του τραγουδιού– η «μαύρη γάτα» όπως άλλωστε λέγαν και τον πατέρα του στη Σμύρνη για τη δεινότητά του στο σαντούρι, ήταν φυσικά κι αυτός χασικλής αλλά πιο ντροπαλός καθώς ήταν –σαν κορίτσι όπως λέγαν οι υπόλοιποι στεκόταν πάνω στο πάλκο– δεν το διατυμπάνιζε κιόλας. Διέθετε, όπως όλοι συμφωνούσαν, το γλυκύτερο παίξιμο ανάμεσα στους μπουζουξήδες της εποχής και μιλούσε με τα τραγούδια του: «Όταν μπουκάρω στον τεκέ, τον αργιλέ τσακώνω και μες στα φυλλοκάρδια μου τραβώ, τον ξελιγώνω», ακούγεται στο «Σούρα και μαστούρα». Λίγα τραγούδια άφησε ο Ανέστος Δελιάς αλλά ένα κι ένα: «Το σακάκι», «Το χαρέμι στο χαμάμ», «Κουτσαβάκι», «Τον άντρα σου κι εμένα», «Αθηναίισα», «Ο πόνος του πρεζάκια»….


«Απ΄ τον καιρό που άρχισα
την πρέζα να φουμάρω,
ο κόσμος μ΄ απαρνήθηκε
δεν ξέρω τι να κάνω.
Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ
ο κόσμος με πειράζει
και η ψυχή μου δεν κρατά
πρεζά να με φωνάζει.
Απ΄ τις μυτιές που τράβαγα
άρχισα και βελόνι
και το κορμί μου άρχισε
σιγά σιγά να λιώνει.
Τίποτα δεν μ’ απόμεινε
Στον κόσμο για να κάνω
Αφού η πρέζα μ’ έκανε
Στους δρόμους ν΄ αποθάνω…»

Το «Αρτέμης» ήταν παρατσούκλι που του είχε κολλήσει ο Γιώργος Μπάτης ή, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, ο Μήτσος ο Καρυδάκιας. Ο Ανέστης Δελιάς είχε έρθει από τη Σμύρνη με την καταστροφή, μόλις δέκα χρόνων μαζί με την μεγαλύτερη αδερφή του και την έγκυο στο τρίτο παιδί μητέρα τους και έμενε στη Δραπετσώνα. Στην αρχή της Δραπετσώνας, δίπλα στις προχειροφτιαγμένες παράγκες όπου στοιβάζονταν οι πρόσφυγες, υπήρχαν τα διαβόητα Βούρλα,  οίκος ανοχής με περισσότερες από 70 τρίτης κατηγορίας πόρνες εγκατεστημένες εκεί ήδη πριν τα τέλη του 19ου αιώνα για τις ανάγκες των ξένων στόλων που ελλιμενίζονταν στον Πειραιά. Στα Βούρλα δούλευε και η ερωμένη του Δελιά, η Δήμητρα Σ., η επονομαζόμενη «Σκουλαρικού», εκείνη που, σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων και συγγενών του, τον «μύησε» στην πρέζα. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς, ο Δελιάς ήταν τότε 23 και ήδη χασισοπότης, εκείνη μόλις 15 χρόνων. Ήταν τέλη του 1934, αρχές του 1935…
Η ΠΡΩΤΗ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΚΟΜΠΑΝΙΑ
Εν τω μεταξύ, το καλοκαίρι του 1934, ο Ανέστης Δελιάς από τη Σμύρνη, ο Στράτος Παγιουμτζής από τ’ Αϊβαλί, ο Μάρκος Βαμβακάρης από τη Σύρα και ο Γιώργος Μπάτης από τον Πειραιά, έχουν ήδη σχηματίσει την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία και εμφανίζονται για έξη μήνες στη μάντρα του Σαραντόπουλου στη Δραπετσώνα.
Είναι η πρώτη ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, όργανα που μόλις έχουν περάσει στη δισκογραφία και από κείνη τη στιγμή αρχίζουν να γίνονται δημοφιλή.

