Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Οι Στράτες του Ρεμπέτικου.

Το ρεμπέτικο τραγούδι έχει την δική του ιστορική διαδρομή .Μια διαδρομή παράλληλη με τα ιστορικά δρώμενα,τις πολιτικές εξελίξεις και το κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας μας τον τελευταίο αιώνα.
Ουσιαστικά σε ρεμπέτικο τραγούδι εξελίχθηκαν οι μουσικοί δρόμοι της Μικράς Ασίας.  Αρκετά μουσικά ακούσματα των μικρασιατών είχαν καταφέρει να περάσουν το Αιγαίο και να ακούγονται στην υποδουλομένη Θεσσαλονίκη(πολυπολιτισμική πόλη κατοικημένη  από Εβραίους, Έλληνες, Τούρκους ,Βούλγαρους ,Αρμένιους),στον Πειραιά, στον Βόλο, την Πάτρα και σε άλλα αστικά κέντρα της χώρας, κυρίως λιμάνια ,στα τέλη του 19 ου αιώνα και στις αρχές του εικοστού.
Τα τραγούδια αυτά ήταν γραμμένα στους ρυθμούς του απτάλικου, του μπάλου, του δερβίσικου, του αντικριστού του καρσιρλαμά. Αλλά πάλι ήταν επηρεασμένα από τα μοιρολόγια και τους ανατολίτικους μανέδες. Τα κύρια μουσικά όργανα σε αυτά τα τραγούδια ήταν <<σαντουροβιόλια>>(σαντούρι, κανονάκι, βιολί, ούτι, μαντολίνο, σπάνια κιθάρα και χάλκινα).
Ήταν κυρίως παραδοσιακά ,ή γραμμένα από ερασιτέχνες μουσικούς που δεν γνώριζαν το πεντάγραμμο και μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα και από παρέα σε παρέα, κάτι σαν σύγχρονες ομηρικές ραψωδίες. Βέβαια στα παράλια της Ιωνίας υπήρχαν και μουσικοί με άριστες γνώσεις,. μουσικές σχολές ,ωδεία, εστουντιαντίνες,  μεγάλες παραδοσιακές και βυζαντινές ορχήστρες και χορωδίες πολιτιστικών κέντρων.(Μια από τις γνωστότερες ορχήστρες ήταν «Τα Πολιτάκια » του Σιδέρη στην οποία συμμετείχαν οι Τούντας, Παπάζογλου, Περιστέρης ) .

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή ,οι ξεριζωμένοι Έλληνες και Αρμένιοι πρόσφυγες, σκορπίστηκαν σε όλη την επικράτεια της <<μητέρας πατρίδας>> αλλά και στο εξωτερικό (Αμερική Καναδά).Η ανέτοιμη σε όλα Ελλάδα ,μόνο σαν μητέρα δεν μπόρεσε να υποδεχτεί τα παιδιά της που πέσαν θύματα των μεγαλοϊδεατών .
<<Η Σμύρνη και το Κορδελιό δεν ήταν του κεμάλη .ρουφιάνοι την επούλησαν,ντόπιοι και Αγγλογάλλοι>>
Αυτά λέει το τετράστιχο του άγνωστου τραγουδοποιού για την καταστροφή της Σμύρνης.
Οι πρόσφυγες γκετοποιήθηκαν με το που ήρθαν. Ο κόσμος τους έβλεπε καχύποπτα. Τους θεωρούσε ξένους, παρείσακτους, επικίνδυνους. Τουρκόσπορους τους αποκαλούσαν με περισσή ευκολία οι Ελλαδίτες, λόγω της ανύπαρκτης παιδείας, σε μια Ελλάδα με ποσοστό
αναλφάβητων πάνω από 70 %.
Οι πρόσφυγες, άνθρωποι δουλευτάδες και άξιοι στην πλειοψηφία τους, έστησαν τους δικούς τους μαχαλάδες στις πιο υποβιβασμένες περιοχές των αστικών κέντρων. Μαζί με τα λίγα τους υπάρχοντα έφεραν και τα ήθη τα έθιμα και φυσικά το τραγούδι τους. Τραγούδια γεμάτα πόνο και λύπη για τις χαμένες πατρίδες αλλά και περήφανα τραγούδια αισιόδοξα, για το νέο ξεκίνημα της ζωής τους.

