Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

«»: Να μη τέλειωνε ποτέ η «κόλαση» των ΘΕΪΚΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ! ΕΙΔΑΜΕ & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ


Είναι δυνατόν δυο «δαίμονες» να σε μεταφέρουν σε μουσικό παράδεισο με το αγγελικό τους παίξιμο; Δυο «δαίμονες» φορτωμένοι νιάτα, ταλέντο και χαρίσματα να σου προσφέρουν μια… κολασμένα μαγική βραδιά;

Είναι και παραείναι, όταν πρόκειται για τα αδέλφια Κωνσταντίνο και Λυδία Μπουντούνη, το «δαιμονικό» ντουέτο εγχόρδων «String Demons», που είχαμε την ευτυχία να απολαύσουμε – με όλη τη σημασία του όρου- στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, σε μια μοναδική συναυλία για το κοινό της πόλης. Παρότι μετρούν λιγότερο από δύο χρόνια ως «επίσημο» γκρουπ, είναι φανερό από τη μαζική προσέλευση αλλά και τις αντιδράσεις του κοινού, ότι διαθέτουν φανατικούς θαυμαστές και βέβαια το δικαιούνται τόσο… κι άλλο τόσο… κι άλλο τόσο! Διότι είναι δυο καλλιτέχνες ξεχωριστοί, πλασμένοι θαρρείς γι αυτό που κάνουν, με έναν εντελώς δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο.
       Με το σβήσιμο των φώτων, την ατμοσφαιρική μουσική υπόκρουση, τη «σκοτεινή» εμφάνιση του Κωνσταντίνου στη σκηνή, αμέσως είχες την αίσθηση ότι κάτι «διαφορετικό» συμβαίνει εδώ, έξω από συμβατικά καλούπια, μέχρι τη θεαματική, φωτεινή είσοδο της Λυδίας μέσα από το κοινό, παίζοντας «δαιμονικά» το βιολί της.
Η οποία αφού περιηγήθηκε παίζοντας ανάμεσα στους θεατές, ανέβηκε στη σκηνή για να ενωθεί με το βιολοντσέλο του Κωνσταντίνου και να αρχίσει η μουσική πανδαισία που μας συνεπήρε, με εναρκτήριο τραγούδι «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν»…  Στη φωτισμένη πια σκηνή, από άποψη θέασης, είχαμε την ευκαιρία να δούμε δυο «όμορφα νιάτα» με λαμπερά πρόσωπα, δυο καλλιτέχνες με χαριτωμένο, νεανικό στυλάκι, σε έναν επιτυχημένο συνδυασμό χιούμορ, ελευθερίας και στυλιστικής άποψης.
  
        Από πλευράς ακούσματος… λυπούμαστε, αλλά ό,τι κι αν μεταφέρουμε είναι λίγο και αδυνατεί να αποδώσει τη ζωντανή απόλαυση των αισθήσεων! Η οποία απόλαυση επήλθε από ένα δυνατό συνταίριασμα πολλών παραγόντων, με επίκεντρο πάντα τη μαγεία της μουσικής, όπως αυτή προέκυψε από δύο «διαβολικά» έγχορδα. Που στα χέρια δύο σπουδαίων δεξιοτεχνών με δάχτυλα που πετούσαν- λες και δεν άγγιζαν τις χορδές, πήραν φωτιά και απογείωσαν τον ήχο στα ύψη! Πέραν όμως της δεδομένης δεξιοτεχνίας δύο μουσικών που παρά το νεαρό της ηλικίας τους, μετρούν ήδη μπόλικες περγαμηνές στα βιογραφικά τους, ένα στοιχείο που πραγματικά εντυπωσίασε ήταν ο σχεδόν απίστευτος συγχρονισμός μεταξύ τους, με ακρίβεια τόσο αξιοθαύμαστη, σαν να έπαιζε ένας άνθρωπος ταυτόχρονα τα δύο όργανα με… τέσσερα χέρια! Συντονιζόμενοι σχεδόν με την ανάσα και το βλέμμα, κάτι που προϋποθέτει ατέλειωτες ώρες κοινού παιξίματος, από δύο ανθρώπους σε τόσο στενή επαφή που γίνονται «ένα».

       Το δεύτερο που εντυπωσίασε, πέραν της άρτιας εκτέλεσης, ήταν η φαντασία στις διασκευές και μείξεις ετερόκλητων τραγουδιών, όπου ένας συμβατικός νους δεν μπορεί να φανταστεί ας πούμε τον Χατζηδάκη σε συνδυασμό με ροκ ή πολύ περισσότερο τα… εκκλησιαστικά εγκώμια με χέβυ μέταλ! Ωστόσο η δημιουργική φαντασία των δύο καλλιτεχνών κατάφερε να τα συγκεράσει «διαβολικά» σε ένα μουσικό αποτέλεσμα υψηλής αισθητικής, με παρόντα τον εμβληματικό ήχο του πρωτότυπου και αποδοσμένον εξαιρετικά μέσα από έγχορδες ενορχηστρώσεις. Οι οποίες ενισχύθηκαν στο κομμάτι του ρυθμού με κρουστά και κυρίως με «μπότα» στα πόδια του Κωνσταντίνου, προσθέτοντας ένταση και δυναμικό, ρυθμικό τέμπο στα ακούσματα, ως καθοριστικό- γοητευτικό συνοδευτικό των μελωδιών. Θαυμάσαμε τον τρόπο που διασκευάστηκαν ευφάνταστα με ταλέντο, γνώση και σεβασμό, χαρακτηριστικά κομμάτια μεγάλων δημιουργών σαν «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Της αγάπης αίματα», «Τα καβουράκια», τραγούδια των Μ. Χατζηδάκη και Μ. Χιώτη, παραδοσιακά σαν το θρακιώτικο «Λιανοχορταρούδια»…