«Αυτός, λοιπόν, ο “Αρτέμης” ήτανε πολύ ωραίο παιδί. Φορούσε μια τραγιάσκα κι ένα πανωφόρι το οποίον θα χωρούσε δυο τέτοιοι μέσα», αφηγείται για τον Δελιά ο Γιώργος Μουφλουζέλης. «Ήταν πολύ καλό παιδί, ήσυχο, ομορφόπαιδο, μελαχρινό, με κάτι μάτια που τρέλαιναν τις γκόμενες. Και μουσικός καλός, πολύ όμορφο μπουζούκι έπαιζε, πολύ τεχνίτης, με ωραία τραγούδια» συμπληρώνει ο Γενίτσαρης.
Ο τελευταίος αλλά και ο Μπαγιαντέρας, ο Κερομύτης, ο Παπαϊωάννου, που σύχναζαν στο χοροδιδασκαλείο του Μπάτη, τον θυμούνταν να παίζει μπουζούκι, όρθιος πάνω στο σκαλί μιας καρέκλας, όπως το συνήθιζε. Εκεί μαζεύονταν μετά τη δουλειά του στα σφαγεία ο Μάρκος και ο Στράτος που ήταν βαρκάρης.

«Όταν ο Ανέστος έφυγε από κοντά μας και έγινε πρεζάκιας, εμείς τότε δεν τον εζυγώναμε», αφηγείται ο Μάρκος Βαμβακάρης. «Πόσες φορές του ελέγαμε, βρε Ανέστο δεν βλέπεις τους άλλους που έχουνε γίνει; Είναι αμαρτία. Κόψε την πρέζα κι έλα μαζί μας να φιαχτείς, να δουλέψεις κοντά μας. Του ελέγαμε όλοι και οι τρεις (και ο Στράτος και ο Μπάτης δηλαδή), αλλά αυτός δεν άκουγε κανένα. Μια φορά τον επείσαμε και ήρθε μαζί μας και τον εφυλάγαμε να μη μας φύγει… Έγινε πολύ ελεεινός, αρχίσαμε μόλις τον εβλέπαμε να τον αποφεύγουμε διότι δεν ημπορούσαμε να μας βλέπει η Ασφάλεια με αυτόν να έχουμε πάρε -δώσε…».

ΧΑΣΙΚΛΗΔΕΣ ΚΑΙ ΠΡΕΖΑΚΗΔΕΣ
Οι χασικλήδες και οι πρεζάκηδες ήταν δυο κόσμοι διαφορετικοί…
«Σ’ ένα ξερόνησο, στη Νιό
που ‘χει εκκλησιές και μύλοι
υποδοχή μου κάνανε
ένα κοπάδι ψύλλοι…».

Η δικτατορία του Μεταξά σήμανε απαγορεύσεις και εκτοπίσεις. Ο Μιχάλης Γενίτσαρης στον οποίο ανήκουν οι πιο πάνω στίχοι από το τραγούδι του «Με πιάσαν επί Μεταξά», έκανε εξορία στην Ίο μαζί με τον Ανέστη Δελιά, κι οι δυό τους ως «δημόσιοι επικίνδυνοι». Χασισοπότης και νταής ήταν ο Γενίτσαρης, πρεζάκιας ο Ανέστος. Στην αυτοβιογραφία του, που διέσωσε ο Κώστας Χατζηδουλής, ο Γενίτσαρης περιγράφει τις προσπάθειες που έκανε εκεί για να βοηθήσει τον Δελιά να κόψει την πρέζα…
Αυτός, όμως, το βιολί του.