Στα αστικά κέντρα ,κυρίως στα λιμάνια ,δημιούργησαν τα στέκια τους. Η συνήθεια του αργιλέ  που ήταν διαδεδομένη στα μέρη τους ,τους έκανε να στήσουν τους πρώτους τεκέδες.(τεκές στα τούρκικα είναι ο χώρος λατρείας του θεού).εκεί συναντήθηκαν με αρκετούς ελλαδίτες. κυρίως λιμενεργάτες ,πλανόδιους μουσικούς, τυχοδιώκτες και γενικά άτομα που μοιράζονταν την ίδια φτώχεια και περιθωριοποίηση μ αυτούς.
Τα παραδοσιακά Σμυρνέικα τραγούδια άρχισαν να μεταλλάσσονται σιγά, σιγά και να εξελίσσονται σε μια μορφή αστικού λαϊκού τραγουδιού. Στο νέο αυτό είδος προστέθηκαν το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς. Το πρώτο κομμάτι με μπουζουκομπαγλαμάδες που φωνογραφήθηκε στην Ελλάδα ήταν το <<Ρε μάγκα μου να ερχόσουν στον τεκέ μας>>  (Καραντουζένι ) του Μ.ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ).



Την ιστορία αυτής της φωνογράφησης μας αφηγείται ο Ν. Μάθεσης :
«Ένα απόγευμα που είχα φωνοληψία για ένα τραγούδι μου, και θα το τραγουδούσε ο φίλος μου και πατριώτης μου Γιώργος Παπασιδέρης «Μες του Νικήτα», είπα στον κύριο Μάτσα (πατέρα) σε ένα διάλειμμα επί λέξη «Κύριε Μάτσα σας προτείνω κάτι για την εταιρείαν σας που θα βγει σε καλό».- «Σας ακούω» μου είπε.
- «Ο Πειραιάς είναι μια πόλις με το λιμάνι του μαζί, που κατοικείται από μάγκες, νταήδες, χασικλήδες και κάθε καρυδιάς καρύδι. Σε κάθε καφενείο ή ντεκέ είναι κρεμασμένα 5-6 μπουζούκια και μπαγλαμάδες για τους πελάτες. Και κάθε μάγκας που παίζει ή μαθαίνει, έχει το μπουζούκι στο δωμάτιο του. Λοιπόν κύριε Μάτσα δεν έχουμε βγάλει ένα τραγούδι τους με μπουζούκι και μπαγλαμά. Ρεμπέτικα και χασικλίδικατους βγάζουμε όπως αυτό που θα κάνουμε φωνοληψία τώρα «Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί και πάω για να φουμάρω»… Ωραία είναι δικό τους, αλλά τα όργανα δεν είναι δικά τους, δεν έχουν αυτοί σχέση με βιολιά και κιθάρες. Γι’ αυτό σας λέω να κάνουμε μια δοκιμή με μπουζούκι και μπαγλαμά. Δεν πρόκειται να ζημιωθεί η εταιρεία σας, θα βγάλετε λίγους δίσκους στην αρχή κι αν έχει ζήτηση ο δίσκος βγάζετε συνέχεια».
Αφού σκέφτηκε, μου λέει

¨»Ξέρεις κανέναν να παίζει μπουζούκι;»
– «Ξέρω κύριε Μάτσα πολλούς και στην ψαραγορά έχουμε μάγκες μπουζουξήδες ψαράδες, αλλά ακούω από πολλούς που λένε για κάποιον χασάπη στα Σφαγεία του Πειραιώς που παίζει τόσο καλό μπουζούκι με αγάπη, που λένε ότι θα πάει φυματικός για το μπουζούκι. Θα πάω να τον βρω όταν θέλετε για δοκιμή».
– «Πως τον λένε;» μου είπε ο Μάτσας.
– «Μάρκο» του είπα.
– «Για φέρτονε να δούμε τι θα γίνει και με το μπουζούκι σου Μάθεση».
– «Για την εταιρεία σας κύριε Μάτσα». 
