Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΜΑΓΕΥΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΣΤΕΜΕΝΟΥΣ..

Το ξέρατε ότι ο Γεώργιος ο Α' ήταν λάτρης του αμανέ και μάλιστα τραγουδούσε και ο ίδιος το Σμυρναίικο Μινόρε δυνατά μέσα στα Ανάκτορα; 

Οτι μερικά από τα πρώιμα ρεμπέτικα της Σμύρνης, όπως το «Από τα πολλά που μου 'χεις καμωμένα», παίχτηκαν κατά την ενθρόνιση του Εδουάρδου Ζ' της Αγγλίας, το 1901, από την περίφημη Εστουδιαντίνα, τα «Πολιτάκια», που περιόδευαν στην Ευρώπη; 
 
Οτι σε μια επίσκεψή του στην Αθήνα ο, της κυρίας Σίμπσον, Εδουάρδος Η' είχε μαγευτεί από μια βραδιά με τον Νταλκά και τον Παγώνη;

Για όλα αυτά μας διαβεβαίωσε ο ερευνητής του ρεμπέτικου Παναγιώτης Κουνάδης, για να προλάβει πιθανές μικρονοϊκές αντιδράσεις Μήπως δεν ζήσαμε πέρυσι το καλοκαίρι αντιδράσεις επειδή τα απαγορευμένα ρεμπέτικα ακούστηκαν στο Ηρώδειο; Αλλά όσο κάποιοι συνεχίζουν εδώ να αντιδρούν επιμένοντας να συνδέουν το «ευρύ γένος του ρεμπέτικου» μόνο με το περιθώριο, σ' άλλες χώρες, με εντελώς διαφορετική παράδοση, έχουν ανακαλύψει κι αξιοποιούν τη μουσική μας. Στην Ιαπωνία π.χ. υπάρχουν νέοι που χρησιμοποιούν ρεμπέτικα στα sampler τους. Αυτό πάλι μας το είπε ο Γιώργος Νταλάρας, ιδιαιτέρως περήφανος.
 
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι «η σχέση μου με το ρεμπέτικο υπήρξε βιωματική». Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ανάμεσα στα τραγούδια, που κορφολόγησε ο Κουνάδης για το αφιέρωμα του Μεγάρου Μουσικής, δεν υπήρχαν και ορισμένα «που δεν τα ήξερα ούτε εγώ». Η μουσική παράσταση, που φιλοδοξεί να μάθει ακόμα και στον Νταλάρα άγνωστες πλευρές του ρεμπέτικου, είναι ένα ταξίδι που επιχειρεί να καλύψει τους σημαντικότερους σταθμούς του ρεμπέτικου, θεματικά, γεωγραφικά και μουσικά. 
 
Ξεκινά από τα τραγούδια της Σμύρνης και της Πόλης πριν από το '22, τη μεταφορά τους μετά τη μικρασιατική καταστροφή στην κυρίως Ελλάδα, τη μετανάστευση στις ΗΠΑ, τις κορυφαίες δημιουργίες των Τούντα, Περιστέρη, Σκαρβέλη και Παπάζογλου, τα «διαμάντια» της θρυλικής Τετράδας της Δραπετσώνας (Βαμβακάρης, Παγιουμτζής, Μπάτης, Δελιάς). Συνεχίζει με τα ρεμπέτικα του Πειραιά (Κάβουρας, Χατζηχρήστος, Τούντας, Μοντανάρης, Νταλκάς), σταθμεύει στη «χρυσή περίοδο του ρεμπέτικου» και των Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Χιώτη, Καλδάρα, κάνει μια σύντομη αναφορά στο αρχοντορεμπέτικο με κομμάτια του Σουγιούλ, εμμένει σε αντιπροσωπευτικά κομμάτια (Τσιτσάνη, Ζαμπέτα, Μητσάκη, Τζουανάκου κ.ά.) της δεκαετίας του '50 και φτάνει μέχρι τις δημιουργίες σύγχρονων συνθετών που επηρεάστηκαν από το ρεμπέτικο, όπως οι Πάνου, Κουγιουμτζής, Μπιθικώτσης, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Σαββόπουλος, Λοΐζος, Μούτσης, Νικολόπουλος καθώς και οι νεότεροί τους Μάλαμας, Περίδης κ.ά. Το πολύτιμο ρεπερτόριο παραδίδεται στον Νταλάρα αλλά και στους Μπάμπη Στόκα, Σοφία Παπάζογλου, Ζαχαρία Καρούνη, Ασπασία Στρατηγού και σε 13μελή λαϊκή ορχήστρα.
 