Πώς αλλιώς, άλλωστε, αφού όπως διηγείται χαρακτηριστικά ο Γενίτσαρης, «την πρέζα που είδα εγώ να κυκλοφορεί στην εξορία, δεν την είχε όλη η Αθήνα»!
Η ηρωίνη, παράγωγο της μορφίνης, προέκυψε ως αναλγητικό τρεις φορές ισχυρότερο από την μορφίνη το 1898 από την φαρμακευτική εταιρεία Bayer για τις ανάγκες των τραυματιών των πολέμων. Στην Ελλάδα, η χρήση της άρχισε να εξαπλώνεται από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1920. Στη μελέτη του «Ο Πειραιάς και το ρεμπέτικο τραγούδι» που είχε κυκλοφορήσει ως ημερολόγιο του 2006 –της δημοτικής κίνησης «Το λιμάνι της αγωνίας»– ο ερευνητής Σπύρος Παπαϊωάννου μεταφέρει την πιο κάτω γλαφυρή αφήγηση ποινικού κρατουμένου, καταγραμμένη το 1966 στο Νοσοκομείο Κρατουμένων «Ο Άγιος Παύλος»:

«Το 1926 πρωτοήρθε η πρέζα. Πουλιόταν ελεύθερα και πάμφθηνα. Θυμάμαι πίσω από το Ρολόι στον Πειραιά. Μέσα σε μπουκαλάκια, σαν αυτά αργότερα της πενικιλίνης, πέντε γραμμαρίων που γράφαν απ’ έξω “Made in Germany”. O κόσμος έπεσε με τα μούτρα, ιδιαίτερα η νεολαία. Έβλεπες αγέλες από εξαθλιωμένους, ξυπόλητους, αξύριστους, με μακριά μαλλιά και νύχια, λιγδιασμένους και αποβλακωμένους, έξω από τη Δημαρχία στο Γκαζοχώρι, να κάθονται και να ψειρίζονται».
Λογικό φαίνεται, ανάμεσα στα πρώτα υποψήφια θύματα της ηρωίνης να ήσαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Η απόγνωση, η περιθωριοποίηση, ο αποκλεισμός, η ανέχεια και η εξαθλίωση που βίωναν με τον ερχομό τους στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τα αναπάντητα «γιατί» και την αδυναμία τους να θρηνήσουν, να πενθήσουν γι΄ αυτούς που έμειναν πίσω, ήταν τραυματικές εμπειρίες, καθοριστικές για το πέρασμα στην ηρωίνη. Πόσο μάλλον όταν κυκλοφορούσε ελεύθερη και πάμφθηνη.
Ο Δελιάς ήταν το πρώτο παιδί της πενταμελούς οικογένειάς του.
Ο πατέρας του –ευκατάστατος έμπορος γαλακτοκομικών προϊόντων στη Σμύρνη– αλλά και ο παππούς του, έμειναν πίσω χωρίς ποτέ κανείς να μάθει τί απέγιναν. Το φορτίο για κείνον, έναν ευαίσθητο μουσικό, βαρύ.

«Σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων του, ο Δελιάς δεν ήταν τοξικομανής όταν έγραψε το τραγούδι “Ο πόνος του πρεζάκια”», γράφει ο Δημήτρης Υφαντής στη μελέτη του για τον Ανέστη Δελιά που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στα τεύχη 20 και 21 του περιοδικού «Λαϊκό Τραγούδι». «Όμως», συνεχίζει ο Υφαντής, «εξετάζοντας το στίχο με προσοχή και συγκρίνοντάς τον με άλλα τραγούδια, διαπιστώνουμε πως το τραγούδι αυτό είναι το πλησιέστερο, αν δεν συμπίπτει, στις εκφράσεις, στη νοοτροπία και στην ψυχική κατάσταση των εξαρτημένων από ηρωίνη… Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η λέξη “πόνος” σε τίτλο χρησιμοποιείται σε τραγούδι σχετικό με τις ουσίες μόνο από τον Ανέστη Δελιά, αφού ο ίδιος είχε βιώσει αυτήν  την κατάσταση. Ο πόνος αυτός είναι αβάσταχτος και απερίγραπτος. Διαφέρει κατά πολύ του σωματικού ή αυτού της απώλειας, διότι ακριβώς δεν μπορεί να προσδιορισθεί αυτό που τον προκαλεί, συνεπώς να αναπαραχθεί».