– «Εντάξει, θα το δοκιμάσουμε είπα!» Αφού τελείωσα την φωνοληψίαν και έφυγα κατά τας 5-6 η ώρα, γιατί ήταν το τελευταίο το τραγούδι μου, έφυγα απ’ το παλιό κατάστημα του Λαμπρόπουλου που είναι ακόμη στην οδόν Αιόλου γωνία, απέναντι από τον Δραγώνα. Εκεί γινόντουσαν οι φωνοληψίες, δεν είχε ιδρυθεί ακόμη το εργοστάσιο της «Κολούμπια» στον Περισσό. Κ
αι επήγα στο καφενείο στην οδό Αθηνάς «Μικράς Ασίας», εκεί σύχναζαν όλοι οι οργανοπαίκτες και τραγουδιστές και στιχουργοί. Αυτή την εποχή ήταν σμυρναίικο. Εμπήκα μέσα, ήταν άδεια γιατί η ώρα ήταν νωρίς, στις 8-9 μαζευόντουσαν και φεύγανε για τα διάφορα τους κέντρα. Μετά που παίζανε μέχρι τις μια μετά τα μεσάνυχτα που κλείνανε τότε τα κέντρα, ενώ τώρα αρχίζουν στη μια η ώρα μέχρι πρωίας. Όπως έμπαινα μέσα άκουσα να
μου λένε «Κύριε Μάθεση αν θέλετε ελάτε να πάρετε καφέ». Γυρίζω το κεφάλι μου πίσω και βλέπω τον Ντούντα (=Τούντα) μόνον του.
– «Τιμή μου κύριε Ντούντα» και κάθησα, αλλά άρχισαν να μαζεύονται ένας-ένας.
- «Θα ήθελα να συνεργαστούμε» μου είπε «εάν δεν είσαι δεσμευμένος».

– ¨Εντάξει» του είπα «αλλά θα κάνω κάτι που δεν το χωράει καμιανού το μυαλό».
Μου λέει «σήκω να πάμε δίπλα στου Μουρούζη, δεν θα ‘ναι κανείς».
Επήγαμε. Τα βράδια είχε κομπανία και τραγουδούσε η Ρίτα εκεί. Λέω στον Τούντα «έρχομαι από φωνοληψία, τραγούδησε ο Παπασιδέρης και μουσική του Ογδοντάκη¨. Μου ευχήθηκε καλή επιτυχία. Στο διάλειμμα του λεω: «είπα στον κύριο Μάτσα να δοκιμάσουμε ένα ρεμπέτικο τραγούδι ή δίσκο με μπουζούκι και μπαγλαμά στην τύχη».
– «Και τι είπε ο κύριος Μάτσας; Δέχτηκε;».
– «Δέχτηκε. Λοιπόν κυρ Παναγιώτη, να τι έχω στο μυαλό μου. Θα του κάνουμε ένα συμβόλαιο για δέκα έως 20 τραγούδια. Αυτός μου λεει να τον πάω να βγάλει ένα να το ακούσει κι ας πεθάνει! Λοιπόν δεν θα δεχθεί να παίξει 10 ή 20; Βέβαια αν πιάσει φωτιά και γίνει σουξέ, εάν δεν πιάσει πάνε χαμένοι οι κόποι μας και τα λόγια. Εγώ τα λόγια εσύ τις μουσικές και αυτός την εκτέλεση. Και όταν λήξει το συμβόλαιο έχει το δικαίωμα να πάρει στίχους και μουσικές από όποιον θέλει. Εντάξει;»
– «Ναι!»
Βγάζει αμέσως απ’ το πορτοφόλι του ένα επισκεπτήριο του και του γράφει με μολύβι: «Φίλε Μάρκο όπως μου είπε ο φίλος Ν.  Μάθεσης είμαστε εντάξει να συνεργαστούμε και οι τρεις». Επήρα το επισκεπτήριο και χωριστήκαμε. Μπήκα στο Μοναστηράκι και βγήκα στον Πειραιά. Μόλις βγήκα μου φωνάζει ένα
ς φίλος μου σοφέρ αλλά το αυτοκίνητο δικό του, ο Τάσος ο Γκούμας,
μεγαλωμένοι στου Βρυώνη από μικροί. Μπήκα στο αμάξι και του είπα να με πάει στου Πολυκανδριώτη στη Δραπετσώνα. Στο δρόμο του είπα όλα τα καθέκαστα της ημέρας και του έδειξα και την κάρτα του Ντούντα. Παρέλ
ειψα να σας πω ότι ο Τούντας τότε ήταν ότι ο Τσιτσάνης σήμερα. Πρώτος σε όλα. Βέβαια τα είπα του Τάσου, αφενός ότι ήταν φίλος καλός και αφετέρου θα τα διέδιδε σε άλλους ανθρώπους, ρεμπέτες μες, αλλά όχι του ντεκέ, γλεντζέδες που κυκλοφορούσαν με γκόμενες και με ρόδα. Η αφρόκρεμα των ρεμπέτηδων και νοικοκυραίων την ημέρα … Μόλις πήγαμε στο καφενεδάκι τον είδαμε και καθότανε απ’ έξω μόνος του, δεν ήταν κι άλλος, ούτε απέναντι στο ντεκέ είχε απαρτία η επιχείρησις…Μου είπε «καλώς τον Νικόλα», του είπα «Μάρκο», πριν κάτσω στο τραπέζι του όρθιος «θυμάσαι που σου έλεγα μην σε νοιάζει και θα την φτιάξω τη δουλειά σου όταν ανέβω για φωνοληψία δική μου, για να έχω ευκαιρία ενώ στο γραφείο δεν μπορείς να κουβεντιάσεις. Ε! Έγινε! Ξέρεις γράμματα;»
– «Λίγα» μου λέει.