Στη μουσική ροή παρεμβάλλονται δέκα «ταχυδράματα» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, στα οποία πρωταγωνιστούν οι εμβληματικές μορφές των Βαμβακάρη (τον υποδύεται ο Αρτό Απαρτιάν), Τσιτσάνη (Νίκος Αλεξίου), Παπαϊωάννου (Μάνος Σειραγάκης), Νίνου (Τάνια Τρύπη). Διάσπαρτα στο θέαμα τα μονόπρακτα έχουν εισαγωγική αφορμή ένα όνειρο που υποτίθεται ότι βλέπει ο Γιώργος Νταλάρας, με τον πατέρα του Λουκά Νταράλα (Εκτορας Καλούδης) στον Παράδεισο, πλαισιωμένο από την εκλεκτή του παρέα. Οι ήρωες μιλούν για τα κατορθώματα και τις δυσκολίες, για τις περιπέτειες και τις ώρες στο πάλκο. Την έννοια του θεάματος συμπληρώνουν τα σκηνικά της Ερσης Δρίνη, τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ αλλά και η προβολή κινηματογραφικών στιγμιοτύπων που, με την επιμέλεια του Γρηγόρη Καραντινάκη, υπογραμμίζουν το κλίμα και την εποχή. Επιδίωξη του Σωτήρη Χατζάκη ήταν να αποφευχθεί «κάθε διάθεση φολκλόρ. Εικόνες με ποιητικές διαφυγές συνδυάζονται με απολύτως ρεαλιστικά στοιχεία».
 
Για ένα τόσο φιλόδοξο θέαμα, εκτός από τον Κουνάδη που υπογράφει την επιλογή του αρχειακού υλικού και μαζί με την Αννα Νταλάρα και την επιμέλεια της παραγωγής, συστρατεύτηκαν κι άλλες δυνάμεις.
 
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, που υπογράφει το εισαγωγικό κείμενο στο πρόγραμμα της βραδιάς, είναι από τους «κομβικούς» δημιουργούς που «μετέφεραν και εγκατέστησαν την ποιητική φόρμα, δύναμη και διάθεση του ρεμπέτικου στο καινούργιο λαϊκό τραγούδι». Δεν είναι μόνον το έργο του που αποδεικνύει την παρουσία του ρεμπέτικου στην κυτταρική μας μνήμη. Είναι και ο ίδιος, όταν επικαλείται π.χ. την πρώτη φορά που άκουσε τη «Φραγκοσυριανή»
 
«Ήμουν παιδάκι αλλά αισθάνθηκα ότι αυτό το τραγούδι με αφορά. Σηκώθηκα ξυπόλητος και χόρεψα ένα αυτοσχέδιο χασάπικο...». Κι αυτή η σχεδόν αντανακλαστική αντίδραση, εξακολουθεί να ανιχνεύεται στις νέες γενιές. Γιατί ακόμα και στα μαγαζιά «με τα θλιβερά τραγούδια της λαϊκοπόπ, καταλήγουν να χορεύουν με τα ρεμπέτικα που ακούγονται απαραιτήτως στο ζενίθ της νύχτας». Όσοι τ' ακούν έτσι, ας τ' ακούσουν τώρα και «Σαν τραγούδι μαγεμένο», όπως τους αξίζει. 

Πηγή clubs.pathfinder.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Next page