Ο ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ
Για τον Γιοβάν Τσαούς που συνέθεσε τον «Πρεζάκια», το άλλο σπουδαίο τραγούδι της πειραιώτικης σχολής εμπνευσμένο από τα βιώματα των ηρωινομανών, όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν στο ότι δεν έπινε ούτε χασίσι. Ούτε βέβαια η γυναίκα του Κατερίνα που έγραψε τους στίχους. Το τραγούδι του Δελιά, όμως, έμελε ν’ αποδειχτεί προφητικό για τον ίδιο.
Από την Ίο και την εξορία επέστρεψε λίγο μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Κατέφυγε στον Γενίτσαρη που τον κλείδωνε σ΄ ένα υπόγειο για να τον κρατήσει μακριά από την πρέζα. Μάταιος κόπος. Ο Δελιάς συνέχισε τα ίδια. Τρία χρόνια αργότερα, τη φύλαξή του είχε αναλάβει ο φίλος του Στράτος Παγιουμτζής με τη γυναίκα του Ζωή στο σπίτι τους. Στις 2 Φλεβάρη του 1944, ο Στράτος με τη Ζωή κάνουν εισαγωγή έναν διαλυμένο από τη στέρηση Ανέστο στο Δρομοκαΐτειο για αποτοξίνωση. Στις 28 του ίδιου μήνα απολύεται, με αίτησή του.
«Είμαι καλά, δεν θα πιω», είπε στο Στράτο.
Λίγους μήνες μετά, το καλοκαίρι του 1944, τον βρήκαν κοκκαλωμένο έξω απ’ το Βαρβάκειο. Τον πήρε το σκουπιδιάρικο κάρο του Δήμου, όπως τους πρεζάκηδες του ομώνυμου τραγουδιού του Γιοβάν Τσαούς που στα χρόνια του μεσοπολέμου έβρισκαν παγωμένους από το κρύο στις περιοχές που σύχναζαν: στο Καστράκι, τη Δραπετσώνα και το σταθμό του Αγίου Διονύση.

«Σαν αποθάνω φίλε μου, έρχετ΄ αστυνομία
με κάρο σκουπιδιάρικο και κάνει την κηδεία».

Ο ΜΕΤΑΞΑΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΑ «ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ» ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Τα «χασικλίδικα» τραγούδια είχαν σταματήσει βεβαίως να δισκογραφούνται από τα τέλη του 1937. Τότε η «Επιτροπή προληπτικής λογοκρισίας» που επέβαλε ο Μεταξάς, μαζί με τα τραγούδια που περιείχαν κοινωνικούς υπαινιγμούς απαγόρεψε ο,τιδήποτε υπήρχε υποψία πως παρέπεμπε στην Ανατολή: τα λεγόμενα «μπεμόλια», τα ημιτόνια, δηλαδή τις διέσεις και τις υφέσεις, ακόμα και τους αμανέδες. Τι τύχη λοιπόν θα μπορούσαν σ΄ ένα τέτοιο περιβάλλον να έχουν τα τραγούδια που ώς τότε αναφέρονταν ελεύθερα σε ουσίες; Οι συνθέτες τους κλήθηκαν να συμμορφωθούν, ν΄ αλλάξουν τα λόγια. Κάποιοι το έκαναν, «φκιάνοντας», όπως ο Μάρκος, «διαφορετικά το γράψιμό τους», άλλοι, όπως ο Δελιάς, ο Μπάτης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου ή ο Γιοβάν Τσαούς προτίμησαν να σιγήσουν. Αλλοι, πάλι, ελαφροί κυρίως συνθέτες που προ του 1936 έγραφαν και «χασικλίδικα», δεν δίστασαν να περάσουν στην αντίπερα όχθη:

«Το Υφυπουργείον Τύπου και Τουρισμού έθεσε φραγμόν στις διάφορες αηδίες που άκουγε κανείς από τα μεγάφωνα των καφενείων και των εξοχικών κέντρων. Τα “χασίσια”, τα “μπουζούκια”, οι “λουλάδες” και οι “αργιλέδες”, οι ακατάληπτες ρεμπέτικες εκφράσεις που είχαν πλημμυρίσει όλην την Ελλάδα, από της στιγμής που γράφονται οι γραμμές αυτές ανάγονται πλέον ανεπιστρεπτί στην ιστορίαν του θλιβερού παρελθόντος. Στο εξής δεν θα μπορή ο κάθε “τυχαίος” να πιάνη ένα μουσικό πεντάγραμμο και αρπάζοντας από τα μαλλιά ένα οποιοδήποτε μοτίβο μουσικό κάποιου …συγχωρεμένου σαντουριέρη να το σερβίρη για δημιουργία μοντέρνα! Ούτε και ένας οποιοσδήποτε (κουρέας, μεσίτης οικοδομών, ψαράς, ταβερνιάρης) θα παίρνει στα χέρια του ένα κομμάτι χαρτί και θα γράφη αντιαισθητικούς στίχους. Το κράτος έδωσε επιτέλους και σ΄ αυτήν την υπόθεσι, την πρέπουσα λύσι. Θα γράφουν εκείνοι που πρέπει και μπορούν να γράφουν. Εκείνοι που είναι ειδικοί και “επαγγελματίαι”…»