– «Πόσα λίγα ρε Μάρκο;» του λέει ο Τάσος ο σοφέρ.
– «2-3″, και βγάζω την κάρτα του Τούντα και του την δίνω και κλείνω το μάτι του Τάσου για να τον δει τι θα κάνει μόλις την διαβάσει. Έτσι κι έγινε. Άξαφνα, γουρλώνει τα κόκκινα μάτια του και μας κοιτάζει σαστιζμένα και γελάει. Δεν πιστεύω Μάρκο να μην την έχεις φυλάξει για ενθύμιο;»
«Σε λίγες ημέρες, και ακριβώς ένα Σάββατο πρωί που είχαμε πολύ δουλειά στο μαγαζί «Ιχθυοπωλείον» μου ήλθε ο Μάρκος κρατώντας το μπουζούκι και μ
ου είπε
¨-»Μάθεση είμαι έτοιμος, πάμε;»
– «Δεν μπορώ» του είπα «τώρα καιγόμαστε στην δουλειά, δεν βλέπεις; Πήγαινε μόνος σου, είσαι εντάξει, σε περιμένει, και προχθές του το ξανάπα».
– «Τότε πάμε σε κάνα μέρος να σου παίξω τι θα βγάλω και να μου πεις την γνώμη σου, σαν παλιός που είσαι».
Τον επήγα δίπλα στην Αγορά στο ξενοδοχείο «Πανόραμα» όπου εκοιμόν
το εκεί εργένηδες ψαράδες. Και μου έπαιξε δύο σκοπούς για ένα δίσκο. Ο πρώτος σκοπός ήτο ένα μικρασιάτικο τραγούδι, το «Αραμπάς περνά σκόνη γίνεται»… Το δεύτερο κομμάτι ήταν, μου είπε, δική του σύνθεση! Μου είπε ότι «σε αυτό έχω και λόγια δικά μου», ενώ το πρώτο δεν είχε λόγια, και του ευχήθηκα καλή επιτυχία και εάν πετύχει θα δουλέψουμε καλά και οι τρεις, αυτός, ο Ντούντας και εγώ, και έφυγε. Αφού τον δρόμο τον είχα ανοίξει εγώ και ήταν έτοιμος, τώρα, ήταν ζήτημα τύχης! Εάν θα έπιανε φωτιά το μπουζούκι ή όχι, δηλαδή εάν θ’ άρεσε στο κοινό και θα είχε ζήτηση ο δίσκος «σουξέ».
Πέρασαν πολλές ημέρες και ο Μάρκος δεν ερχότανε να μου πει τι έγινε. Αναγκάστηκα ν’ ανέβω στην εταιρεία να μάθω και έτσι έμαθα ό

αίζω, δεν ξέρω να τραγουδήσω» Είχε χοντρή φωνή.
τι, αφού έπαιξε τον ένα σκοπό, στο διάλειμμα τον ρώτησε ο κ. Μάτσας: «Και ο άλλος σκοπός που θα χτυπήσεις δεν έχει λόγια;» Και τους έδειξε τα λόγια που έλεγαν «Έπρεπε να ερχόσουνα μάγκα μες τον ντεκέ μας…». «Ωραία» του είπε, «θα το τραγουδήσεις!» Τα έχασε ο Μάρκος. «Εγώ» λεει «μόνο μπουζούκι π
– «Τραγούδα το στην τύχη και ότι βγεί». Και μόλις εκυκλοφόρησε ο δίσκος έκανε «σουξέ».