       Ωστόσο η μουσική περιήγηση δεν αρκέστηκε στα «εγχώρια», μας ταξίδεψε από το ρόκ μέχρι την κλασική μουσική ( με έναν υπέροχο Βιβάλντι) και βέβαια σε δικές τους συνθέσεις που χαρακτηρίζονται από  κάτι πολύ σημαντικό για έναν δημιουργό: έχουν διακριτή ταυτότητα  και προσωπικό στίγμα, με έναν εξαιρετικό συνδυασμό ατμοσφαιρικής μελωδίας, εμπνευσμένης εκτέλεσης και ρυθμού, σαν το τραγούδι του «λυράρη που από την κορυφή του Ολύμπου παίζει για την μακρινή αγαπημένη του» ή σαν το απρόβλεπτο «Βίος και… αλητεία ενός πολιτικού» που συνοδεύτηκε στη σκηνή από «θεατράλε» πρόζα / αφήγηση…  Όλα τούτα σε ένα πρόγραμμα σοφά δομημένο από άποψη επιλογών, άρτια εκτελεσμένο σε καλλιτεχνικό επίπεδο και επιπλέον εξαιρετικά «σκηνοθετημένο», παρόλο που δεν διαβάσαμε πουθενά περί… σκηνοθεσίας.

       Και ίσως το τελευταίο έκανε τη θεαματική διαφορά από παρόμοιες συναυλίες μικρών συμφωνικών σχημάτων που περιορίζονται σε άψογες μεν, αλλά στατικές και «στεγνές» μουσικές εκτελέσεις μέσα σε πλαίσια εντελώς συμβατικά. Διότι εν προκειμένω, δίπλα στη δεξιοτεχνία των εγχόρδων, τη φαντασία των διασκευών, τα υπέροχα ακούσματα, ήρθαν να προστεθούν η ευρηματικότητα και έντονη επικοινωνία που ολοκλήρωσαν την απόλαυση της βραδιάς. Ιδιαίτερα ο ομιλητικότατος Κωνσταντίνος, ήταν μια πραγματική αποκάλυψη όσον αφορά στη σκηνική του άνεση, την αμεσότητα επικοινωνίας, το πηγαίο χιούμορ, τις απολαυστικές ατάκες προλογίζοντας ή σχολιάζοντας τα κομμάτια και όχι μόνο, «παίρνοντας» από τα πρώτα λεπτά το κοινό μαζί του,  σε μια διαρκή ανταλλαγή  ενέργειας και ζωντάνιας εκατέρωθεν.

       Ένας χαρισματικός, όχι μόνο μουσικός αλλά και περφόρμερ, μεταδίδοντας χειροπιαστά αυτό που λέμε «χαρά της τέχνης» με το πνεύμα ελευθερίας ενός αυθεντικού καλλιτέχνη, έξω από συμβάσεις ή στημένα καλούπια, με χιούμορ ευεργετικό και αθωότητα ενός μεγάλου παιδιού που όντως «παίζει», χωρίς ωστόσο να χάνει ποτέ την αίσθηση του μέτρου! Είπε πολλά χαριτωμένα, αλλά η ατάκα «Μπορείτε να μας βρείτε εύκολα στο διαδίκτυο… βέβαια χτυπώντας πρώτα το String θα σας βγάλει άλλα πράγματα, άσχετα με εμάς… εκείνα τα string  είναι για άλλα όργανα!», έκανε το κοινό να ξεσπάσει σε αυθόρμητο γέλιο. Ή όταν ζητούσε να «σοβαρευτούμε», παίζοντας μια… κόρνα. Ή όταν «πείραζε» τη σιωπηλή Λυδία, η οποία δίπλα του ως ήρεμη δύναμη άφηνε το βιολί της να μιλήσει με στιγμές μουσικού παροξυσμού και η έντονη παρουσία της γέμιζε τη σκηνή αλλά και την πλατεία καταλυτικά, περιφερόμενη συχνά ανάμεσα στο κοινό. Αλλά και πάνω στη σκηνή, ελάχιστα παρέμεινε καθιστή, αντίθετα με ρυθμική κινησιολογία συνόδευε σταθερά το παίξιμό της, ενώ ο Κωνσταντίνος ζητούσε  τη συμμετοχή μας σε φωνητικά… απειλώντας ότι «θα το πάμε μέχρι τις 2, αν δεν το καταφέρουμε!»

       Το ελάχιστο που θα επισημαίναμε σε τεχνικό επίπεδο ήταν η ρύθμιση του ήχου, καθώς η ένταση του βιολοντσέλου συχνά κάλυπτε το βιολί στο ταυτόχρονο παίξιμο. Κατά τα άλλα, η σοβαρότερη ένστασή μας αφορά στο ότι… ΔΕΝ χορτάσαμε! Τα περίπου 80 λεπτά αποδείχθηκαν τελικά πολύ λίγα γι αυτό το θαυμάσιο βίωμα σε όλα τα επίπεδα και θέλαμε κι άλλο! Ένα θα πούμε: ΑΝ όλοι οι «δαίμονες» ήταν σαν τους συγκεκριμένους «έγχορδους», η… κόλαση θα ήταν μοναδικά παραδεισένια!

Τους ευχαριστούμε από καρδιάς και καρτερούμε γρήγορη επάνοδο!
 

Πίτσα Στασινοπούλου -


Next page