Το άρθρο από το περιοδικό Το τραγούδι (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1937), υπογράφει με το ψευδώνυμο Σαβαίμ κάποιος που δεν είναι άλλος από τον γνωστό στιχουργό Αιμίλιο Σαββίδη που πριν από το 1936 –με το ψευδώνυμο Ν. Δέλτας– είχε γράψει τραγούδια όπως το «Είμαι πρεζάκιας» που επανέφερε στη δισκογραφία τη δεκαετία του 1970, με την εκτέλεσή της, η Χαρούλα Αλεξίου. Οι στίχοι του τραγουδιού: «Πρέζα όταν πιεις, ρε θα ευφρανθείς κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θα δεις. Σα μαστουρωθείς γίνεσαι ευθύς, βασιλιάς, δικτάτορας, θεός και κοσμοκράτορας», δεν έχουν καμιά σχέση με τον πόνο και την αγωνία που κρύβουν τραγούδια όπως «Ο πόνος του πρεζάκια» του Δελιά και «Ο πρεζάκιας» του Γιοβάν Τσαούς. Μάλλον με απόπειρες αναπαράστασης μοιάζουν μιας κατάστασης που δεν είχαν βιώσει άμεσα.
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1946
Με την επανέναρξη της δισκογραφικής βιομηχανίας το 1946, τα απαγορευμένα «χασικλίδικα» κάνουν και πάλι την εμφάνισή τους καθώς το ανακαινισμένο εργοστάσιο δίσκων της Columbia στον Περισσό ξεκίνησε τη λειτουργία του πριν καθιερωθεί μηχανισμός λογοκρισίας. Έτσι, επί ενάμιση μήνα το καλοκαίρι του 1946, ηχογραφούνταν και πάλι ελεύθερα χασικλίδικα τραγούδια. Ο Βασίλης Τσιτσάνης που πριν ακόμα από την δικτατορία του Μεταξά είχε ηχογραφήσει το πρώτο του χασικλίδικο, το «Σ΄ ένα τεκέ σκαρώσανε», εκείνο το καλοκαίρι του ΄46, δίπλα σε τραγούδια όπως ο «Λουλάς» του Μητσάκη, ηχογραφεί τρία από τα ωραιότερά του ζεϊμπέκικα με το θέμα τους να περιστρέφεται γύρω από το χασίς:
το «Το πρωί με τη δροσούλα» με τραγουδιστές τον ίδιο και τον Στράτο Παγιουμτζή,
το «Μάγκας βγήκε για σεριάνι» του Απόστολου Καλδάρα δυο φορές (μια με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Απόστολο Χατζηχρήστο και τον ίδιο, και μια με τον Παγιουμτζή και τον Στελλάκη Περπινιάδη)
και το «Της μαστούρας ο σκοπός», το γνωστό «Τα πέριξ», με τους Στράτο Παγιουμτζή και Στέλιο Κερομύτη.
ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ «ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ»
Στο ερώτημα γιατί ο Τσιτσάνης σπεύδει να ηχογραφήσει χασικλίδικα τραγούδια αντί να προσαρμόσει τα λόγια τους ώστε ν΄ απευθυνθεί αργότερα σ΄ ένα ευρύτερο ακροατήριο, ο Μανόλης Αθανασάκης στο βιβλίο του «Βασίλης Τσιτσάνης – 1946» απαντά πως αφενός οι εταιρείες δίσκων επέμεναν στην προβολή των χασικλίδικων με το επιχείρημα της εμπορικότητας και αφ΄ετέρου τα τραγούδια αυτά ήταν μερικά μόνο από έναν ολόκληρο κύκλο χασικλίδικων που έγραψε μέσα στην Κατοχή ο Τσιτσάνης τραγουδώντας στα κέντρα της Θεσσαλονίκης όπου έπαιζε τότε μπροστά σ΄ ένα κοινό που, «αφού εν μέσω των τρομερών συνθηκών της Κατοχής επεδίωκαν τη διασκέδαση και είχαν την οικονομική δυνατότητα να συντηρούν καταστήματα με ορχήστρες, στην πλειονότητά τους δεν μπορεί παρά να ήσαν μαυραγορίτες και ποικιλοτρόπως συνεργαζόμενοι με τις κατοχικές αρχές».
Το πιθανότερο, πάντως, είναι πως για τους ανθρώπους της εποχής, οι μνήμες μιας Ελλάδας όπου η κάνναβη καλλιεργείτο σε εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων και η χασισοποτία θεωρείτο πταίσμα –αν σ΄ έπιαναν σε κρατούσαν μέχρι να ξεμαστουριάσεις και μετά σε άφηναν, όπως λέει ο Δημητριανάκης– δεν ήσαν μακρινές. Όμως, το σύντομο δισκογραφικό καλοκαίρι του μεταπολεμικού χασικλίδικου τραγουδιού έμελε να διακοπεί με την επιβολή εκ νέου της λογοκρισίας, οι μεγάλες επιτυχίες του Τσιτσάνη για να επανακυκλοφορήσουν έπρεπε να επανεκτελεσθούν με τους στίχους τους τροποποιημένους. Έτσι, το «στης μαστούρας το σκοπό» έγινε «στης αγάπης το σκοπό», το «είχε ο δόλιος να φουμάρει μέρες αργιλέ» έγινε «είχε ο δόλιος για ν΄ ακούσει μέρες μια πενιά»…

ΚΑΙ Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΡΕΜΠΕΤΙΚΩΝ!
Στα μαγαζιά, όμως, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Πάντοτε τα ρεμπέτικα και  τα «χασικλίδικα» τραγούδια, παρά την κρατική λογοκρισία αλλά και την δαιμονοποίησή τους από μέρος της Αριστεράς (ο «Ριζοσπάστης» έγραψε το τελευταίο του άρθρο κατά του ρεμπέτικου το 1975), τραγουδιώνταν με τα κανονικά και όχι τα τροποποιημένα τους λόγια ενώ δίπλα τους, τα προπολεμικά «ονειρικά» ή «εξωτικά» τραγούδια του Τούντα, του Περιστέρη, του Χατζηχρήστου, του Μπάτη και του Μάρκου για την Ανατολή και τα χαρέμια, το Μαρόκο ή την Κάρμεν, παραχωρούσαν τη θέση τους στις «Αραπίνες» ή τη «Μάγισσα της Βαγδάτης» του Τσιτσάνη, τραγούδια κι αυτά, που όσο κι αν σε πρώτη ανάγνωση δεν το δήλωναν, ήσαν συνδεδεμένα με ουσίες όσο και τα καθαρά «χασικλίδικα».