Οι στίχοι αυτών των νέων τραγουδιών, είχαν ποικίλο περιεχόμενο, Μπορεί να υμνούσαν τον έρωτα, την γυναικεία ομορφιά, να καλούσαν σε γλέντια και μπερμπαντέματα, να σχολίαζαν πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής, να σατίριζαν τα κακώς κείμενα ή και να εναντιώνονταν σε κάθε μορφή εξουσίας. Κοινός παρανομαστής σε όλα αυτά τα τραγούδια, με ότι θέμα κι αν ασχολούνταν ήταν ο περήφανος χαρακτήρας τους.
Το νέο αυτό μουσικό ρεύμα συντρόφευε ένα νέο κοινωνικό ρεύμα που γεννήθηκε στο περιθώριο. Τους μάγκες ,τα κουτσαβάκια ή ρεμπέτες όπως καταλήξαμε να τους αποκαλούμε σήμερα. Η πρώτη ονομασία που τους αποδόθηκε πάντως ήταν μόρτες.(Μορτ αποκαλούσαν οι γάλλοι κάποιους λούμπεν παρακμιακούς τύπους ,που για να βγάλουν τα προς το ζειν έθαβαν σε μεγάλους λάκους τα θύματα της πανούκλας.αυτά που άλλοι δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Έτσι πέρασε το μόρτες ,σαν άφοβοι, αυτοί που δε σκιάζονται ούτε το θάνατο ακόμα).
Για την προέλευση της λέξης ρεμπέτης έχουν ακουστεί πολλά.
Κάποιοι λένε ότι προέρχεται από την τούρκικη λέξη, ρεμπέτ, άλλοι απ την σλάβικη ρεμπενόκ που σημαίνει ελεύθερο παλληκάρι και άλλοι απ την λατινική λέξη ρεμπιάτα.
Προσωπικά πιστεύω ότι η λέξη ρεμπέτης πηγάζει απ το ελληνικότατο ρήμα ρέμβω (περιπλανιέμαι) όπως και όλες οι προαναφερθείσες λέξεις που αποτελούν δάνειο απ την ελληνική στην σλάβικη ,λατινική, και τούρκικη γλώσσα.
Οι ρεμπέτες είχαν το δικό τους κώδικα επικοινωνίας, τα δικά τους ήθη ,τους δικούς τους άγραφους νόμους. Η άρνηση τους να συμβιβαστούν με τον  μικροαστικό τρόπο ζωής των πολλών τους κράτησε αρκετά χρόνια στο περιθώριο και τους οδήγησε σε φυλακές και εξορίες.Στον ρεμπέτικο χώρο συναντάμε, τους κιμπάρηδες (Ντυμένοι στην πένα ,με γυαλισμένο σκαρπίνι και γραβάτα).Τα κουτσαβάκια (Ανάριχτο σακκάκι ,με το ενα μανίκι φορεμένο).Τους νταήδες η σερέτες (Μαχαλόμαγκες με μαχαίρια στο σαλβάρι που πουλούσαν προστασία).Τους συνάχηδες ( Κοκαϊνοπότες ,περιθωριοποιημένοι ακόμη και απ τους ίδιους τους ρεμπέτες, που συνήθως κατέληγαν στην πρέζα.]
Στις αρχές της δεκαετίας του τριάντα το ρεμπέτικο τραγούδι ξεφεύγει από αυτόν τον στενό κύκλο.
Άνθρωποι σαν τους Παναγιώτη Τούντα, Ιωάννη Δραγάτση (Ογδοντάκης), Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιός),Βαγγέλη Παπάζογλου (Αγγούρης), Ιωάννη Ειντζιρίδη (Γιοβάν Τσαούσης), Σκαρβέλη Κώστα (Παστουρμάς) , Παντελίδη Σταύρο, Σπύρο Περιστέρη, Γεώργιο Τσώρο (Μπάτης) και πολλοί άλλοι το οδηγούν στην αθανασία μέσα απ της φωνογραφσεις τους.

Το μεγάλο μπαμ έρχεται με την δημιουργία της «Ξακουστής Τετράδας του Πειραιά»,(Μάρκος Βαμβακάρης (Φράγγος),Ανέστης Δελιάς (Αρτέμης),Γιώργος Μπάτης, και Στράτος Παγιουμτζής (Τεμπέλης)).Ταυτόχρονα φωνογραφούν οι Μπαγιαντέρας(Δημήτρης Γκόγκος), Απόστολος Χατζηχρήστος, Αντώνης Διαμαντίδης (Νταλγκάς) και άλλοι σπουδαίοι συνθέτες.
Το ρεμπέτικο αποκτά το δικό του κόσμο, τους δικούς του θαυμαστές. Άλλοι φανερά και άλλοι κρυφά ακούν και τραγουδούν τις επιτυχίες των μπουζουκτζήδων. Σχεδόν παύει να είναι κτήμα του περιθωρίου. Γίνεται τραγούδι λαϊκό της φτωχολογιάς και της εργατιάς και την ακολουθεί στα γλέντια και τα βάσανα της.
Την πορεία του ρεμπέτικου προς την καταξίωση του έρχεται να ανακόψει προσωρινά η δικτατορία του μεταξά το 1936. .Πολλοί μεγάλοι του ρεμπέτικου σταματούν να συνθέτουν και να φωνογραφούν αρνούμενοι να υποστούν την λογοκρισία.(Μπάτης, Τσαούς, Παπάζογλου).
Η κατάσταση σώζεται ως ένα βαθμό απ τον νεαρό τρικαλινό συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη (Βλάχος). Ο Τσιτσάνης βασιζόμενος κυρίως στην φιλία του με τον αστυνομικό διευθυντή θεσσαλονίκης , Μοσχουντή, που ήταν μεγάλος θαυμαστής του και μετέπειτα κουμπάρος του, αλλά κα στην ευστροφία του περνάει αρκετά τραγούδια του χωρίς πολλά προβλήματα απ την λογοκρισία.

Το ρεμπέτικο δεν το κυνήγησε μόνο ο μεταξάς .
Η συντηρητική διανόηση στράφηκε ανοιχτά εναντίον του. Χαρακτηριστικὸ είναι τὸ χρονογράφημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1917 στὴν εφημερίδα Εμπρός:
«Ἢ ἐγὼ καταδιώκομαι ἀπὸ τὴν τουρκικὴ μουσικὴ  ἢ συμβαίνει κάτι σοβαρότερον. Ὅτι ὁ ἀμανὲς ἔγινε τὸ τραγούδι τοῦ Ἕλληνος. Εἰς αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἱερὰν Κεκροπία, εἰς τὴν Ἀττικήν, ἐὰν στήσετε τὸ αὐτί σας πρὸς τὸ παραθυρον, θ᾿ ἀκούσετε Ἀθηναίους νὰ ξελαρυγγίζονται ἄδοντες τὸν ἀπαίσιον αὐτὸν καὶ ἀκατανόμαστον ὀλολυγμόν… Τὸν πύραυλον τοῦτον τοῦ ὀδυρμοῦ τὸν ἐκτοξεύουν εἰς τὰ ὕψη Ἀθηναῖοι, ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, γνήσια θρέμματα τοῦ ἐδάφους τούτου. Δὲν ᾖλθαν ποτὲ σὲ ἐπαφὴν μὲ τὴν Ἀσίαν. Πῶς τὸν ἔμαθαν; Διὰ τῆς παραδόσεως! Καὶ διὰ τοῦ περιβάλλοντος. Τὸν τραγουδοῦν δέ· ὄχι διότι κάμνουν μελέτας ἐπὶ τῆς Ἀνατολικῆς μουσικῆς, ἀλλὰ διότι αὐτὸ εἶναι τὸ τραγούδι μὲ τὸ ὁποῖον μεταφράζουν τὴν χαρὰ ἢ τὴν λύπην των. Αὐτὰ συμβαίνουν ἕναν ὁλόκληρο αἰώνα μετὰ τὸ 1821.