«Εγώ δεν είμαι ποιητής, τραγούδια να ταιριάζω, μα μου τα φέρνει ο αργιλές και τα κατασκευάζω», τραγουδούσε ο Μάρκος και το πνεύμα του Πειραιώτικου ρεμπέτικου αναλαμβάνει το 1972 –εν μέσω δικτατορίας– να αναθερμάνει με μια σειρά από εκτελέσεις τραγουδιών, κοντά στο ύφος και το ήθος των παλιών εκτελέσεων, η «Ρεμπέτικη Κομπανία». Ο δίσκος «Μπλε παράθυρα» θα κυκλοφορήσει τελικά –και με αρκετή καθυστέρηση που έφερε το πήγαιν΄ έλα σε γραφεία δισκογραφικών εταιρειών– το 1975 από τη «Λύρα».

Την ίδια χρονιά και στα πλαίσια της «αναβίωσης» του ρεμπέτικου θα κυκλοφορήσουν τα πολυδιαφημισμένα «Ρεμπέτικα» του Γιώργου Νταλάρα.
«Δεν υπήρξε καμμιά αναβίωση», λέει ο εκ των πρωταγωνιστών της «Ρεμπέτικης Κομπανίας», Μανώλης Δημητριανάκης. «Ούτε “ρεμπέτικα” υπήρξαν ούτε “χασικλίδικα”. Λαϊκά τραγούδια ήσαν όλα και πάντοτε τραγουδιώνταν και στα μαγαζιά και στη δισκογραφία».
Ο ίδιος είχε την τύχη να παίξει με τους τρεις επιζώντες της «Τετράδος της ξακουστής του Πειραιώς» από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Δίπλα στο Στράτο Παγιουμτζή, μάλιστα, έπαιζε σε μόνιμη βάση από το 1968 ώς το 1970 σε μαγαζιά της Πλάκας, λέγοντας κομμάτια κλασικά πειραιώτικα «χασικλίδικα» αλλά και αδέσποτα όπως το «Τη ζούλα μου ανακάλυψαν», το «Μπουκάραν μάγκες στον τεκέ» ή το «Τούτοι οι μπάτσοι που ΄ρθαν τώρα τί γυρεύουν τέτοιαν ώρα».
«Αδέσποτοι χασικλίδικοι στίχοι», λέει ο Δημητριανάκης, «συναντώνται ακόμα και στο δημοτικό τραγούδι, πολύ πριν το Μάρκο και πολύ πριν το μπουζούκι γίνει πρώτο όργανο της λαϊκής ορχήστρας. Τους λέγαν στους τεκέδες και κάποιοι απ΄ αυτούς έχουν διασωθεί από στόμα σε στόμα μέχρι και σήμερα».
Στίχους σαν κι εκείνους λέει και σήμερα ο Δημητριανάκης στα μαγαζιά που παίζει με την ορχήστρα του. Έναν απ΄ αυτούς τραγουδούσε και στο μαγαζί του ο Τσιτσάνης και φυσικά είναι πολύ παλιότερος:

«Ένα φράγκο το σιμίτι, δύο φράγκα ο χαλβάς, πέντε φράγκα μια μαστούρα, α ρε μάγκα τι τραβάς»…


https://zenithmag.wordpress.com/2012/09/04/%CF%84%CE%B1-a%CF%80%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B1-%CF%87%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%BB%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1-%CF%81%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%84/
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Next page