Εἶναι εὔκολον πράγμα, κύριοι, θὰ ἔλεγα πρὸς τοὺς ἑαυτούς μας νὰ  κοιμώμεθα ἐπάνω εἰς τὰ ρόδα τῆς λαογραφίας. Ναί, ὁ ἀγροτικὸς λαὸς τῆς Ἑλλάδος ἔχει μίαν μουσικήν, ἠμεῖς συλλέγομεν ἢ καλλιεργοῦμε τὰ μοτίβα της. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸ ποῦ τραγουδεῖ ὁ λαὸς τῶν πόλεων;
Τί οὐρλιάζει ἐκεῖνος ἐκεῖ ὁ στιβαρὸς καὶ νεαρὸς ἐργάτης; Τί θέλει; Χαίρεται; Ἀφοῦ χαίρεται, διατὶ ὀδύρεται; Τί εἶναι αὐτὸ ὁ ὁλολύζων Ἕλλην; Ποῖος τοῦ ἔβαλε τοὺς φοβεροὺς τούτους βρασμοὺς εἰς τὸν λάρυγγα, ἀπὸ ποίαν μητέρα ἐθήλασε τέτοιον θρῆνον;… Ὅλοι οἱ μουσικοὶ τενεκέδες, ὅλαι αἱ μουσικαὶ σανίδες, ὅλα τὰ μουσικὰ κιβώτια, φωνογράφοι, ὀργανέττα, σαντούρια, βιολιά, τραγουδισταί, ζητιάνοι, στραβοὶ μὲ φυσαρμόνικα, καφωδεῖα, λαϊκὰ θεατρίδια, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ φρικαλέος Καραγκιόζης, καλλιεργοῦν, ἀναπτύσσουν, διατηροῦν, διαδίδουν τὸ τουρκικὸν τοῦτο μουσικὸν κράτος εἰς τὴν Ἑλλάδα… Ἡ λαϊκὴ τάξις τῶν πόλεων, κατὰ τὰ ἑπτὰ δέκατα, εὑρίσκεται ὅταν διασκεδάζει εἰς τὴν Μέκκαν…
Λαμβάνω τὴν τιμήν… νὰ ὑποβάλω εἰς τὴν Πολιτείαν τὴν ἰδέαν ἐνὸς νομοσχεδίου..: θὰ φορολογηθεῖ ἀμειλίκτως τὸ σαντούρι, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ πιάνο τῆς Ἀσίας… θὰ φορολογηθοῦν τὰ καταστήματα ὅπου ἐκτελεῖται ἀσιατικὴ μουσική, οἱ ἐκτελεσταὶ ἀνατολικῆς μουσικῆς…. αἱ φωνογραφικοὶ πλάκες. Ἄρθρον ἀκροτελεύτιον: ἀπαγορεύεται πᾶσα εἰσαγωγὴ ἤχου ἐκ Σμύρνης».
Την κατάσταση έρχεται να επιδεινώσει ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος.
Πολλοί ρεμπέτες μουσικοί βρίσκουν άδοξο θάνατο απ την πείνα και τις κακουχίες  αυτά τα πέτρινα χρόνια[ Ευάγγελος Παπάζογλου, Παναγιώτης Τούντας, Ανέστης Δελιάς, Γιώργος Κάβουρας, Γιάννης Εϊτζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς), Σωτήρης Γαβαλάς, Θεόδωρος Μαυρογένης (το Θοδωράκι της Σμύρνης), Νίκος Χατζηαποστόλου, Ογδοντάκης).
Οι ρεμπέτες δεν μένουν αδιάφοροι στα πολιτικά δρώμενα .
Τόσο κατά την διάρκεια της κατοχής όσο και στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου γράφονται τραγούδια με σαφή πολιτική τοποθέτηση αλλά και άλλα που με υπαινιγμούς και υπονοούμενα έπαιρναν πολιτικές απόψεις.
Ο Μπαγιαντέρας γράφει τον ύμνο του EΛΑΣ και τραγουδάει για τον Άρη Βελουχιώτη.Ο Νίκος Μάθεσης  θρηνεί τον θάνατο του Άρη στο <<Ένας Λεβέντης Έσβησε >> . Ο Μιχάλης Γενίτσαρης μας περιγράφει την ζωή του εξόριστου στο <<Με Πιάσαν επί Μεταξά>> και συνθέτει τον περίφημο <<Σαλταδώρο>>.  Ο Τσιτσάνης γράφει το <<χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα >> και το <<Της γερακίνας γιος>> σαν απάντηση στο τραγούδι <<του αετού ο γιος>> που τραγουδούσαν οι βασιλόφρονες. Γράφει επίσης την « Συννεφιασμένη Κυριακή» και το «βάρκα γιαλό» που αργότερα διασκευάζει ο
Γ. Κατσαρός σε <<μας πήγαν εξορία>>

Η Σωτηρία Μπέλλου αρνείται να τραγουδήσει σε μια παρέα γερμανοτσολιάδων του αετού τον γιο και τρώει το ξύλο της ζωής της .Ρεμπέτες και αντιφρονούντες στριμώχνονται σε φυλακές και ξερονήσια…
Την δεκαετία του πενήντα οι εταιρίες σκαρφίζονται το λεγόμενο αρχοντορεμπέτικο.
Ένα τραγούδι που δεν διαθέτει τίποτα απ την αυθεντικότητα του γνήσιου ρεμπέτικου τραγουδιού, Με στίχους ακίνδυνους και αποστειρωμένους από κάθε πολιτική χροιά και τάση αμφισβήτησης. Το ρεμπέτικο σβήνεται απ την λίστα των δισκογραφικών εταιριών .Γεννιέται το λεγόμενο λαϊκό τραγούδι που και αυτό περνάει από χίλια κύματα.
Στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα και όλη την δεκαετία του εξήντα ένα μεγάλο ποσοστό των λαϊκών τραγουδιών είναι αντιγραφές ινδικών και ανατολίτικων σκοπών, τα λεγόμενα <<Ινδοπρεπεί >>.
Το ρεμπέτικο ξανάρχεται στην επιφάνεια την δεκαετία του εβδομήντα, κυρίως μετά την μεταπολίτευση.
Οι μεγάλοι Έλληνες συνθέτες της εποχής (Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Λοϊζος, Ξαρχάκος) αναγνωρίζουν την αξία και την διαχρονικότητα του. Ο Μίκης Θεοδωράκης δηλώνει ένας απλός μαθητής του Τσιτσάνη θέλοντας να δείξει τον σεβασμό του στο ταλέντο και την αξία του τρικαλινού συνθέτη. Η Μπέλλου συνεργάζεται με τον Ανδριόπουλο τον Σαββόπουλο και τον Μούτση. Έτσι δίνεται η αφορμή να ξανά κυκλοφορήσουν παλιά της ρεμπέτικα τραγούδια που ο κόσμος τα μετατρέπει σε μεγάλες επιτυχίες. Νέες καλές φωνές λαϊκών και έντεχνων καλλιτεχνών ψάχνουν την καθιέρωση μέσα από τραγούδια των Τούντα, Βαμβακάρη ,Τσιτσάνη ,Τζουανάκου ….
Ανάμεσά τους οι σπουδαιότερες σημερινές φωνές.(Νταλάρας ,Αλεξίου, Μαρινέλα, Μητσιάς,)


Σήμερα σαφώς και δεν υπάρχουν ρεμπέτες με την κλασική ερμηνεία του όρου.
  Υπάρχουν όμως άξιοι μουσικοί ,λάτρεις του ρεμπέτικου, που με τις ερμηνείες τους ,τον σεβασμό τους προς το γνήσιο και την δουλειά τους κράτησαν και κρατάνε ζωντανό το ρεμπέτικο μεταλαμπαδεύοντας την φλόγα του και στις επόμενες γενιές. Αναγράφω κάποιους απ’ αυτούς χωρίς η σειρά να αναλογεί της αξίας τους. Τον μόνο που θα ξεχωρίσω απ τους υπόλοιπους είναι ο Μπάμπης Γκολές, ο τελευταίος ρεμπέτης της γενιάς του που βρέθηκε στο πάλκο δίπλα στους μεγάλους δημιουργούς….
Γ.Ξηντάρης, Μπάμπης Τσέρτος, Δημήτρης Κοντογιάννης ,Γιώργος Ζορμπάς, Βαγγέλης Ιωαννίδης, Αγγέλα Καρδάση, Αθηναϊκή Κομπανία, Αγάθωνας, Γιάννης Λεμπέσης, Δημητριανάκης Μανώλης, Σοφία Εμφιετζή, Μαριώ, Γιώτα Νέγκα, Μυστακιδης Δημήτρης, Χρήστος Μητρέτζης, Μανώλης Πάππος ,Λιζέτα Καλημέρη, Σοφία Παπάζογλου, Κατερίνα Τσιρίδου, Κώστας Λιούμπας, Τζιβαέρι, Μαρία Κατινάρη, Αμάν ναι, Άνω Κάτω ,Δήθεν, Λωξάντρα, Ρεμπέτ Ασκέρ, Αλλουπακάδες, Σμύρνα Ορχήστρα,…





Πηγή: 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Next page